Τετάρτη 10 Σεπτέμβρη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
«Ιων» και «Μήδεια» από το Εθνικό Θέατρο
«Ιων»

Η Λυδία Κονιόρδου είναι, σήμερα, ένα πραγματικά μεγάλο «κεφάλαιο» του θεάτρου μας. Εξαρχής, ευφυώς και ακάματα αφομοίωσε όσα μελετημένα, χρήσιμα, στέρεα θεμελιωμένα διέθετε η θεατρική μας παράδοση. Με αυτά τα «θεμέλια» στηρίζει τις δικές της, επίσης μελετημένες, μετρημένες αλλά και τολμηρές, υποκριτικές και σκηνοθετικές δημιουργίες. Μετά την αξέχαστη «Αλκηστή» της, ανέβασε στα φετινά Επιδαύρια, με το Εθνικό Θέατρο, τον «Ιωνα», προσθέτοντας μια ακόμα- καθ' όλα ενδιαφέρουσα και ελκυστικότατη σκηνοθετική «ανάγνωση» των ιλαρά ειρωνικών δραμάτων του Ευριπίδη.

Η Κονιόρδου «διάβασε» ως περιπαικτικό παραμυθόδραμα τον «Ιωνα», θεωρώντας ότι ο άθεος και ρεαλιστής Ευριπίδης χρησιμοποιεί το μύθο αυτό αμφίσημα, ως «παίγνιο» κινούμενο μεταξύ αλήθειας και ψεύδους, μύθου και πραγματικότητας, για να σαρκάσει- ως απολύτως ανθρώπινες- τις «θεϊκές» βουλές και πράξεις και βέβαια το «είναι» και «φαίνεσθαι» των ανθρώπων. Ολα στην ευριπίδεια πλοκή «παίζουν». Ο μύθος διαδραματίζεται στους Δελφούς, αλλά αφορά στην Αθήνα και στο πρόβλημα του εξουσιαστικού γένους του Ερεχθέα να αποκτήσει διάδοχο. Ετσι, το «άτεκνο» βασιλικό ζεύγος Ξούθος - Κρέουσα, πάει στους Δελφούς. Ο Ξούθος παρακαλά τον Απόλλωνα να τους χαρίσει διάδοχο. Στην Κρέουσα, όμως, ξαναφουντώνει ο θυμός για τον «αθέλητο» (;) βιασμό της, στα νιάτα της, από το «θεό» και ο καημός της που εγκατέλειψε το βρέφος της, με εντολή του Απόλλωνα, ώστε να μην αποκαλυφθεί η πράξη του. Θυρωρός -αφοσιωμένος υπηρέτης του απολλώνιου ναού είναι ο ορφανός, αγνώστων γονιών, νεαρός Ιωνας, ο οποίος αλληλοσυμπαθιέται με την Κρέουσα όταν της διηγείται την ορφάνια του. Και τότε, ξεκινά το μεγάλο μυθοπλαστικό «παιχνίδι». Ο Απόλλωνας εμφανίζει τον Ιωνα ως γνήσιο τέκνο του Ξούθου. Η Κρέουσα για να μη γίνει διάδοχος νόθος γιος του άντρα της, επιχειρεί να δηλητηριάσει τον Ιωνα, αλλά και αυτός να τη σκοτώσει. Και, ξάφνου, στο... παραπέντε του αλληλοδολοφονίας τους, αποκαλύπτεται ότι είναι μάνα και γιος. Χαράς ευαγγέλια για τους δυο τους. Αλλά και ο Ξούθος θα ευτυχεί με το ψέμα ότι ο Ιων είναι καρπός παλιάς γυναικοδουλειάς του. Και βέβαια, ο «θεός», με συγκαλυμμένη την ενοχή του, υμνείται από το Χορό για την ευτυχή «λύση» που έδωσε στο δράμα και των τριών προσώπων.


Η σκηνοθεσία της Κονιόρδου κατέστησε αυτό το περιπαικτικό, αλληγορικό παραμύθι σε υψηλής αισθητικής ποιότητας και ευφροσύνης σκηνικό δημιούργημα (το καλύτερο, κατά τη γνώμη μας, των φετινών Επιδαυρίων). Η σκηνοθεσία της - η οποία παρέπεμπε στον 19ο αιώνα και στην οθωνική αυλή - είχε διάνοια, τόλμη, χιούμορ, αλλά και μέτρο. Ακροβατούσε ισόρροπα, με ευγένεια και πνευματώδη χάρη, μεταξύ δραματικού και κωμικού, πραγματικότητας, ποίησης και φαντασίας. Η σκηνοθετική άποψη «γονιμοποιήθηκε», όμως, και από τους συντελεστές. Από τη ρεαλιστική, εύγλωττου και λεπτού χιούμορ μετάφραση της Νικολέττας Φραντζήλα. Το ευφυέστατο και πανέμορφο σκηνικό (παρέπεμπε στις μη αναστηλωμένες τον 19ο αιώνα δελφικές και αθηναϊκές αρχαιότητες) και τα όμορφα, αλά μπελ επόκ, κοστούμια του Διονύση Φωτόπουλου, και τους φωτισμούς του Λευτέρη Παυλόπουλου, που τα αναδείκνυαν. Τη μελωδικά παιχνιδιάρικη μουσική του Τάκη Φαρατζή, την εκφραστική χορογραφία της Αποστολίας Παπαδαμάκη και τους ταλαντούχους ηθοποιούς.

