«Ο συγγραφέας, στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου του, λέει πως η πιο ελεύθερη περίοδος της ζωής του ήταν αυτή που πέρασε πολεμώντας από τις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού. Και έχει δίκιο, αφού η ελευθερία στην υπέρτατη διάστασή της δε σημαίνει τίποτα περισσότερο από τη συνειδητοποίηση της ανάγκης να αγωνίζεται κανείς για την κοινωνική πρόοδο, για ένα καλύτερο και δικαιότερο κόσμο». Τι πιο μεστό και ταυτόχρονα δυνατό απ' αυτό που αποδίδεται στον πρόλογο του βιβλίου. Είναι η πιο μεγάλη αλήθεια για την ίδια την ύπαρξη και δράση των απλών ανθρώπων του μόχθου, αυτών που είναι πραγματικοί δημιουργοί της Ιστορίας, αλλά και οι ανώνυμοι μέσα στα μεγάλα γεγονότα - καμπές. Αυτά που τραβούν, με την αστείρευτη λαϊκή δράση, την Ιστορία προς τα μπρος. Που οδηγούν την πορεία της προς την κοινωνία που ο άνθρωπος περνά από το «βασίλειο της αναγκαιότητας στο βασίλειο της ελευθερίας». Και αυτό γίνεται ιδανικό, αξία, η συνειδητοποίηση των οποίων γίνεται δύναμη που συνεπαίρνει στη δίνη του αγώνα τους ανθρώπους σαν το συγγραφέα αυτού του βιβλίου, που σεμνά, γράφοντας τις δικές του προσωπικές εμπειρίες, όπως τις έζησε από τη συμμετοχή του στην εποποιία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, κάνει μια «μικρή κατάθεση, πολύ μικρή κατάθεση στην Ιστορία». Την ιστορία του λαϊκού - επαναστατικού κινήματος της Ελλάδας.
Μ' αυτές τις σκέψεις παρουσιάζουμε μικρά αποσπάσματα του βιβλίου που πρόκειται άμεσα να εκδοθεί από τη «Σύγχρονη Εποχή».
Αν πω ότι δεν έκλαψα από το κακό μου, θα 'λεγα ψέματα.
Πήγα, λοιπόν, στο λόχο Μεταφορών. Μου είπαν να παρουσιαστώ στο λοχαγό ή τον Επίτροπο, δε θυμάμαι καλά σε ποιον. Τότε ίσως λοχαγός στο λόχο Μεταφορών να ήταν ο Περικλής, που λίγο πριν είχε φύγει από τα έμπεδα. Πάντως εγώ δεν αντάμωσα τότε μαζί του. Αυτός στον οποίο παρουσιάστηκα με κοίταξε καλά - καλά, με ρώτησε διάφορα, ίσως είχαν αλλάξει και τίποτα κουβέντες με τον Περονόσπορο, και μου λέει:
- Κοίτα να δεις, εσύ δεν πρόκειται να μείνεις στο λόχο Μεταφορών, δεν κάνεις για το λόχο Μεταφορών. Εμείς χρειαζόμαστε άντρες γεροδεμένους, να μπορούν να σηκώσουν τσουβάλια βαριά. Εσένα μια και είσαι και εθελοντής, αλλού έπρεπε να σε στείλουν. Ξέρεις εσύ από «πράματα», από μουλάρια, παιδί εσύ από την πόλη, τι ξέρεις από μουλάρια;
Στο στρατό, ιδιαίτερα πριν το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έστελναν στους λόχους Μεταφορών μορφωμένους, ακόμα και καθηγητές Πανεπιστημίων, αλλά τους εκπαίδευαν πρώτα και πολύ περισσότερο όχι σε συνθήκες πολεμικές ή σαν αυτές του αντάρτικου.
Το πρώτο βράδυ κάπου σταματήσαμε και φάγαμε, δε θυμάμαι την τοποθεσία, πάντως κάπου εκεί γύρω στον Αϊ-Γιάννη πρέπει να ήταν. Και βέβαια μιλάω για λόχο, αλλά αυτοί στους οποίους προσκολλήθηκα και γω, σε δύναμη ήταν καμιά τριανταριά, με καμιά εικοσαριά μουλάρια, ίσως και λιγότερα, εκτός κι αν υπήρχαν και άλλα κομμάτια του λόχου Μεταφορών, ίσως σε τάγματα ή σε αποστολές.
