«Αντίστροφη Μέτρηση»
Κυριακή 30 Σεπτέμβρη 2001

Γρηγοριάδης Κώστας

Μόλις βρέθηκε στο δωμάτιο του φτηνού ξενοδοχείου, κάθισε, έβγαλε το σακάκι του, ξέσφιξε λίγο τη γραβάτα του χωρίς να τη λύσει και σήκωσε μηχανικά τα μανίκια του πουκαμίσου του. Επειτα προχώρησε προς τον καθρέφτη του νιπτήρα, που του έστειλε πίσω την εικόνα ενός προσώπου με τραβηγμένα χαρακτηριστικά, ηλιοψημένου ακόμα στα σημεία που δεν τα μαύριζαν τα -από πολλές μέρες- αξύριστα γένια του. Τα μαλλιά του, αχτένιστα από το ταξίδι με το αυτοκίνητο, έπεφταν ανάκατα στο μέτωπό του, μισοσκεπάζοντας δύο βαθιές ρυτίδες ανάμεσα στα φρύδια, που έδιναν στο βλέμμα του έκφραση σοβαρή και τρυφερή, που του έκανε εντύπωση. Τότε μόνο σκέφτηκε να ρίξει μια ματιά στο άθλιο δωμάτιο, που αποτελούσε το μοναδικό του αγαθό και που πέρα από αυτό, δεν έβλεπε τίποτα πια. Πάνω σε μιαν αξιοθρήνητη ταπετσαρία από μικρά κίτρινα λουλούδια σε φόντο γκρίζο, η πολυκαιρία και η λέρα ζωγράφιζαν με γλίτσα αντί με χρώμα το μίζερο χώρο του δωματίου. Πίσω από το τεράστιο σώμα του καλοριφέρ, υπήρχαν γωνιές πετρωμένης βρώμας. Ο διακόπτης ήταν σπασμένος και άφηνε να φαίνονται τα γυμνά καλώδιά του. Πάνω από το διπλό κρεβάτι με τις σούστες, από ένα κορδόνι που γυάλιζε από λίγδα, όπου ξεραίνονταν ψόφιες μύγες, κρεμόταν μία λάμπα δίχως αμπαζούρ, που κολλούσε στα δάχτυλα.

Επιθεώρησε τα σεντόνια. Τα βρήκε καθαρά. Πήρε ένα - ένα τα ξυριστικά του και τα αράδιασε πάνω στο νιπτήρα. Επειτα ετοιμάστηκε να πλύνει τα χέρια του, αλλά ξανάκλεισε τη βρύση και πήγε να ανοίξει το παράθυρο, που ήταν χωρίς κουρτίνες. Το παράθυρο έβλεπε σε μια πίσω αυλή με πλυσταριά και σε τοίχους που ήταν διάτρητοι από μικρά παράθυρα. Σε ένα από αυτά στέγνωναν απλωμένα ρούχα.

Ξάπλωσε κι αποκοιμήθηκε αμέσως. Ξύπνησε βουτηγμένος στον ιδρώτα και στριφογύρισε για λίγο στο δωμάτιο. Επειτα άναψε τσιγάρο και καθιστός, με το κεφάλι άδειο, κοίταξε τις δίπλες του τσαλακωμένου παντελονιού του. Στο στόμα του η πικράδα του ύπνου ανακατευόταν με την πικράδα του τσιγάρου. Κοίταξε άλλη μια φορά το δωμάτιο, ξύνοντας τα πλευρά του κάτω από το πουκάμισο. Μια απαίσια γλύκα του ερχόταν στο στόμα μπροστά σε τόση στεναχώρια και θλίψη. Καθώς ένιωθε τόσο απομακρυσμένος από όλα, ακόμα κι από τον εαυτό του, καθώς διαπίστωνε με διαύγεια τον παραλογισμό και την αθλιότητα που κρύβεται στο βάθος ακόμα και της πιο καλοσχεδιασμένης ζωής, μέσα σ' εκείνο το δωμάτιο, άρχισε να ορθώνεται μπροστά του το ντροπαλό και κρυφό πρόσωπο μιας απόπειρας που γεννιέται από την απελπισία και την παραίτηση για ζωή.

Γύρω του οι στιγμές άδειες, οι ώρες νωθρές, ενώ ο χρόνος να παφλάζει σαν βούρκος.

Ενιωσε ανεξήγητα δάκρυα να φουσκώνουν το στήθος του.

