ΚΡΑΤΙΚΟ ΧΡΕΟΣ - ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΙ ΟΜΙΛΟΙ
Αλληλένδετοι κρίκοι στην αλυσίδα των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων
Παρασκευή 19 Γενάρη 2018

Σειρά από κάλπικες εντυπώσεις επιχειρεί να σπείρει η κυβέρνηση ενόψει των διεργασιών αναφορικά με τη διαχείριση του κρατικού χρέους, ένα ζήτημα που σχετίζεται άμεσα με το βαθμό της «πιστοληπτικής αξιολόγησης», ουσιαστικά δηλαδή με την ικανότητα του αστικού κράτους και των εγχώριων επιχειρηματικών ομίλων να δανείζονται κεφάλαια από τις διεθνείς αγορές με σχετικά ανταγωνιστικό κόστος και «χαμηλά» επιτόκια σε σχέση με αυτά των «εταίρων» τους στην Ευρωζώνη.

Στο αμέσως επόμενο διάστημα, με φόντο βέβαια το κλείσιμο της 3ης «αξιολόγησης» και των αντιλαϊκών μέτρων που περιλαμβάνονταν σε αυτήν, οι «οίκοι αξιολόγησης» αναμένεται να προχωρήσουν σε κάποια περιορισμένη «αναβάθμιση», ενώ παράλληλα ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους θα «τρέξει» την έκδοση κρατικού ομολόγου, πιθανόν 7ετούς διάρκειας. Σε κάθε περίπτωση, η αποκατάσταση της «πιστοληπτικής αξιοπιστίας» για τις ανάγκες του κεφαλαίου στα επίπεδα που υπήρχαν πριν από την εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης έχει να διανύσει μπόλικο δρόμο, σε αντιστοίχιση πάντα με την κλιμάκωση της αντιλαϊκής πολιτικής.

Η ανταγωνιστικότητα των ομίλων θέτει το πλαίσιο

Και μόνο το αντικείμενο της σχετικής συζήτησης αποκαλύπτει ότι ουδεμία σχέση έχει αυτή με τα λαϊκά συμφέροντα. Ο βαθμός αξιολόγησης του κρατικού χρέους διαμορφώνει τους όρους και τις συνθήκες άντλησης κεφαλαίων και την ικανότητα πρόσβασης των εγχώριων τραπεζικών ομίλων στη διεθνή διατραπεζική αγορά, ενώ βέβαια αντίστοιχες είναι και οι προϋποθέσεις χρηματοδότησης και των άλλων εγχώριων επιχειρηματικών ομίλων, είτε μέσω των τραπεζών είτε απευθείας από τις χρηματαγορές μέσω εκδόσεων εταιρικών ομολόγων.

Από αυτήν την άποψη, πρέπει να κρίνουν πρωτίστως οι εργαζόμενοι και τον ισχυρισμό της κυβέρνησης ότι ενδεικτικό των «καλών νέων» για την οικονομία είναι ότι το τελευταίο διάστημα η «απόδοση» του ελληνικού κρατικού 10ετούς ομολόγου έχει υποχωρήσει (στη δευτερογενή αγορά) στο χαμηλότερο επίπεδο της 12ετίας, στα επίπεδα που διακυμαινόταν το έτος 2006.

Εκτός των άλλων βέβαια κι αυτός καθαυτός ο ισχυρισμός πρόκειται, στην καλύτερη περίπτωση, για «μισές αλήθειες», στην πραγματικότητα για πλήρη συσκότιση της πραγματικότητας. Για την ίδια χρονιά (2006) στην οποία αναφέρονται, τα βασικά επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (αυτά προσδιορίζουν το γενικότερο κόστος δανεισμού) κυμαίνονταν στα επίπεδα του 3,5% ή και μεγαλύτερα, ενώ σήμερα, στο πλαίσιο της «νομισματικής χαλάρωσης» που στοχεύει στην ανάκαμψη των επιχειρηματικών ομίλων, πρακτικά διαμορφώνονται σε μηδενικό επίπεδο.

