Πώς δρομολογούν το θάνατο ενός ακόμη πνεύμονα πρασίνου 1.000 στρεμμάτων στο Λεκανοπέδιο κυβέρνηση και Δήμος Αμαρουσίου
Η πλειοψηφία του δήμου δρομολογεί μάλιστα τόσο προσεκτικά την υπόθεση, ώστε να φανεί σαν φυσική εξέλιξη της «εγκατάλειψης», που έχει υποστεί η περιοχή. Σημαντικό ρόλο στην επίτευξη των σχεδίων του δημάρχου, κ. Τζανίκου, πλέον διαδραματίζει και η προγραμματική σύμβαση «αναβάθμισης» του κτήματος, που ψηφίστηκε από την πλειοψηφία των δημοτικών συμβούλων, στη συνεδρίαση της Πέμπτης 17 του Ιούλη 2003. Σύμφωνα με την τρίτη και «φαρμακερή» αυτή σύμβαση, αποφασίστηκε μεταξύ των συμβαλλομένων - υπουργείο Γεωργίας, Δήμος Αμαρουσίου και Ιδρυμα Γεωπονικών Ερευνών - να «αναπλαστεί» το κτήμα, αφού ενόψει Ολυμπιακών Αγώνων - βάσει του υπουργείου Πολιτισμού - θα έχει υπερτοπική χρήση, ως χώρος «πρασίνου και αναψυχής». Εξαγγέλλεται, συγκεκριμένα, η ανακαίνιση επτά κτιρίων, τα οποία θα χρησιμοποιηθούν ως μουσείο, ιατρείο, η δημιουργία ξύλινων κατασκευών - παγκάκια, παιχνίδια - και η αναμόρφωση του αμφιθεάτρου που υπάρχει στο χώρο.
Ακόμα, σύμφωνα με το Δασαρχείο Πεντέλης - απόφαση χαρακτηρισμού οριστική και αμετάκλητη - το Κτήμα Συγγρού περιλαμβάνει 271 στρέμματα μη δασικά, 400 στρέμματα αναδασωτέα - δηλαδή δασικά - και 249 στρέμματα δασικά. Η απόφαση αυτή, σε συνδυασμό με τους όρους της διαθήκης, δεν επιτρέπει «αξιοποίηση» του χώρου...
Επειδή, όμως, είναι ...κρίμα να υπάρχει μία τέτοια έκταση, ένα «φιλέτο» γης, όπως το χαρακτηρίζουν, ανεκμετάλλευτο, «πρέπει να αναπλαστεί και να ανοίξει στον κόσμο, να μπορούν οι πολίτες να το χαίρονται, να είναι προσβάσιμο και χρήσιμο». Πώς, όμως, μπορείς να «αξιοποιήσεις» έναν τέτοιο χώρο πρασίνου, πέρα απ' αυτό που είναι εξ ορισμού; Οι υπηρεσίες που μπορεί να προσφέρει στους πολίτες πολύ συγκεκριμένες. Αποτελεί πηγή οξυγόνου, χώρο περιπάτου και αναψυχής, λειτουργίες που υφίστανται και χωρίς «ανάπλαση».
Ο Αντώνης Ραλλάτος, δασολόγος, αναφερόμενος στο θέμα του κτήματος, μας είπε χαρακτηριστικά: «Το ΔΣ του Ιδρύματος δούλευε με βάση τη διαθήκη και εκπλήρωνε τους σκοπούς της. Δεν ήταν κλειστό στον κόσμο, όποιος ήθελε μπορούσε να πάει να κάνει βόλτα, να περπατήσει, να αθληθεί, μάλιστα στα δασικά κομμάτια υπήρχαν και ομάδες δασοπροστασίας, για να το προστατεύουν από τυχόν φωτιά το καλοκαίρι και γενικώς λειτουργούσε κανονικά». Το δάσος λοιπόν μέχρι σήμερα εκπλήρωνε τον προορισμό του, στο ακέραιο. Προφανώς όμως δεν είναι αρκετό, αφού, συνεχίζει ο Α. Ραλλάτος, «ο Δήμος Αμαρουσίου, ο οποίος είναι συγκεκριμένης πολιτικής τοποθέτησης, τηρώντας τις οδηγίες της ΕΕ, που περιλαμβάνονται και στο 6ο πρόγραμμα για το περιβάλλον, στρέφει την προσοχή του στο να καταστήσει το κτήμα ικανό να του αποφέρει κέρδη. Πρέπει επομένως να αναπτυχθεί επιχειρηματική δραστηριότητα στο δάσος».
