Τετάρτη 12 Μάρτη 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Κορυφαίοι Ρώσοι δραματουργοί
«Σε στενό οικογενειακό κύκλο» από το «Θέατρο του Νότου»

«Οι παίκτες»
«Οι παίκτες»
Ενα εξαιρετικό «φινάλε», που υπογραμμίζει τη μακρόχρονη και καθοριστική επίδραση για τη γενικότερη - ρεπερτοριακή και αισθητική - εξέλιξη του θεάτρου μας και υποδεικνύει το καλλιτεχνικό κενό που θα δημιουργήσει η απουσία του, αποτελεί η τελευταία παραγωγή του «Θεάτρου του Νότου» στο θέατρο «Αμόρε». Ολα - μετάφραση, σκηνοθεσία, ερμηνείες - συνθέτουν μια ολόπλευρα «ευτυχή», σημαντικότατη, ίσως την καλύτερη -μέχρι τώρα - σκηνική δημιουργία του χειμώνα, και μάλιστα με το σπουδαίο, πρωτοπαιζόμενο στην Ελλάδα, έργο του Αλεξάντρ Οστρόφσκι «Σε στενό οικογενειακό κύκλο», που όχι μόνο δεν κακοποιήθηκαν - προς χάριν μιας ασεβούς διασκευής ή μιας αστόχαστης σκηνοθέτιδας - η δραματουργική αξία του και διαχρονική και επικαιρότατη θεματολογία του, αλλά αντιθέτως αναδείχτηκαν και υπηρετήθηκαν τα μέγιστα. Μεταξύ των πρωτοπόρων του ρεύματος κοινωνικού ρεαλισμού στη ρωσική λογοτεχνία και ιδιαίτερα στη δραματουργία (ήταν ο πολυγραφότερος Ρώσος δραματουργός του 19ου αιώνα), από παιδί γνώριζε την αστική τάξη, ιδιαίτερα τους εκμεταλλευτές, αχόρταγους, αρπακτικούς, πανούργους, ανταγωνιζόμενους εμπόρους και ως υπάλληλος του Εμπορικού Δικαστηρίου Μόσχας τα διάφορα ανήθικα «κόλπα» τους για να πλουτίζουν περισσότερο. Το 1847, με το πρώτο του έργο «Οικογενειακή υπόθεση» (στα αγγλικά μεταφράστηκε «Bankrot», δηλαδή «Πτώχευση»), αποκαλύπτει την πανουργία των εμπόρων. Το έργο απαγορεύεται. Το 1849, αλλαγμένο κάπως, με ένα δυσκολομετάφραστο τίτλο, που σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει «Είμαστε μεταξύ μας, θα τα βρούμε», επανακυκλοφορεί. Η επιτυχία του εξοργίζει τους εμπόρους και ο συγγραφέας αναγκάζεται να παραιτηθεί από την υπηρεσία του. Στο έργο αυτό - τώρα με τίτλο «Σε στενό οικογενειακό κύκλο» - ο Οστρόφσκι, ωσάν να είχε διαβάσει την «Αγία οικογένεια» του Μαρξ, με τα πρόσωπα και το μύθο του συνθέτει μια σαρκαστικότατη μικρογραφία της «Αγίας οικογένειας», που για να κρατήσει τον πλούτο στα χέρια της, ανενδοίαστα, χωρίς φραγμό, είναι ικανή για τα πάντα, με το εκάστοτε ισχυρό «ψάρι» της να τρώει το αδύνατο. Αυτό παθαίνει ο αχόρταγος έμπορος Μπαλσόφ, που με μόνο πόθο να μην πληρώσει τα χρέη του και να πλουτίσει περισσότερο, κηρύσσει πτώχευση, με συνενόχους το δικηγόρο του και τον υπάλληλο που ξέρει και στηρίζει τις κερδοσκοπικές βρωμιές του. Παντρεύει μάλιστα τον υπάλληλο - με το ζόρι - με τη μεγαλομανή κόρη του και τους μεταβιβάζει όλη την περιουσία του, νομίζοντας ότι έτσι την εξασφαλίζει. «Διδαγμένοι» από τη δική του ανηθικότητα, κόρη και γαμπρός, θα τον παραμερίσουν αμείλικτα. Με αριστοτεχνική, εξαίσιας γλωσσικής αυθορμησίας και σαρκαστικής αμεσότητας, μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα, το έργο ευτύχησε με την υψηλής αισθητικής, ευφάνταστης, ευφρόσυνης, γελαστικά σαρκαστικής, ουσιαστικά εκσυγχρονιστικής, διττής σκηνοθετικής, «ανάγνωση» του Νίκου Μαστοράκη. Ο ταλαντούχος σκηνοθέτης - δική του είναι και η μουσική επιμέλεια - ανέδειξε υποδειγματικά το ρεαλιστικό χαρακτήρα και ήθος του έργου, αλλά και την επικαιρότητά του, με την εξπρεσιονιστική συμβολοποίηση του δεύτερου μέρους και την ευφυή, απολύτως εύστοχη «διασκευαστική» παρέμβασή του στο φινάλε, που σαρκάζει δραστικά την αδυσώπητη σκληρότητα και της παλιάς αστικής τάξης και κυρίως της νεόπλουτης. Θαυμάσια το σκηνικό (στο πρώτο μέρος ένας τεράστιος καθρέφτης καθρεφτίζοντας και τους θεατές, τους ενσωματώνει στην πλοκή και στο δεύτερο μέρος ένα «μεταμοντέρνο» διαμέρισμα του νεόπλουτου αρπακτικού ζεύγους) και τα κοστούμια της Εύας Μανιδάκη, φωτίζονται εξαιρετικά από τον Αλέκο Αναστασίου. Η παράσταση ευτυχεί και υποκριτικά, από όλους τους ηθοποιούς. Η Εύη Σαουλίδου, με παιγνιώδη χάρη στο πρώτο μέρος και σαρκαστική ειρωνεία στο δεύτερο, υποδύεται την κόρη. Ο Δημήτρης Πιατάς, με την πληθωρική κωμικότητά του γελοιοποιεί την αρπακτικότητα αλλά και το πάθημα του εμπόρου. Η Φωτεινή Μπαξεβάνη προικίζει με την κωμικότητά της την Αγραφίνα. Η Σοφία Σεϊρλή, εξαιρετική προξενήτρα Ναούμοβα. Πολύ καλές είναι και οι ερμηνείες των Αλκηστης Πουλοπούλου, Γιάννη Νταλιάνη και Θάνου Τοκάνη.

