Συνεπώς, οι διοργανώσεις μετατρέπονται σε πηγή κέρδους και το αγωνιστικό σκάκι σε προϊόν προς αγορά και πώληση. Η Α' Εθνική είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, η οποία τα τελευταία χρόνια διεξάγεται με 34 ομάδες. Από τις πρωταθλήτριες ομάδες κάθε Ενωσης συμμετέχουν όσες έχουν να πληρώσουν και, αν δεν έχουν, αναπληρώνονται από την επόμενη ή από ομάδα άλλης Ενωσης. Στα νεανικά πρωταθλήματα φιλοξενούνται συνολικά 108 παίκτες απ' όλη τη χώρα, δίνεται όμως το δικαίωμα να λάβει μέρος κάποιος που δεν προκρίθηκε ή που δεν συμμετείχε καν στο πρωτάθλημα της Ενωσης στην οποία ανήκει, εφόσον καταβάλει το προβλεπόμενο αντίτιμο. Τα πρωταθλήματα, λοιπόν, διαμορφώνονται με οικονομικά και όχι αγωνιστικά κριτήρια. Σε αυτό το πνεύμα κινείται και η, ελεγχόμενη για τη νομιμότητά της, δυνατότητα που δίνει η ΕΣΟ στις ομάδες της Α' Εθνικής να «προσλαμβάνουν» επαγγελματίες αλλοδαπούς και κοινοτικούς σκακιστές που δεν διαμένουν στην Ελλάδα, για να αγωνιστούν στο πρωτάθλημα, ακόμα και αν την ίδια περίοδο έχουν αγωνιστεί σε διασυλλογικά πρωταθλήματα άλλων χωρών.
Κερδισμένοι από την αφαίμαξη συλλόγων και οικογενειών δεν είναι μόνο οι ξενοδόχοι, αλλά και η ίδια η ΕΣΟ, που εισπράττει μέρος των εσόδων. Οπως και σε άλλες διοργανώσεις που διαρκώς γιγαντώνονται (π.χ. πανελλήνια πρωταθλήματα μαθητών/-τριών), κινείται καθαρά στη λογική της αυτοχρηματοδότησης και εμπορευματοποίησης του σκακιού με χορηγούς εταιρείες και ξενοδοχεία. Πρόκειται για πρακτική που κυριαρχεί εδώ και χρόνια στον αθλητισμό, την οποία ακολουθεί και επικροτεί και η σημερινή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, ενώ θα έπρεπε ο αθλητισμός να αποτελεί καθολικό δικαίωμα και να παρέχεται οργανωμένα σε όλους με ευθύνη και στήριξη της πολιτείας.