Τετάρτη 14 Απρίλη 2010
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Ξένο σύγχρονο ρεπερτόριο
«Νέα Τάξη Πραγμάτων» στο ίδρυμα «Μ. Κακογιάννης»

«Νέα Τάξη Πραγμάτων»
«Νέα Τάξη Πραγμάτων»
Πλήθος μονόπρακτων έγραψε από το 1977 μέχρι τις αρχές του 1990, ο Χάρολντ Πίντερ. «Αγρυπνος» κοινωνικοπολιτικά δημιουργός, με σύντομα μονόπρακτα «πυκνογραφούσε» ανθρώπινα και κοινωνικά προβλήματα της απανταχού καπιταλιστικής κοινωνίας. Κατήγορος και πολέμιος της ιμπεριαλιστικής «νέας τάξης πραγμάτων», υπερασπίστηκε τα ανίσχυρα θύματά της. «Στην εποχή μας υπάρχει ένα είδος φρίκης γύρω μας και νομίζω πως αυτή η φρίκη, αυτός ο τρόμος συμπορεύονται με τον παραλογισμό», έλεγε ο Πίντερ. Την απάνθρωπη, εξουθενωτική βία, τα άντρα βασανιστηρίων και την τρομοκράτηση της κοινής γνώμης από τερατώδη, παράλογα πολιτικά φερέφωνα της νέας τάξης πραγμάτων κατήγγειλε με τα μονόπρακτά του «Νέα Παγκόσμια Τάξη Πραγμάτων», «Ενα ακόμα και φύγαμε» και «Συνέντευξη Τύπου». Προς έπαινό της, αυτά τα μονόπρακτα, με γενικό τίτλο «Νέα Τάξη Πραγμάτων», σε εύγλωττη μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ, ανέβασε στο χώρο του 2ου υπογείου γκαράζ του ιδύματος «Μιχάλης Κακογιάννης», η νεοσύστατη ομάδα «Fresh Targent Theatre» (σ.σ. πού θα φθάσει η μανία με τις ξενόγλωσσες επωνυμίες καλλιτεχνικών ομάδων;). Η παράσταση, που μετακινείται - μαζί της και οι θεατές - σε όλη την έκταση του υπογείου, αρχίζει με το μονόπρακτο «Νέα Παγκόσμια Τάξη Πραγμάτων», και με τους θεατές να περιεργάζονται, σε ένα τμήμα του υπογείου, εκτιθέμενα έργα (ζωγραφικής και γλυπτικής) Ελλήνων και ξένων εικαστικών. Ξαφνικά, μεταξύ των θεατών, εμφανίζονται δύο ένστολοι ράμπο - ασφαλίτες, που αναίτια, χωρίς συγκεκριμένη κατηγορία, συλλαμβάνουν βίαια έναν άντρα, ίσως μετανάστη, ως «τρομοκράτη». Τον οδηγούν στο άντρο τους. Του φορούν κουκούλα και τον βασανίζουν σαδιστικά και εξευτελιστικά, ενώ το κοινό ως άπραγος «θεατής» - παρακολουθεί σαν μέσω τηλεόρασης, τον τύπου Αμπού Γκράιμπ βασανισμό του άνδρα, που δεν «ομολογεί» τίποτα. Σε άλλο τμήμα του υπογείου εκτυλίσσεται το σημαντικότερο και εκτενέστερο μονόπρακτο, «Ενα ακόμα και φύγαμε». Στο γραφείο του διοικητή Ασφαλείας ράμπο οδηγούν το μοναχοπαίδι του βασανισμένου, για ανάκριση από τον σατανικό, επίπλαστα «ευγενικό» αρχιασφαλίτη. Το παιδάκι το μόνο που ξέρει και λέει είναι ότι αγαπά τη μάνα και τον πατέρα του. Η «ομολογία» αυτή αρκεί για να παραδοθεί το παιδί σε σαρκοβόρους βασανιστές. Στον αρχιασφαλίτη οδηγείται και η βιασμένη από όλους τους βασανιστές μάνα του παιδιού. Κι έπειτα ο πολύμορφα βασανισμένος άντρας της, που επειδή τίποτα δεν «ομολογεί» του κόβουν τη γλώσσα. Εντελώς τσακισμένος και άλαλος, ο άντρας αφήνεται ελεύθερος, προς προειδοποίηση και παραδειγματισμό οποιουδήποτε διανοηθεί να αντισταθεί στη νεοταξική τρομοκρατία. Προειδοποιητική είναι και η «Συνέντευξη Τύπου» που δίνει ο υπουργός Πολιτισμού, πρώην υπουργός Κρατικής Ασφαλείας, ένα ακόμα σιχαμερό ανθρωποειδές της δήθεν «πολιτισμένης» και «δημοκρατικής» παγκοσμιοποιημένης ιμπεριαλιστικής νέας τάξης, με θέμα την «καταστολή» της «τρομοκρατίας», τη διαφύλαξη των αξιών του κράτους με την «αναμόρφωση» των επικριτών του και την πολιτιστική πολιτική του ως διαμορφωτή των συνειδήσεων. Ο νέος και πρωτοδοκιμαζόμενος σκηνοθετικά Πάρις Ερωτοκρίτου προσπάθησε να αναδείξει το πολύ επίκαιρο και δυνατό περιεχόμενο και μήνυμα των μονόπρακτων. Η μετρημένης ρεαλιστικής ωμότητας παράστασή του έχει ενδιαφέρον, αλλά και αδυναμίες. Ιδιαίτερα όσον αφορά την ερμηνεία των ομιλούντων προσώπων. Ο λόγος του Πίντερ «κεντάει» σε βάθος και σε πολλά επίπεδα - νοηματικά, ιδεολογικά, πολιτικά, κοινωνιολογικά, ανθρωπολογικά, ψυχοδιανοητικά - στους ρόλους του διοικητή της Ασφάλειας και του υπουργού Πολιτισμού. Οι δύο αυτοί ρόλοι είναι σύμβολα, αλλά και άνθρωποι. Χαρακτήρες πλασμένοι για να υπηρετούν τους στόχους και τις μεθόδους ενός απάνθρωπου καθεστώτος. Κάθε λέξη τους θέλει ψάξιμο, καθώς συχνά κάτω από το πρώτο νοηματικό τους επίπεδο άλλα εννοούν και άλλα σηματοδοτούν. Φιλότιμη είναι, πάντως, η υποκριτική κατάθεση όλων των ηθοποιών (Δρόσος Σκώτης, Δημήτρης Αγοράς, Νίκος Καραπάνος, Gerald Τζελάλης, Τάνια Παλαιολόγου, Δημήτρης Κανέλλος, Γιώργος Νικολαΐδης, Νάντια Παυλάκη, Ντέμπορα Οντόγκ, Ελένη Βρυώνη, Εύα Ζύγκιρη), με πιο αξιόλογη την ερμηνεία του έμπειρου Γιώργου Ζιόβα. Γόνιμη η συμβολή και των άλλων καλλιτεχνικών συντελεστών της παράστασης.