Να σημειωθεί, επίσης, ότι το 2006, οι διαφορές στις αποδόσεις (επιτόκια στη δευτερογενή αγορά) των ελληνικών 10ετών ομολόγων, σε σχέση με τα αντίστοιχα γερμανικά κυμαίνονταν σε επίπεδα αρκετά χαμηλότερα από την 1 εκατοστιαία μονάδα. Σήμερα, η διαφορά αυτή (spread) - παρά τη «βελτίωση» το τελευταίο διάστημα - διακυμαίνεται κοντά στις 4 εκατοστιαίες μονάδες, ψηλότερα από τα γερμανικά κρατικά ομόλογα, στην πραγματικότητα σε «μη ανταγωνιστικό - βιώσιμο κόστος», όπως λένε, τόσο με τα γερμανικά όσο και με άλλα κρατικά ομόλογα της Ευρωζώνης.

Παράλληλα, μετά το «κούρεμα» και την αναδιάρθρωση του 2012, η μεγάλη μάζα του κρατικού χρέους από τους ιδιώτες δανειστές (τράπεζες και άλλους) πέρασε στα κράτη της Ευρωζώνης, που βέβαια δεν προχωρούν σε αγοραπωλησίες στη δευτερογενή αγορά, όπου δραστηριοποιούνται, έχοντας το πάνω χέρι στη διακύμανση των τιμών, οι τραπεζίτες και άλλοι «παίχτες».

«Προληπτικό πρόγραμμα» χρηματοπιστωτικής στήριξης

Με βάση και τα παραπάνω, στο κάδρο μπαίνει το ζήτημα της διαχείρισης του κρατικού χρέους, που με τη σειρά του επίσης συνδέεται με το υπό διαμόρφωση νέο «εποπτικό πλαίσιο» και ενώ οι όποιες συζητήσεις που αφορούν αποκλειστικά το κεφάλαιο έχουν ως «δεδομένη» τη συνέχιση του αντιλαϊκού έργου.

Σε αυτό το φόντο, κυβέρνηση και «θεσμοί» έχουν συμφωνήσει στο «χτίσιμο» ενός αποθεματικού, προκειμένου αυτό να αξιοποιηθεί για την αποκατάσταση της «αβεβαιότητας» των «επενδυτών» αναφορικά με τις μελλοντικές δημοπρασίες ελληνικών κρατικών ομολόγων. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι από τα 6,7 δισ. ευρώ της δόσης που αναμένεται να εγκρίνει η προσεχής συνεδρίαση του Γιούρογκρουπ, τα 1,9 δισ. ευρώ αφορούν αποκλειστικά στο «χτίσιμο» του εν λόγω αποθεματικού, που αναμένεται να συμπληρωθεί στη συνέχεια και από τις «δοκιμαστικές» εξόδους του ελληνικού κράτους για νέα δάνεια από τις διεθνείς χρηματαγορές. Μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες, στα υπό εξέταση σενάρια βρίσκεται και αυτό για τη δημιουργία «αποθέματος ασφαλείας» και με κεφάλαια που θα συνεισφέρει η πλευρά του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕSM).

Σε κάθε περίπτωση, ο υπό διαμόρφωση «προληπτικός μηχανισμός» και το πρόγραμμα για την περίοδο μετά το 2018 συνδέονται με την κλιμάκωση των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων, ζήτημα που με τη σειρά του δένει και με τη δέσμη προτάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αναφορικά με την «εμβάθυνση της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης» στην Ευρωζώνη.

Σε αυτό το πλαίσιο, η δέσμη των προτάσεων της Κομισιόν προβλέπει την «παροχή στήριξης στα κράτη - μέλη για την υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων μέσω ενός εργαλείου για την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων και τεχνικής στήριξης κατόπιν αιτήματος των κρατών - μελών». Μεταξύ άλλων, ενδεικτικά αναφέρονται οι μεταρρυθμίσεις στις «αγορές εργασίας και προϊόντων», η «βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος», οι «μεταρρυθμίσεις» στη Δημόσια Διοίκηση, ζητήματα δηλαδή που έχουν τεθεί με τη μορφή των «προαπαιτούμενων» και στο πλαίσιο των «αξιολογήσεων» του μνημονίου στην Ελλάδα.