«Στο Βυθό» από το Εθνικό Θέατρο

«Σε στενό οικογενειακό κύκλο»
«Σε στενό οικογενειακό κύκλο»
Εντεκάχρονος, ορφανεμένος από γονείς, βγήκε στη βιοπάλη, κάνοντας πολλές χαμαλοδουλειές. Κι όμως δωδεκάχρονος αρχίζει να διαβάζει λογοτεχνία και συνδέεται με επαναστάτες φοιτητές. Δεκαεννιάχρονος, χάνοντας και τη γιαγιά του, αποπειράται να αυτοκτονήσει. Περιπλανώμενος και διωκόμενος για τις επαναστατικές ιδέες του, απαγκιάζοντας σε τρώγλες, αρχίζει να γράφει για των αμέτρητων εξαθλιωμένων Ρώσων, όπως και η δική του, την πικρή ζωή, με το ψευδώνυμο «Γκόρκι» (πικρός). Το 1901, το πρώτο θεατρικό έργο του Μαξίμ Γκόρκι, «Μικροαστοί», θριαμβεύει στο «Θέατρο Τέχνης» κι αρχίζει το δεύτερο, «Στο βυθό». Μια πολυπρόσωπη καταγγελία - «τοιχογραφία» του εφιαλτικού κοινωνικού «βυθού», που όπως η τσαρική Ρωσία, νομοτελειακά, γεννούσε και θα γεννά κάθε κοινωνία εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Ο Γκόρκι γνώρισε καλά την εξαθλιωμένη, περιθωριοποιημένη, απόκληρη φτωχολογιά. Τα λογής λογής δύστυχα, παραβατικά, «αμαρτωλά», ταξικά ασυνειδητοποίητα, γι' αυτό άμοιρα ανθρώπινα «απορρίμματα», αλλά και τους ελεεινούς θύτες τους. Ετσι, τοποθετώντας τη δράση του έργου στην τρώγλη ενός σιχαμερού μεσήλικα κλεπταποδόχου και της κυνικής νέας γυναίκας του, με υπηρέτρια τη μικρότερη αδελφή της συζύγου, Νατάσα, και «προστάτη» ένα σιχαμερό αστυνόμο, «εικονογραφεί» με χαρακτηριστικά πρόσωπα το κοινωνικό περιθώριο. Οι χαρακτηριστικότεροι ένοικοι της τρώγλης είναι ο Πέπελ, από παιδί κλεφτρόνι, που λαχταρά να ξεφύγει από το βούρκο. Ενας άνεργος, με την ετοιμοθάνατη φυματική γυναίκα του. Ενας ονειροπόλος, αλλά αυτοκατεστραμμένος, αλκοολικός ηθοποιός. Ενας ψευτοδιανοούμενος τεμπέλης. Μια χαζούλα πόρνη. Ενας μικροαπατεώνας χαρτοπαίκτης ψευτοβαρόνος. Ενας έρημος θρησκόληπτος γέρος και άλλοι «δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι» κοινωνικά. Η Ρούλα Πατεράκη, σημαντική θεατρική δημιουργός, για να αναδείξει τη διεθνώς τραγική αναλογία του έργου με το σημερινό, όλο και βαθύτερο και πιο βορβορώδη κοινωνικό «βυθό», το αντιμετώπισε με εκσυγχρονιστική «ματιά». «Ματιά» ενδιαφέρουσα, δυναμική σκηνοθετικά, ερμηνευτικά, εικαστικά. Δυστυχώς, όμως, η Ρ. Πατεράκη δεν περιορίστηκε σε μια εκσυγχρονιστική σκηνοθεσία. Παρασύρθηκε από τον όλο και συχνότερο «συρμό» των αστόχαστων, επηρμένων, ασεβών, κεροσκόπων «διασκευαστών», που θεωρώντας εαυτούς σπουδαιότερους των δραματουργών του παρελθόντος, κατακρεουργούν «αθάνατα» έργα. Η Ρ. Πατεράκη διασκευάζοντας το έργο, αλλοίωσε σκηνές, πρόσωπα και το χειρότερο τη γλώσσα του, φορτώνοντάς το με πολλές δόσεις σημερινής χυδαίας βωμολοχίας, στρεβλώνοντας τον αισθητικό και ιδεολογικό του χαρακτήρα και ακυρώνοντας την ελπιδοφόρα διαφυγή, στο τέλος του έργου, από το «βυθό» του Πέπελ και της Νατάσας. Κρίμα που στέρησε τη χρησιμότατη «άσκηση» με το γκορκικό πρωτότυπο, τον εαυτό της και τους άξιους ηθοποιούς (με σειρά εμφάνισης): Νίκο Κορδώνη, Ελένη Ρουσσινού, Σταύρο Καλλιγά, Μάνια Παπαδημητρίου, Γιώργο Βαλαή, Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου, Δημήτρη Ημελλο, Βασίλη Καραμπούλα, Βασίλη Ανδρέου, Πέτρο Γιωρκάτζη, Γιώργο Φριντζήλα, Λαέρτη Βασιλείου, Δημήτρη Παπανικολάου, Μαρία Κίτσου, Λουκία Μιχαλοπούλου, Στάθη Γράψα.

