Ο «Ριζοσπάστης» βρέθηκε στην πυρόπληκτη περιοχή και συζήτησε με κατοίκους
Η πυρκαγιά και τα αποτελέσματά της ανέδειξαν τις ελλείψεις στον τομέα της πυροπροστασίας και στην περιοχή αυτή της Δυτικής Αττικής. Παράλληλα, έφεραν στο προσκήνιο με μεγαλύτερη ένταση μια σειρά από προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι όλο το χρόνο, ανεξάρτητα από καιρικές συνθήκες, φωτιές ή φυσικές καταστροφές.
Η Κινέτα, οικισμοί της οποίας βρέθηκαν στο πέρασμα της φωτιάς, αριθμεί περίπου 2.500 κατοίκους το χειμώνα. Ωστόσο ο πληθυσμός πολλαπλασιάζεται τους καλοκαιρινούς μήνες, φτάνοντας τις 15.000. Ο χαρακτήρας της περιοχής ως παραθεριστικού κέντρου, με εξοχικές κυρίως κατοικίες, έχει αλλάξει ριζικά στο πέρασμα των τελευταίων δεκαετιών. Πλέον ένας σημαντικός και συνεχώς αυξανόμενος αριθμός λαϊκών νοικοκυριών διατηρεί εκεί την πρώτη και μοναδική του κατοικία.
Παρά τις αλλαγές που έχουν επέλθει στον αριθμό και τη σύνθεση των κατοίκων, ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει σε περασμένες εποχές όσον αφορά τις υποδομές και τις υπηρεσίες, ακόμα και αυτές που αφορούν στοιχειώδεις λαϊκές ανάγκες. Το υποτυπώδες οδικό δίκτυο, που οδηγεί σε μια σειρά από οικισμούς, η υδροδότηση με ακατάλληλο νερό από γεωτρήσεις, η απουσία δημόσιων δομών Υγείας που να καλύπτουν στοιχειωδώς μόνιμους κατοίκους και παραθεριστές, είναι πλευρές που αποτυπώνουν τη δύσκολη για τα λαϊκά στρώματα πραγματικότητα.
«Οι πρόσφατες πυρκαγιές αναδεικνύουν την ανεπάρκεια σχεδιασμού, υποδομών και μέσων για την πυροπροστασία και την πυρόσβεση», σχολιάζει και υπογραμμίζει ότι το δάσος δεν προστατεύτηκε με κανένα μέτρο: «Αντιπυρικές ζώνες, νερό στους πυροσβεστικούς κρουνούς, πυροφυλάκια, σύγχρονα μέσα ανίχνευσης πυρκαγιάς... Τίποτα από αυτά δεν υπήρξε. Η Δασική Υπηρεσία έχει αποψιλωθεί, ενώ οι ελλείψεις της Πυροσβεστικής σε προσωπικό και εξοπλισμό αντανακλούν και στην περιοχή μας», σημειώνει. Και να σκεφτεί κανείς ότι μιλάμε για μια περιοχή προστατευόμενη από το «Natura 2000»!
Με δεδομένα τα παραπάνω, κάνει λόγο για «προδιαγεγραμμένο έγκλημα δίχως τιμωρία», για το οποίο ευθύνεται η πολιτική «που βασική της προτεραιότητα έχει τα κέρδη των μονοπωλίων και όχι τις ανθρώπινες ανάγκες».
«Σε περιοχές όπου κατοικούν κατά κύριο λόγο λαϊκές οικογένειες, οι απαραίτητες υποδομές για την αντιπυρική, την αντιπλημμυρική, την αντισεισμική θωράκιση συγκαταλέγονται στα "μη επιλέξιμα" έργα, διότι δεν αποφέρουν χρήματα και κέρδη, με ορισμένα αποσπασματικά έργα να γίνονται μόνο μετά από καταστροφές», αναφέρει.
Ιδιαίτερα όσον αφορά την αντιπλημμυρική προστασία, σημειώνει πως τα έργα που έπρεπε να έχουν γίνει «από χτες» είναι σήμερα απολύτως απαραίτητα για να μη γίνουν τα πλημμυρικά φαινόμενα ο επόμενος κρίκος στην αλυσίδα των καταστροφών.
«Με δεδομένες τις κατευθύνσεις της ΕΕ, που αποτιμά με όρους "κόστους - οφέλους" τα έργα αντιπλημμυρικής προστασίας και τα αξιολογεί σημαντικά μόνο όταν προστατεύουν πολυτελείς κατοικίες και εγκαταστάσεις επιχειρηματικών ομίλων, στις πληγείσες περιοχές της Κινέτας, όπου συγκεντρώνονται κυρίως λαϊκές κατοικίες, ο αγώνας και η διεκδίκηση τέτοιων έργων πρέπει να είναι ακόμα πιο αποφασιστικός», ξεκαθαρίζει.