Το κοντινό ρολόι της εκκλησίας χτύπησε πέντε. Είχε κοιμηθεί δύο ώρες. Καλύτερα να έβγαινε. Επλυνε τα χέρια του ώρα πολλή. Για να κόψει τα νύχια του, κάθισε ξανά στην άκρη του κρεβατιού και δούλεψε μεθοδικά το νυχοκόπτη. Δυο - τρία κορναρίσματα αντήχησαν τόσο διαπεραστικά στην αυλή, ώστε τον έφεραν ξανά στο παράθυρο. Πρόσεξε τότε κάτω από το απέναντι σπίτι μια στοά, που έβγαζε στον πίσω δρόμο. Του φαινόταν πως όλες οι φωνές του δρόμου -όλη η άγνωστη ζωή από την άλλη μεριά των σπιτιών, οι θόρυβοι των ανθρώπων που έχουν μια διεύθυνση, μια οικογένεια, διαφορές με κάποιο θείο, προτιμήσεις στο φαγητό, μια χρόνια αρρώστια, το μερμήγκιασμα των ανθρώπων που καθένας τους έχει την προσωπικότητά του, όλα αυτά τα ένιωθε σαν χτυπήματα που τρύπωναν και έσκαζαν σαν μπαλόνια μέσα στο δωμάτιό του. Αναψε άλλο ένα τσιγάρο και ντύθηκε με σπασμωδικές κινήσεις. Καθώς κούμπωνε τη ζώνη του, ο καπνός τον έτσουξε στα μάτια. Ξαναγύρισε στο νιπτήρα, σκούπισε τα μάτια του και θέλησε να χτενιστεί. Μα η τσατσάρα του είχε εξαφανιστεί. Τα μαλλιά του ήταν ανακατωμένα από τον ύπνο και μάταια προσπαθούσε να τα στρώσει. Κατέβηκε όπως ήταν με τα μαλλιά στο πρόσωπο και πίσω στο κεφάλι ορθωμένα, σαν βούρτσα. Ενιωθε ακόμα πιο μειωμένος. Οταν βρέθηκε στο δρόμο, έκανε το γύρο του ξενοδοχείου, ώσπου έφτασε στη μικρή στοά που είχε διακρίνει πριν από λίγο. Βγήκε στον από πίσω μεγάλο δρόμο. Πυκνό πλήθος κυκλοφορούσε στα πεζοδρόμια. Τα αυτοκίνητα πήχτρα. Σε κάθε γυναίκα που συναντούσε, προσπαθούσε ν' ανακαλύψει το βλέμμα που θα του επέτρεπε να πιστέψει πως ήταν ακόμα ικανός να παίξει το λεπτό και τρυφερό παιχνίδι της ζωής. Αλλά οι υγιείς άνθρωποι έχουν ένα είδος φυσικής τέχνης να αποφεύγουν τα πυρετικά κι απελπισμένα βλέμματα. Κι εκείνος, κακοξυρισμένος, αχτένιστος, με μια έκφραση ανήσυχου ζώου στο βλέμμα, με τσαλακωμένο παντελόνι και ζαρωμένο κολάρο, είχε χάσει πια εκείνη την αυτοπεποίθηση που δίνει ένα ωραίο κοστούμι ή το τιμόνι ενός αυτοκινήτου. Το φως στο σούρουπο έπαιρνε χάλκινες πινελιές και η μέρα αργοπορούσε πάνω στον τρούλο της εκκλησίας.

Κατευθύνθηκε προς αυτήν, μπήκε μέσα και κυριευμένος από τη γνώριμη μυρωδιά, άναψε ένα κερί. Ο θόλος ήταν σκοτεινός, αλλά από τα χρωματιστά παράθυρα περνούσε σαν δέσμη ένα περίεργο φως, που έφτανε ως τα στρογγυλά πρόσωπα των αγγέλων και των αγίων που σάρκαζαν. Μια γλύκα, ναι, υπήρχε εκεί, μια γλύκα αλλά τόσο πικρή, που αμέσως γύρισε πίσω και βγήκε έξω για να ανασάνει τον πιο δροσερό τώρα αέρα της νύχτας. Λίγο αργότερα, τα πρώτα αστέρια, καθαρά και γυμνά, ανέτειλαν ψηλά από τον τρούλο της εκκλησίας. Αρχισε να ψάχνει για κανένα φτηνό ταβερνάκι. Πλανήθηκε σε δρόμους πιο σκοτεινούς και λιγοσύχναστους. Παρ' όλο που δεν είχε βρέξει στο διάστημα της ημέρας, το έδαφος ήταν μουσκεμένο. Σε λίγο άρχισε να ψιλοβρέχει. Γυρόφερνε στο ίδιο μέρος. Ξαφνικά σταμάτησε. Μια παράξενη μυρωδιά ερχόταν από το βάθος της νύχτας. Πικάντικη, ερεθιστική, ξυπνούσε μέσα του όλες τις δυνάμεις της αγωνίας. Την ένιωθε στη γλώσσα του, στο βάθος της μύτης, ακόμα και στα μάτια του. Ερχόταν από μακριά, πέρα από τη γωνία του δρόμου και ανάμεσα στον σκοτεινιασμένο πια ουρανό και στο γλιστερό και βρώμικο πεζοδρόμιο, βρισκόταν εκεί, παρούσα, σαν τον κακό δαίμονα που στοιχειώνει τις νύχτες στις πόλεις.