«Οι παίκτες» από το Εθνικό Θέατρο

«Στο βυθό»
«Στο βυθό»
Το Εθνικό Θέατρο ολοκλήρωσε το φετινό χειμερινό τρίπτυχο αφιέρωμά του στο ρωσικό θέατρο, ανεβάζοντας το σπουδαίο δραματουργικά και διαχρονικότατο έργο του Νικολάι Γκόγκολ «Οι παίκτες». Μια «βιτριολική» μονόπρακτη κοινωνική σάτιρα, με επίκεντρο τον «κόσμο» του τζόγου. Τον «κοσμοπολιτισμό», την απατεωνιά, την αρπακτικότητα, τον ανταγωνισμό των αετονύχηδων τζογαδόρων και τα «εξαρτημένα», βλακώδη, θύματά τους, με έξοχα πλασμένα πρόσωπα. Το ανέβασμα του έργου (μετάφραση της Ευγενίας Κριτσέφσκαγια) ανατέθηκε στην Ελένη Μποζά. Αραγε, πώς της ανατέθηκε; Με το εν λευκώ δικαίωμα - κατά την «εκσυγχρονιστική» σκηνοθετική της βούληση, να πετσοκόψει, να παραμορφώσει το πρωτότυπο, ώστε «εκσυγχρονίζοντάς» το να παραπέμψει στη μαφιόζικη «μητρόπολη» του τζόγου, το Λας Βέγκας; Καλό το υπονοούμενο, αλλά κάκιστη η αδήλωτη, μάλιστα, διασκευή του έργου. Ετσι ο μη γνωρίζων το πρωτότυπο έργο θεατής της παράστασης, παραπλανάται. Βλέπει εντελώς άνοστα, εντυπωσιοθηρικά επιτηδευμένα, χωρίς φαντασία, κωμικότητα, ή έστω λίγο χιούμορ, σκηνοθετικά, σκηνογραφικά, υποκριτικά «ευρήματα», αλλά δεν ακούει το έργο του Γκόγκολ. Καθώς είναι εκτενώς και άτεχνα πετσοκομμένο, ακούει ελάχιστο μέρος του, λιγοστές αυθεντικές φράσεις από τους πρωτότυπους διαλόγους του - κακήν κακώς κι αυτές. Ακούει μπόλικες μπουρδολογίες και επαναλαμβανόμενα ανόητα συλλαβικά εφευρήματα. Εξαρτημένοι από τη σκηνοθεσία είναι οι Ελένη Μανωλοπούλου (σκηνικά-κοστούμια), Ζωή Χατζηαντωνίου (κίνηση), Θοδωρής Αμπατζής (μουσική), Μελίνα Μάσχα (φωτισμοί) και οι ηθοποιοί Νίκος Γιαλελής, Λευτέρης Ζαμπετάκης, Στέλιος Ιακωβίδης, Αλέξανδρος Λογοθέτης, Δημήτρης Μοθωναίος, Γιώργος Οικονόμου, Γεννάδιος Πάτσης, Στράτος Σιωπύλης, Σωτήρης Τσακομίδης, Γιάννης Τσεμπελίδης.


ΘΥΜΕΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