Τετάρτη 21 Μάρτη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Νέων σκηνική δράση

«Μαντάμ Μπαντερφλάι», από το θίασο «Κώδικα»
«Μαντάμ Μπαντερφλάι», από το θίασο «Κώδικα»
Στο θέατρο «Χοροροές» ο θίασος «Κώδικας» παρουσιάζει για λίγες παραστάσεις μια διαφορετική εκδοχή της όπερας του Πουτσίνι «Μαντάμ Μπαντερφλάι», που αφηγείται τον ατυχή έρωτα μιας Γιαπωνέζας γκέισας κι ενός Αμερικανού ναυτικού. Το πάθος, τα λάθη, η πίστη και η προδοσία, η μεταμόρφωση, η φωτεινή και σκοτεινή πλευρά του έρωτα, δένονται με τις μελωδίες και το δραματικό ένστικτο του Πουτσίνι. Τη σκηνοθεσία και διασκευή υπογράφουν οι Πάνος Παπαγεωργόπουλος και Πάνος Αδάμ. Τα σκηνικά - κοστούμια είναι της Φωτεινής Γεωργίου. Στο πιάνο ο Μανώλης Παπασηφάκης. Παίζουν: Πένκα Τζαφούλη, Γιάννης Φίλιας, Ελένη Λιώνα, Σοφία Καπετανάκου, Μιχάλης Κατσούλης, Βαγγέλης Μανιάτης, Ελένη Μπράτσου, Αγγελική Λεμονή, Φανή Παπαγιωτίδου, Γιούκι Κροντηρά.

  • Στο πλαίσιο του Θεατρικού Φεστιβάλ Νεανικών Θιάσων «Θεατρική Δράση 2», που διοργανώνει ο Πολιτισμικός Οργανισμός του Δήμου Αθηναίων στο «Θέατρο της Ανοιξης», η ομάδα «Σελάνα» παρουσιάζει το έργο «Solitunes». Μια διαδρομή μέσα στη σιωπή. Μια ερώτηση για την ύπαρξη. Πόνος, φαντασία, είδωλα, επιθυμίες, κενά, ψευδαισθήσεις. Τι συμβαίνει στις ζωές μας όταν δε συμβαίνει τίποτα; Το κείμενο του έργου προκύπτει από υλικό που προτείνουν οι ηθοποιοί. Προσεγγίζει το κεντρικό της θέμα μέσα από αυτοσχεδιασμούς. Παίζουν: Χάρης Αττώνης, Δανάη Βογιατζή, Αναστασία Γκολέμα, Νίκη Λειβαδάρη, Εριφύλη Στεφανίδου. Ιδέα - Σύνθεση - Σκηνοθεσία - Σκηνογραφία: Αναστασία Γκολέμα. Μουσική Επιμέλεια - Σύνθεση: Μανώλης Σαραντίδης.
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Στρίντμπεργκ και Καμύ
«Πατέρας» στο «Στοά»