Βάδισε προς την κατεύθυνσή της και όσο πλησίαζε, η μυρωδιά τον πλημμύριζε ολόκληρο, γέμιζε με δάκρυα τα μάτια του και τον άφηνε ακόμα πιο ανυπεράσπιστο. Στη γωνία του δρόμου κατάλαβε: μια γριά πουλούσε ψημένο καλαμπόκι. Η μυρωδιά τον είχε αναστατώσει. Ενας περαστικός στάθηκε, αγόρασε ένα καλαμπόκι και η γριά του το τύλιξε σε χαρτί. Δυο βήματα πιο πέρα, μπροστά του, άνοιξε το πακέτο του και έχωσε τα δόντια του στο καλαμπόκι, που η γρομπαλένια σάρκα του, καθώς κοβόταν, σκόρπισε ακόμα πιο δυνατή τη μυρωδιά.

Αναστατωμένος, στηρίχτηκε σε μια κολόνα κι έμεινε εκεί αρκετή ώρα, ανασαίνοντας ό,τι παράξενο και βαρύ από θλίψη και στεναχώρια του πρόσφερε εκείνη τη στιγμή ο κόσμος. Επειτα έφυγε και μπήκε, δίχως να σκεφτεί, σ' ένα ταβερνάκι, από όπου ακουγόταν ένα ταξίμι μπουζουκιού. Θα είχε παράξενη όψη, γιατί το μπουζούκι αντήχησε ξαφνικά πιο υπόκωφα, οι συζητήσεις σταμάτησαν και οι θαμώνες γύρισαν προς το μέρος του. Σε μια γωνιά, δυο ζευγαράκια έτρωγαν μπριζόλες. Κάποιοι άλλοι πελάτες έπιναν ρετσίνα. Πολλοί κάπνιζαν χωρίς να πίνουν. Κατευθύνθηκε σε ένα τραπέζι και κάθισε. Εφαγε λίγο και γρήγορα. Δεν πεινούσε. Το μπουζούκι έπαιζε τώρα πιο δυνατά και ο οργανοπαίχτης κοίταζε επίμονα τον νεοφερμένο.

Ξαφνικά μια κοπέλα ξέσπασε σε γέλια, ενώ την ίδια στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπήκε νέος πελάτης. Θα έλεγε κανείς πως με το πέσιμο της νύχτας πάνω στην επαρχιακή πόλη, ολόκληρο το νόημα ενός ξεχασμένου κόσμου, γεμάτου προβλήματα και πόνο, είχε λουφάξει στη ζεστασιά αυτής της ταβέρνας και των ανθρώπων της.

Ξαφνικά βρέθηκε στα έσχατα όρια της αντοχής. Σηκώθηκε απότομα, φώναξε το γκαρσόνι, προσπέρασε τον μπουζουκτσή και άνοιξε την πόρτα, προχωρώντας στα μικρά δρομάκια, προς το βάθος της νύχτας.

Αστέρια έλαμπαν πάνω από τα σπίτια. Θα πρέπει να ήταν κοντά στη θάλασσα, γιατί άκουγε το βουερό και υπόκωφο τραγούδι της. Δύο βήματα πιο πέρα βρέθηκε να διασχίζει τρέχοντας την κεντρική πλατεία της πόλης. Σε μικρή απόσταση από το ξενοδοχείο του, αναγκάστηκε να στηριχτεί σε έναν τοίχο και έκανε με δυσκολία εμετό.

Με όλη τη διαύγεια που δίνει η έσχατη αδυναμία, βρήκε το δωμάτιό του χωρίς να κάνει λάθος, πλάγιασε κι αποκοιμήθηκε αμέσως.

