ΚΟΥΛΑ ΚΑΡΑΜΗΝΑ - ΠΟΘΟΥ:
«Βγαίνω τα φυλάς»
Πέμπτη 11 Οχτώβρη 2001

Οταν το είναι σου είναι δοσμένο στα Προοδευτικά Κινήματα, στα οποία συμμετέχεις με ψυχή και με σώμα, όταν η ιδιοσυγκρασία σου είναι ζυμωμένη με την Ποίηση, όταν έχεις και το χάρισμα να χαράζεις γραμμές διαποτισμένες με το ανεξίτηλο μελάνι της Τέχνης, δημιουργείς. Δημιουργείς παρορμημένη από την ίδια τη ζωή και παράγεις έργο διαχρονικό, για να κερδίσει πνευματικό πλούτο όποιος σκύψει πάνω στο τυπωμένο χαρτί, και κατ' επέκταση ο Πολιτισμός.

«Βγαίνω και τα φυλάς», Κούλα Καραμηνά - Πόθου, ποιήτρια, αγωνίστρια, συγγραφέας αυτού του βιβλίου, που, παρ' όλο που φέρνει στην επιφάνεια εκείνα τα πολύ αθώα παιδικά χρόνια του Δημοτικού Σχολείου, γίνεται ανάσασμα ψυχικό για όλες τις ηλικίες. Οι μνήμες, οι αναμνήσεις μιας γειτονιάς εκτός σχεδίου, κάπου στο Πέραμα, όπου ζούσαν άνθρωποι με το Α κεφαλαίο. Δεμένοι μεταξύ τους, στις χαρές και στις μύριες συμφορές της φτώχειας, το ίδιο και τα παιδιά τους. Αυτή η ταπεινή καθημερινότητα, όπως αναπαράγεται από την Κούλα Καραμηνά - Πόθου μοσχοβολάει Ελλάδα. Πλήθος τα ηθογραφικά, λαογραφικά στοιχεία, που κάθε οικογένεια φέρνει μαζί της, γκόλφι ακριβό από τις διάφορες πατρίδες, νησιά, Μικρασία. Το κέντημα, τα μυριστικά, τα καλούδια, οι γιορτές και τα πανηγύρια, οι σχόλες υπογραμμίζονται με ωραίους στίχους που φύλαξε η παράδοση κι εξακολουθούν και σήμερα να σιγοψιθυρίζονται ή να τραγουδιούνται κι από τα παιδιά μας: «Βασιλικός θα γίνω στο παραθύρι σου...»!

Παιχνίδια, «βγαίνω και τα φυλάς», το κρυφτό δηλαδή, το κυνηγητό, που ξεπέρασαν τα όρια του χρόνου, γιατί μέσα σ' όλ' αυτά υπάρχει η ολόφρεσκια παιδική ψυχή, που θ' αναπαράγει όλ' αυτά τα στοιχεία, όσο ζούμε.

Η συγγραφέας δεν παραλείπει και το χιούμορ το ελληνικό, το αλατισμένο με καλή καρδιά, που αλαφρώνει κάθε θλιβερή αναφορά, μέσα από ιστορίες με πρωταγωνιστές διάφορους τύπους ιδιόμορφους, ή αλαφροΐσκιωτους, ή δουλευτάδες επαγγελμάτων που χάθηκαν πια: Ο νερουλάς, ο αυγουλάς, ο παπλωματάς, ο τραμβαγιέρης, ο εισπράκτορας...

Η ψυχογραφική της ικανότητα χτίζει προσωπογραφίες μικρών και μεγάλων, γονιών και παιδιών, σαν από χρωστήρα ζωγράφου (επιδίδεται η συγγραφέας και στη ζωγραφική) και οι τοπιογραφίες της μυρίζουν φρέσκια μπογιά, που τρέχει με άπειρη τρυφερότητα κι αγάπη, κατ' εξοχήν από τα δάχτυλά της ίσα στην καρδιά μας: «Δεν υπάρχει κανένα μέτρο ή ζυγαριά να μετράμε την αγάπη. Αν έχεις αγάπη, δίνεις. Αν η πορτούλα της καρδιάς σου είναι ανοιχτή, την παίρνεις, τη ζεσταίνεις, την κάνεις πιο μεγάλη και τη μοιράζεις κι εσύ στους ανθρώπους, στα ζώα, στα πουλιά, στα λουλούδια, στη θάλασσα, στη φύση, στο περιβάλλον...». (Εκδόσεις «Εντός», Αθήνα 2001).


Ευγενία ΖΩΓΡΑΦΟΥ