«Ο πατέρας» στο «Στοά»
«Ο πατέρας» στο «Στοά»
Τα προσωπικά βιώματα και η κοινωνία επιδρούν στον ψυχισμό, στη διάνοια, στα «έργα» κάθε ανθρώπου και, φυσικά, κάθε δημιουργού. Απόδειξη αυτής της νομοτέλειας είναι ο βίος και, σχεδόν, όλα τα έργα του πρόδρομου του σύγχρονου θεάτρου Αυγούστου Στρίντμπεργκ και βέβαια το αριστούργημά του, «Ο πατέρας» (1887). Εργο που εισήγαγε το νατουραλισμό στο θέατρο, με ομολογημένη από τον Στρίντμπεργκ, την επιρροή του πρωτοπόρου του κοινωνικο-ανθρωπολογικού νατουραλισμού, Ζολά. Εργο - αντανάκλαση της αστικής κοινωνίας - επόμενα και του θεσμού του γάμου - (για την εναντίωσή του στις φεμινίστριες του καιρού του και στο γάμο, ο Στρίντμπεργκ δικάστηκε για «βλασφημία» κατά της «ιερότητας» του γάμου), αλλά και των τραυματικών βιωμάτων του. Νόθος γιος μιας δούλας και του αφέντη της, εννιά χρονών ορφάνεψε από τη μάνα του, που λάτρεψε αλλά και μίσησε, γιατί τον γέννησε σαν ερωμένη του αφέντη της. Μεγάλωσε με μια σκληρή μητριά - επίσης πρώην δούλα και ερωμένη του πατέρα του. Ο Στρίντμπεργκ, επηρεασμένος από τις σοσιαλιστικές ιδέες, αντιδρούσε για την ανισοτιμία της γυναίκας και στο γάμο, με το σύζυγο να διαχειρίζεται την προίκα της συζύγου και όλα τα οικογενειακά θέματα (την αντίθεσή του αυτή την εκφράζει διά στόματος της συζύγου στον «Πατέρα»), αλλά και φοβόταν την εκδίκηση της γυναίκας. Ενιωθε αγάπη - μίσος - ζήλια για τις συζύγους του και τρόμο, μήπως τα παιδιά του ήταν τέκνα μοιχείας. Τα παιδικά τραύματα και τα συντρίμμια των γάμων του, ώθησαν τη θεματολογία του στη σύγκρουση των δύο φύλων, καθιστώντας τη δραματουργία του πανανθρώπινη. Στον «Πατέρα» (το έγραψε μετά το χωρισμό με την πρώτη γυναίκα του, με την υποψία ότι τα παιδιά του δεν ήταν πραγματικά δικά του), στη συζυγική σύγκρουση, το «αδύνατο» φύλο, σαν αράχνη, αθόρυβα, ύπουλα, νικά το «ισχυρό» φύλο με το μόνο αλλά αήττητο μητριαρχικό «όπλο» της. «Δηλητηριάζοντας» τον σύζυγο, υπονοώντας ότι γεννήτορας της κόρης τους μπορεί να ήταν οποιοσδήποτε άλλος, γι' αυτό μόνον αυτή, ως μήτρα - μάνα του παιδιού, δικαιούται να αποφασίζει για την τύχη του. Πρόκειται βέβαια για «πύρρειο νίκη». Ο πατέρας τρελαίνεται από την υποψία, η κόρη πληγώνεται ψυχικά, αλλά και η μητέρα, η Λάουρα, θα «βασιλεύει» πλέον στα συντρίμμια που προκάλεσε. Στο θέατρο «Στοά» το έργο ευτυχεί, κυριολεκτικά. Με τη μεταφραστική προσαρμογή, τη μουσική επιμέλεια και το έξοχο σκηνικό (ένα συμβολικό και ταυτόχρονα ρεαλιστικό, πολυεπίπεδο πατάρι, απλωμένο σε όλο το προσκήνιο, σε μαυρόγκριζες αποχρώσεις για να τονιστεί ο ψυχολογικός ζόφος και η αποξένωση του ζεύγους) και τα κοστούμια της Λέας Κούση. Πρωτίστως με τη μαεστρικής απλότητας, γυμνής, αφτιασίδωτης, χωρίς ίχνος μελοδραματισμού, αλήθειας, σκηνοθεσία του Θανάση Παπαγεωργίου. Σκηνοθεσία, χαμηλόφωνα «μουσικής» ψυχογραφικής δύναμης, που ευτυχεί και με τις ερμηνείες των πρωταγωνιστικών ρόλων. Ο Θανάσης Παπαγεωργίου, διαθέτοντας τεράστια σκηνοθετική και ερμηνευτική πείρα στο νατουραλιστικό ήθος, αλλά και πνευματικότητα, γίνεται όλο και πιο ουσιώδης υποκριτικά. Με εκπληκτική απλότητα μέσων ανατομεί το χαρακτηρολογικό και ψυχολογικό «μεδούλι» του πατέρα, καταθέτοντας μια σπουδαία ερμηνεία. Φύσει μέγα υποκριτικό ταλέντο η Λήδα Πρωτοψάλτη, έπλασε μια «λογικά» δι-εκδικητική, στρατηγικά ήρεμη, γλυκόφωνα δηλητηριώδη γυναίκα-αράχνη. Πολύ καλές ερμηνείες, όμως, καταθέτουν και οι άλλοι ηθοποιοί: Νάντια Περιστεροπούλου, Αννα Κοζαδίνου, Γιώργος Ζιόβας, Πολύκαρπος Πολυκάρπου, Στέφανος Καλαϊτζής.


ΘΥΜΕΛΗ

ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
«Καλιγούλας» από το Εθνικό Θέατρο

