Τα πάντα συνηγορούσαν σε πολιτική σταθερότητα. Η κυβέρνηση του Παναγή Τσαλδάρη στηριζόταν στη συντριπτική πλειοψηφία εκείνης της Εθνοσυνέλευσης, δεδομένου ότι τα βενιζελικά κόμματα απείχαν από τις εκλογές της 9ης Ιουνίου του ιδίου έτους. Επρόκειτο για μια πλειοψηφία βασιλοφρόνων που με τη σειρά της έδειχνε πως μετά το κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935 η πολιτική εικόνα της χώρας είχε αλλάξει άρδην. Επιπλέον, όπως γράφει ο Κ. Καλλιγάς1: «Είχε αλλάξει ριζικά η σύνθεση της στελεχώσεως του κρατικού μηχανισμού και ιδίως των "δυναμικών ερεισμάτων" της εξουσίας (ενόπλων δυνάμεων και σωμάτων ασφαλείας) με την αποβολή των βενιζελικών στοιχείων, ακόμη και εκείνων που απλώς δε δήλωσαν απόλυτη προσήλωση στον αντιβενιζελισμό, οποίος είχε αναδειχθεί νικητής στη "δυναμική αναμέτρηση" του Μαρτίου».
Το ΚΚΕ για παράδειγμα στην 4η Ολομέλεια της ΚΕ του, που έγινε στις 27-28 Σεπτεμβρίου του 1935, εκτιμούσε πως μέσα στο κυβερνητικό «Λαϊκό Κόμμα», μέσα στο μπλοκ των φιλομοναρχικών πολιτικών δυνάμεων, μέσα στον κρατικό μηχανισμό και ειδικότερα στο οικονομικό κατεστημένο υπήρχαν ισχυρότατες αντιθέσεις και δυνάμεις που απεργάζονταν εξελίξεις μοναρχοφασιστικού χαρακτήρα. «Αυτές οι δυνάμεις - υπογράμμιζε η ΚΕ του ΚΚΕ2 - με επικεφαλής τον Κονδύλη πάνε μ' όλα τα μέσα της τρομοκρατίας και της βίας να εγκαθιδρύσουν στην Ελλάδα τη μοναρχία και τη φασιστική δικτατορία, για να συντρίψουν τη δημοκρατική - αντιφασιστική θέληση της πλειοψηφίας του λαού και ετοιμάζουν τεράστιες νοθείες και προπαρασκευάζουν δραστήρια και άμεσα πραξικοπηματικά τη μοναρχική παλινόρθωση». Η εκτίμηση αυτή του ΚΚΕ επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά ύστερα από 12 ημέρες.
Ηταν 10 Οκτωβρίου του 1935, γύρω στις 11 π.μ., όταν ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Παναγής Τσαλδάρης κατέβαινε τη λεωφόρο Κηφισίας με κατεύθυνση από το σπίτι του προς το πολιτικό του γραφείο. Η κίνηση στη λεωφόρο ήταν η συνηθισμένη, αλλά ξαφνικά ένα δεύτερο αυτοκίνητο διασταυρώθηκε με το πρωθυπουργικό και του έκοψε το δρόμο κορνάροντας. Αμέσως κατέβηκαν τρεις ανώτατοι αξιωματικοί με στολή και κατευθύνθηκαν προς τον πρωθυπουργό. Ηταν ο διοικητής του Α` Σώματος Στρατού υποστράτηγος Αλ. Παπάγος, ο αρχηγός του Ναυτικού υποναύαρχος Δ. Οικονόμου και ο διοικητής της Αεροπορίας υποστράτηγος Γ. Ρέππας. Οι τρεις αξιωματικοί ζήτησαν από τον Π. Τσαλδάρη να γυρίσει στην κατοικία του γιατί είχαν κάτι σπουδαίο και απόρρητο να του ανακοινώσουν. Αυτός υπάκουσε και σε λίγα λεπτά, μέσα στο ίδιο του το σπίτι, άκουγε και τους τρεις να του ανακοινώνουν ότι οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας απαιτούσαν την άμεση πολιτειακή μεταβολή. Του ζήτησαν μάλιστα να ανακοινώσει ο ίδιος, το βράδυ, στη Βουλή την κατάργηση της Δημοκρατίας και την επαναφορά της μοναρχίας.
