Τετάρτη 26 Οχτώβρη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Ανοίγει αυλαία η Πειραματική Σκηνή

Σκηνή από το έργο «Versus»
Σκηνή από το έργο «Versus»
Στη Μικρή Σκηνή της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου, που μετακομίζει, φέτος, στο «Από μηχανής θέατρο», ανεβαίνει τη Δευτέρα (μέχρι 1/1/2006), η πρώτη παραγωγή «Τρία νεοελληνικά έργα σε πρώτη παρουσίαση - Συνεχόμενοι λυγμοί, Versus, Τραστ». Πρόκειται για τα έργα των Ηλία Πολλάτου, Χρήστου Στέπκου, Νίκου Λαμπρόπουλου, σε σκηνοθεσία Τάκη Τζαμαργιά, Δημήτρη Τιμπιλή και Ελένης Τριανταφυλλοπούλου, αντίστοιχα. Τα έργα θα παρουσιαστούν σε ενιαία παράσταση. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των κειμένων αυτών είναι ότι αποτελούν προϊόν μιας πειραματικής εργασίας, καθώς οι συγγραφείς θα τα ολοκληρώσουν στη διάρκεια των προβών, σε συνεργασία με τους υπόλοιπους συντελεστές. Παίζουν: Στάθης Μαντζώρος, Λουίζα Κωστούλα, Τάνια Παλαιολόγου, Δημήτρης Μυλωνάς, Στράτος Σωπύλης, Γιώργος Στάμος, Στέλιος Ιακωβίδης, Πηνελόπη Μαρκοπούλου, Ελένη Ρουσσινού.

Στη συνέχεια στη Μεγάλη Σκηνή του «Από μηχανής θεάτρου» η Πειραματική του Εθνικού θα παρουσιάσει (από 11/11 έως 8/1/2006), το «Ονειρο», «το πιο αγαπημένο από τα παιδιά του», όπως το χαρακτήρισε ο ίδιος ο Στρίντμπεργκ, και άγνωστο στο ευρύ κοινό, σε μετάφραση Γιώργου Δεπάστα και σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού.

Στη Μεγάλη Σκηνή θα ακολουθήσουν τα έργα: Μπρους Μάγιερς «ΝΤΙΜΠΟΥΚ», από το ομώνυμο έργο του Σαλόμ Ανσκι. Από 13/1 έως 12/3, σε μετάφραση Λουίζας Μητσάκου, σκηνοθεσία-σκηνικό χώρο Σωτήρη Χατζάκη.

Ιγνάθιο δελ Μοράλ «Το βλέμμα του μελαμψού άνδρα», από 17/3 έως 21/5, σε μετάφραση Μαρίας Χατζηεμμανουήλ, σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού.

Στη Μικρή Σκηνή μετά «Τα τρία νεοελληνικά έργα» προγραμματίζονται: Αριελ Ντόρφμαν «Ο θάνατος και η κόρη» από 6/1 έως 5/3, σε μετάφραση Μαρλένας Γεωργιάδη, σκηνοθεσία Γιώργου Σαχίνη.

Μολιέρου «Ταρτούφος», από 10/3 έως 21/5, σε μετάφραση Κωνσταντίνου Κοκκινάκη, σκηνοθεσία Λίλλυς Μελεμέ.

ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
«Λούλου» στο ΜΜΑ

«Ταξίδι στο Μπάουντιφουλ»
«Ταξίδι στο Μπάουντιφουλ»
«Εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω». Μ' αυτό τον ελληνικό στίχο θα μπορούσε να συνοψιστεί το θέμα, η πλοκή, τα πρόσωπα και οι χώροι όπου αυτά κινούνται και το μήνυμα του δίπτυχου, «επαναστατικού» για την εποχή του έργου που έγραψε στα τέλη του 19ου αιώνα, ο ρηξικέλευθος πρωτοπόρος Γερμανός δραματουργός Φρανκ Βέντεκιντ «Το πνεύμα της γης» και «Το κουτί της Πανδώρας», γνωστότερο ως «Λούλου» από τη σπουδαία ομώνυμη ταινία του Γκέοργκ Βίλχελμ Παμστ (1929). Παιδί δημοκρατών, διωκόμενων από το καθεστώς του Βίσμαρκ μετά την επανάσταση του 1848, ο Βέντεκιντ με αφορμή τους αλλεπάλληλους φόνους του μαστροπού - μαφιόζου - συνεργάτη της Αστυνομίας Τζακ του Αντεροβγάλτη στο Σόχο του Λονδίνου γράφει αυτό το δίπτυχο έργο του, «ξεγυμνώνοντας» τόσο την υποκρισία, την ακολασία, τη σαπίλα, την πολύμορφη εκμετάλλευση, τα κοινωνικά εγκλήματα της πόρνης και «μαστροπού» μεγαλοαστικής κοινωνίας και των «ακολούθων» της (ξεπεσμένων αριστοκρατών, αξιωματούχων, μαφιόζων, δημοσιογράφων, καλλιτεχνών, αθλητών, μεσοαστών, μικροαστών, υπηρετών, κλπ.), που λυσσωδώς απαγορεύτηκε από τη λογοκρισία, ως «πορνογράφημα». Η αξία του έργου, όμως, αναγνωρίζεται από προοδευτικούς διανοουμένους και καλλιτέχνες. Το 1905, στη Βιέννη, παρουσιάζεται το «Κουτί της Πανδώρας», με τον Βέντεκιντ στο ρόλο του Τζακ του Αντεροβγάλτη, σε μια κλειστή παράσταση για ελάχιστους θεατές. Ανάμεσά τους και ο συνθέτης Αλμπαν Μπεργκ, «μαθητής» του μαρξιστή, κορυφαίου συνθέτη Αρνολντ Σέμπεργκ, στην περίφημη, προοδευτική Ακαδημία Τεχνών της Βιέννης. Ο Μπεργκ, έχοντας δεχτεί την επιρροή του εξπρεσιονιστικού κινήματος και τη σκηνικά εφαρμοσμένη με την «Οπερα της πεντάρας» θεωρία του Μπρεχτ, σε συνεργασία με τον Κουρτ Βάιλ, για μια λαϊκή, με χρήση και της πρόζας, «αντιόπερα» - θεματολογικά και μορφολογικά αντίπαλη στην - προσαρμοσμένη στην αισθητική της αστικής τάξης - κλασική όπερα, μεταγράφει το, επίσης, επαναστατικό για την εποχή του έργο του Γκέοργκ Μπίχνερ «Βόιτσεκ» σε όπερα (1922) και το παρουσιάζει (1925). Οπερα που, το 1927, κατηγορήθηκε για «μπολσεβικισμό». Το 1928 ο Μπεργκ αρχίζει να μεταγράφει το δίπτυχο έργο του Βέντεκιντ σε όπερα, αλλά και με αρκετές στιγμές πρόζας. Η άνοδος του ναζισμού και οι διώξεις των προοδευτικών δημιουργών οδηγεί στην απαγόρευση των έργων του Μπεργκ και τον ίδιο στην αυτοεξορία. Ο Μπεργκ πεθαίνει το 1935, αφήνοντας ημιτελή την ενορχήστρωση της τρίτης πράξης της όπεράς του «Λούλου», η οποία πρωτοπαίζεται το 1937 στη Ζυρίχη και το 1979 στο Παρίσι με συμπληρωμένη την ενορχήστρωση από τον Φρίντριχ Τσέρχα.

Στο λιμπρέτο του ο Μπεργκ συνέπτυξε πολύ το μύθο, τους διαλόγους και τα πρόσωπα του δίπτυχου έργου του Βέντεκιντ, προσδίδοντας στα πρόσωπα εξαιρετική συμβολοποιητική, αποκαλυπτική και καταγγελτική δύναμη, με πρωταγωνιστικά πρόσωπα την Λούλου και το δρ. Σάιν. Την πάμφτωχη, ορφανή από μάνα, βιασμένη και εκπορνευμένη, από τα τρυφερά παιδικά της χρόνια, από έναν διεφθαρμένο τσαρλατάνο, πιθανό «πατέρα» της Λούλου, έφηβη ακόμα, αναλαμβάνει να εκπορνεύει και έπειτα να την πουλά σε «συζύγους» ο μεσήλικας χρηματιστής - μεγαλοεκδότης - «καθώς πρέπει» μαστροπός, δρ. Σάιν. Η φτωχή Λούλου εξελίσσεται σε πόρνη πολυτελείας. Με την ομορφιά της σαγηνεύει καλλιτέχνες, μπλέκεται με φόνους, αυτοκτονίες, βρώμικα τραπεζικά - χρηματιστηριακά παιχνίδια, με σόου μπίζνες και καζινο-πορνεία. Εκβιαστικά παντρεύεται και έπειτα δολοφονεί τον γέρο Σάιν. Κυνηγημένη λόγω φόνου, πέφτει στα χέρια ενός μαρκησίου - μαστροπού, και εξαθλιωμένη πόρνη πάλι, δολοφονείται από το «φάντασμα» του Σάιν - τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη.

