80 χρόνια από την τραγική ιστορική επέτειο
«Το φάντασμα της Κωνσταντινούπολης, ο σουλτάνος», γράφει ο Ν. Ψυρούκης, «μπορούσε να υπογράψει όσα χαρτιά κι αν ήθελαν οι δυνάμεις της Αντάντ. Η πραγματική, όμως, Τουρκία του 1920, που την εκπροσωπούσε η κυβέρνηση της Αγκυρας, δεν είχε δεχτεί κανέναν όρο τους. Το φιάσκο των Σεβρών μόνο για την τύχη ενός έθνους είχε τραγικές συνέπειες. Και το έθνος αυτό ήταν το ελληνικό»1.
Η συνθήκη που υπογράφτηκε στις 10 Αυγούστου 1920 στις Σέβρες, κοντά στο Παρίσι, ανάμεσα στη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία, τη Χατζάζη (Σαουδική Αραβία), την Πολωνία, την Πορτογαλία, τη Ρουμανία, την Τσεχοσλοβακία και τη Γιουγκοσλαβία από τη μια, και τη σουλτανική κυβέρνηση της Τουρκίας από την άλλη, ήταν μια ληστρική συνθήκη που ουσιαστικά κατέλυε την Τουρκία σαν κυρίαρχο κράτος.
Επιπλέον, οι τρεις μεγάλες δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία), με ιδιαίτερη συμφωνία μοίραζαν μεταξύ τους σε «σφαίρες επιρροής» και ό,τι απέμεινε ακόμα από την Τουρκία, με πρόσχημα να τη βοηθήσουν ν' αναπτύξει τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της και να φροντίσουν για τα συμφέροντα των εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων.
Με τη Συνθήκη των Σεβρών, στην Ελλάδα παραχωρούνταν η Δυτική και Ανατολική Θράκη ως τη γραμμή Τσατάλτζας κοντά στην Κωνσταντινούπολη και τα νησιά Ιμβρος και Τένεδος, καθώς και η Σμύρνη με την ενδοχώρα της, όπου τυπικά αναγνωριζόταν η τουρκική κυριαρχία με το να κυματίζει η οθωμανική σημαία στα φρούρια της πόλης.
Η Σμύρνη, σύμφωνα με τα άρθρα 65-83 της Συνθήκης, μόνο μετά από 5 χρόνια και κατόπιν δημοψηφίσματος των κατοίκων της θα μπορούσε να προσαρτηθεί στην Ελλάδα. Η Ιταλία παραχωρούσε στην Ελλάδα τα Δωδεκάνησα, εκτός της Ρόδου, η οποία γινόταν αυτόνομη και μόνο μετά από δημοψήφισμα θα μπορούσε να προσαρτηθεί στην Ελλάδα.
Η Κωνσταντινούπολη αναγνωριζόταν πρωτεύουσα του τουρκικού κράτους, υπό την αίρεση των συμμάχων, για την περίπτωση που η Τουρκία δε θα τηρούσε τα συμφωνημένα. Τα Στενά των Δαρδανελίων κηρύσσονταν ουδέτερη και αφοπλισμένη ζώνη.
Η Συνθήκη των Σεβρών αφόπλιζε την Τουρκία (της άφηνε ολιγάριθμες αστυνομοστρατιωτικές δυνάμεις) και άφηνε ελεύθερη τη δίοδο των Στενών, εκτός από τα πολεμικά και τα εμπορικά πλοία, πράγμα που έθετε κάτω από τον έλεγχο των Αγγλογάλλων το εμπόριο και την ασφάλεια των χωρών της Μαύρης Θάλασσας.
Οπως αναφέρει ο Φραγκούλης, ο Βενιζέλος σε τηλεγράφημά του από το Λονδίνο προς τον υπουργό Εξωτερικών στην Αθήνα ανέφερε ότι ο Αγγλος υπουργός των στρατιωτικών, Τσόρτσιλ, του είπε ότι η αγγλική κυβέρνηση θέλει να μάθει αν η Ελλάδα είναι διατεθειμένη να επιβάλει στρατιωτικά τους όρους της Συνθήκης, γιατί η Αγγλία έχει άλλες απασχολήσεις και δεν μπορεί να δώσει στην Ελλάδα άλλη βοήθεια, παρά μονάχα πολεμικό υλικό. Οτι η Ελλάδα δεν μπορεί να υπολογίζει στη συνεργασία Γαλλίας - Ιταλίας. Κι ο Βενιζέλος όχι μόνο δέχτηκε όσα του σύστησε ο Τσόρτσιλ, αλλά και ανέλαβε να αποκαταστήσει την τάξη σε έκταση εφταπλάσια απ' ό,τι προέβλεπε η Συνθήκη των Σεβρών2.
Γιατί, λοιπόν, να μη χρησιμοποιήσουν οι ιμπεριαλιστές την προσφορά αυτή του Βενιζέλου, που στη δοσμένη κατάσταση παρουσιαζόταν σαν ο καλύτερος τρόπος πραγματοποίησης του αποφασισμένου διαμελισμού του τουρκικού κράτους; Οι ίδιες οι δυνάμεις δε θα διακινδύνευαν ούτε αίμα, μα ούτε και χρήμα, από τη μια, και από την άλλη, κρατώντας τις αποστάσεις τους από τον Κεμάλ, θα άφηναν ανοιχτή την πόρτα για ενδεχόμενες διαπραγματεύσεις, προσεγγίσεις και συμφωνίες μαζί του στο μέλλον.
