Ο χώρος των έργων είναι η Ρωσία του τέλους του 19ου αιώνα και η παρακμασμένη τάξη των μικροαστών που αργοπεθαίνει μέσα στο γκρίζο χάος που δημιουργούν η βλακεία, η τεμπελιά, η πλεονεξία και η παρακμή. Στα έργα αυτά που ο ίδιος ο μεγάλος δραματουργός είχε χαρακτηρίσει «μονόπρακτα αστεία», αντλούσε τα θέματά του από παλιότερα διηγήματά του, ανατρέχοντας στη φόρμα του γαλλικού «βωντεβίλ».
Αν μια τέτοια εκτίμηση παρακίνησε τον πρωτοεμφανιζόμενο στη δραματουργία Παναγιώτη Πασχίδη να γράψει το «Μιζερέρε», ένα έργο που πατά στα χνάρια του πολιτικού γερμανικού θεάτρου - καμπαρέ- παράδοση που άνθισε τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα και χτυπήθηκε θανάσιμα από το ναζισμό- είναι προς έπαινό του. Το ίδιο το έργο, όμως, με τις θολές πολιτικά, παραπαίουσες αισθητικές προθέσεις του και με το ερωτικό επίκεντρο του «μύθου» του, δημιουργεί την υποψία ότι ο Π. Πασχίδης εζήλωσε τη φήμη του κινηματογραφικού μιούζικαλ «Καμπαρέ». Συγγραφικά το «Μιζερέρε» φαντάζει σαν -παραλλαγμένη κάπως- αντιγραφή του «Καμπαρέ». Αντιγραφή, που υποκρύπτεται χάρη στην ευεργεσία της μουσικής του Θάνου Μικρούτσικου. Ενός συνθέτη που έχει μελετήσει σε βάθος το ιδεολογικό περιεχόμενο, την αισθητική και το μουσικό ιδίωμα του γερμανικού θεάτρου - καμπαρέ και την τεράστια επιρροή που άσκησε το θεατρικό αυτό είδος στο θέατρο του Μπρεχτ. Η συνθετική δουλιά του Θ. Μικρούτσικου, το ήθος και ύφος της, προσέδωσε στο κείμενο τον αρμόζοντα στο θέατρο - καμπαρέ πολιτικό χαρακτήρα.
Με το «Δείπνο με φίλους» -μια σύγχρονη, μάλλον «οικουμενική» θεματολογικά, δηλητηριώδη κωμική ηθογραφία- το θέατρο «Λαμπέτη» μάς γνωρίζει με τον νέο Αμερικανό συγγραφέα Ντόναλντ Μαργκούλις. Το βραβευμένο (με «Πούλιτζερ», 2000) «Δείπνο» του Ντ. Μαργκούλις, στο πρώτο μέρος του φαντάζει σαν απλοϊκό, κενολόγο, «τηλεοπτικό» εργάκι. Ενα ανδρόγυνο έχει καλέσει για φαγητό ένα φιλικό ζευγάρι. Στο δείπνο έρχεται μόνον η σύζυγος. Το ανδρόγυνο με τη φίλη συζητούν περί ανέμων και υδάτων, κυρίως για σπεσιαλιτέ της ιταλικής μαγειρικής, έως ότου η φίλη αποκαλύψει ότι χωρίζει με τον άνδρα της, γεγονός που με δυσκολία προσπαθεί να κρύψει εκείνος, όταν καθυστερημένος φτάνει για το δείπνο. Ενα ανδρόγυνο χωρίζει. Χαρά στο πρωτότυπο θέμα για να το κάνεις και θέατρο, θα πει κανείς. Τα διαζύγια, από σοβαρές έως και γελοίες αιτίες, βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη, κατά χιλιάδες και ανά τον κόσμο. Και, όμως, αυτό το φαινομενικά απλοϊκό και συνηθισμένο θέμα, χάρη στην πανέξυπνη γραφή, τους καλοσχεδιασμένους χαρακτήρες, τη φυσικότητα των διαλόγων, το πικρότατο χιούμορ του συγγραφέα μετατρέπεται στη δεύτερη πράξη σε αμείλικτο «καθρέφτη» της αμερικανικής κοινωνίας, του αμερικανικού τρόπου ζωής, ο οποίος διάσπαρτος διεθνώς, μεταξύ άλλων κακών που επιφέρει, διαλύει και ηθικές αξίες, συνειδήσεις, αισθήματα, συναισθήματα, γάμους, οικογένειες, φιλίες. Αχρηστεύει τις γέφυρες επικοινωνίας των ανθρώπων, αμβλύνει τη λογική και τον αυτοέλεγχό τους, συνθλίβει τους αναγκαίους για τη συζυγική συμβίωση, αλλά και για τη διατήρηση της φιλίας, «κανόνες» αλληλοσεβασμού. Ξυπνά στους ανθρώπους το ζωώδες ορμέμφυτο και ουσιαστικά τους οδηγεί στην ψυχική ερήμωση και τη μοναξιά.
Το καλογραμμένο έργο απέκτησε μεγαλύτερο κοινωνικό βάθος, μεγαλύτερη δραματουργική ουσία, ανθρωπιστικό περιεχόμενο και ένα πανανθρώπινο ηθικό δίδαγμα με τη σκηνοθεσία του Γρηγόρη Βαλτινού. Ο Γρηγόρης Βαλτινός είναι φύση υπεραισθαντική, στοχαστική, ευγενική. Είναι όμως και πολύ ταλαντούχος ηθοποιός, άξιος για την κωμωδία αλλά και το δράμα, με έμφυτο, πλούσιο χιούμορ, με πνευματικότητα, αμεσότητα, εκφραστικότητα, αλλά και μέτρο. Ο Βαλτινός, με τη συμβολή των Γιώργου Ασημακόπουλου (σκηνικά - κοστούμια), Λευτέρη Παυλόπουλου (φωτισμοί), Ιάκωβου Δρόσου (μουσική επιμέλεια), έστησε μια παράσταση λιτή, καθαρή, με τους ρυθμούς, τη φυσικότητα της καθημερινής ζωής. Η σκηνοθεσία του ήταν ανθρωποκεντρική. Εσκαψε κάτω από ηθογραφική επιφάνεια, στο υπαρξιακό υπέδαφος των ρόλων και κατάφερε να αποσπάσει καλά αποτελέσματα από τις ερμηνείες της ικανής, εξελισσόμενης υποκριτικά Κοραλίας Καράντη, να περιορίσει την τηλεοπτική επιρρέπεια του Κλέωνα Γρηγοριάδη, να φανούν οι υποκριτικές δυνατότητες της θεατρικά άπειρης Αλεξάνδρας Παλαιολόγου. Την παράσταση, όμως, αξίζει να τη δει κανείς και μόνο για την εξαιρετική, γεμάτη απλότητα, φυσικότητα, ευαισθησία, αλήθεια ερμηνεία του Γ. Βαλτινού. Μια ερμηνεία θαυμάσια, τρυφερή, ανθρώπινη, με μαθηματικής ακρίβειας ισορροπία ανάμεσα στο χιουμοριστικό και δραματικό στοιχείο.