Οταν ξεκίνησε η απεργία, ο Τούρκος πρωθυπουργός Μπουλέντ Ετσεβίτ είχε κάνει μια εντελώς κυνική και προκλητική δήλωση, που σήμερα αποκτάει ξεχωριστή σημασία. «Το κράτος, είχε πει, δεν πρόκειται να πτοηθεί από μια χούφτα τρομοκράτες. Ολο το βάρος πέφτει στους συγγενείς, ας πείσουν τους τρομοκράτες να σταματήσουν». Τρομοκράτες, λοιπόν, οι απεργοί. Κι επειδή δεν είναι δυνατό να γίνεται λόγος για «τρομοκράτες» και να μην εμπλέκεται στην υπόθεση ο αμερικανικός παράγοντας, οφείλουμε να θυμίσουμε πως τα «Λευκά Κελιά» (οι φυλακές τύπου F όπως τις ονόμασε ο κατασκευαστής τους) είναι αμερικανικής εμπνεύσεως. Πρόκειται για απομονωμένα ατομικά κελιά, 2-5 βήματα μήκους και 2-3 βήματα πλάτους, χωρίς ήλιο, χωρίς φυσικούς ήχους και φυσικό φως, ένας πραγματικός τάφος, προορισμένος όμως να δεχτεί ζωντανούς, που ή θα «σπάσουν και θα παραδοθούν στο καθεστώς ή θα μετατραπούν σε πραγματικούς νεκρούς.
Τι κάνει, λοιπόν, η περιβόητη αυτή διεθνής κοινότητα; Στην καλύτερη περίπτωση σιωπά και μ' αυτό τον τρόπο ενθαρρύνει τις τουρκικές αρχές στη συνέχιση του εγκληματικού τους έργου. Χαρακτηριστική είναι η απάντηση που είχε δώσει, στις αρχές του καλοκαιριού, σε σχετική Ερώτηση του ευρωβουλευτή του ΚΚΕ Κ. Αλυσσανδράκη, το Συμβούλιο Σύνδεσης της ΕΕ με την Τουρκία. «Το Συμβούλιο - έλεγε η απάντηση - εκφράζει την ελπίδα πως οι απεργοί και οι οικογένειές τους, από την πλευρά τους θα μετατρέψουν την απόφασή τους». Το πρόβλημα λοιπόν για την ΕΕ είναι οι απεργοί και οι οικογένειές τους κι όχι τα «Λευκά Κελιά», η φιλοσοφία και οι σκοπιμότητες της ύπαρξής τους. Υπέρ πάντων ο αντιτρομοκρατικός αγών. Κι όταν ο πλανήτης θα γεμίσει από «Λευκά Κελιά», τότε δε θα έχει κανείς αμφιβολία για τους πραγματικούς τρομοκράτες. Δε θα υπάρχει όμως και κανείς να τους σταματήσει.