Εκεί, λοιπόν, μέσα στις μαύρες μου σκέψεις προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι από όποια θέση και αν πολεμάς είναι για τον Αγώνα και τι θα πει μουλαράς ή κάτι άλλο. Αλλωστε, αν θέλει να παραδεχτεί κανένας την αλήθεια, οι μουλαράδες στο Δημοκρατικό Στρατό, ήταν οι πραγματικοί καθημερινοί αφανείς ήρωες. Μέσα στα χιόνια, μέσα στο κρύο, στη λάσπη, κάτω από βομβαρδισμούς και πολυβολισμούς αεροπλάνων, σε ενέδρες, σε ναρκοπέδια, δεν είχαν μόνο να «βολέψουν» τον εαυτό τους και να πολεμήσουν όπως όλοι οι άλλοι, αλλά έπρεπε πολεμώντας να διασώσουν τον τραυματία που μετέφεραν ή το φορτίο που ό,τι και αν ήταν, ήταν πολύτιμο για τους αντάρτες, είτε μπομπότα είτε σφαίρες. Ακόμα έπρεπε να διασώσουν το ζώο, που ήταν το μόνο μεταφορικό μέσο, εκτός από τις πλάτες μας, που είχε ο δικός μας στρατός, ο ΔΣΕ.
- Ισύ δεν ίσι η Λακς τσ Ληνιώς τ Γηρουζήσ;
Ηταν ο Μήτρος ο Κουκουλιός από τα Αμπελάκια, πολεμιστής νομίζω από το 1940, αργότερα αντάρτης στον ΕΛΑΣ, καταδιωκόμενος στη συνέχεια και αντάρτης στο ΔΣΕ. Αυτός με γνώρισε. Εγώ δε θα τον γνώριζα με τίποτα, ιδιαίτερα μέσα στο σκοτάδι. Εμενε στη γειτονιά μας, στα Αμπελάκια, κοντά στο σπίτι του παππού μου, κοντά στη Βρυσοπούλα ή τη Βρύση του Κουτλή.
Ο Μήτρος σκοτώθηκε αργότερα, έτσι έμαθα. Υπήρξε από εκείνους τους αφανείς, τους δικούς μας τους Ωραίους, που σήκωσαν στις πλάτες τους πολλά πράγματα, τους πόθους, τις αγωνίες, τις ελπίδες ενός λαού, την Ιστορία.
Καθίσαμε με τον Μήτρο γύρω από τη φωτιά. Εκανε πολύ κρύο, έφτυνες και το σάλιο γινόταν αμέσως πάγος, είχε χιόνι πολύ, στην επιφάνεια παγωμένο και στα μουλάρια είχαμε ρίξει πάνω στη ράχη τους χράμια και ό,τι άλλο υπήρχε και τα κρατούσαν και σαμαρωμένα νομίζω. Αρκετοί αντάρτες είχανε βγάλει τις χλαίνες και τις κάπες τους και τις είχαν ρίξει πάνω στα ζώα.
Ο Μήτρος ήταν αγνώριστος. Μαύρος, αδύνατος, αλλά γερά στυλωμένος στα πόδια του. Εβγάλε από το σακίδιό του ένα αλουμινένιο «μπουκάλι», πρώτη φορά έβλεπα τέτοιο πράγμα αλουμινένιο ή από το μέταλλο εκείνο που έφτιαναν τις εγγλέζικες καραβάνες. Είχε λάδι μέσα, μου 'ριξε στα φασόλια που μου φάνηκαν παντεσπάνι. Φάγαμε και τα κρεμμύδια μας και καθίσαμε κουβεντιάζοντας σχεδόν όλη νύχτα. Είπαμε διάφορα, μου 'λεγε για διάφορους αντάρτες και αντάρτισσες από τα Αμπελάκια ή από το Δερελί, ο τάδε μαθεύτηκε ότι σκοτώθηκε, ο τάδε είναι εκεί, μου πε για τον Αγγελο Μάκο ότι σκοτώθηκε και ότι η αδελφή του η Αννα ήταν η καλύτερη ασυρματίστρια στο ΚΓΑΝΕ, «όπως λεν' με πάνω από εκατό σήματα στο λεπτό». Μου είπε για τον Στέργιο τον Τσούλκα, ξάδερφο του πατέρα μου, ότι είχε ακουστεί ότι σκοτώθηκε, για τον Κόμη «που έχω καιρό να ακούσω γι' αυτόν», καθώς και για άλλους που δε θυμάμαι πια.
Μιλήσαμε για τα Αμπελάκια, για την Κατοχή, μου είπε ότι πολλές φορές η μάνα μου αγόραζε κοκάρι, μικρά στρόγγυλα κρεμμύδια για στιφάδο, από αυτόν και το πλήρωνε παραπάνω όταν μπορούσε για να τον βοηθήσει. Ηξέρε ότι ο αδερφός μου είχε καταδικαστεί, δεν ήξερε, όμως, πόσο και ότι είχε βγει από τη φυλακή. Με ρωτούσε για τον πατέρα μου και γιατί δε βγήκε στο βουνό και διάφορα άλλα.