Ο Αντ. Χοροζάνης στέκεται ιδιαίτερα στις προσπάθειες της κυβέρνησης και εκπροσώπων της Τοπικής Διοίκησης να δείξουν ως υπεύθυνη για τις καταστροφές την αυθαίρετη δόμηση. «Η αυθαιρεσία είναι πάνω απ' όλα ευθύνη του κράτους. Ανθίζει στο έδαφος της εμπορευματοποίησης της γης, από την οποία κερδισμένο βγαίνει το κεφάλαιο. Ταυτόχρονα, μέσα από πολυπλόκαμους μηχανισμούς (πολεοδομία, μεσίτες κ.λπ.), το κράτος εκμεταλλεύεται την ανάγκη του λαού να βάλει ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι του, τον κρατά όμηρο και τον χαρατσώνει, ενώ τον απομακρύνει και από τη λογική των συλλογικών διεκδικήσεων, από τον αγώνα για τη δημιουργία σύγχρονων οικισμών με κατάλληλες υποδομές», σχολιάζει.
Η δημοτική αρχή αρκέστηκε σε μια προ ημερήσιας διάταξης συζήτηση, η οποία κατέληξε σε ένα «ψήφισμα συμπαράστασης» στους πληγέντες, που είναι κενό γράμμα αφού δεν συνοδεύεται από κανένα μέτρο για την πρόληψη ανάλογων φαινομένων, από κανένα αίτημα για την ανακούφιση και την προστασία των πληγέντων. «Χρειάζεται οργάνωση και κινητοποίηση των κατοίκων, των φορέων, με βασικό αίτημα την πλήρη αποζημίωση όλων των πληγέντων χωρίς όρους, προϋποθέσεις και εξαιρέσεις», καταλήγει.
«Η επόμενη μέρα μάς βρίσκει να μαζεύουμε τα κομμάτια μας», λέει ο Ευάγγελος Δαλάκας, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Συλλόγων Κινέτας. Οπως περιγράφει, οι πληγές που άνοιξε η πυρκαγιά είναι βαθιές και η επούλωσή τους απαιτεί συγκεκριμένα μέτρα.
Ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας εφιστά την προσοχή στην απουσία ενός σχεδίου εκκένωσης της περιοχής και απεγκλωβισμού των κατοίκων. «Το να λέμε "φύγετε" δεν είναι σχέδιο απεγκλωβισμού», ξεκαθαρίζει. Οπως εξηγεί, αν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές και η φωτιά ξεσπούσε στο νότιο κομμάτι της Κινέτας και κατευθυνόταν προς το βόρειο, όπου δεν υπάρχει διέξοδος διαφυγής, η κατάληξη θα ήταν πολύ διαφορετική.
«Τα αντιπλημμυρικά έργα είναι τώρα πρώτη προτεραιότητα», υπογραμμίζει, καθώς οι πληγές της πυρκαγιάς καθιστούν την περιοχή ευάλωτη στις πλημμύρες, με τις μνήμες από τη φονική πλημμύρα στη Μάνδρα να είναι ακόμα νωπές.
Η Ομοσπονδία κατά το πρώτο δεκαήμερο βρέθηκε «στο πόδι», κρατώντας τα γραφεία της ανοιχτά και παίρνοντας πρωτοβουλίες για τα προβλήματα των κατοίκων. Με το βλέμμα στραμμένο στην επόμενη μέρα, ο πρόεδρός της τονίζει πως θα συνεχίσει να βρίσκεται «σε εγρήγορση» και πως οι Σύλλογοι και οι κάτοικοι χρειάζεται να υψώσουν φωνή διεκδίκησης.
Στον οικισμό της Γαλήνης, που βρέθηκε πρώτος στο πέρασμα της φωτιάς, 42 σπίτια «έχουν γίνει οικόπεδα», όπως λέει ο Μανώλης Χατζηπολυχρόνης, πρόεδρος του Εκπολιτιστικού Συλλόγου Γαλήνης - Κινέτας και ταμίας της Ομοσπονδίας, ενώ άλλα 30 έχουν υποστεί σοβαρές ζημιές.
Στην απουσία δημόσιων δομών Υγείας στέκεται ο Μενέλαος Μενελάου, γραμματέας της Ομοσπονδίας Εξωραϊστικών Συλλόγων Αγίων Θεοδώρων. Σε μια περιοχή με χιλιάδες εργαζόμενους και πληθυσμό που πολλαπλασιάζεται τους θερινούς μήνες, το μοναδικό Κέντρο Υγείας βρίσκεται στα Μέγαρα. Από εκεί μέχρι την Κόρινθο δεν υπάρχει παρά ένα «πολυϊατρείο» στους Αγίους Θεοδώρους, που λειτουργεί με μόλις έναν γιατρό και μία ακόμα εργαζόμενη.
Επιπλέον, όταν κόβεται το ρεύμα κόβεται και το νερό, αφού στα αντλιοστάσια δεν υπάρχουν γεννήτριες. Αυτό συνέβη και κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς, αφήνοντας χωρίς νερό τους λιγοστούς πυροσβεστικούς κρουνούς και προκαλώντας πρόσθετες δυσκολίες στις προσπάθειες κατάσβεσης. Στο μεταξύ, εδώ και χρόνια βρίσκεται στο τραπέζι της συζήτησης η σύνδεση της περιοχής με το δίκτυο της ΕΥΔΑΠ. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια τα σχετικά σχέδια έχουν επισήμως εγκριθεί, μέχρι σήμερα όμως μένουν στα χαρτιά.