Την άλλη μέρα ξύπνησε από τις φωνές της αγοράς. Ο καιρός ήταν βαρύς, αλλά κι ο ήλιος δεν απουσίαζε. Ενιωθε αδύναμος και σκεφτόταν το μάκρος της ημέρας που άρχιζε. Ετσι όπως ζούσε τις τελευταίες μέρες, με την παρουσία μόνο του εαυτού του, ο χρόνος έπαιρνε την πιο μεγάλη δυνατή του έκφραση και κάθε μία ώρα της ημέρας έμοιαζε να κλείνει μέσα της ολόκληρη ζωή. Επειτα ντύθηκε, διαπίστωσε ότι είχε ξεχάσει να αγοράσει μια τσατσάρα κι εμφανίστηκε όπως και την προηγούμενη μέρα, ξεχτένιστος και σκυθρωπός. Βγαίνοντας από το ξενοδοχείο, τον πλημμύρισε μια παιδιάστικη και τρυφερή αίσθηση, σαν να είχε λυτρωθεί από όλα, δοσμένος ολόψυχα στο ρυθμό μιας ζωής που τον ξεπερνούσε. Στη γωνία του δρόμου έστριψε και ξαναβρήκε τη μυρωδιά του καλαμποκιού. Μαζί μ' αυτήν ξαναβρήκε και την αγωνία του. Ωστόσο ο χρόνος κυλούσε. Οι ώρες πετούσαν μαζί με τα περιστέρια της πλατείας, οι καμπάνες ηχούσαν απαλά, αλλά η απελπισία δεν τον άφηνε. Η θέλησή του για θάνατο, τον καθοδηγούσε ολοένα περισσότερο. Ενιωθε το κάλεσμα και την υγρή πνοή του. Για μια στιγμή έδιωξε την ανόητη σκέψη που του ήρθε στο μυαλό. Ομως όλα γύριζαν στο κεφάλι του. Ετρεξε στο ξενοδοχείο του και ρίχτηκε στο κρεβάτι. Ενας διαπεραστικός πόνος του έκαιγε τα μηλίγγια. Το ξέσπασμα της θλίψης του, τον έβρισκε με άδεια καρδιά και σφιγμένο στομάχι. Εικόνες από τη ζωή του περνούσαν μπροστά από τα μάτια του. Κάτι μέσα του ούρλιαζε πίσω από μετοχές, χρηματιστήρια και οικονομίες μιας ζωής. Ανασαίνοντας με δυσκολία, με μάτια τυφλού και κινήσεις αυτόματου, ανακάθισε στο κρεβάτι του. Το συρτάρι του κομοδίνου, που είχε μείνει ανοιχτό, ήταν στρωμένο μ' ένα φύλλο κάποιας οικονομικής εφημερίδας. Είχε χρώμα σομόν. Το τράβηξε και διάβασε μία - μία τις τιμές όλων των μετοχών. Κοίταξε και την ημερομηνία. Ηταν πριν από ένα χρόνο. Επειτα ρίχτηκε ξανά στο κρεβάτι. Κοίταξε τα χέρια και τα δάχτυλά του, ενώ παιδικές επιθυμίες φούντωσαν την καρδιά του. Ενας φλογερός και μυστικός πόθος ξεσηκώθηκε μαζί με δάκρυα μέσα του κι ήταν μια νοσταλγία για όλα όσα χάθηκαν: λεφτά, ακίνητα, οικογένεια. Η χρεοκοπία του ξέσπασε. Μέσα του άρχισε να μεγαλώνει μια μεγάλη λίμνη αφόρητης στεναχώριας και απελπισίας, αλλά και σιωπής και θλίψης που ήθελε οπωσδήποτε να ξεσπάσει κάπου. Σηκώθηκε, άνοιξε την μπαλκονόπορτα και βγήκε στο μικρό στηθαίο.

Ηταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Καβάλησε το μικρό σκουριασμένο κάγκελο και χωρίς να κοιτάξει κάτω, έπεσε στο κενό.

Την άλλη μέρα οι εφημερίδες έγραφαν: «ΒΟΛΟΣ. Του ανταποκριτού μας.

Αλλο ένα τραγικό θύμα του χρηματιστηρίου. Αυτοκτόνησε, πέφτοντας από τον τρίτο όροφο του ξενοδοχείου, όπου διέμενε, ο Κ.Π. ετών 55, έμπορος, κάτοικος Ιωαννίνων».


Θοδωρής ΚΟΝΤΟΥΛΗΣ