Τετάρτη 19 Δεκέμβρη 2012
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Ελληνικά έργα
«Ρόζα» στο «Πρόβα»

«Ο ελέφας»
«Ο ελέφας»
Ισπανικής καταγωγής Εβραία, γεννημένη στην Κωνσταντινούπολη, μεταξύ του 1895 - 1900, Σάρα Σκινάζι, γνωστή ως Ρόζα Εσκενάζι, με το χαρακτήρα, τη ζωή και τις επιλογές της, ήταν μια θηλυκή προσωποποίηση του κοινωνιολογικού - ουσιαστικά - όρου «ρεμπέτης». Η λέξη έχει αποκτήσει ποικίλες σημασίες: ανυπότακτος, ρέμπελος, αντάρτης, άτακτος, απείθαρχος, περιπλανώμενος, επαναστάτης, παλικάρι, μόρτης, περιθωριακός, μάγκας, γλεντζές, ξενύχτης και βέβαια μουσικός. Κατά τον Ρουσό ρεμπέτης σήμαινε τον - από γεννησιμιού του «ελεύθερο», γι' αυτό παντού περιθωριοποιημένο και «αλυσοδεμένο» από μια κοινωνία καταπιεστική. Η οικογένεια Σκινάζι το 1900 εγκαθίσταται στη Θεσσαλονίκη. Εργάτης ο πατέρας. Η μάνα, πάει με παιδιά της στην Κομοτηνή, όπου δουλεύει σαν υπηρέτρια. Εκεί εκδηλώθηκε ο ρεμπέτικος χαρακτήρας της Ρόζας. Γυρίζοντας στη Θεσσαλονίκη βγήκε στο πάλκο. Το 1913, κλέφτηκε και παντρεύτηκε με τον ηθοποιό Γιάννη Ζαρντινίδη. Γέννησε το γιο της, αλλά χώρισε. Το 1917 οικοτροφείο της Ξάνθης αναλαμβάνει το μοναχοπαίδι της και εκείνη παίρνει τις «στράτες» του ρεμπέτικου και στην Αθήνα. Εμπνευσμένο από τον προσωπικό βίο και την «πολιτεία» της στο ρεμπέτικο τραγούδι είναι το έργο του Παναγιώτη Μέντη «Ρόζα». Με σεβασμό για τα βάσανά της, με κριτικό χιούμορ για τα λάθη της, με βιογραφική ακρίβεια, αλλά και δραματουργική ευλυγισία, ο συγγραφέας εμφανίζει τη γριά πια Ρόζα Εσκενάζι να αναδράμει στο «ρέμπελο» βίο της, στους έρωτες και στην τέχνη της, εμπλουτίζοντας την αφήγησή της με ένα πρόσωπο (τον άντρα που της αφοσιώθηκε μέχρι τέλους), με τραγούδια που ερμήνευσε, αλλά και δικούς του στίχους που «ευλόγησε» με υπέροχες μελωδίες του ο Σταμάτης Κραουνάκης. Η αισθαντικά ρεαλιστική σκηνοθεσία του Σωτήρη Τσόγκα, το απέριττο σκηνικό και τα κοστούμια (Καλλιόπη Κοπανίτσα), η μουσική επιμέλεια (Αρης Βλάχος), το βίντεο (Παναγιώτης Τσάγκας), η κινησιολογία (Τατιάνα Μύρκου) και προπάντων η ερμηνεία της Μαίρης Ραζή που, με ευαισθησία, δύναμη και χιούμορ έπλασε τη Ρόζα, ερμήνευσε τραγούδια της και ένα εξαιρετικό τούρκικο τραγούδι. Αξιοσημείωτη η ερμηνεία του Γιάννη Τσιρουνάκη και η πιανιστική συνοδεία του Δημήτρη Καραβίτη.

