Για την αιματηρή καταστολή των απεργών στις 5 Μάρτη, στο ρεπορτάζ αναφέρεται ότι ο επικεφαλής των αστυνομικών δυνάμεων, ανθυπομοίραρχος Κικιρής, «προέβη αυθαίρετα στη σύλληψη τριών μελών της διοικήσεως του Σωματείου...». Στην απαίτηση των απεργών να αφεθούν ελεύθεροι, διέταξε τους χωροφύλακες να πυροβολήσουν εναντίον τους.
«Στον τόπο της δολοφονικής ενέδρας πέφτουν ματωμένοι οι εργάτες Δημ. Μιχαήλος με σφαίρα στο στήθος, ο οποίος και μένει άπνους, Ευάγ. Γκίκας με δύο τραύματα όπλου στο στήθος, Ευάγ. Μπέκας με δύο τραύματα διαμπερή στο μηρό, Ανδρ. Ροδίτης με τραύμα στην κεφαλή, Αϊβαζόγλου τραύμα διαμπερές στο βραχίονα, Παναγ. Ηλίας τραύμα δι' υποκόπανου και ο επαγγελματίας Αντ. Κοροπούλης τραυματίζεται στο χέρι με σφαίρα από τους χωροφύλακες, οι οποίοι πυροβολούν και σκοτώνουν όποιον βρουν. Επίσης τραυματίζεται στο πόδι και μια γυναίκα...».
Χαρακτηριστικοί είναι και ορισμένοι από τους τίτλους και τα αποσπάσματα του αστικού Τύπου της εποχής που εκτέθηκαν στην εκδήλωση: «ΟΙ ΕΡΓΑΤΑΙ ΕΠΕΣΑΝ ΘΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑΣ», «απεδείχθη ότι οι απεργοί παρασυρθέντες εσκόπουν την διάλυσιν των σωματείων και κατά το σοβιετικόν σύστημα οργάνωσίν των ιδρύοντες εργατικά σοβιέτ». Μάλιστα, κατά τη συνήθη πρακτική των αστικών ΜΜΕ, τα έντυπα των καπιταλιστών κάνουν και συστάσεις προς τις κυβερνήσεις τους: «Πρέπει λοιπόν η νομοθεσία να αλλάξει. Και διά μεν τους ανθρώπους της Μόσχας δεν έχει η Κυβέρνησις παρά να λάβει τα ίδια εκείνα μέτρα τα οποία γείτονα κράτη της, η Βουλγαρία και η Σερβία έλαβον. Να διαλύση τα σωματεία και τας οργανώσεις των και να τους κηρύξει εκτός νόμων...».