Για τους υπερφίαλους προπαγανδιστικούς ισχυρισμούς του υπουργού Εργασίας, με τους οποίους επιχειρεί να αποσείσει τις δικές του ευθύνες και να τις ρίξει στους προηγούμενους, έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής: Υπόλογη δεν είναι μόνο η προηγούμενη κυβέρνηση για τη συγκεκριμένη διάταξη, αφού η σχετική εγκύκλιος του ΙΚΑ που έθετε σε εφαρμογή τη διάταξη εκδόθηκε μόλις στις 5 Αυγούστου 2013, ενώ στο υπουργείο Απασχόλησης και Κοινωνικών Ασφαλίσεων που έχει και την επίβλεψη των Ταμείων προΐσταται ο Γ. Βρούτσης. Δεύτερον και σημαντικότερο, η σχετική διάταξη ψηφίστηκε το 2010 επί ΠΑΣΟΚ (νόμος 3863), αλλά συμπληρώθηκε το 2012 με το νόμο 4052 με κυβέρνηση τη ΝΔ και υπουργό τον ίδιο στο υπουργείο Εργασίας. Κατά συνέπεια στη διάταξη την «ευνοϊκή» για τους αιρετούς - όπως την χαρακτηρίζει ο ίδιος - έχει βάλει το χεράκι του και ο σημερινός υπουργός.
Φτάνει, λοιπόν, με την παραπληροφόρηση του υπουργείου. Οσο για τα περί «κοινωνικής δικαιοσύνης παντού», στο σπίτι του κρεμασμένου, λέει ο λαός μας, δε μιλάνε για σχοινί. Η κυβέρνηση, που έχει βάλει μπουρλότο στις συντάξεις και οδηγεί μαζικά στη φτώχεια τους συνταξιούχους, δεν νομιμοποιείται να μιλάει για «δικαιοσύνη». Ας μην προκαλεί ο υπουργός τη νοημοσύνη των εργαζομένων.
Η δίκη του Κινέζου ανώτατου πολιτικού Μπο Σιλάι, που αποπέμφθηκε από το ΚΚ Κίνας για διαφθορά και κατάχρηση εξουσίας και τώρα αντιμετωπίζει και ποινικές κατηγορίες, έχει φουντώσει το ενδιαφέρον στα αστικά μέσα ενημέρωσης και η χώρα μας δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Οι βαθυστόχαστες αναλύσεις έχουν βασικό στόχο να δείξουν και να επαινέσουν σε ένα βαθμό ότι «η Κίνα προσπαθεί να ξεφύγει από το κομμουνιστικό της παρελθόν» και γίνεται διαπάλη στην κομματική και κρατική ηγεσία για να προχωρήσουν οι «μεταρρυθμίσεις», ώστε να υπάρξει καπιταλιστική ανάπτυξη. Μάλιστα, με το κυνήγι της διαφθοράς δείχνουν ότι μπορεί να υπάρξει και «υγιής καπιταλισμός». Η υπόθεση Σιλάι, που επιχειρείται από την ηγεσία του ΚΚ Κίνας να χρησιμοποιηθεί ως προμετωπίδα της «πάλης κατά της διαφθοράς», δείχνει ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός: Οτι τα λεγόμενα σκάνδαλα είναι σύμφυτα με την πορεία καπιταλιστικοποίησης της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας.
Η πολιτική ενίσχυσης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, που ακολουθείται ήδη από το 1979, έχει οδηγήσει τη χώρα σε σοβαρά κοινωνικοοικονομικά προβλήματα και οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα που υπάρχουν και σε άλλες καπιταλιστικές χώρες. Ενδεικτικά και μόνο αναφέρουμε την εργοδοτική επιθετικότητα και εκμετάλλευση, τη διαπάλη για τη γη, τη σταδιακή ιδιωτικοποίηση τομέων της Υγείας, της Παιδείας και της Πρόνοιας.
Ταυτόχρονα, παρά τον τριπλασιασμό των εισοδημάτων του μέσου Κινέζου (εδώ επιστρατεύεται και η αστική στατιστική) τις τελευταίες δεκαετίες αυξάνουν οι κοινωνικές ανισότητες, οι διαφορές ανάμεσα στην πόλη και στο χωριό, αλλά κι ανάμεσα σε περιοχές της Κίνας. Επιπλέον, ο πλούτος συσσωρεύεται σε λίγα χέρια. Το 20% των πλουσιότερων κινεζικών οικογενειών έχει το 59,3% του παραγόμενου πλούτου, ενώ το 20% των φτωχότερων οικογενειών έχει το 2,8%. Δηλαδή, τα στοιχεία είναι ανάλογα με την εικόνα που συναντάμε, με μικρές διαφοροποιήσεις, σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο.
