Τετάρτη 19 Γενάρη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
«Τρεις αδελφές» στο «Θέατρο Κάτια Δανδουλάκη»

Τα μεγάλα δημιουργήματα είναι πεδία πανανθρώπινων, διαχρονικών και ανοιχτών ερμηνευτικών οριζόντων, «καθρέφτης» κάθε εποχής, τόπου, κοινωνίας και ανθρώπου. Τα μεγάλα δημιουργήματα δεν έχουν ερμηνευτικό τέλος, υπερβαίνουν και την πιο σπουδαία, την πιο τελειοθηρική ερμηνεία, ακόμα και την ερμηνευτική άποψη που έχει ο δημιουργός τους γι' αυτά. Χαρακτηριστική περίπτωση η διαφωνία του Τσέχοφ για το γεγονός ότι ο Στανισλάφσκι - ο σκηνοθέτης που ανέδειξε και απέδειξε την αξία της τσεχοφικής δραματουργίας - διάβαζε τα έργα του ως δράματα, ενώ ο ίδιος τα χαρακτήριζε «κωμωδίες». Πώς να επικρίνει κανείς την ερμηνευτική άποψη του ιδιοφυούς και καινοτόμου ιδεολογοαισθητικά Στανισλάφσκι, ο οποίος έβλεπε τα μεγάλα έργα του Τσέχοφ ως «καθρέφτη» του δραματικού αδιεξόδου της παρακμιακής, και κοινωνικά και οικονομικά φθίνουσας, αργόσχολης τάξης των παλιών αριστοκρατών-γαιοκτημόνων στην τσαρική Ρωσία; Ο Τσέχοφ, αντίθετα, θεωρούσε τα έργα του σαρκαστικό «καθρέφτη» μιας τάξης και κοινωνίας που δε συνειδητοποιεί ή δε θέλει να συνειδητοποιήσει την κατάστασή της. Οι δυο ερμηνευτικές «αναγνώσεις», ουσιαστικά, το ίδιο πρόβλημα αναδεικνύουν. Η διαφορά τους βρίσκεται στον τρόπο ανάδειξης της ουσίας. Εξάλλου, δράμα και κωμωδία δεν είναι παρά οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Από την εποχή του Στανισλάφσκι, έχουν υπάρξει πολλές, ποικίλες και «κωμικών» αποχρώσεων, ακόμα και «μπρεχτικές» σκηνοθετικές αποδόσεις των μεγάλων τσεχοφικών έργων και μάλιστα από σύγχρονους Ρώσους σκηνοθέτες (ακόμα και με έμμεσα σχολιαστική αναδιάταξη των σκηνών των έργων, λ.χ., των «Τριών αδελφών»). «Κωμικές» αποχρώσεις, λ.χ., είχαν οι τσεχοφικές παραστάσεις που είχαν ανεβάσει ο Εφραίμοφ, με το θίασο Καρέζη-Καζάκου, και ο Λιουμπίμοφ με το θίασο Κ. Δανδουλάκη. Φέτος, η Κ. Δανδουλάκη συνέπτυξε ένα θίασο ταλαντούχων και έμπειρων ηθοποιών και κάλεσε τον γνωστό και από άλλες σημαντικές παραστάσεις του στην Ελλάδα Σέρβο σκηνοθέτη Νικίτα Μιλιβόγιεβιτς να ανεβάσει τις «Τρεις αδελφές» (1900), στην εξαιρετική μετάφραση του Μάριου Πλωρίτη. Ο Γιώργος Γαβαλάς σχεδίασε ένα υπέροχο, μοντέρνας αντίληψης, λιτό, λειτουργικά μεταμορφωνόμενο σκηνικό, το οποίο, με την εικαστική συνεργία των φωτισμών του Λευτέρη Παυλόπουλου, υποδηλώνει την αλλοτινή αίγλη του παλιού, πτωχευμένου και υποθηκευμένου πλέον αρχοντόσπιτου των τριών αδελφών. Η Κλαιρ Μπρέησγουελ σχεδίασε καλαίσθητα κοστούμια που «γεφυρώνουν» την