«Ο ελέφας» στο «Στοά»

«Ρόζα»
«Ρόζα»
Ο πρωτότοκος του αείμνηστου Μποστ, Κώστας Μποσταντζόγλου, «κυτταρικά» φέροντας τις πολιτικοκοινωνικές ιδέες του πατέρα του, την έγνοια του για το πού βαίνει η κοινωνία μας, την τόλμη του να καυτηριάζει τα αίτια και τους υπαίτιους για όλα τα στραβά και ανάποδά της, αλλά και το σπινθηροβόλο χιούμορ του, δοκιμάστηκε για πρώτη φορά στη δραματουργία με το έργο «Ο ελέφαντας». Η «Στοά» ανέβασε το μονόπρακτο, όχι μόνον από άσβηστη αγάπη για τον Μποστ, αλλά και γιατί συνεχίζοντας την αναζήτηση νέων ελληνικών έργων, στο «Ελέφαντας» βρήκε μια ενδιαφέρουσα - σημαντικά κατά τη γνώμη της υπογράφουσας - θεματολογικά και γλωσσικά «συστατικά». Κάθε αρχή και δύσκολη... Το έργο έχει δραματουργικές αδυναμίες, οφειλόμενες, ίσως, στη φοβία κάθε πρωτοδοκιμαζόμενου συγγραφέα να αναπτύξει την «προϊστορία», τις σχέσεις και τους χαρακτήρες προσώπων. Υπερτερεί, όμως, το ουσιώδες πολιτικο-κοινωνικό θέμα του, συνδεδεμένο και με το - μεγάλο, επικίνδυνων διαστάσεων - σύγχρονο γλωσσικό μας ζήτημα. Μέσα από δύο ανδρόγυνα - τέσσερα πρόσωπα που ζουν στην επαρχία, πρόσωπα όμως απολύτως «γνώριμα» και στις πόλεις, ο συγγραφέας σαρκάζει τη βαθύτατη αμορφωσιά που προσπαθεί να κρυφτεί με άχρηστες και εξυπναδίστικες «γνώσεις», την παραμόρφωση και καταρράκωση της γλώσσας μας, τη βλακεία και το ταίρι της - την πονηριά, τα μικροαστικά μαϊμουδίσματα, τη γενικευμένη κακογουστιά, τις αλληλοενοχικές εξαρτήσεις και βρωμοερωτοδουλειές, τη γενική ρατσιστική «τύφλωση», το φαλλοκρατισμό των ανδρών και την καταπίεση της γυναίκας, επόμενα και τη «δίψα» της για εκδίκηση. Κυρίως, όμως, καυτηριάζει τον κοινωνικό σκοταδισμό και τον αντικομμουνισμό, που η ελληνική άρχουσα τάξη καλλιεργεί από την εποχή της Εθνικής Αντίστασης και μέχρι σήμερα. Με απέριττα ρεαλιστικό σκηνικό και κοστούμια της Λέας Κούση, ο Θανάσης Παπαγεωργίου «καθρέφτισε» τον ασφυκτικό, θλιβερό, βλαβερό από κάθε άποψη - ανθρώπινα, οικογενειακά, ψυχοδιανοητικά, ιδεολογικά, κοινωνικά - «κόσμο» των δύο ζευγών. Ενας «κόσμος» με επίκεντρο τον 60χρονο αγρότη Μήτσου, που ακόμη «δοξάζει» τη συμμετοχή Ελλήνων στρατιωτών στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο των ΗΠΑ στην Κορέα, που ακόμη βρίζει τον πατέρα της γυναίκας του, Γωγώς, γιατί ήταν κομμουνιστής και αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, που «καθοδηγεί» και κρατά εξαρτημένο τον βλακώδη υπαλληλάκο Τάσο, που τον πάντρεψε με την ανιψιά της γυναίκας του, τη Βούλα, που περιμένει παιδί, με την οποία είχε προγαμιαίες ερωτοδουλειές... Τα πρόσωπα ερμηνεύονται με νατουραλιστική ακρίβεια, σωματοποιημένη απολύτως με το λόγο, την κίνηση, την έκφραση του προσώπου, φυσικότητα και αλήθεια και από τους τέσσερις ηθοποιούς. Τους πολύπειρους στη ρεαλιστική και νατουραλιστική θεατρική γραφή Θανάση Παπαγεωργίου και Λήδα Πρωτοψάλτη, αλλά και από την Εύα Καμινάρη (συνεχώς εξελισσόμενη και μεταμορφώσιμη ηθοποιός) και τον Γιώργο Ζιόβα.