Ανασταλτικός παράγοντας σε όλα αυτά το κληροδότημα, που απαγορεύει τέτοιες δραστηριότητες, αφού δε θα εξυπηρετούσαν σε καμία περίπτωση τους σκοπούς του. Πρέπει λοιπόν με κάποιο τρόπο να εκπέσει η διαθήκη. Εδώ ο δήμαρχος Αμαρουσίου, κ. Τζανίκος, βάζει στο παιχνίδι τους διάφορους Συλλόγους, που κόπτονται, κατόπιν εορτής, για την προστασία του δάσους. Μάλιστα, προσφεύγουν στη Δικαιοσύνη, για να αποδείξουν ότι δεν πληρούνται οι όροι της διαθήκης. Ξέρουν, όμως, ότι έτσι αποδεικνύουν καταστρατήγηση του κληροδοτήματος, το κτήμα περνάει στο υπουργείο Οικονομικών, που βάσει της νομοθεσίας μπορεί να το χρησιμοποιήσει με κάθε δυνατό τρόπο, ώστε το κράτος να έχει έσοδα; (βλέπε, για παράδειγμα, τι έγινε στο Διόνυσο). Επομένως λύνουν τα χέρια του Δήμου Αμαρουσίου, που τώρα συναντά αρκετές δυσκολίες στην καταπάτηση του χώρου, αφού σκοντάφτει στη διαθήκη...
Πολύ σωστά θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς: Γιατί όλοι αυτοί οι Σύλλογοι, που σήμερα διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους, δε μίλησαν όταν η παράταξη «Δημοτική Ενότητα» ανέλυε τους κινδύνους μετατροπής του δάσους σε άλσος και κατάγγελλε την προώθηση σχεδίων οικονομικής εκμετάλλευσής του; Ο Χρήστος Μέντζος, από την παράταξη «Δημοτική Ενότητα», αναφερόμενος στο θέμα τόνισε: «Το δάσος, από το 1994, συνδέεται με την ανάπτυξη του Αμαρουσίου, με υπερτοπικές χρήσεις. Το θέμα συνδέεται και με τους Ολυμπιακούς Αγώνες, αφού πρέπει να δημιουργηθούν χώροι αναψυχής όλων αυτών που θα έρθουν να τους παρακολουθήσουν ή να συμμετάσχουν». Συνέχισε λέγοντας: «Ακόμα κι αν χρησιμοποιηθεί του Καρέλλα, που είναι δίπλα, ως θεματικό πάρκο ή οτιδήποτε άλλο, αυτομάτως το Συγγρού γίνεται η αυλή του. Εμείς, ως παράταξη, διαφωνούσαμε με την αξιοποίηση του Καρέλλα, γιατί θα συμπαρασύρει και το Συγγρού».
Με την «αξιοποίηση» το δάσος, όπως προαναφέραμε, κινδυνεύει να γίνει άλσος και να εξελιχθεί όπως και όλα τα άλλα - Γαλάτσι, Φιλαδέλφεια, κλπ. Ο Μπάμπης Ζιώγας σημείωσε: «Εύκολα μπορεί κανείς να πει: Γιατί είναι κακό να ανοιχτεί στους κατοίκους μια περιοχή 1.000 στρεμμάτων δάσους και να μην μπορούν να συνδυάσουν ένα περίπατο στο δάσος με αναψυχή; Το θέμα είναι ότι θα μετατραπεί από δάσος σε άλσος. Με όλες τις εγκαταστάσεις, θα καθαρίζουν τη χαμηλή βλάστηση και θα ρίχνουν τσιμέντο, ώστε να γίνει μία ενιαία επιφάνεια. Στη συνέχεια θα δημιουργηθεί η ανάγκη αντιπλημμυρικών έργων, αφού δε θα υπάρχει χαμηλή βλάστηση να συγκρατήσει τα όμβρια και στο τέλος θα καταλήξει να είναι μία τεχνητή κατασκευή με φυσικά δέντρα». Συνεχίζοντας τόνισε ότι «η πολιτική γης που ακολουθεί η κυβέρνηση είναι καθαρά κερδοσκοπική. Οταν έγινε η πρώτη προσπάθεια να υπογραφεί σύμβαση μεταξύ του δήμου, του ΙΓΕ και του υπουργείου, εμείς το αντιμετωπίσαμε με σκεπτικισμό. Γιατί όταν μιλάς για πολιτιστικές χρήσεις, για χώρους ήπιας ψυχαγωγίας και διάφορα άλλα, φαίνεται ότι το καθεστώς θα άλλαζε άρδην. Επισημάναμε, λοιπόν, συγκεκριμένα τους λόγους για τους οποίους μέσα από τη σύμβαση ανατρέπονταν άρδην τα δεδομένα σε βάρος του χαρακτήρα και του κληροδοτήματος, αλλά και των προοπτικών. Μειοψηφήσαμε οικτρά. Κανείς δε συγκινήθηκε».
