Η πρόσφατη πώληση των τεσσάρων αεροσκαφών τύπου «αίρμπας» (airbus A340), που ανήκαν στην παλιά «Ολυμπιακή» και μετά τη διάλυσή της είχαν περιέλθει στην κυριότητα του ελληνικού Δημοσίου, έναντι τιμήματος 31 εκατ. ευρώ περίπου - που θεωρείται ιδιαίτερα χαμηλό αν όχι σκανδαλώδες - δείχνει ακριβώς το δρόμο που έχει επιλέξει η κυβέρνηση να ακολουθήσει στο θέμα των πολυσυζητημένων αποκρατικοποιήσεων. Να υπενθυμίσουμε ότι τα υπουργεία Οικονομικών και Υποδομών, απαντώντας σχετικά με το ύψος της πώλησης, είπαν ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι αυτή ήταν και η μοναδική προσφορά που ήταν διαθέσιμη, και αν επέμενε το ελληνικό Δημόσιο να ζητάει περισσότερα, τα αεροπλάνα θα κατέληγαν... παλιοσίδερα.
Εντός του τρέχοντος έτους, το «Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου» (ΤΑΙΠΔ) αισιοδοξεί να προχωρήσει, ανάμεσα σε άλλα, και στην πώληση του ΟΣΕ, των ΕΛΤΑ, των 34 περιφερειακών αεροδρομίων της χώρας, αλλά και να επεκτείνει τη σύμβαση παραχώρησης του Διεθνούς Αερολιμένα Αθήνας. «Πωλητήρια», για τα οποία έχει τοποθετηθεί και ο υπουργός Υποδομών Μ. Βορίδης, λέγοντας ότι αν και δεν είναι άμεσα δική του αρμοδιότητα, ωστόσο προσπάθεια του υπουργείου του είναι η δημιουργία «κατάλληλου περιβάλλοντος για την προσέλκυση επενδυτών»...
Δε γνωρίζουμε τι ακριβώς έχει στο νου του ο υπουργός Υποδομών όταν ομιλεί περί «κατάλληλου επενδυτικού περιβάλλοντος», πάντως, όπως πολλές φορές στο πρόσφατο παρελθόν έχουν επισημάνει και στελέχη της τρόικας, αλλά και «μάνατζερς» του διεθνούς «real estate», οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου πρέπει να ανταποκρίνονται στα «πραγματικά μεγέθη» της ελληνικής οικονομίας για να προσελκύσουν αγοραστές.
Με λίγα λόγια, δηλαδή, η κυβέρνηση του «μαύρου μετώπου» θα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της, ώστε να ικανοποιηθούν οι ορέξεις των μονοπωλιακών ομίλων για πάμφθηνη εξαγορά δημόσιας περιουσίας λόγω κρίσης, προκειμένου να βγάλουν μεγάλα κέρδη, αυτό σημαίνει «πραγματικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας» και να ξεκοκαλίσουν τις υποδομές που γενιές επί γενιών του εργαζόμενου λαού δημιούργησαν με τον ιδρώτα και το αίμα τους.
Ενα βρώμικο παιχνίδι σε βάρος χιλιάδων αυτοαπασχολούμενων ταξιτζήδων βρίσκεται σε εξέλιξη τις τελευταίες βδομάδες, μεταξύ της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Υποδομών και της γαλαζοπράσινης συνδικαλιστικής πλειοψηφίας της Ομοσπονδίας των αυτοκινητιστών. Με συστηματικές «διαρροές» και «νύξεις» περί επαναφοράς των «πληθυσμιακών κριτηρίων» για την έκδοση νέων αδειών ταξί, αλλά και με «ανοιχτές» θριαμβολογίες από πλευράς συνδικαλιστικής ηγεσίας, ότι δήθεν «ηττήθηκε η πολιτική Ραγκούση» καθησυχάζουν τη βάση του κλάδου, ενώ έχουν ήδη έτοιμο το νέο νόμο για την «απελευθέρωση» του επαγγέλματος κατ' επιταγήν των μεγάλων συμφερόντων που επιβουλεύονται το «φιλέτο» των οδικών επιβατικών μεταφορών.
