Πέμπτη 24 Γενάρη 2013
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Εμπαιγμός και άμεση συνενοχή

Μ' ένα σμπάρο πολλά τρυγόνια θέλει να πιάσει η ΔΗΜΑΡ. Να αμβλύνει τη δυσαρέσκεια και οργή απ' τον εφιάλτη της ανεργίας που κατατρέχει σχεδόν κάθε σπίτι εργατικής - λαϊκής οικογένειας, μέσω προγραμμάτων επιδότησης των εργοδοτών για την πρόσληψη ανέργων και άλλων που ουσιαστικά υποκαθιστούν κοινωνικές υπηρεσίες.

Με ανακοίνωσή της ζητά «να υπάρξουν εκτεταμένες παρεμβάσεις κατεπείγοντος χαρακτήρα με στόχο τη δημιουργία θέσεων κοινωφελούς εργασίας, κατάρτισης και υποστήριξης της εκκίνησης επιχειρηματικής δραστηριότητας». Στην πραγματικότητα εκμεταλλεύεται την αγωνία των ανέργων και την ανέχεια των οικογενειών τους ώστε να νομιμοποιήσει προγράμματα που κατευθύνουν ζεστό παραδάκι στις τσέπες των εργοδοτών, εξασφαλίζοντάς τους τζάμπα εργατική δύναμη.

Πρόκειται για μεθόδους ανακύκλωσης της ανεργίας, συμφιλίωσης των ανέργων με τη δουλειά σε δόσεις, με ημερομηνία λήξης, εργασιακές σχέσεις - λάστιχο και απολαβές - ψίχουλα. Η πρόκληση όμως της ΔΗΜΑΡ δε σταματά εδώ, αφού προτείνει τα προγράμματα αυτά να τα χρηματοδοτήσει ο ίδιος ο λαός με τα χαράτσια που του έχουν επιβληθεί και συγκεκριμένα να χρηματοδοτηθούν απ' την «εισφορά κοινωνικής αλληλεγγύης»!

Εμπαίζει το λαό και υποκρίνεται ότι νοιάζεται για τους ανέργους, τη στιγμή που βάζει πλάτη σε ένα σύστημα που θρέφει την ανεργία, γιγαντώνοντάς την στην περίοδο της κρίσης του.

Οφθαλμαπάτες της ΑΡΣΙ

Ως «συνήγορο του Λυκουρέντζου» βλέπει το «Ριζοσπάστη» η Αριστερή Ριζοσπαστική Συνεργασία Ιατρών (ΑΡΣΙ) σε ανακοίνωσή της, μετά από πρόσφατο δημοσίευμα που γράφτηκε για το «Αττικό». Στο οποίο, ο «Ριζοσπάστης» αναφερόταν στις μεγάλες ελλείψεις σε προσωπικό και υποδομές που αντιμετωπίζει και το συγκεκριμένο νοσοκομείο, με αποτέλεσμα προβλήματα και στην ασφαλή εκτέλεση των εφημεριών. Η κατάσταση που κυριαρχεί στα δημόσια νοσοκομεία είναι αποτέλεσμα μιας πολιτικής που γεννά κινδύνους όχι μόνο για τους εργαζόμενους αλλά και τους ασθενείς, γι' αυτό και είναι κρίσιμο ζήτημα η επιλογή μορφών πάλης που θα σφυρηλατούν και δε θα εμποδίζουν την κοινή τους δράση. Σ' αυτή τη βάση, εκφράστηκαν και οι διαφωνίες των δυνάμεων του ΠΑΜΕ (και στο «Αττικόν») για κινητοποιήσεις όπως το κλείσιμο των εφημεριών, που όχι μόνο εμποδίζουν τη συμμαχία υγειονομικών - λαϊκών στρωμάτων αλλά και «φορτώνουν» τους εργαζόμενους με ευθύνες που δεν είναι καθόλου δικές τους (προβλήματα στις εφημερίες γεννά η ίδια η κυρίαρχη πολιτική). Μάλιστα, αξίζει να σημειωθεί ότι από τη σχετική πρόταση που είχε αρχικά το σωματείο τελικά δεν προχώρησε, κάτι ασφαλώς, θετικό.