Aντιλαϊκή κλιμάκωση σε ορίζοντα δεκαετιών

Θυμίζουμε ότι η μάζα του κρατικού χρέους αναμένεται στο 185,7% του ΑΕΠ για το 2018 και η αποπληρωμή του για μια υπόθεση που αφορά το «βαθμό ελευθερίας» για τη στήριξη των μονοπωλιακών ομίλων, δηλαδή ξεκομμένη από τα λαϊκά συμφέροντα, φορτώνεται δεδομένα στις πλάτες του λαού μέσω των «πρωτογενών πλεονασμάτων», των περικοπών σε συντάξεις, Πρόνοια, της φοροληστείας κ.ο.κ.

Ενα δεύτερο ζήτημα είναι η εφαρμογή του Συμφώνου Σταθερότητας της ΕΕ, το οποίο προβλέπει τη διαμόρφωση του κρατικού χρέους στο 60% του ΑΕΠ. Σύμφωνα με το κεντρικό σενάριο του ΕSM, σε συνδυασμό με τους στόχους για τα πλεονάσματα και τις υποθέσεις για την εξέλιξη του ΑΕΠ, η αναλογία του κρατικού χρέους αναμένεται να υποχωρήσει στα όρια αυτά, δηλαδή στο 65,4%, το 2060!

Η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών

Παράλληλα, μέχρι τον Μάη αναμένεται να ολοκληρωθεί και η «άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων» (stress - test) που διενεργεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αναφορικά με το ύψος της κεφαλαιακής επάρκειας των 4 εγχώριων τραπεζικών ομίλων. Στο κεντρικό πλάνο και ως μόνιμο «προαπαιτούμενο» προβάλλει το ζήτημα της αποτελεσματικής διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων σε μαζική κλίμακα, με γνώμονα τους στόχους που έχουν θέσει οι τράπεζες για τη διετία 2018 - 2019.

Σύμφωνα, μάλιστα, με όλες τις ενδείξεις, η ΕΚΤ στο πλαίσιο της αξιολόγησης των τραπεζών, πέρα από τις παραμέτρους αναφορικά με τα «μακροοικονομικά μεγέθη» (π.χ. τα σενάρια για τις προοπτικές του ΑΕΠ, της οικονομικής δραστηριότητας κ.ά.) θα δώσει ειδική βαρύτητα στο ζήτημα των «κόκκινων» δανείων και σε ό,τι αφορά την αξία των υποθηκών και των ενεχύρων που εμφανίζουν στους ισολογισμούς για στεγαστικά δάνεια. Το ζητούμενο εν προκειμένω είναι οι «πραγματικές τιμές» των ακινήτων, όπως αυτές θα διαμορφώνονται στο πλαίσιο των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών.

Την ίδια ώρα, οι διοικήσεις των εγχώριων τραπεζικών ομίλων, με «αβάντα» τις νέες νομοθετικές ρυθμίσεις για τους πλειστηριασμούς, από καλύτερες θέσεις για τους ίδιους, παζαρεύουν τους όρους για τη διεξαγωγή των επικείμενων «στρες τεστ» σχετικά με το ζήτημα της κεφαλαιακής επάρκειας και για τα συμφέροντα των μεγαλομετόχων τους.

Σε κάθε περίπτωση, η κλιμάκωση των πλειστηριασμών και των εκβιασμών απέναντι στα λαϊκά νοικοκυριά αποτελεί ζήτημα κομβικής σημασίας στην προοπτική της επιστροφής των τραπεζών σε φάση «κανονικότητας». Σε αυτήν την κατεύθυνση, ως επόμενο βήμα σχεδιάζονται οι νέες παρεμβάσεις στην όποια παρεχόμενη νομική προστασία στην πρώτη κατοικία της λαϊκής οικογένειας.


Α. Σ.