Μπροστά σ' αυτή την εξέλιξη ο Τσαλδάρης επιχείρησε να ελιχθεί και να κερδίσει χρόνο. Υποσχέθηκε στους κινηματίες στρατιωτικούς ότι την τελική του απάντηση θα την έδινε ύστερα από συνεννόηση με το Υπουργικό Συμβούλιο. Κατόπιν, όταν έμεινε μόνος, επικοινώνησε με τον υπουργό του επί των στρατιωτικών και αντιπρόεδρο της κυβερνήσεως Γ. Κονδύλη και τον ενημέρωσε για όσα είχαν συμβεί. «Συμφωνώ με τας απόψεις των αρχηγών. Νομίζω ότι επιβάλλεται η άμεσος σύγκλησις του Υπουργικού Συμβουλίου», απάντησε ο Κονδύλης που ήταν και ο εγκέφαλος του πραξικοπήματος. Ετσι το Υπουργικό Συμβούλιο δεν άργησε να συγκληθεί αλλά η σύγκλησή του αυτή είχε ως αποτέλεσμα την υπογραφή της ληξιαρχικής πράξης θανάτου της κυβέρνησης. Βγήκε μάλιστα και η σχετική ανακοίνωση η οποία ανέφερε πως η κυβέρνηση καταλύθηκε με τη βία. Οι πραξικοπηματίες, όμως, διόρθωσαν το κείμενο κατά τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνεται πως η κυβέρνηση παραιτήθηκε4.
Το βράδυ, η Ε` Εθνοσυνέλευση συνεδρίασε υπό καθεστώς στρατοκρατίας για να δώσει - όπως και έγινε - την τυπική της έγκριση σε μια νέα κυβέρνηση της οποίας επικεφαλής ήταν ο Κονδύλης. Ο Τσαλδάρης αν και διέθετε όλη την κοινοβουλευτική δύναμη που χρειαζόταν ώστε η κυβέρνηση του Κονδύλη να καταψηφιστεί, έπραξε ό,τι χρειαζόταν για να συμβεί το ακριβώς αντίθετο. Πήρε τους 165 πιστούς βουλευτές του και αποχώρησε, αφήνοντας πίσω του ένα κοινοβουλευτικό σώμα - την εγκυρότητα του οποίου δεν αμφισβήτησε - από 82 μοναρχικούς βουλευτές που στήριξαν το πραξικόπημα και τους πραξικοπηματίες5.
Το πρώτο που έπραξε η Βουλή των πραξικοπηματιών ήταν να εγκρίνει ψήφισμα στο οποίο αναφερόταν:
«Η Ε` Εθνική Συνέλευσις των Ελλήνων (συνεδρίασις Θ' της 10ης Οκτωβρίου 1935), έχουσα υπ' όψιν τας προγραμματικάς δηλώσεις της Κυβερνήσεως και εγκρίνουσα αυτάς, ψηφίζει:
1. Την κατάργησην του πολιτεύματος της αβασιλεύτου Δημοκρατίας.
2. Την διενέργειαν του δημοψηφίσματος (σ.σ. για το πολιτειακό ζήτημα) κατά την ορισθείσαν ημέραν 3 Νοεμβρίου του 1935.
3. Εξουσιοδοτεί τον Πρόεδρον του Υπουργικού Συμβουλίου (σ.σ. τον Κονδύλη δηλαδή) όπως ασκή την βασιλικήν εξουσίαν μέχρι του δημοψηφίσματος.
4. Επαναφέρει προσωρινώς εν ισχύι το Σύνταγμα του 1911 μέχρι της επιψηφίσεως του νέου Συντάγματος».
Υστερα απ' όλα αυτά το πραξικόπημα είχε ολοκληρωθεί με αποτέλεσμα να ηχούν σαν λεπτομέρεια τα γεγονότα που ακολούθησαν μέχρι του δημοψηφίσματος, όπως η κήρυξη στρατιωτικού νόμου για ολόκληρη τη χώρα, η επιβολή ασφυκτικής λογοκρισίας στον Τύπο, οι συλλήψεις και ο εκτοπισμός κομμουνιστών και άλλων δημοκρατικών πολιτών και πολιτικών, η λειτουργία εκτάκτων στρατοδικείων κ.ο.κ.6.