Αυτή την καθαρή θέση του ΠΑΜΕ για τις μορφές πάλης, η ΑΡΣΙ την αξιοποίησε για να συκοφαντήσει το «Ριζοσπάστη» και να ισχυριστεί ότι κάνει επίθεση στο σωματείο. Κι αυτό όταν - παρεμπιπτόντως - ο «Ριζοσπάστης» ήταν σχεδόν το μοναδικό ΜΜΕ που την περασμένη Δευτέρα ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του σωματείου να βρεθεί στο νοσοκομείο για να αναδειχθούν οι ελλείψεις. Γιατί, λοιπόν, τέτοια επίθεση από την ΑΡΣΙ; Γιατί τέτοια ενόχληση για την ανάδειξη της ανάγκης, οι υγειονομικοί να αναζητούν συμμάχους εκεί που χρειάζεται πρώτα απ' όλα, δηλαδή στον κόσμο που πλήττεται από την πολιτική που έχει καταντήσει την Υγεία εμπόρευμα;

Αντί για μέτρα προστασίας, διαδικτυακές εφαρμογές

«...Ο ΟΑΕΔ προκειμένου να εξυπηρετήσει το διαρκώς αυξανόμενο αριθμό ανέργων, αναπτύσσει ηλεκτρονικές υπηρεσίες εμπλουτίζοντας τη Διαδικτυακή του Πύλη με νέες εφαρμογές προς εξυπηρέτηση των ανέργων...». Τα παραπάνω ανακοίνωσε με μια εκτενή ανακοίνωσή του ο Οργανισμός. Βεβαίως, καλά κάνουν οι αρμόδιοι και παίρνουν εκείνα τα μέτρα που μειώνουν την ταλαιπωρία των ανέργων.

Ομως, σήμερα, που οι άνεργοι έχουν ξεπεράσει τα 1,3 εκατ. άτομα και η ανεργία καλπάζει με ασύλληπτους ρυθμούς, είναι φανερό ότι άλλα πράγματα έχουν ανάγκη. Στις σημερινές συνθήκες απαιτείται να παρθούν άμεσα μέτρα προστασίας και ανακούφισης των ανέργων. Ακόμα περισσότερο, απαιτείται οι άνεργοι να βρουν δουλειά. Η πολιτική όμως που ακολουθεί ο ΟΑΕΔ με επιλογή της τρικομματικής κυβέρνησης αφορά επί της ουσίας στη στήριξη των επιχειρηματιών και όχι των ανέργων. Η κυβέρνηση αρνείται πεισματικά να πάρει μέτρα προστασίας και ανακούφισης των ανέργων. Αντίθετα, ο ΟΑΕΔ καλείται να υλοποιήσει με τα χρήματα των εργαζομένων νέο κύκλο προγραμμάτων για την ενίσχυση της κερδοφορίας των εργοδοτών. Σε αυτά τα προγράμματα οι άνεργοι θα απασχοληθούν για μερικούς μήνες, με μισθούς - χαρτζιλίκι και θα επιστρέψουν και πάλι στις λίστες της ανεργίας. Αν, λοιπόν, οι εργαζόμενοι και οι άνεργοι δε συγκρουστούν με αυτή την πολιτική θα συνεχίσουν να «ανακυκλώνουν» τις κάρτες ανεργίας ή, στην καλύτερη περίπτωση, θα παίρνουν μια ανάσα για 3 - 4 μήνες στα διάφορα προγράμματα με μισθούς που δε φτάνουν ούτε για την καθημερινή επιβίωση.