Η τολμηρή και ουσιωδώς μοντέρνα - θεματολογικά, μυθοπλαστικά, συνθετικά - όπερα του Μπεργκ (στην ημιτελή της μορφή) παρουσίασε για πρώτη φορά το ΜΜΑ, σε εξαιρετική, πραγματικά μοντέρνας αντίληψης, με αποχρώσεις μπρεχτικής αποστασιοποίησης, παράσταση του (πολύπειρου και στο θέατρο πρόζας και στο λυρικό θέατρο) Γερμανού σκηνοθέτη Αϊκε Γκραμς. Μια παράσταση παρασάγγας απέχουσα από τους αισθητικούς και ερμηνευτικούς κανόνες της «κλασικής» όπερας. Μια παράσταση βαθύτατα μπολιασμένη από το θέατρο πρόζας. Συντελεστές του συνολικά σημαντικού σκηνικού και ερμηνευτικού αποτελέσματος ήταν το άκρως καλαίσθητο και συμβολιστικό παρά την αφαιρετικότητά του σκηνικό και τα σύγχρονα κοστούμια (Γκότφριντ Πιλζ), οι εικαστικής ομορφιάς φωτισμοί (Μάμφρεντ Βος), η εκφραστική κινησιολογία (Πέτρος Γαλλίας), η μουσική διδασκαλία και διεύθυνση Ντιρκ Βέντμαν - Ιάκωβος Κονιτόπουλος), η διεύθυνση της Ορχήστρας Ραδιοφωνίας της Πράγας από τον Νίκο Τσούχλο και οι θεατρικότατες ερμηνείες όλων των λυρικών τραγουδιστών, με κυρίαρχη την ερμηνεία της Μαρλίς Πέτερσεν (Λούλου), μια υψηλή σοπράνο με πολύ σύγχρονη υποκριτική αντίληψη και εκπληκτική κινησιολογική, αναπνευστική και φωνητική ευχέρεια.

«Ταξίδι στο Μπάουντιφουλ» από τη «Διαδρομή»

Στο θέατρο «Κατερίνα Βασιλάκου» ο θίασος «Διαδρομή» ανέβασε το άπαιχτο από το ελληνικό θέατρο (παρά την κινηματογραφική του επιτυχία) έργο του πολυγραφότατου Αμερικανού δραματουργού Ορτον Φουτ «Ταξίδι στο Μπάουντιφουλ». Με επιρροές από τη δραματουργία του Τσέχωφ, του Τ. Ουίλιαμς, του Α. Μίλερ, ο Ορτον Φουτ με το έργο αυτό μιλά για βαθύτατα ανθρώπινα θέματα. Για την ερήμωση και αλλοίωση της αμερικανικής υπαίθρου με το αναγκαστικό ξερίζωμα της φτωχής αγροτιάς από τη γη της, τη φύση, τις παραδόσεις, τη νηφάλια ζωή της. Για τον ανασφαλή βιοπορισμό, την αγχώδη ζωή των φτωχών ανθρώπων στις μεγαλουπόλεις, τον ανταγωνιστικό «νέο τρόπο ζωής» σ' αυτές που γεννά τη μοναξιά, τη σκληρότητα και την αποξένωση ακόμα και μέσα στην οικογένεια, ακόμα και μεταξύ μάνας και παιδιού και βέβαια τον πόθο για επιστροφή στις ρίζες. Ο συγγραφέας, μέσα από τα τρία καλοσχεδιασμένα, βασικά πρόσωπα του έργου - μια χήρα ηλικιωμένη μάνα, πρώην αγρότισσα, που ζει με τον άνεργο γιος της και τη νύφη της, σε ένα δυάρι σε φτωχογειτονιά μιας μεγαλούπολης - συνθέτει μια ρεαλιστική, βαθύτατα ουμανιστική ψυχογραφία και ταυτόχρονα μια ηθογράφηση της αμερικανικής κοινωνίας, την εποχή του πολέμου στην Κορέα, ενάντια στον οποίο αφήνει μια αιχμή, μέσω ενός δευτεραγωνιστικού γυναικείου προσώπου. Ο μύθος επικεντρώνεται στον ψυχολογικά βασανισμένο από την ανεργία γιο, την άτεκνη, νευρωτική, σκληρή απέναντι στην πεθερά της, μεγαλωμένη στη μεγαλούπολη, νύφη, και στη μάνα, με τη σύνταξη της οποίας επιβιώνει το ζευγάρι. Μια μάνα, τρυφερή, βασανισμένη από τη ζωή, που λαχταρώντας να γυρίσει στις «ρίζες» της κρυφά φθάνει στο παντέρημο, πια, από ανθρώπους, εξαφανισμένο από το «χάρτη» χωριό της και στο ερειπωμένο πατρικό σπίτι της. Με κομμένες τις «ρίζες» της ξαναγυρίζει στη μεγαλούπολη. Μόνη «πατρίδα» της πια, ο γιος και η νύφη της. Το έργο, σε ρέουσα μετάφραση του Λευτέρη Γιοβανίδη, λιτά ρεαλιστικό σκηνικό του Γιώργου Πάτσα, αρμόζοντα κοστούμια της Κατερίνας Παπανικολάου, ατμοσφαιρικούς φωτισμούς Λευτέρη Παυλόπουλου, σκηνοθέτησε με μεγάλη ευαισθησία και ρεαλιστική απλότητα και καθαρότητα ο Κώστας Τσιάνος. Η σκηνοθεσία καθοδήγησε τις, συνολικά, αψεγάδιαστες ερμηνείες των Στέλιου Μάινα, Ευαγγελίας Μουμούρη, Γεωργίας Γεωργόνη, Γιάννη Θωμά, Μάκη Αρβανιτάκη, αλλά και «ευεργετήθηκε» από την πολύ συγκινητική, γεμάτη τρυφερότητα και χάρη, ερμηνεία της Αντιγόνης Βαλάκου.


ΘΥΜΕΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