Η είσοδος 7θέσιων και 9θέσιων ταξί στις «πιάτσες», το «σπάσιμο» του ενιαίου τιμολογίου, αλλά και διάφορα άλλα «χατίρια» που ζητούν επίμονα επιχειρήσεις του τουρισμού και άλλοι που ετοιμάζονται να πολλαπλασιάσουν τις άδειες που θα έχουν στην κατοχή τους, συνθέτουν τη νέα οδυνηρή κατάσταση που θα έχει να αντιμετωπίσει ο ταξιτζής. Αυτή υποτίθεται θα είναι και η «απελευθέρωση με όρους και κριτήρια» που εδώ και μήνες «διαρρηγνύει τα ιμάτιά της» η συνδικαλιστική πλειοψηφία για την επίτευξή της, που στην πραγματικότητα στέλνει στην ανεργία και την οικονομική καταστροφή χιλιάδες οικογένειες αυτοαπασχολούμενων αυτοκινητιστών.
Το αμέσως επόμενο διάστημα, οι δυνάμεις της ΠΑΣΕΒΕ στον κλάδο, με μαζικές εξορμήσεις θα δώσουν τη μάχη της προετοιμασίας και της αγωνιστικής συσπείρωσης των συναδέλφων τους, ώστε να μην «πιαστούν στον ύπνο» οι χιλιάδες αυτοκινητιστές ταξί και να αποκρούσουν την καταστροφική πολιτική της «απελευθέρωσης» όπως κι αν τους τη «σερβίρουν».
Αυτό όμως που ξέρουμε επίσης είναι ότι η πολιτική της κυβέρνησης του Λ. Παπαδήμου και δημιουργεί νέους ανέργους και θέλει να περικόψει μισθούς και δικαιώματα σε όσους έχουν απομείνει να εργάζονται.
Κι αυτό δεν είναι καμιά... εκτίμηση ή προσέγγιση. Ακόμη και τα δικά τους στοιχεία το ομολογούν χωρίς την παραμικρή αμφιβολία.
Οπότε τόσο ο πρωθυπουργός όσο και κάθε μέλος αυτής της κυβέρνησης ας πάψουν να δηλώνουν θρασύτατα πως τα μέτρα που ετοιμάζουν (σε συνεννόηση με εργοδότες και συνδικαλιστικές ηγεσίες - εργαλεία τους) είναι για το καλό των ανέργων.
Για τα κέρδη των επιχειρηματιών και του κεφαλαίου το κάνουν γιατί αποκλειστικά και μόνο αυτά τα συμφέροντα εκπροσωπούν.
ΤΙ ΚΑΛΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΤΑ ΛΕΕΙ ο υπουργός Ενέργειας, Γ. Παπακωνσταντίνου! Κανονικά, δήλωσε, έπρεπε να αυξηθούν οι λογαριασμοί της ΔΕΗ κατά 30%. Αυτές είναι οι ανάγκες της επιχείρησης!
Μας έκανε όμως χάρη το υπουργείο και θα τους αυξήσει γύρω στο «9% μεσοσταθμικά»! Μόνο βραβείο ...κοινωνικής πολιτικής δεν απαίτησε να του δώσουμε.
Φυσικά, άφησε και τα ...υπονοούμενά του, σχετικά με το ότι είναι πολλά τα προνόμια των εργαζομένων στη ΔΕΗ οπότε κι αυτό συμβάλλει στην αύξηση του κόστους του ρεύματος.
Εξυπακούεται ότι το τζάμπα ρεύμα στους βιομήχανους τα τελευταία 50 χρόνια, τα πανωπροίκια στους μεγαλοεργολάβους και η τελευταία «μόδα» των χαριστικών συμβάσεων με τις ιδιωτικές εταιρείες που παράγουν ρεύμα από ανανεώσιμες πηγές, ουδέποτε επιβάρυναν τη ΔΕΗ και τους καταναλωτές.
