Του Κώστα Πουρναρά (Μπόση) από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»
Το βιβλίο του Μπόση μπορεί να διαβαστεί άνετα σε έξι μέρες (είναι 600 σελίδες), του αξίζει όμως να διαβαστεί λέξη λέξη πολύ προσεκτικά και σε άλλα επίπεδα ανάγνωσης πέρα από την απόλαυση ενός μυθιστορήματος. Εκτενής αναφορά είχε γίνει στο φύλλο του «Ριζοσπάστη» στις 17 Γενάρη 1999, με αφορμή τότε μία από τις επανεκδόσεις του βιβλίου από τη «Σύγχρονη Εποχή».
Σε μια από τις πολύ μικρές στιγμές του έργου, ο λεγάμενος προσπαθεί να ρίξει την κοπελιά: «Γίνε δική μου και θα δεις. Θα σε κάνω βασίλισσα. Ο,τι θέλει η ψυχή σου θα έχεις. Φορέματα, στολίδια, γλέντια, λεφτά. Θα κάθεσαι, δε θα δουλεύεις...».
Για να πάρει κοφτή την απάντηση: «Αυτό μοιάζει λιγάκι με σωματεμπορία». Δυο κόσμοι σε σύγκρουση, χωρίς ανάσα. Ο κόσμος που χτίζεται έχει φύγει μπροστά. Κουβαλά όμως μαζί του τον παλιό. Που φρενάρει και ξαναφρενάρει κι όπου μπορεί ανατρέπει. Εχει σημασία να μην ξεχνάμε τον χρόνο. Γύρω στο 1950. Οι ανάγκες της σοσιαλιστικής κοινωνίας τεράστιες, τα μέσα λίγα κι όλα πρέπει να ανακαλυφθούν από την αρχή. Μαζί και οι άνθρωποι. Οχι στο κενό, αλλά εκεί στην ίδια την παραγωγή, που είναι αμείλιχτη με ένα και μόνο προσόν: Είναι κοινωνική.
«Ετσι που λες, σ. Σουλιώτη! Ανεβάσαμε τις νόρμες. Ξέρεις γιατί; Οσα βλέπεις ολόγυρά σου και τα έτοιμα κι αυτά που γίνονται κάθε μέρα, δεν είναι δουλειά ενός ατόμου. Για να βγάζεις εσύ 40 κομμάτια στο οχτάωρο δούλεψαν κι άλλοι πιο μπροστά από σένα κι έφτιαξαν τη μηχανή σου, τα εργαλεία, τα κοπίδια. Και για να βγάλεις αύριο πιο πολλά και πιο φτηνά, όχι μόνο εσύ, όλοι, και οι εργάτες και οι αγρότες κι έτσι να δώσουμε στον κόσμο άφθονα υλικά αγαθά και να κατεβάσουμε τις ώρες δουλειάς στις 7, στις 6 αργότερα - ποιος ξέρει; ίσως και παρακάτω - χρειάζεται να παίρνουμε απ' τη γη όλο και περισσότερα υλικά, να φτιάχνουμε πιο μοντέρνες μηχανές, να χτίζουμε καινούργια εργοστάσια. Πρέπει να ρίχνουμε στην παραγωγή πιο πολλά λεφτά, με την ώρα κι όχι με το χρόνο. Πού θα τα βρούμε; Τι κάνατε εσείς όταν πάλιωνε το βόδι και θέλατε να αγοράσετε άλλο; Οικονομίες απ' το ψωμί, τα ρούχα, απ' όπου μπορούσατε. Κι όταν το αγοράζατε και το βάζατε στο χωράφι βγάζατε κι εκείνα που είχατε ξοδιάσει. Ετσι κι εδώ. Γι' αυτό το βόδι, μαζί με τη συμβολή όλου του λαού και τις οικονομίες του κράτους πήγαν και τα δικά σου καπίκια. Και η κοινωνία σού τα γυρίζει πίσω. Δηλαδή, τα τοκίζεις και με μεγάλο μάλιστα τόκο. Τα τοκίζεις για τον εαυτό σου, τα παιδιά σου, όλη την ανθρωπότητα για τις μελλούμενες γενιές».