Τα τελευταία χρόνια εμφανίζονται και εργατικές κινητοποιήσεις σε χώρους εργασίας και κατοικίας για τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα που βιώνουν οι εργαζόμενοι. Ιδιαίτερα τώρα που μειώνονται οι ρυθμοί καπιταλιστικής ανάπτυξης, αφού μεγάλο μέρος της παραγωγής αγαθών που προορίζονταν για εξαγωγές μειώνεται σε συνδυασμό και με την καπιταλιστική κρίση στην ΕΕ, στις ΗΠΑ, στην Ιαπωνία και αλλού και υπάρχει πτώση στη βιομηχανική παραγωγή.
Σε αυτά τα πλαίσια πρέπει να ιδωθεί και το σκάνδαλο με τον Μπο Σιλάι. Πέρα από τα διάφορα «πιασάρικα» στοιχεία, όπως ότι η γυναίκα του πρώην στελέχους του ΚΚ Κίνας, επιχειρηματίας η ίδια, είναι καταδικασμένη για τη δολοφονία Βρετανού επιχειρηματία, η ουσία κρύβεται στην ενίσχυση του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης. Για τους εργαζόμενους και στη χώρα μας και σε άλλες χώρες το κριτήριο με το οποίο πρέπει να βλέπουν τις εξελίξεις στη μεγάλη αυτή χώρα πρέπει πρώτα και κύρια να παίρνει υπόψη του αυτή τη διάσταση. Η πορεία της Κίνας αποδεικνύει καθημερινά ότι ο λεγόμενος «σοσιαλισμός της αγοράς» ή «σοσιαλισμός με κινεζικά χαρακτηριστικά» δεν είναι μια κοινωνία και οικονομία που κινείται με κίνητρο την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών, αλλά με κίνητρο την κερδοφορία του κεφαλαίου, ανεξάρτητα αν είναι ιδιωτικό ή το διαχειρίζονται κρατικές επιχειρήσεις.
Αυτό που τελικά πρέπει να συνειδητοποιήσουν οι εργαζόμενοι είναι ότι οι όποιες ταμπέλες έχουν αναφορά στο σοσιαλισμό πρέπει να συνάδουν και με τις αρχές του. Και πρώτα και κύρια με την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, τον κεντρικό σχεδιασμό, την ενίσχυση της εργατικής - λαϊκής εξουσίας και του εργατικού ελέγχου, ώστε αυτά να μπουν στην υπηρεσία της λαϊκής ευημερίας και όχι προς το συμφέρον λίγων, που καρπώνονται τον πλούτο που παράγουν οι πολλοί.
Τα μέτρα αυτά, που έρχονται σύντομα, συσκοτίζονται σκόπιμα με την προβολή μιας κόντρας υπουργείου και ΟΛΜΕ, κυβέρνησης και ΣΥΡΙΖΑ στο χώρο της Παιδείας που αποπροσανατολίζει. Στο επίκεντρο του σχεδιασμού της κυβέρνησης είναι τα παιδιά της λαϊκής οικογένειας και το μέλλον τους το οποίο κόβεται και ράβεται στα μέτρα της «αγοράς», της λογικής του κέρδους των λίγων. Γι' αυτό και είναι ζωτικής σημασίας να πάρει θέση κάθε γονιός, μαθητές, εργαζόμενος απέναντι στην ουσία των μέτρων που έρχονται, να οργανωθεί η πάλη για τη διεκδίκηση της Παιδείας των πραγματικών σύγχρονων αναγκών.
Για όποιον παρακολουθεί από κοντά τα όσα συμβαίνουν με την αγορά ακινήτων, εύκολα καταλαβαίνει ότι η σπουδή που δείχνει η συγκυβέρνηση για να ξεκινήσει η διαδικασία των μαζικών κατασχέσεων σπιτιών για χρέη προς τις τράπεζες, δε στοχεύει ούτε στο ξεμπλοκάρισμα της κτηματαγοράς και των αγοραπωλησιών ακινήτων, όπως μέχρι πρόσφατα έλεγε ο Σκορδάς, ούτε τόσο στην άμεση στήριξη των τραπεζών που μέσω των κατασχέσεων θα καλύψουν μέρος από τα λεγόμενα «κόκκινα» δάνεια, όπως πριν λίγες μέρες είπε ο Στουρνάρας.