Πάντα λεπτοδουλεμένη υποκριτικά, η Λ. Κονιόρδου υποδύθηκε υπέροχα την Κρέουσα, με μελοδραματική ελαφρότητα και πνευματώδες χιούμορ, με σκόπιμα λεπτεπίλεπτη κομψότητα αλλά και με γήινο γυναικείο «δαιμόνιο». Η Κονιόρδου, όμως, καθοδήγησε και απέσπασε από όλους τους ηθοποιούς εξαιρετικές, αρμόζουσες στην «ανάγνωσή» της ερμηνείες. Μεγάλη έκπληξη, κέρδος για την παράστασή της και για το θέατρό μας, ήταν ο χαρισματικός νέος ηθοποιός Χρήστος Λούλης, ο οποίος ερμήνευσε με ανθρώπινη θέρμη, απλότητα, αμεσότητα, χάρη, αλλά και χιούμορ τον Ιωνα. Ο Δημήτρης Οικονόμου ερμήνευσε τον Ερμή με χάρη και «διαβολική» πονηριά. Ο Νίκος Καραθάνος έπλασε με φαμφαρόνικο χιούμορ τον μπούφο Ξούθο. Θαυμάσιος ήταν ο Κοσμάς Φουντούκης στον αφοσιωμένο, αλλά και αφελή γέροντα - παιδαγωγό. Σχολιαστικά γκροτέσκα η Πυθία της Μαρίας Καντιφέ. Χιουμοριστικά ανθρώπινη η θεά Αθηνά της Τάνιας Παπαδοπούλου.

«Μήδεια»

Το Εθνικό Θέατρο (η «Πειραματική Σκηνή» του), παρουσίασε στα Επιδαύρια και τη «Μήδεια» του Ευριπίδη. Την καθαρόαιμη και πασίγνωστη τραγωδία της ολέθριας ερωτικής ζήλιας, της συζυγοκτονίας και παιδοκτονίας. Τραγωδία, η οποία, από την πρώτη κιόλας λέξη του ποιητή -διά της Τροφού- αναπαριστά την οδύνη και το θρήνο της απατημένης και εγκαταλειμμένης, από τον Ιάσονα, Μήδειας. Η φύση, το ήθος, τα όρια του έργου είναι αυστηρά καθορισμένα από το δημιουργό του, και γι' αυτό, όταν αυτά αγνοούνται, «τιμωρούν», όπως συνέβη με την παράσταση του Στάθη Λιβαθινού.