«Το παιχνίδι της μοναξιάς» στο «Ζίνα»

«Το παιχνίδι της μοναξιάς»
«Το παιχνίδι της μοναξιάς»
Αν και πέρασαν πενήντα τέσσερα χρόνια από τότε που γράφτηκε και πενήντα δύο από τότε που πρωτοπαίχθηκε στη Ν. Υόρκη, το έργο του Ουίλιαμ Γκίμπσον «Το παιχνίδι της μοναξιάς» παραμένει σύγχρονο και πανανθρώπινο. Οχι μόνο γιατί είναι εξαιρετικά μαστορικό όσον αφορά στην πλοκή και στους δύο χαρακτήρες του, αλλά και γιατί το θέμα του δεν έχει «σύνορα» και αμέτρητοι άνθρωποι, δυστυχώς όλο και περισσότεροι, όπως τα πρόσωπα του έργου, έχοντας λογής λογής συναισθηματικές, οικογενειακές, κοινωνικές, επαγγελματικές και βιοποριστικές «πληγές», ποθώντας να ερωτευθούν, να αγαπηθούν και να συντροφευθούν, κινδυνεύουν να βιώσουν οδυνηρότερα τη μοναξιά. Το έργο του Γκίμπσον (πρώτοι διδάξαντες το έργο στην Ελλάδα ήταν δύο κορυφαίοι ηθοποιοί, ο Δημήτρης Χορν και η Ελλη Λαμπέτη) δεν είναι δράμα, με την καθαρή, ολική έννοια της λέξης. Και, βέβαια, δε μελοδραματίζει. Απλώς, γελά μα και δακρύζει. Με γλυκόπικρο, λεπτό χιούμορ, με μελαγχολία, με κατανόηση και τρυφερότητα για τον πληγωμένο και μοναχικό άνθρωπο, ο συγγραφέας πλάθει το συναισθηματικό βάσανο, το ερωτικό σμίξιμο και τελικά το χωρισμό των δύο προσώπων. Ο λαϊκής καταγωγής Τζέρι, που έγινε καθηγητής πανεπιστημίου, χάρη στον πεθερό του - διευθυντή του πανεπιστημίου, εγκαταλείπει τη θέση του και τη γυναίκα του, αφού εκείνη φλερτάρει με άλλον και λέει ότι θέλει να τον παντρευτεί. Ανεργος και άφραγκος στη Ν. Υόρκη, πνιγμένος από τη μοναξιά, τηλεφωνεί και τελικώς συναντιέται με μια νέα, έρημη, χωρισμένη επίσης, φτωχή, άνεργη αλλά και περήφανη χορεύτρια, στην γκαρσονιέρα της. Δυο μοναχικά πλάσματα που θα σμίξουν ερωτικά, θα γευτούν την ανθρώπινη συντροφικότητα, αλλά για λίγο, καθώς η μακρόχρονη αγάπη που δένει τον Τζέρι και τη γυναίκα του «νικά» τη σχέση τους. Την αρμόζουσα με το ήθος του έργου απόδοση και σκηνοθεσία του έργου υπογράφει ο Δάνης Κατρανίδης. Μέσα στο καλαίσθητο, απόλυτα ρεαλιστικό σκηνικό του Γιώργου Πάτσα, φωτισμένο ατμοσφαιρικά από την Μελίνα Μάσχα, με μελωδικά ερωτικά τραγούδια που επέλεξε ο Γιώργος Νανούρης, ο Δάνης Κατρανίδης, με την αίσθηση του χιούμορ που διαθέτει, με «παιγνιώδη» φαινομενικά αλλά υπογείως μελαγχολική διάθεση, με τη γελαστική, αλλά και συγκινητική σκηνοθεσία του αλλά και με τη λεπτοδουλεμένη, αισθαντική ερμηνεία του, δημιούργησε το «έδαφος» και για μια πολύ καλή, γεμάτη αμεσότητα, φυσικότητα και σκηνικό «νεύρο» ερμηνεία της συμπαίκτριάς του Χρύσας Παπά.


ΘΥΜΕΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