«Για τις αιτίες που σας είπα παραπάνω, σύντροφοι, το πλάνο μένει πίσω. Χρειάζεται να σφιχτούμε όλοι... Η διεύθυνση του εργοστασίου και το Γραφείο της Κομματικής Οργάνωσης καλεί τους κομμουνιστές να ανασκουμπωθούν και να μπουν μπροστά. Πάρτε παράδειγμα απ' τον Σαράβα. Δίνει στο εργοστάσιο, κι όταν λέμε εργοστάσιο εννοούμε το σοβιετικό λαό, και πίσω απ' το σοβιετικό λαό στέκουν οι λαοί όλου του κόσμου, όχι μόνο τις σωματικές του δυνάμεις αλλά και την ψυχή του και το μυαλό του (...) Κι αν ξεχάσατε τις παλιές βελτιώσεις, την τελευταία που έκανε τόσο ντόρο, την ξέρετε... Μπορεί φυσικά να μην πετύχει εκατό στα εκατό. Μπορούσε να μην πετύχει και καθόλου. Αλλά ...κείνο που έχει σημασία στην περίπτωση αυτή είναι το πώς πρέπει να βλέπει ο κομμουνιστής τη δουλειά, ποια θέση πρέπει να παίρνει απέναντι στην κοινωνία, απέναντι στο μέλλον...».
Κι ο Σαράβας, ο παλιός αντάρτης που έγινε πρωτοπόρος μηχανουργός, παίρνει τη σκυτάλη: «Πρέπει να δουλέψουμε με περισσότερη όρεξη, σύντροφοι. Αυτό ξέρω να πω. Και περισσότερες μηχανές θα φτιάξουμε και περισσότερα λεφτά θα πάρουμε και δυνατότερη θα γίνει η Σοβιετική Ενωση. Για την καθυστέρηση του πλάνου φταίει και το δικό μου ατύχημα. Εξι μέρες έχω να δουλέψω κι άλλες τόσες να κοιμηθώ. Πόσο φαρμάκι ήπια κι εγώ δεν ξέρω (...) Τώρα ύστερα απ' αυτά που είπε ο σ. Γραμματέας μπορώ να δουλέψω και δυο βάρδιες».
«Η ζωή έτσι τον έμαθε να σκέφτεται. Ο παππούς του, ο πατέρας του, ακόμα κι αυτός ο ίδιος στέκονταν με το όπλο στο χέρι μη τους πάρει ο διπλανός, ο γείτονας, ο μπακάλης, το κράτος, την μπουκιά απ' το στόμα. Ο ένας πάλευε τους άλλους. Οποιος κατάφερνε να μεγαλώσει το χωράφι, το κοπάδι ζούσε, ο άλλος αφανιζόταν. Ο πιο δυνατός τον τσάκιζε χωρίς έλεος. Το ατομικό συμφέρον στεκόταν πάνω απ' όλα κι ενάντια σ' όλα. Κι εκείνο που έφτιαξαν γενεές ολόκληρες δεν μπορεί ν αλλάξει τόσο εύκολα (...) Εμείς έχουμε τόσα χρόνια σοβιετική εξουσία, χτίσαμε το σοσιαλισμό κι όμως θα βρεις δικούς μας ανθρώπους και μάλιστα χρόνια εργάτες που δουλεύουν με το πάσο τους για να μην τους ανεβάσουμε τη νόρμα, για να μη ζοριστούν λιγάκι και προσφέρουν κάτι περισσότερο στην κοινωνία».
Ο πρωταγωνιστής του έργου, που εμφανίζεται ολοκληρωμένη συνείδηση, στις τελευταίες σελίδες θα πει: «Ο Σοβιετικός άνθρωπος έμοιαζε με τη μάνα μου, που κατάντησε μια χουφτούλα πετσί και κόκαλο απ' την πολλή δουλειά και τη μεγάλη στέρηση, με τον πατέρα μου, που έχει τις απαλάμες σκληρές σαν αργασμένο δέρμα κι απ' τα μαλλιά ποτέ δεν του απολείπουν τα χώματα, με την αδερφούλα μου, που δεν έχει φουστάνι να φορέσει, και τον αγαπάς σα μεγαλύτερο αδερφό, σα φίλο γκαρδιακό, και τον αγαπάς ακριβώς γιατί είναι άνθρωπος και όχι υπεράνθρωπος».
«Μέσα σε λίγα χρόνια η στέπα θα είναι αγνώριστη... Θα ντυθεί... θα στολιστεί... θα γεμίσει ο τόπος παλμό, κίνηση, ζωή...».