εποχή συγγραφής του έργου με τη σημερινή, όπως και η μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού. Η κινησιολογία της Μαριέλας Νέστορα δίδαξε στους ηθοποιούς μια σύγχρονη κινησιολογική έκφραση και συμπεριφορά. Αυτές οι εκσυγχρονιστικές «γεφυρώσεις» ήταν μια σαφής, αλλά πολύ διακριτική, έμμεση, χωρίς υπερβολές ερμηνευτική επιλογή της σκηνοθεσίας. Ο Μιλιβόγιεβιτς, αναδείχνοντας τη σαρκαστική, αλλά κατά βάθος μελαγχολική ειρωνεία, αλλά και το δραματικό υπόστρωμα των χαρακτήρων και της πλοκής, κατάφερε, χωρίς να ασεβήσει στην εποχή του έργου, να το κάνει οικείο και πολύ κοντινό μας, όπου «καθρεφτίζονται» οι χαμένες προσδοκίες, τα πάθη, τα ελαττώματα, ο παραλογισμός, οι προβληματικές σχέσεις, η ανέφικτη ευτυχία, τα εργασιακά και κοινωνικά αδιέξοδα του ανθρώπου στη σύγχρονη κοινωνία. Παρά τα εμπόδια που πάντα έχει ένας αλλόγλωσσος σκηνοθέτης όσον αφορά σε μια ενιαία και λεπτομερειακή επεξεργασία, ερμηνευτική καθοδήγηση του λόγου των ηθοποιών, τα εμπόδια αυτά μειώθηκαν σημαντικά, χάρη στο ταλέντο και στην εμπειρία των ηθοποιών του θιάσου. Αν, βεβαίως, ο σκηνοθέτης κατείχε τη γλώσσα μας και γνώριζε την υποκριτική δυνατότητα, την ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία των ηθοποιών του θιάσου αλλά και τον κίνδυνο κάποιοι να «γλιστρήσουν» σε ευκολίες και μανιέρες και γνωρίζοντας αυτά τα δύο μπορούσε να αντιπαλέψει αυτό τον κίνδυνο, το πολύ αξιόλογο ερμηνευτικό αποτέλεσμα θα ήταν πολύ καλύτερο. Η Μαρίνα Μάνη ερμηνεύει αισθαντικά, άμεσα και αληθινά την Ιρίνα. Η Μάνια Παπαδημητρίου σαρκαστικά πλάθει την υποκρισία, τον κυνισμό, τη μικροαστική αρπακτικότητα της Νατάλια. Από την ερμηνεία της Κάτιας Δανδουλάκη αναδύεται η τσεχοφική ειρωνεία αλλά και η απελπισία και παθητική υποταγή της Μάσα στη μίζερη και αδιέξοδη ζωή της, με τον γελοίο, δύστυχο και ανεχόμενο την περιφρόνησή της Κουλίγκιν, τον οποίο σχεδιάζει εξαιρετικά ο Μάνος Βακούσης. Ο Στέλιος Μάινας εξελίσσει ουσιαστικά το ρόλο του συνεσταλμένου και γεμάτου όνειρα στη νιότη του Πραζόνοφ, αλλά και την ηθική και συναισθηματική κατάπτωση και υποταγή του στη Νατάλια. Λιτά και ευαίσθητα ερμηνεύει την Ολγα η Θέμις Μπαζάκα. Πολύ καλή, αισθαντική και με πικρό χιούμορ είναι η ερμηνεία του Αρη Λεμπεσόπουλου. Απέριττα φυσική και αληθινή είναι η ερμηνεία του Γιώργου Βελέντζα. Στις ερμηνείες των άξιων Αγγελου Αντωνόπουλου και Γιάννη Φέρτη βαραίνουν οι ευκολίες και μανιέρες τους. Γόνιμες είναι οι ερμηνευτικές παρουσίες των Γιάννη Χαρίση, Αγαπητού Μανδαλιού, Σούλας Διακάτου, Στέλιου Ψαρουδάκη, Ανέστη Κατουντή.