Μόνη δικλείδα ασφαλείας για την προστασία του δάσους και την εξακολούθηση της λειτουργίας του σαν αυτό που είναι, δηλαδή πνεύμονας οξυγόνου, είναι τα σχολεία. Ο Δημήτρης Κωνσταντινίδης, αντιπρόεδρος της Ενωσης Γονέων Αμαρουσίου, μας μίλησε για τις ακατάπαυστες προσπάθειες του δημάρχου να διώξει τα σχολεία, χρησιμοποιώντας κάθε είδους πρόφαση, με αποκορύφωμα τους σεισμούς του 1999. «Προσπαθούν να χαρακτηρίσουν τα κτίρια ακατάλληλα για τη στέγαση των μαθητών. Εμείς, ως Σύλλογος Γονέων, καλέσαμε ειδικούς του ΟΣΚ, να εξετάσουν τα κτίρια για ζημιές και ευτυχώς που κρατήσαμε αντίγραφα. Οι εκθέσεις έλεγαν ότι το ένα κτίριο δεν έχει απολύτως καμία ζημιά και το άλλο έχει κάποιες τριχοειδείς ρωγμές, που πρέπει να επισκευαστούν για ψυχολογικούς λόγους. Αποψη που δε συμμεριζόταν ο δήμος και έτσι όταν οι μαθητές επέστρεψαν για να κάνουν μάθημα, βρήκαν τα σχολεία κλειστά, λόγω ...ακαταλληλότητας των κτιρίων και έστελναν τους μαθητές των σχολείων των Αναβρύτων, που είναι πειραματικά - άρα δέχονται μαθητές από διάφορες περιοχές - απογευματινά σε άλλα σχολεία, σπρώχνοντάς τα ουσιαστικά να κλείσουν».
Και το πιο τραγελαφικό - προσθέτει ο Δ. Κωνσταντινίδης: «Αποφασίστηκε στο ένα κτίριο, που είχε κριθεί ακατάλληλο λόγω σεισμού για τους μαθητές, να στεγαστούν 40 οικογένειες σεισμόπληκτων! Ακατάλληλο για τους μαθητές λοιπόν, αλλά κατάλληλο για τους σεισμόπληκτους. Κινητοποιήθηκαν οι γονείς, έγιναν ασφαλιστικά μέτρα, ήρθε εισαγγελέας, βγήκαν οι δήθεν σεισμόπληκτοι και επαναλειτούργησαν τα σχολεία».
Ο Δ. Κωνσταντινίδης μας ανέφερε ότι τα κτίρια επισκευάστηκαν από το Σύλλογο Γονέων και εξήγησε γιατί τόσο μένος: «Εδώ και πολλά χρόνια υπάρχει πρόθεση του δήμου να διώξει τα σχολεία από το δάσος, προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για την οικονομική του αξιοποίηση. Τα σχολεία είναι ανασταλτικός παράγοντας για τη λειτουργία καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, αφού με 600 μαθητές - παιδιά - δεν είναι δυνατόν να δημιουργηθούν εστιατόρια, μπαρ, κλπ. Εκτός αυτού, αν φύγουν τα σχολεία θα μπορέσει να αξιοποιήσει τα κτίρια στα οποία στεγάζονται, αφού δεν μπορεί να δημιουργήσει νέα κτίσματα. Οσο είναι μέσα οι μαθητές, δε γίνεται κάτι τέτοιο. Οι δικαιολογίες περί του να ανοίξει το δάσος στον κόσμο είναι πολύ φτηνές, αφού όποιος θέλει, μπορεί να έρθει και να διαπιστώσει ότι ο χώρος είναι ανοιχτός».