«Οσα παίρνει ο άνεργος» στο «Μεταξουργείο»

«Οσα παίρνει ο άνεργος»
«Οσα παίρνει ο άνεργος»
Η Αννα Βαγενά, από τα πρώτα «βήματα» του «Θεσσαλικού Θεάτρου» - μετέπειτα Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου Λάρισας, και για ουκ ολίγα χρόνια ασκήθηκε υποκριτικά στο - ακμάζον τότε - επιθεωρησιακό είδος. Με αυτή την υποκριτική «προίκα» της, επέστρεψε φέτος στη «ρίζα» της. Στην επιθεώρηση, παραπέμποντας - αυτοβιογραφικά μάλιστα - και στη γενέτειρά της, το χωριό Ραχούλα της Λάρισας. Η επιθεώρηση - παρηκμασμένη εδώ και πολλά χρόνια εξ αιτίας του συμβιβασμού της με την κρατούσα πολιτική και ιδεολογία, της ανούσιας όχι μόνο πολιτικά αλλά και κοινωνικά θεματολογίας της, της αδυναμίας της να συλλαμβάνει, να πλάθει και να αναδεικνύει ενδιαφέροντες σκηνικά και χαρακτηριστικούς κοινωνικά ανθρώπινους τύπους, της συνεχώς αυξανόμενης χυδαιολογίας της, της κωμωδιογραφικής ανημπόριας της, του κακόγουστου χιούμορ της - μοιάζει σχεδόν «νεκρό» είδος. Η Α. Βαγενά, σκηνοθετώντας και πρωταγωνιστώντας στην επιθεώρηση «Οσα παίρνει ο άνεργος», με στήριγμα τη μουσική του Λουκιανού Κηλαηδόνη, κατάφερε να το «νεκραναστήσει», πατώντας στα λαϊκά μορφολογικά και θεματολογικά «χνάρια» του «Θεσσαλικού» και σε καλά στοιχεία μερικών επιθεωρήσεων στις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Η «Βαγγελίτσα» της, ιδιαίτερα, όπως και άλλοι γυναικείοι τύποι που παίζει, καθώς και κάποια νούμερα που παίζουν άλλοι ηθοποιοί του θιάσου, δημιουργούν θεατρική ευφορία και προσφέρουν χορταστικό γέλιο. Αν ακούσει, όμως, κανείς τα νούμερα που έγραψαν οι Λάκης Μπέλλος και Γιώργος Γαλίτης (μάλλον έχει συμβάλει και η Α. Βαγενά), αν προσέξει τη θεματολογία, το περιεχόμενο δηλαδή, την πολιτικο-ιδεολογική αντίληψη και την (έμμεση φυσικά) προτίμηση - προπαγάνδιση κάποιου κόμματος, θα διαπιστώσει ότι η επιθεώρηση αυτή πολιτικο-ιδεολογικά είναι ολόιδια με τις επιθεωρήσεις των περασμένων δεκαετιών. Σήμερα, παρότι η καπιταλιστική κρίση, η ΕΕ, το ΔΝΤ, η ΕΚΤ, αλλά και η ντόπια και ξένη πλουτοκρατία, φορούν νέες «αλυσίδες» στους ανέργους, στους μεροκαματιάρηδες, στους μισθωτούς, στους συνταξιούχους, στα παιδιά και τους γέροντες των λαϊκών μαζών, οι κειμενογράφοι δεν λένε ούτε μια λέξη για την καπιταλιστική κρίση και τους υπαίτιους. Κατ' αυτούς για όλα φταίει η Μέρκελ και άντε κάτι λίγο οι τελευταίοι πρωθυπουργοί του δικομματισμού, αμυδρώς η σημερινή συγκυβέρνηση. Ετσι, με πρότυπο την παλιά «συνταγή» πολιτικο-εκλογικής προπαγάνδισης άλλοτε του ΠΑΣΟΚ, άλλοτε της ΝΔ, ανάλογα με το εκάστοτε κυβερνητικό κόμμα και το εκάστοτε «ρεύμα» που προωθούσε η άρχουσα τάξη υπέρ του ενός ή του άλλου κόμματος, ακολουθώντας το «ρεύμα του συρμού», εμμέσως πλην σαφώς, «προπαγανδίζουν» την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ και του αρχηγού του. Αξιοι αναφοράς για την υποκριτική κατάθεσή τους είναι όλοι οι ηθοποιοί: Γιώργος Γιαννάκης, Βασίλης Μυλωνάς, Σοφία Αλεξανιάν, Σταύρος Καλλιγάς, Νίκος Μπουρνιάς, Ηλιάνα Αραβή, Κατερίνα Θεοχάρη.


ΘΥΜΕΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