Οι κίνδυνοι μιας αποτυχίας, σ' αυτή την περίπτωση, δε θα απέκλειαν στις μεγάλες δυνάμεις, και ιδιαίτερα στην Αγγλία, άλλους τρόπους πραγματοποίησης των βλέψεών τους στην περιοχή.
Σε μια τέτοια βάση στηρίχτηκε το 1920 η σύμπτωση ιμπεριαλιστικών συμφερόντων και σκοπών, σχετικά με το ρόλο που θα έπαιζε ο ελληνικός παράγοντας στη δοσμένη στιγμή. Η βάση αυτή, όμως, θα αποδειχτεί από την εξέλιξη των γεγονότων ότι δεν ήταν στέρεη.
Η Συνθήκη των Σεβρών στάθηκε θνησιγενής, γιατί δεν επρόκειτο για κλείσιμο ειρήνης, αλλά για συνέχιση του πολέμου, και υπογράφηκε από δυνάμεις που είχαν αντίθετες επιδιώξεις και συμφέροντα και που είχαν αποφασίσει να μην την εκτελέσουν.
Είναι χαρακτηριστικό, πως ο ίδιος ο πρόεδρος της Γαλλίας, Πουανκαρέ, παρομοίασε τη συνθήκη που υπογράφηκε στις Σέβρες «σαν ένα πράμα εύθραυστο, ίσως σπασμένο βάζο». Η τύχη της Συνθήκης αφέθηκε να κριθεί στο μέτωπο των επιχειρήσεων, σ' έναν άγριο πόλεμο, που ανατέθηκε από τους Αγγλους στον ελληνικό στρατό.
Η σοβιετική Ρωσία θεώρησε τη Συνθήκη των Σεβρών σαν την πιο ληστρική συνθήκη του συστήματος των Βερσαλλιών.
Το αντιαποικιακό εθνικό απελευθερωτικό κίνημα στην Τουρκία και την Εγγύς Ανατολή δεν μπορούσε να ανεχθεί μια συνθήκη που δυνάμωνε την αποικιακή εκμετάλλευση και υποδούλωση. Η νέα Τουρκία του Κεμάλ, που δεν αναγνώρισε τη συνθήκη, αντέδρασε αποφασιστικά. Ορθώθηκε σ' έναν άγριο πόλεμο, σε μια θανάσιμη πάλη για την υπεράσπιση της εθνικής της ανεξαρτησίας.
Το αδιέξοδο που είχε δημιουργηθεί, με την ενεργό ανάμειξη της Ελλάδας στη μικρασιατική περιπέτεια, όξυνε την εσωτερική κρίση. Τα πάθη και τα μίση ανάμεσα στη βενιζελική και αντιβενιζελική παράταξη κορυφώθηκαν, με τη δολοφονική απόπειρα εναντίον του Βενιζέλου στις 12.8.1920 και τη δολοφονία από τους βενιζελικούς του Ιωνα Δραγούμη.
Οσο η εξέλιξη των γεγονότων ξεσκέπαζε τους πραγματικούς σκοπούς της εκστρατείας και όσο μεγάλωνε η αιμορραγία εξαιτίας του πολέμου, τόσο μεγάλωνε και η αγανάκτηση του ελληνικού λαού. Σε συνθήκες ογκούμενης λαϊκής αγανάκτησης και οργής, το Νοέμβρη του 1920, τα ενωμένα αντιβενιζελικά κόμματα κατεβαίνουν στις εκλογές με τα δημαγωγικά συνθήματα του τερματισμού της μικρασιατικής εκστρατείας και της επιστροφής των φαντάρων στα σπίτια τους. Η επίπλαστη φιλειρηνική αντιπολεμική αυτή προπαγάνδα επηρεάζει τις μικροαστικές μάζες και τον αγροτικό πληθυσμό, που έχουν κουραστεί και απογοητευτεί από τους πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς και ζητάνε ειρήνη και ησυχία. Ετσι, τα αντιβενιζελικά κόμματα κερδίζουν τις εκλογές με μεγάλη πλειοψηφία.
Η κυβέρνηση, όμως, του Γούναρη που εκπροσωπούσε τη συντηρητική μερίδα της ολιγαρχίας κατά πλειοψηφία, τα «παλιά τζάκια» και τους ξενόδουλους μοναρχικούς, οργάνωσε στα βιαστικά, κάτω από ένα αφόρητο καθεστώς τρομοκρατίας, δημοψήφισμα με το οποίο επανέφερε το βασιλιά Κωνσταντίνο, και παρά τις διακηρύξεις της για σταμάτημα του πολέμου, κάτω από την πίεση των αγγλικών συμφερόντων τον συνέχισε και τον επέκτεινε, με αποτέλεσμα να οδηγήσει τελικά τον ελληνικό στρατό στην ιστορικών διαστάσεων ήττα του στον ποταμό Σαγγάριο.
Συνεχίζεται
1. Νίκος Ψυρούκης: «Η μικρασιατική καταστροφή». Αθήνα 1982, σελ. 128.
2. Μ. Φραγκούλης: «Η Ελλάδα και η παγκόσμια κρίση», σελ. 368.
3. Διονύσιος Κόκκινος: «Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδος», τόμ. 4. Αθήναι 1972, σελ. 1.247.