Ομως γιατί έγινε το πραξικόπημα τη στιγμή που οι φιλομοναρχικές δυνάμεις της χώρας είχαν την εξουσία στα χέρια τους;
Χωρίς αμφιβολία ένα σημαντικό τμήμα της ντόπιας οικονομικής ολιγαρχίας ήθελε να επιβάλει την παλινόρθωση της μοναρχίας και το ίδιο ακριβώς επιθυμούσε και ο ξένος επικυρίαρχος, δηλαδή η Μεγάλη Βρετανία. Ομως αυτό δεν ήταν καθόλου βέβαιο ότι μπορούσε να γίνει εύκολα, δεδομένου ο λαϊκός παράγοντας κάθε άλλο παρά θετικά διακείμενος ήταν σε μια τέτοια εξέλιξη. Σε μια έκθεσή του προς τους ανωτέρους του, που συνέταξε και απέστειλε στις 11/10/1935, ο Βρετανός πρεσβευτής στην Αθήνα Γουώτερλω παραδεχόταν ότι «ένα τίμια διενεργημένο δημοψήφισμα, δε θα έδινε στους μοναρχικούς, παρά το ότι ο Τσαλδάρης είχε κηρυχθεί υπέρ της μοναρχίας, πάνω από το 40% των ψήφων». Πρόσθετε μάλιστα ότι «οι λαϊκές αντιδράσεις θα μπορούσαν να εξουδετερώσουν ακόμη και την πιο δραστική νοθεία»8.
Επίσης, αν κρίνουμε απ' όσα επακολούθησαν μέχρι την επιβολή του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου 1936, τα συμφέροντα του ντόπιου και ξένου κατεστημένου εκείνης της εποχής, επέβαλλαν το βαθμιαίο, αλλά σταθερό εκφασισμό της χώρας, απαραίτητη προϋπόθεση για τον οποίο ήταν η περιστολή των δημοκρατικών ελευθεριών. Η ελληνική αστική τάξη είχε ανάγκη από το σιδερένιο χέρι μιας εξουσίας που δε θα έδινε λογαριασμό - τυπικό ή ουσιαστικό δεν έχει σημασία - σε κανέναν, δεδομένου ότι και η ίδια δεν ήταν ενωμένη, δύσκολα τιθάσευε τις συγκρούσεις και αντιθέσεις των διαφόρων τμημάτων που την αποτελούσαν, ενώ ταυτόχρονα όλο και πιο απειλητικός εμφανιζόταν στο προσκήνιο ο λαϊκός παράγοντας. Για του λόγου το αληθές είναι ενδεικτικά τα εξής γεγονότα: Το βενιζελοπλαστηρικό πραξικόπημα της 1ης Μαρτίου του 1935 - ένα κίνημα που ξεσκέπασε πλήρως τις εσωτερικές έριδες της αστικής τάξης - αποκαλύφθηκε, τρεις μέρες πριν ξεσπάσει, από τις στήλες του «Ριζοσπάστη». Επρόκειτο για μια ουσιαστική παρέμβαση του εργατικού κινήματος στις εξελίξεις της χώρας που είχε και συνέχεια, αφού σ' όλη τη διάρκεια του 1935 σημειώθηκαν μεγάλοι λαϊκοί αγώνες, όπου μπροστάρης ήταν το ΚΚΕ. Οι απεργίες του 1935 - σημειώνεται στο Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ7- «αποτέλεσαν ένα πολύ σημαντικό πολιτικοκοινωνικό φαινόμενο που προσδιόριζε τις τότε δυνατότητες του συνειδητοποιημένου προλεταριάτου να προχωρήσει οργανωμένο σε επαναστατικές διεκδικήσεις. Παράλληλα, όμως, σηματοδοτούσε και την απόφαση του φθαρμένου ελληνικού αστικού κράτους να προβάλει την αντίστασή του και στη συνέχεια να αναπτύξει την αντεπίθεσή του που κατέληξε στην επιβολή της φασιστικής δικτατορίας».