Κριτήριο οι ανάγκες των εργαζομένων

Μπόλικο μελάνι χύνουν τούτες τις μέρες τα αστικά Μέσα Ενημέρωσης, για να συκοφαντήσουν τον αγώνα των εργαζομένων στις συγκοινωνίες. Με «υλικό» που τους δίνει η κυβέρνηση παρουσιάζουν τους απεργούς ως προνομιακά αμειβόμενους έναντι των άλλων εργαζομένων, με τους τελευταίους να είναι, ταυτόχρονα, και επιβάτες που - όπως λένε τα αστικά ΜΜΕ - ταλαιπωρούνται λόγω των κινητοποιήσεων. Η ίδια η πραγματικότητα διαψεύδει τους ισχυρισμούς τους. Εργαζόμενοι οδηγοί λεωφορείων ύστερα από 25 και 28 χρόνια δουλειάς φθάνουν σήμερα να παίρνουν περίπου 1.000 με 1.100 ευρώ μισθό, υπολογισμένος επί 12 μήνες και όχι επί 14, όπως ίσχυε για όλους πριν μερικά χρόνια. Ο εισαγωγικός βασικός μεικτός μισθός ενός τεχνίτη δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στο μετρό ήταν πριν τρία χρόνια περίπου 1.450 ευρώ και σήμερα είναι περίπου 950 ευρώ με προοπτική να μειωθεί μέχρι και 25%. Αυτοί είναι οι υψηλοί μισθοί των εργαζομένων στις συγκοινωνίες.

Ομως, το ζήτημα δεν είναι μόνο αυτό. Η συκοφαντία του αγώνα των εργαζομένων είναι μόνο η «φωτεινή» πλευρά του φεγγαριού. Πίσω από αυτήν υπάρχει μια καλοστημένη προπαγάνδα που προωθεί σιωπηρά αλλά συστηματικά ιδεολογήματα με στόχο την καλλιέργεια της ηττοπάθειας και την ισχυρή εδραίωση της διαίρεσης των εργαζομένων. Λένε τα αστικά Μέσα Ενημέρωσης «αυτός ο εργαζόμενος είναι υψηλόμισθος» και εννοούν ότι παίρνει πιο πολλά λεφτά από άλλους. Μπαίνει το ερώτημα με βάση ποιο κριτήριο χαρακτηρίζεται κάποιος υψηλόμισθος ή χαμηλόμισθος. Από τη σκοπιά του κεφαλαίου, το κριτήριο είναι ότι όσο υψηλότερη η τιμή της εργατικής δύναμης τόσο χαμηλότερο το κέρδος που αποσπά. Αρα μόνιμη επιδίωξή του είναι να μειώνει την τιμή αυτή και αυτό αναλαμβάνουν να κάνουν οι αντεργατικές πολιτικές της σημερινής και των προηγούμενων κυβερνήσεων. Οι ίδιοι οι κεφαλαιοκράτες ως ιδιοκτήτες των αστικών Μέσων Ενημέρωσης αναλαμβάνουν να συγκαλύψουν τον πραγματικό στόχο της πολιτικής αυτής και να την παρουσιάσουν μέσα από την αρθρογραφία, τις εκπομπές και τα δελτία ειδήσεων άλλοτε ως «εθνική ανάγκη», άλλοτε ως «χτύπημα των προνομιούχων στρωμάτων της κοινωνίας» και πάει λέγοντας. Επιπλέον, η αποδοχή της λογικής περί προνομιούχων καλλιεργεί κάλπικους ανταγωνισμούς και διαιρέσεις μέσα στην εργατική τάξη και την ηττοπάθεια. Τη λογική ότι «αφού εγώ παίρνω 500 ευρώ να πάρει και ο άλλος τόσα» και όχι το αντίθετο.