Σε αυτή τη συνάντηση, οι δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ, της ΔΗΜΑΡ και του ΣΥΡΙΖΑ που βρίσκονται στην ηγεσία της ΚΕΔΕ ανάμεσα στα άλλα είπαν ότι «μπορούν να διαδραματίσουν ρόλο για την έξοδο από την κρίση, την τοπική ανάπτυξη και την αντιμετώπιση της ανεργίας, καθώς και στην εξασφάλιση της αλληλεγγύης και της κοινωνικής συνοχής». Αυτά τα έγραψαν και σε σχετικό κείμενο που κατέθεσαν στον πρωθυπουργό.
Είναι φανερό ότι οι δήμοι ως κομμάτι του αστικού κράτους επιδιώκουν να εκτονώσουν την οργή του κόσμου από την άγρια αντιλαϊκή πολιτική. Αυτό που λένε για αντιμετώπιση της ανεργίας είναι τα προγράμματα αυτεπιστασίας με 500 ευρώ το μήνα και η κοινωφελής εργασία με 625 ευρώ το μήνα για 5 μήνες το χρόνο. Προγράμματα που στην ουσία καταργούν τις συλλογικές συμβάσεις και οδηγούν τους εργαζόμενους να δουλεύουν για ένα κομμάτι ψωμί. Αυτό εννοούν αλληλεγγύη, αυτό εννοούν κοινωνική συνοχή. Και θέλουν να εκτονώσουν τη λαϊκή οργή στο όνομα της λεγόμενης κοινωνικής συνοχής, δηλαδή της διαιώνισης της άγριας εκμετάλλευσης των καπιταλιστών.
Δεν σταμάτησαν όμως μόνο σε αυτό. Σύμφωνα με το δελτίο Τύπου της Ενωσης: «Η ΚΕΔΕ ζήτησε ακόμη από τον πρωθυπουργό καταργήσεις ή συγχωνεύσεις δημοσίων υπηρεσιών και φορέων να μην ανακοινώνονται, αλλά, εφόσον τίθενται, να γίνονται πάντα σε συνεννόηση με την Τοπική Αυτοδιοίκηση και τους εκπροσώπους των κοινωνικών εταίρων, επειδή ήδη δημιουργούνται τεράστια προβλήματα εξυπηρέτησης των πολιτών και επιχειρήσεων χωρίς λόγο». Το θέμα, λοιπόν, για ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΔΗΜΑΡ και ΣΥΡΙΖΑ στην ΚΕΔΕ δεν είναι ότι εκατοντάδες εργαζόμενοι απολύονται και βρίσκονται στο δρόμο από την κατάργηση και συγχώνευση υπηρεσιών, δεν είναι το τσάκισμα και αυτών των άθλιων κοινωνικών παροχών, αλλά η ταλαιπωρία που δημιουργείται όταν αυτό γίνεται χωρίς συνεννόηση με τους δήμους... Τέτοιο αίσχος, δηλαδή.
Με διαδικασίες - εξπρές σκοπεύει η κυβέρνηση να προχωρήσει στο ξεπούλημα της δημόσιας ακίνητης περιουσίας και χωρίς κανένα δημόσιο έλεγχο, όπως αποδεικνύεται και από το πολυνομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών για τις ρυθμίσεις που αφορούν την εφαρμογή του «μεσοπρόθεσμου», που κατατέθηκε προχτές στη Βουλή.
Συγκεκριμένα, στο νομοσχέδιο προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι τα ακίνητα αυτά θα αξιοποιούνται μέσω του νόμου 2730/1999 που αφορούσε την εκτέλεση των ολυμπιακών έργων και προέβλεπε, μεταξύ άλλων, ταχύτερες διαδικασίες για την έκδοση οικοδομικών αδειών, αναγκαστικές απαλλοτριώσεις κ.ά.