«Καλιγούλας» από το Εθνικό Θέατρο
«Καλιγούλας» από το Εθνικό Θέατρο
1945. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τελειώνει και μέσα στο εφιαλτικό τοπίο που δημιούργησε ο γερμανικός ιμπεριαλισμός, εφιαλτικά χάνεται και ο ηγέτης του. Ο Αλμπέρ Καμύ γράφει τον «Καλιγούλα». Ο μεγάλος αντιφασίστας συγγραφέας και δημοσιογράφος της παράνομης εφημερίδας της γαλλικής Εθνικής Αντίστασης, «Μάχη», χρησιμοποιώντας ένα ιστορικό ανάλογο, «ψυχογραφεί» το παράλογο, την αμετροέπεια, την καταστροφική και εντέλει αυτοκαταστροφική σχιζοφρένεια του ιμπεριαλισμού. Ετσι στράφηκε στο, «μοιραίο» για την αποδυνάμωση του ρωμαϊκού ιμπέριουμ, πρόσωπο του Γάιου Καίσαρα Γερμανικού (12 - 41 μ.Χ.), γνωστού με το παρωνύμιο Καλιγούλας (καλιγκούλα λέγονταν τα μποτάκια των λεγεωνάριων που, από νήπιο, του φορούσαν, όπως και στρατιωτική στολή). Γιος της «σατανικής» Αγριππίνας και του Γερμανικού, ο Καλιγούλας, νέος ακόμα, προστατευόμενος του αυτοκράτορα Τιβέριου, φανέρωσε τα χαρακτηριστικά που πλάθουν τους τυράννους. Χαρακτηριζόταν ως «ο καλύτερος δούλος και ο χειρότερος άρχοντας». Οταν ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας ανέτρεψε την πολιτική του Τιβέριου. Εδωσε αμνηστία για πολιτικά αδικήματα επί Τιβερίου, επέτρεψε απαγορευμένα συγγράμματα, απαγόρευσε την ανέγερση αγαλμάτων για εκείνον. Ομως, στα τέλη του 37, μετά από μια κρίση της επιληψίας του (έπασχε από μικρός), ιδιαίτερα μετά το θάνατο της αδελφής του Δρουσίλας (και ερωμένης του, την οποία αποθεώνει με αγάλματα ως «Πενθέα»), εξαπέλυσε απάνθρωπες διώξεις και δολοφονίες, με πλαστές κατηγορίες, όποιου υποπτευόταν, ακόμα και των στενών συμβούλων του. Δήμευε και καρπωνόταν τις περιουσίες των θυμάτων του. Επέβαλε νέους επαχθείς φόρους, διά της βίας έγινε συγκληρονόμος πλήθους διαθηκών, σπαταλούσε με τις κραιπάλες του τα δημόσια έσοδα, εξαπέλυσε πολέμους. Το 39, νικητής στη Γερμανία, εκτέλεσε συγκλητικούς που συνωμοτούσαν εναντίον του και εξόρισε τις αδελφές του. Επιστρέφοντας από έναν πόλεμο που δεν έκανε τελικά, κατά της Βρετανίας, ζώντας σε ένα στρόβιλο κραιπάλης και έσχατου παραλογισμού, μετά από ένα οργιαστικό γλέντι, δολοφονείται από, επίσης άθλιους, συνωμότες συγκλητικούς. Την επομένη του θανάτου του διαπιστώθηκε η οικονομική καταρράκωση της Ρώμης και ο κίνδυνος λιμοκτονίας, αφού τα δημητριακά (η βασική τροφή) επαρκούσαν μόνο για οκτώ μέρες. Καθώς σκοπός του Καμύ ήταν να επισημάνει τους κινδύνους που δημιουργεί η συγκέντρωση της εξουσίας σ' ένα εγωτικό, ψυχοδιανοητικά διεστραμμένο, αχαλίνωτα εκφυλισμένο, πολιτικά αδίστακτο, απάνθρωπο πλάσμα, έγραψε ένα αριστουργηματικού λόγου, βαθύτατου φιλοσοφικο-κοινωνικού στοχασμού, αλλά και δραματουργικής δύναμης «ψυχογράφημα» της ανθρώπινης, κοινωνικής και πολιτικής παράνοιας που γεννά Καλιγούλες και ιμπεριαλιστικά καθεστώτα. Το έργο, σε εξαιρετικής νοηματικής και γλωσσικής διαύγειας μετάφραση της Παναγιώτας Πανταζή, χωρίς περικοπές, παρουσιάζει η Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου (στο θέατρο «Χώρα»), σε μια ενδιαφέρουσα, μετρημένα εκσυγχρονιστική, καλαίσθητης όψης (σκηνικό-κοστούμια του Γιάννη Σκουρέλη), σεβόμενη το έργο, ατμοσφαιρική σκηνοθεσία του ελπιδοφόρου νέου Γιώργου Σαχίνη. Σκηνοθεσία που αναδεικνύει την παράνοια, τη διαστροφή, τη σαδιστική βία, τη ραδιουργία του Καλιγούλα και του περιβάλλοντός του. Αξιοσημείωτες είναι οι μεταμορφώσεις, σε διάφορους ρόλους, των Γιάννη Κλινή, Παναγιώτη Κλινή, Ελένης Κούστα. Η πιο ενδιαφέρουσα ερμηνεία (μορφολογικά και υποκριτικά) είναι του Γιώργου Φριντζήλα, που έπλασε ένα «δαιμονικό» Ελικώνιο. Ο Γιώργης Τσαμπουράκης, ο οποίος διαθέτει σκηνική ομορφιά και καλά εκφραστικά μέσα, φιλότιμα προσπάθησε να ανταποκριθεί στις μεγάλες απαιτήσεις του ρόλου του Καλιγούλα, ρόλου από τον οποίο απέχει φυσιογνωμικά, ιδιοσυγκρασιακά και υποκριτικά. Η επιλογή του, ελπιδοφόρου πάντως, ηθοποιού είναι ευθύνη του σκηνοθέτη.


ΘΥΜΕΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