Από τη σκοπιά των εργαζομένων, κριτήριο πρέπει να είναι τι ανάγκες καλύπτει ο μισθός. Με βάση αυτό οι μισθοί που παίρνει η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων, με δεδομένη τη φοροεπιδρομή και την κατάσταση στην Παιδεία και την Υγεία, συνολικά το σημερινό κόστος ζωής, απέχουν πολύ από το να καλύψουν επαρκώς στοιχειώδεις σύγχρονες πραγματικές ανάγκες. Στον 21ο αιώνα τα σχολεία ζητούν από τους γονείς λεφτά για να πάρουν χαρτί για το φωτοτυπικό μηχάνημα και ακόμα χειρότερα για την αγορά πετρελαίου. Στον 21ο αιώνα, της αλματώδους επιστημονικής ανάπτυξης και των πρακτικών εφαρμογών της σε μαζική κλίμακα, οι ποιοτικές υπηρεσίες Υγείας είναι ένα ακριβό εμπόρευμα για λίγους. Στον 21ο αιώνα υπάρχουν τουλάχιστον 1.500.000 άνεργοι στην Ελλάδα, για τους οποίους η εξεύρεση των αναγκαίων αποτελεί μια καθημερινή περιπέτεια επιβίωσης.

Σε αυτά απάντηση μπορεί να δώσει μόνο η ενιαία αγωνιστική δράση των εργαζομένων, η οποία προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, τη συστηματική αποκάλυψη και κατάρριψη των ιδεολογημάτων που προωθούν τα όργανα των κεφαλαιοκρατών.


Χρήστος ΜΑΝΤΑΛΟΒΑΣ

Η «ανάπλαση» που έγινε ... εμπορευματοποίηση!

Παπαγεωργίου Βασίλης

Ολοι θυμόμαστε ασφαλώς τις διθυραμβικές ανακοινώσεις της συγκυβέρνησης περί «ανάπλασης του Φαληρικού Ορμου», δηλαδή της παραλιακής ζώνης από το Φάληρο μέχρι την Αγία Μαρίνα. Και βέβαια πολλοί - αφελέστατα - περίμεναν ότι θα δημιουργηθούν εκεί κάποιες αναγκαίες υποδομές για τις λαϊκές οικογένειες που ασφυκτιούν στο Λεκανοπέδιο, ότι θα μεταβληθεί η περιοχή σε μια «όαση ανάσας» για τους νεφόπληκτους κατοίκους της πρωτεύουσας.

Ολους αυτούς ήρθε το νομοσχέδιο του υπουργείου Τουρισμού, που βρίσκεται σε δημόσια διαβούλευση, για να τους διαψεύσει. Κι αυτό γιατί το νομοσχέδιο προβλέπει την παραπέρα τσιμεντοποίηση και της παραλιακής αυτής ζώνης, με συνεδριακά κέντρα διεθνούς εμβέλειας, ξενοδοχεία τουριστικής συνιδιοκτησίας (condo hotels), που θα γίνουν για πρώτη φορά στη χώρα μας, τουριστικές επαύλεις, εκθεσιακά κέντρα, καταστήματα, κέντρα αναψυχής, αναψυκτήρια, μαζικούς χώρους εστίασης κ.ά. Ουσιαστικά προβλέπει την πλήρη εμπορευματοποίηση του παραλιακού μετώπου.

Αν το νομοσχέδιο αυτό εφαρμοστεί, τότε το παραλιακό μέτωπο ουσιαστικά γίνεται θυσία στο βωμό της «ανάπτυξης στρατηγικών επενδύσεων και της ενίσχυσης της τουριστικής επιχειρηματικότητας», όπως κυνικά ομολογείται στο ίδιο το νομοθέτημα.

Επιβεβαιώνεται έτσι στην πράξη πως η κυβέρνηση κάνει ό,τι μπορεί για να δημιουργήσει νέες πηγές κερδοφορίας για το κεφάλαιο γράφοντας στα «παλαιότερα των υποδημάτων» της τις ανάγκες του λαού.