Με τον τρόπο αυτό αναμένεται να βγουν «στο σφυρί» 35 γνωστά αστικά ακίνητα που είχαν επιλεγεί στην αρχή και έχουν ήδη περιέλθει στη διαχείριση του Ταμείου Αξιοποίησης της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ). Παράλληλα, οι σύμβουλοι της κυβέρνησης, σύμφωνα με πληροφορίες, εξετάζουν αυτή τη στιγμή μία δεύτερη λίστα 30 περίπου δημόσιων ακινήτων. Πρόκειται κυρίως για εκτάσεις - «φιλέτα» που θα παραχωρηθούν στο μεγάλο κεφάλαιο για τουριστική αξιοποίηση. Και, φυσικά, έπεται και συνέχεια...
Ολα αυτά τα δημόσια ακίνητα προβλέπεται να παραχωρηθούν σε μεγάλες ξένες και ντόπιες επιχειρήσεις προκειμένου να αναπτύξουν τις χρυσοφόρες μπίζνες τους. Δηλαδή, ολόκληρες γενιές Ελλήνων εργαζομένων δε θα έχουν το δικαίωμα ούτε να προσεγγίσουν τις εκτάσεις αυτές που αποτελούν δημόσια ιδιοκτησία, αν δεν πληρώσουν πανάκριβο αντίτιμο στους διάφορους επιχειρηματίες. Οι δε εργαζόμενοι σε τέτοιες επιχειρήσεις θα είναι με μισθούς πείνας και ευέλικτες εργασιακές σχέσεις, άλλωστε και γι' αυτά φροντίζει η κυβέρνηση του μαύρου μετώπου ΠΑΣΟΚ - ΝΔ - ΛΑ.Ο.Σ. για τη γρήγορη και μεγάλη κερδοφορία του κεφαλαίου σε βάρος του λαού.
Με εργαζόμενους με μισθούς πείνας και με ημερομηνία λήξης θα λειτουργούν μια σειρά υπηρεσίες των δήμων, με σοβαρές συνέπειες και στο έργο που παράγεται από αυτές τις κοινωνικού κυρίως χαρακτήρα υπηρεσίες. Την ώρα που εργαζόμενοι χάνουν ή ήδη έχασαν τη δουλειά τους, καθώς λήγουν ή έληξαν οι συμβάσεις τους και το προσωπικό των δήμων έχει μειωθεί σημαντικά, η κυβέρνηση επαίρεται για την πρόσληψη 1.509 συμβασιούχων, οι οποίοι με τη σειρά τους θα βρεθούν σε λίγο καιρό στο δρόμο.
Το υπουργείο Εσωτερικών γνωστοποίησε τους δήμους στους οποίους θα απασχοληθούν 1.509 συμβασιούχοι. Συγκεκριμένα, πρόκειται για 1.348 συμβάσεις μίσθωσης έργου και ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου σε ανταποδοτικού χαρακτήρα υπηρεσίες των δήμων, όπως μουσικοί για τα ωδεία, κοινωνικοί λειτουργοί και προσωπικό παιδικών σταθμών, καθώς και 161 συμβάσεις που αφορούν ευρωπαϊκά συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα. Πρόκειται για μια στρατηγική επιλογή που εξυπηρετεί, από τη μια, τη διάλυση των εργασιακών σχέσεων, στο όνομα δήθεν της αντιμετώπισης της ανεργίας και, από την άλλη, την υποβάθμιση των υπηρεσιών κοινωνικού χαρακτήρα με ένα περιορισμένο πακέτο που θα απευθύνεται στα απόλυτα εξαθλιωμένα τμήματα του πληθυσμού. Τη λογική αυτή συμμερίζεται και η ηγεσία της Κεντρικής Ενωσης Δήμων Ελλάδας, η οποία θέλει τους δήμους να αναλαμβάνουν ρόλο στην κατεύθυνση της «διασφάλισης της κοινωνικής συνοχής», δηλαδή χειραγώγηση των εξαθλιωμένων από την όποια δυνατότητα αγωνιστικής διεκδίκησης για κάλυψη των πραγματικών αναγκών τους προσφέροντας υποτυπώδεις υπηρεσίες στους πολύ φτωχούς, με φτηνό εργατικό κόστος που έχουν οι συμβασιούχοι, και καλώντας όσους στοιχειωδώς μπορούν να πληρώσουν.