ΘΥΜΕΛΗ

Τσέχοφ και διασκευασμένος Τρίερ
«Ντόγκβιλ»
από το Εθνικό Θέατρο

«Ντόγκβιλ» στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου
«Ντόγκβιλ» στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου
Οι καλλιτέχνες ξέρουν ότι οι «αντιγραφές» και διασκευές μεγάλων δημιουργημάτων αποτελούν μιμήσεις, οι οποίες, συγκρινόμενες αναπόφευκτα με το πρωτότυπο έργο, υστερούν. Οσο ταλαντούχος, ασκημένος, σεβαστικός προς το πρωτότυπο κι αν είναι ο αντιγραφέας ενός σπουδαίου έργου - του λόγου, των εικαστικών τεχνών, της μουσικής κλπ - όλο και σε κάτι θα υπολείπεται η αντιγραφή του ως προς το θέμα, τη φόρμα, το ήθος, το πνεύμα του πρωτοτύπου. Αμέτρητοι ζωγράφοι, γλύπτες, αρχιτέκτονες, συνθέτες, συγγραφείς και άλλων ειδικοτήτων καλλιτέχνες, έχουν μιμηθεί μεγάλα έργα τέχνης, από θαυμασμό και για άσκησή τους με αυτά. Βεβαίως, υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν και μιμήσεις με οικονομικά κίνητρα. Οπως και να 'ναι άλλη η αξία του πρωτοτύπου κι άλλη της μίμησής του. Από αυτό τον αδήριτο κανόνα δε θα ξέφευγε η θεατρική διασκευή της αριστουργηματικής ταινίας του Λαρς Φον Τρίερ «Ντόγκβιλ» από τον Κρίστιαν Λόλικ και η σκηνική μεταφορά της από οποιονδήποτε σκηνοθέτη. Ο Τρίερ έγραψε και γύρισε αυτή την ταινία (εμπνεόμενος από το θεατρικό έργο του Θόρντον Ουάιλντερ «Η μικρή μας πόλη»), ως πρώτο μέρος μιας αλληγορικής κινηματογραφικής τριλογίας - «καθρέφτη» της αμερικάνικης κοινωνίας από τις αρχές του 20ού αιώνα και της μεταμόρφωσής της σε μητρόπολη του ανθρωποβόρου «παγκοσμιoποιημένου» κεφαλαίου. Πώς θα μπορούσε οποιοσδήποτε διασκευαστής και οποιοσδήποτε θεατρικός σκηνοθέτης να αναπλάσει σε θεατρικό λόγο τη «γλώσσα», τους κώδικες, τα μέσα του κινηματογράφου και πώς να συλλάβει και να αναδείξει σε όλο του το βάθος τον «κόσμο» των σκέψεων, των ιδεών, της αισθητικής, της ρευστής και γεμάτης με απειροελάχιστες, αλλά καθοριστικής σημασίας λεπτομέρειες εικονοπλασίας του, και της τριλογικής μυθοπλασίας που έχει στο μυαλό του ο Τρίερ; Ο διασκευαστής σεβαστικά «μετέγραψε» το σεναριακό στόρι, αλλά ο θεατρικός λόγος του - παρά την αισθητή προσπάθεια του ταλαντούχου ποιητή Στρατή Πασχάλη, ο οποίος υπογράφει τη μετάφραση - δεν αποπνέει την ποίηση και το τεράστιο νοηματικό και συνειρμικό βάθος των εικόνων της ταινίας. Σεβασμό προς το πρωτότυπο έχει και η -αναπόφευκτα - μιμητική δουλιά του Αντώνη Καλογρίδη, στου οποίου τη φιλοδοξία να σκηνοθετήσει το έργο, με πρωταγωνίστρια τη Νατάσα Καλογρίδη (αδελφή του), απλόχερα ανταποκρίθηκε το Εθνικό Θέατρο. Ο νεαρός σκηνοθέτης έχει καλό εικαστικό γούστο, φαντασία, ευρηματικότητα (έως εντυπωσιοθηρική), αποδειγμένη, και με προηγούμενες παραστάσεις του, «αντιγραφική» ικανότητα. Απόδειξη της ευρηματικότητας και του υψηλού εικαστικού γούστου του είναι το περιστρεφόμενο σκηνικό που ευφυώς συνέλαβε, σε συνεργασία με τον Πάρι Μέξη, ώστε με γοργή κινηματογραφική ροή να εκτυλίσσεται η πολυπρόσωπη και χωροχρονικά πολυεπίπεδη δράση του έργου. Η παράσταση του Α. καλογρίδη, με τη μοντερνιστική μουσική (Κωνσταντίνος Βήττα), τα καλαίσθητα κοστούμια (Λένα Καστανίδου), τους σκιώδεις φωτισμούς (Κατερίνα Μαραγκουδάκη), εντυπωσιακά διεκπεραιώνει τη μυθοπλασία, αλλά δεν αναδεικνύει την ουσία και πολυσημία των συμβολισμών και την ποίηση της ταινίας, παρά τις φιλότιμες υποκριτικές προσπάθειες και των είκοσι τεσσάρων ηθοποιών της διανομής και τις ιδιαιτέρως αξιοσημείωτες και αυθεντικές ερμηνείες των Χρήστου Βαλαβανίδη, Δημήτρη Τάρλοου, Μίρκας Παπακωνσταντίνου, Ολγας Τουρνάκη, Θόδωρου Κατσαφάδου, Μάκη Ρευματά, Σοφίας Κακαρελίδου, αλλά και της Νατάσας Καλογρίδη, η οποία δεν απέφυγε τη μίμηση της κινηματογραφικής Γκρέις.


«Τρεις αδελφές» στο «Κάτια Δανδουλάκη»
«Τρεις αδελφές» στο «Κάτια Δανδουλάκη»

ΘΥΜΕΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