Γρηγοριάδης Κώστας

Οι ολέθριες συνέπειες της ανταγωνιστικότητας

Γρηγοριάδης Κώστας

Αναντίρρητα η είδηση ότι το 80% των ανθρώπων που διαμένουν στη Βουλγαρία ζει σε καθεστώς φτώχειας είναι συγκλονιστική, αλλά δεν μπορεί να μην επισημανθεί ότι η κατάσταση αυτή δεν οφείλεται σε κάποια ασύλληπτη φυσική καταστροφή ή στο ξέσπασμα κάποιας θεϊκής οργής, αλλά στην πλήρως απελευθερωμένη δράση των μονοπωλίων. Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να διαφεύγει ότι δεν πρόκειται για κατάσταση που αφορά σε κάποια μακρινή χώρα και άρα δεν αφορά ή δεν αγγίζει τον ελληνικό λαό. Το ακριβώς αντίθετο ισχύει, αφού η γειτονική χώρα προβάλλεται ως «πρότυπο ανταγωνιστικότητας» από τις κυβερνήσεις της εγχώριας πλουτοκρατίας και τους εκπροσώπους των ξένων συμμάχων της (ΕΕ - ΔΝΤ - ΕΚΤ). Στο ίδιο το μνημόνιο, άλλωστε, προβλέπεται ότι το «εργασιακό κόστος» στη χώρα μας πρέπει να κατέβει στα ανταγωνιστικά επίπεδα των γειτονικών χωρών, ενώ ο ίδιος ο Αντ. Σαμαράς επικαλείται συχνά τη γειτονική χώρα για να μειώσει περαιτέρω τους φορολογικούς συντελεστές για τα κέρδη των επιχειρήσεων στα ίδια επίπεδα (δηλαδή στο 10%), που θεωρεί απαραίτητη προϋπόθεση για την «προσέλκυση των επενδύσεων». Ομως, οι επενδύσεις που έγιναν στη γειτονική χώρα - υπόδειγμα ανταγωνιστικότητας, ελάχιστες είναι η αλήθεια, όχι μόνο δεν έφεραν νέες θέσεις εργασίας, καλύτερους μισθούς και βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του λαού αλλά γενίκευση της φτώχειας και της εξαθλίωσής του. Αυτή την εφιαλτική προοπτική επιφυλάσσουν για το λαό μας τα μέτρα και οι μεταρρυθμίσεις που υλοποιούνται με στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και την ανάκαμψη της κερδοφορίας. Ηδη, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, 3,4 εκατομμύρια άνθρωποι στη χώρα μας βρίσκονται κάτω από τα - διαρκώς μετατοπιζόμενα - όρια της φτώχειας και δεν μπορούν να καλύψουν στοιχειώδεις ανάγκες διαβίωσης. Αν ο λαός με την οργανωμένη και σωστά προσανατολισμένη πάλη του δε βάλει εμπόδια στην εφαρμογή των βάρβαρων μέτρων και δε στοχοποιήσει ευθέως την εξουσία των μονοπωλίων, τότε δεν είναι μακριά ο καιρός που η κατάστασή του θα εξομοιωθεί με αυτή των γειτονικών λαών.

Υποκρισία!

Με μια φωνή χτες ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ χαιρέτισαν την απόφαση του Συμβουλίου της Ευρώπης, που, αν και επικύρωσε τυπικώς λόγω του κανονισμού του τα διαπιστευτήρια της βουλευτού της Χρυσής Αυγής Ελ. Ζαρούλια, ωστόσο καταδίκασε τις απόψεις που το κόμμα αυτό εκφράζει και άφησε ανοιχτό το ζήτημα αλλαγής του κανονισμού, ώστε μελλοντικά να αποκλείεται η συμμετοχή φορέων τέτοιων απόψεων στο Συμβούλιο.

Και τα τρία αυτά κόμματα εδώ και καιρό κραυγάζουν σε ό,τι αφορά τη «Χρυσή Αυγή»: «Δεν έχει θέση στο Συμβούλιο της Ευρώπης»!