Στη βάση των παραπάνω, αναμφίβολα είχε απόλυτα δίκιο η ΚΕ του ΚΚΕ που στην απόφασή της, δύο μέρες μετά το πραξικόπημα, σημείωνε9 πως «το δικτατορικό πραξικόπημα του Κονδύλη, που συνοδεύεται απ' την άμεση μοναρχική παλινόρθωση, εκφράζει την απόφαση των πιο αντιδραστικών, τρομοκρατικών κύκλων των κυρίαρχων τάξεων ν' αντιμετωπίσουν με τη φωτιά και το σίδερο την αναπτυσσόμενη λαϊκή δυσφορία και μαζική πάλη, να λύσουν αντιλαϊκά, φασιστικά τις εσωτερικές και εξωτερικές αντιθέσεις της αστικοτσιφλικάδικης Ελλάδας». Λίγες ημέρες αργότερα το ΚΚΕ θα επιβεβαιωνόταν από τα ίδια τα πράγμα.
Στις 3 Νοεμβρίου του 1935 πραγματοποιήθηκε το δημοψήφισμα για το οποίο δε βρέθηκε κανείς, ούτε τότε ούτε αργότερα, να υποστηρίξει πως ήταν γνήσιο. Τα αποτελέσματα ήταν εντελώς εξωφρενικά. «Ο υπουργός Εσωτερικών - σημειώνεται σε μια έκθεση της βρετανικής Πρεσβείας στην Αθήνα, γραμμένη δύο μέρες μετά το δημοψήφισμα10- όταν του τηλεφωνούσαν τα αποτελέσματα από τις επαρχίες, αναφώνησε: Οχι! Οχι! Δεν εννοούσα να φτάσουμε ως εκεί!». Πού είχαν φτάσει;
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, στο δημοψήφισμα εμφανίστηκαν ότι είχαν ψηφίσει 1.527.714 ψηφοφόροι, δηλαδή κάπου 438.000 περισσότεροι απ' αυτούς που ψήφισαν στις εκλογές του Ιουνίου του 1935!!! Η αποχή είχε μηδενιστεί - παρά το γεγονός ότι τα κόμματα του κέντρου απείχαν - κι όπως ανακοινώθηκε υπέρ της Μοναρχίας ψήφισαν 1.491.992 ή το 97.80% ενώ υπέρ της Δημοκρατίας μόνο 32.545 ή το 2.12%11. Η βασιλεία - όπως σημειώνει ο Σπ. Λιναρδάτος12 - εμφανιζόταν να ψηφίζεται από το 105% περίπου των πραγματικά εγγεγραμμένων!!! Αυτό ήταν το μεγαλύτερο επίτευγμα της δικτατορίας του Κονδύλη. Τα επόμενα κατορθώματα του μοναρχοφασισμού θα αναλάμβαναν άλλοι να τα πραγματοποιήσουν.
1. Κώστα Καλλιγά: «Παλινόρθωση και 4η Αυγούστου», εκδόσεις Φυτράκη, σελ. 19
2. Η 4η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ/27-28 Σεπτέμβρη 1935, «Το ΚΚΕ - επίσημα κείμενα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος Δ', σελ. 244.
3. Κώστα Καλλιγά, στο ίδιο σελ. 25, Σπ. Λιναρδάτου: «Πώς εφτάσαμε στην 4η Αυγούστου», εκδόσεις Θεμέλιο, 1965, σελ. 110 και αλλού
4. Γρ. Δαφνή: «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», εκδόσεις Ικαρος 1955, τόμος β`, σελ. 383.
5. Φ. Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1909-1940», εκδόσεις Καπόπουλος, τόμος Δ', σελ. 57.
6. Γ. Κατσούλη: «Ιστορία του ΚΚΕ», εκδόσεις Νέα Σύνορα, τόμος Δ', σελ. 128-129, Σπ. Λιναρδάτου: «Πώς εφτάσαμε στην 4η Αυγούστου», εκδόσεις Θεμέλιο, 1965, σελ. 116 κ.α.
7. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 289.
8. Γ. Ανδρικόπουλου: «Οι ρίζες του ελληνικού φασισμού», εκδόσεις Διογένης, σελ. 63.
9. «Το ΚΚΕ - επίσημα κείμενα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος Δ', σελ. 263.
10. Γ. Ανδρικόπουλου: «Οι ρίζες του ελληνικού φασισμού», εκδόσεις Διογένης, σελ. 70.
11. Φ. Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1909-1940», εκδόσεις Καπόπουλος, τόμος Δ', σελ. 62-63.
12. Σπ. Λιναρδάτου, στο ίδιο, σελ. 117.