Η υπογράφουσα τη στήλη, με όλο το σεβασμό στο ταλέντο και εκτίμηση για τις προηγούμενες παραστάσεις του, θεωρεί ότι ψύχραιμα, συνειδητά πρέπει να «αποκηρύξει» αυτή την παράσταση, αλλά και να διδαχθεί από αυτή, ακριβώς, γιατί ήταν εκ βάθρου λαθεμένη και εξαρχής προβληματική. Οχι τόσο επειδή εκσυγχρόνισε το έργο ανάγοντάς το στο μεγαλοαστικό, κοσμοπολίτικο «ήθος» και «κλίμα» της τηλεοπτικής «Δυναστείας», «Τόλμης και γοητείας», ένας «κόσμος» που δεν «κολλά» με το άγριο, εκδικητικό ερωτικό πάθος της ξεριζωμένης, προδομένης, αποδιωγμένης Μήδειας. Προβληματική, κυρίως, επειδή, αλλοιώνοντας εντελώς τη φύση του έργου, έμοιαζε να εισηγείται την άποψη ότι ο Ευριπίδης, εκτός από τραγωδία, σατυρικά και ειρωνικά, έγραψε και... κωμικά δράματα. Αντί για την Τροφό, η οποία διηγείται στο Χορό (ο Ευριπίδης τον ήθελε σκόπιμα γυναικείο για να υπογραμμίσει την καταπιεσμένη θέση της αρχαίας γυναίκας) τον οδυρμό και θρήνο της Μήδειας, θρήνος που ακούει ο θεατής να βγαίνει από τα δώματα της Μήδειας, ο σκηνοθέτης με ένα φλας μπακ εύρημα, μετέτρεψε την παράσταση σε μιούζικαλ, αρχίζοντας με τραγουδάκια και χορούς για τους γάμους του Ιάσονα με τη Μήδεια, με τους άνδρες του Χορού (ο σκηνοθέτης τον έκανε μεικτό) να τραγουδούν την Αργοναυτική Εκστρατεία και τις γυναίκες του Χορού να ερωτοτροπούν με τους άνδρες. Αλλα λέει ο αρχαίος ποιητής -διά της καλής μετάφρασης του Στρατή Πασχάλη- κι άλλα συνέβαιναν επί σκηνής. Και καθώς η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, και μιας κακής αρχής μύρια έπονται, έτσι η έλλειψη κάθε μέτρου, η ερμηνευτική παρανόηση και σύγχυση και η προπετής και μπερδεμένη από τις ίδιες της τις ακρότητες και αντιφάσεις εκσυγχρονιστική άποψη, συνεχίστηκε μέχρι το τέλος της παράστασης. Οσο κι αν η απατημένη Μήδεια φούντωνε, χειρονομούσε, φώναζε, απειλούσε, ο Χορός δε χαμπάριζε. Διασκέδαζε και γελούσε. Ακόμα και η Τροφός της Μήδειας γελούσε (!). Ούτε κρύο, ούτε ζέστη τα τεκταινόμενα και για τον Κρέοντα, ενώ και ο Ιάσονας περιφερόταν χαλαρά μπλαζέ και ανυποψίαστα, για να πλατσουρίσει στο τέλος, όπως και η Μήδεια, εντός και εκτός της πισίνας που εφηύρε, επίσης, απερίσκεπτα η σκηνογράφος Ελένη Μανωλοπούλου. Ο σκηνοθέτης έφθασε και στην αστοχασιά, για να στηρίξει την επιλογή της ταλαντούχας ηθοποιού (αλλά για έργα ψυχολογικού και κλειστού θεάτρου), Ταμίλα Κουλίεβα, να βάλει την ίδια να μιλά και Γεωργιανά και έναν ηθοποιό να κάνει «αστειάκι» επί σκηνής για το ξενικό αξάν της Μήδειας. Κακά τα ψέματα. Ο Ευριπίδης έγραψε μεν την τραγωδία της ξένης Μήδειας, αλλά για να μιληθεί ελληνικά και από Ελληνα υποκριτή. Αμοιροι, λοιπόν, του σκηνοθετικού λάθους, ήταν, ανεξαιρέτως, όλοι οι ηθοποιοί.


ΘΥΜΕΛΗ

«Pilobolus», οι μοναδικοί

Το αθηναϊκό κοινό, το Σαββατοκύριακο, αποθέωσε στο κατάμεστο Ηρώδειο το χοροθέατρο «Pilobolus». Και πώς να μην αποθεωθούν οι έξι, σπάνιου, ίσως και μοναδικού είδους, χορευτές -ακροβάτες αυτού του πρωτότυπης σύλληψης χορευτικού συγκροτήματος, καθώς έχουν καταργήσει παντελώς το νόμο της βαρύτητας και με τα κορμιά τους κατορθώνουν να παράγουν μια αενάως κινούμενη και μεταμορφωνόμενη, έξοχης σύλληψης και αισθητικής αρμονίας «γλυπτική»; Μια «γλυπτική», σύνθεση στοιχείων της τσιρκολάνικης και αθλητικής ακροβατικής τέχνης, του μοντέρνου εκφραστικού χορού, της μιμικής και παντομίμας.

Αφωνο και έκπληκτο το κοινό, ανά δευτερόλεπτο, έβλεπε το ακατόρθωτο να γίνεται κατορθωτό και το άκρως επικίνδυνο να γίνεται υψηλή τέχνη. Διαπίστωνε τις άπειρες, απίστευτες δυνατότητες του ανθρώπινου σώματος. Θαύμαζε τη μαθηματικής ακρίβειας σωματική δύναμη, τη στιβαρή και λεπτοδουλεμένη ακροβατική τεχνική αλλά και τη χορευτική ελαφράδα, ευπλασία, χάρη, αισθαντικότητα, ακόμα και το χιούμορ των τεσσάρων ανδρών και δύο γυναικών του συγκροτήματος. Εξι, αξεχώριστης αξίας καλλιτέχνες, δουλεμένοι από τον χορογράφο Μόυζες Πέντλετον σαν ένα «σώμα» και μια «ψυχή», οι οποίοι σηκώνοντας ο ένας τον άλλον, πετούσαν, υπερυψώνονταν, αιωρούνταν, περιστρέφονταν, γλιστρούσαν σαν το νερό στο κορμί του συμπαίκτη τους, παράγοντας διαρκώς εικόνες. Εικόνες, αντλημένες από τον άνθρωπο - τη φύση, τη λειτουργία, τις σχέσεις, τα συναισθήματά του - αλλά και από λογής λογής παράξενα πλάσματα του ζωικού και φυτικού βασιλείου, παρέπεμπαν στην ηρακλείτεια ρήση «τα πάντα ρει».


Α.Ε.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