Ο πρώτος γνωρίζει πολύ καλά ότι το «πάγωμα» της αγοράς δεν οφείλεται στο ότι δε γίνονται πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας. Πόσοι άλλωστε θα ήταν αυτοί οι πλειστηριασμοί; Θα έσωζαν την αγορά πέντε, έξι εφτά, άντε δέκα χιλιάδες πλειστηριασμοί; Μα αυτή τη στιγμή, μόνο στην Αττική, βρίσκονται υπό πώληση 279.500 κατοικίες και ακόμα 25.700 εμπορικά ακίνητα και δεν μπορούν να πωληθούν. Οι κατασχέσεις θα λύσουν το πρόβλημα;
Ο υπουργός των Οικονομικών ξέρει κι αυτός ότι ακόμα και αν απελευθερωθούν εντελώς οι πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας, οι τράπεζες ουσιαστικά δεν πρόκειται να κερδίσουν τίποτα από αυτή τη διαδικασία, πολύ περισσότερο που εκείνο που κύρια τους ενδιαφέρει τούτη τη στιγμή δεν είναι να μεταφέρουν στο χαρτοφυλάκιό τους ένα διαμέρισμα της Καλλιθέας, άλλο ένα στο Παγκράτι και τρία του Περιστερίου, αλλά να ενισχύσουν τη ρευστότητά τους. Σε μια αγορά όμως που είναι παγωμένη και δεν υπάρχει άμεσο αγοραστικό ενδιαφέρον, οι όποιες αγορές ακινήτων γίνονται μπορεί να πραγματοποιηθούν μόνο με τη χορήγηση νέων δανείων, που αναγκαστικά θα δοθούν από τις τράπεζες. Αρα, και η εξασφάλιση της ρευστότητας, πάει περίπατο.
Βέβαια, οι άνθρωποι δεν περπατάνε στα κουτουρού. Το αντίθετο μάλιστα.
Οσοι, στην τρόικα, στην κυβέρνηση και στις τράπεζες, επιμένουν για την άμεση άρση των περιορισμών στις κατασχέσεις, λειτουργούν στρατηγικά. Δεν τους ενδιαφέρει τόσο το σήμερα και το αύριο που επηρεάζεται από τις τρέχουσες επιπτώσεις της κρίσης, αλλά προσβλέπουν, περισσότερο, στο μέλλον. Εκείνο που φαίνεται να επιδιώκεται περισσότερο είναι μία προσπάθεια να «σπάσουν» οι τιμές των ακινήτων και μάλιστα σε συνθήκες ανόδου του αριθμού των λαϊκών οικογενειών που είτε θα μείνουν χωρίς στέγη, είτε θα στεγάζονται εντελώς υποβαθμισμένα. Στόχος τους είναι να κατρακυλήσουν οι τιμές σε τέτοια επίπεδα, που αν θα συνυπολογίζει κανείς τους ποικιλόμορφους φόρους, τέλη και χαράτσια, θα διαπιστώνει ότι είναι ασύμφορη η διατήρηση της ατομικής ιδιοκτησίας, που ειδικά στη χώρα μας είναι ευρέως διαδεδομένη. Με τέτοιους όρους και με εντελώς απαξιωμένες τιμές, οι τράπεζες θα καταφέρουν να βάλουν στο χέρι, έναντι πινακίου φακής, δεκάδες χιλιάδες ακίνητα, για να αξιοποιηθούν από τις κτηματομεσιτικές υπηρεσίες της τράπεζας. Οπως περίπου κάνουν από τη δεκαετία του '60 οι περισσότερες τράπεζες της Δυτικής Ευρώπης.
Εκείνο που αποτελεί απόλυτη βεβαιότητα, είναι ότι όποιοι κι αν είναι οι άμεσοι ή οι απώτεροι στόχοι όσων μεθοδεύουν την επανα-ενεργοποίηση των διαδικασιών κατάσχεσης κατοικιών, προωθούν μια πολιτική που είναι εχθρική για τους εργαζόμενους και τα άλλα λαϊκά στρώματα. Γι' αυτό και είναι μια πολιτική που πρέπει να ανατραπεί.