Εχει, όμως, το Συμβούλιο της Ευρώπης θέση. Την οποία γνωρίζουν όλες οι προαναφερθείσες πολιτικές δυνάμεις που διυλίζουν τον κώνωπα και καταπίνουν την κάμηλον. Θέση εξίσωσης του φασισμού με το σοσιαλισμό - κομμουνισμό! Κι όχι μόνο θέση, έχει και δράση, για να μην πούμε ότι ανέλαβε εργολαβικά να διεκπεραιώσει τη βρώμικη αυτή υπόθεση για λογαριασμό της ευρωενωσιακής λυκοσυμμαχίας και του καπιταλισμού συνολικά που σκυλιάζει να σπιλώσει, να αμαυρώσει το σοσιαλισμό που γνώρισε η ανθρωπότητα. Να τον ταυτίσει με τη μαυρίλα του φασισμού - ναζισμού, διαγράφοντάς τον έτσι, μαζί και όσα λαμπρά κατόρθωσε προς όφελος των λαών, ανάμεσά τους η καθοριστική συμβολή του στη συντριβή του ναζισμού, απ' τις εργατικές λαϊκές συνειδήσεις ως προοπτική, ως τη μόνη προοπτική για τη λαϊκή ευημερία.

Συνεπώς σε ένα τέτοιο Συμβούλιο που, εκτός αυτού, έχει δώσει κι άλλα δείγματα γραφής για το ποιον υπερασπίζεται εναντίον ποιου, θα μπορούσε να είχε θέση η αντικομμουνιστική ναζιστική Χρυσή Αυγή, ως δύναμη με ειδική αποστολή το χτύπημα του εργατικού - λαϊκού κινήματος και της πολιτικής του πρωτοπορίας για λογαριασμό των «αφεντικών». Και λέμε θα μπορούσε και όχι μπορεί, γιατί χρειάζεται και το Συμβούλιο της Ευρώπης έναν φερετζέ, για να μην αποκαλυφθεί πλήρως ο ρόλος του στα μάτια των λαών. Για τα μάτια του κόσμου οι κραυγές για τη βουλευτή της Χρυσής Αυγής.

Η υποκρισία τους, όμως, δεν έχει όρια. Συκοφαντούν το σοσιαλισμό, τον εξισώνουν με το φασισμό - ναζισμό, χώρες - μέλη της ΕΕ δοξάζουν τους συνεργάτες των ναζί και την ίδια ώρα διώκουν αντιφασίστες αγωνιστές και αποκαθηλώνουν αντιφασιστικά μνημεία, εμποδίζουν τη δράση Κομμουνιστικών Κομμάτων, απαγορεύουν σύμβολα... Καλλιεργούν το έδαφος για την ενίσχυση μορφωμάτων τύπου Χρυσής Αυγής. Και μετά τάχα μου δήθεν διαμαρτύρονται για τη συμμετοχή της Ζαρούλια στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Αυτοί, οι στυλοβάτες, οι θιασώτες και απολογητές ενός συστήματος που γεννάει μαζί με όλα τα άλλα εκτρώματα και το φασισμό και το ρατσισμό. Σα δε ντρέπονται.