O Μήτρος ήρθε πραγματικά στη δύσκολη για μένα στιγμή, μ' έκανε να δω τα πράγματα διαφορετικά. Κοιμηθήκαμε, αν μπορούμε να πούμε ότι κοιμηθήκαμε, πάνω στο χιόνι.
Πρωί, πολύ πρωί φύγαμε και πήγαμε σε έναν τόπο περίεργο. Ακόμα και τώρα, όσες φορές πήγα στην περιοχή, στάθηκε αδύνατο να εντοπίσω την τοποθεσία αυτή. Πρέπει να ήταν κοντά στη «Βρύση του Κατή», προς την πλευρά της Ραψάνης. Ηταν ένα γλυκό μέρος, με ελάχιστο χιόνι και σε ένα σημείο μέσα στα δέντρα ήταν σκεπασμένες με μπάτσες, κλαριά και τσίγκια, αρκετές μπάλες άχυρο και χόρτο. Τραβήξαμε μερικές μπάλες και δώσαμε στα ζώα να φάνε.
Κάθε τόσο κάποιος έφευγε και κόσμος πηγαινοερχόταν, πρέπει να υπήρχε επαφή με τη διοίκηση της Ταξιαρχίας που δεν πρέπει να ήταν μακριά. Δεν ξέρω, βέβαια, αν το Επιτελείο της Ταξιαρχίας ήταν εκεί, εννοώ τον καταυλισμό της διοίκησης της Ταξιαρχίας. Ερχονταν κάποιοι καινούργιοι και έφευγαν κάποιοι άλλοι από το δικό μας λόχο. Μου είναι αδύνατο να θυμηθώ πώς λέγαν το διοικητή του τμήματος ή τον επίτροπο και αν πραγματικά τότε ή λίγο μετά ήταν ο Περικλής. Στο διάστημα αυτό ήρθαν μερικοί καινούργιοι στο λόχο, που μάλλον ήταν παλαιοί αντάρτες, που βρέθηκαν να 'ναι γνωστοί με άλλους γιατί χαιρετιόνταν μεταξύ τους. Αυτοί ήξεραν από ζώα, σίγουρα ήταν από χωριά, φαινόταν από τις κουβέντες τους.
Μια μέρα φέρανε και άλλα μουλάρια. Μας μάζεψαν λίγο πριν νυχτώσει και μας ανακοίνωσαν ότι ήρθε διαταγή να φύγει ο λόχος. Θα περπατούσαμε τη νύχτα με κατεύθυνση προς το βόρειο Ολυμπο.
- Συμμαζευτείτε κανονικά, ίσως περάσουμε από περιοχές που είναι επικίνδυνες, προσοχή να μην κόβεται η φάλαγγα.
Είχα αρχίσει να φοβάμαι πλέον, γιατί σίγουρα θα χρεωνόμουν και γω μουλάρι και, παρ' όλη την παρουσία του Μήτρου και την κατανόηση των άλλων απέναντί μου, νύχτα με μουλάρι, αλλού σε μονοπάτια, αλλού σε χιόνια, τα 'βλεπα δύσκολα τα πράγματα. Βέβαια, μέσα μου, άρχιζα να το παίρνω απόφαση. «Εδώ σ' έριξαν, λοιπόν, εδώ να δείξεις αν αξίζεις και τι αξίζεις».
Βέβαια, σιγά - σιγά έμαθα ότι τα ζώα, τα μουλάρια, έβλεπαν καλύτερα από τον άνθρωπο, καταλάβαιναν καλύτερα το δρόμο είτε το μονοπάτι, ακόμα κι αν ήταν γιδόστρατα, και πήγαιναν σωστά. Πολλές φορές στις πορείες άφηναν το μουλάρι να πάει μπροστά και αυτό μας πήγαινε μόνο του από το μονοπάτι, όταν είχαμε βέβαια ζώο.
Τα παρήγορο ήταν ότι δόθηκαν οι διαταγές για την ετοιμασία του λόχου και μένα δε μου είχαν δώσει ακόμα μουλάρι ή να μου πουν ότι με τον τάδε είμαστε υπεύθυνοι για ένα μουλάρι.
Η χαρά μου δεν κρυβόταν και τον ρώτησα:
- Καλά, αλλά πού θα πάω τώρα μέσα στη νύχτα, δεν ξέρω το δρόμο.
Μου απάντησε να μην ανησυχώ, γιατί ο λόχος θα περνούσε από εκεί, μια κι ήταν στο δρόμο του.