Η ΑΠΟΨΗ ΜΑΣ
Καυγάς που κρύβει την ουσία

Σε μια «παλαιάς κοπής» φραστική αντιπαράθεση επιδίδονται όλο και πιο συχνά τα στελέχη της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλοτε με αφορμή τη «λίστα Λαγκάρντ», άλλοτε για το «θέμα της βίας» και τελευταία, με αφορμή τα μαγειρεμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, κυβέρνηση και ΣΥΡΙΖΑ αλληλοτροφοδοτούν έναν αποπροσανατολιστικό για το λαό καυγά, προκειμένου να κατοχυρωθούν ως το νέο δίπολο στο αστικό πολιτικό σύστημα. Την ίδια ώρα, που το σύνολο των λαϊκών στρωμάτων στενάζει από την εφαρμογή μιας ταξικής αντιλαϊκής πολιτικής, η κυβέρνηση μεταφέρει το βάρος της συζήτησης σε ανώδυνα για το σύστημα μονοπάτια, φροντίζοντας ταυτόχρονα να θάβει τις αντιλαϊκές προεκτάσεις τους. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ καταγγέλλει στα λόγια αυτήν την πρακτική, δε χάνει όμως ευκαιρία να τη συντηρεί, να την αναπαράγει και τελικά να τη μετατρέπει στο μοναδικό πεδίο της αντιπολιτευτικής ρητορικής του και σε πόλεμο εντυπώσεων.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ. Πίσω από τους χαρακτηρισμούς και τις καταγγελίες, οι εταίροι της συγκυβέρνησης και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ φρόντισαν να μείνουν άθιχτα τα «ιερά και τα όσια» του καπιταλιστικού συστήματος. Αφησαν έξω από τους διαξιφισμούς τους αστικούς νόμους και τις ευρωπαϊκές συνθήκες που επιτρέπουν την ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων και είναι το υπόστρωμα για τέτοιου είδους λίστες. Δεν ακούμπησαν το γεγονός ότι τα χρήματα που βγάζουν με νόμιμο ή λιγότερο νόμιμο τρόπο στο εξωτερικό οι κεφαλαιοκράτες είναι προϊόν της υπεραξίας που αρπάζουν από τον ιδρώτα των εργαζομένων. Σε ακόμα πιο επικίνδυνο πεδίο, για τα συμφέροντα των λαϊκών στρωμάτων, διεξάγεται και ο καυγάς τους περί «βίας» και «τρομοκρατίας».

Οι κυβερνητικοί εταίροι αξιοποιούν τα ύποπτα γεγονότα για να καλλιεργήσουν κλίμα τρομοϋστερίας. Βάζουν στο ίδιο καζάνι βόμβες - γκαζάκια - καλάσνικοφ με την οργανωμένη πάλη του λαού, επιδιώκοντας να συκοφαντηθούν και να μπουν στο γύψο οι λαϊκοί αγώνες, να επιβληθεί κοινωνική συναίνεση. Ο ΣΥΡΙΖΑ επιλέγει την τακτική των προσωπικών χαρακτηρισμών και της αντιπαράθεσης στα επιμέρους. Υποθάλπει μια κόντρα μακριά από την ουσία, που εμποδίζει το λαό να αντιληφθεί το ρόλο μηχανισμών που δρουν σε βάρος του και αντικειμενικά υπηρετούν τις αντιλαϊκές βλέψεις του αστικού συστήματος. Ταυτόχρονα, ο ΣΥΡΙΖΑ συντάσσεται με την προπαγάνδα για «προάσπιση της δημοκρατίας», κάτω από την οποία η κυβέρνηση κρύβει την όρεξή της για ταξική συναίνεση και ενσωμάτωση του λαού.

Αυτές ακριβώς οι παράμετροι καθιστούν την αντιπαράθεση ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ αποπροσανατολιστική και επικίνδυνη για το λαϊκό συμφέρον. Η πείρα του λαού από παλιότερες «σκληρές» τάχα συγκρούσεις μεταξύ των στελεχών ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι έφτασαν σήμερα να συγκυβερνούν, είναι διδακτική. Κριτήριο για κάθε κόμμα είναι η στρατηγική που υπηρετεί και εδώ η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σαφείς: Θέλουν να υπηρετήσουν την ανταγωνιστικότητα των μονοπωλίων, ο καθένας με το δικό του μείγμα. Αυτή είναι η καρδιά της όποιας αντιπαράθεσης στήνουν κάθε φορά και εκεί πρέπει να συγκεντρώσει την προσοχή του ο λαός, να τους αποκαλύψει. Τα μέτρα που παίρνονται και τα άλλα που έρχονται βαθαίνουν την εξαθλίωση. Ο καυγάς στο δίπολο θέλει να κρύψει ότι η διέξοδος για το λαό βρίσκεται στην απόρριψη κάθε μείγματος διαχείρισης που τον εξαθλιώνει.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