Τετάρτη 31 Αυγούστου 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Επιδαυρίων παραστάσεις
«Εκκλησιάζουσες» με το «Θέατρο Τέχνης»

«Εκκλησιάζουσες», με το «Θέατρο Τέχνης»
«Εκκλησιάζουσες», με το «Θέατρο Τέχνης»
Το «Θέατρο Τέχνης», το θαυμαστό δημιούργημα του αείμνηστου Καρόλου Κουν, το σπουδαιότερο, ριζοσπαστικά πρωτοπόρο και μακροβιότερο μη κρατικό θέατρο, περνά μια δύσκολη, αγωνιώδη για την τύχη του, την παραπέρα ύπαρξή του, περίοδο. Μια κρίση, πρωτίστως οικονομική, αλλά και οργανωτική και, βέβαια, καλλιτεχνική. Κρίση, που αντανακλάται, λίγο-πολύ, και στις παραστάσεις των δύο - τριών τελευταίων χρόνων, παρά τις υπόμονες και επίμονες προσπάθειες ορισμένων παλιών και νεότερων μαθητών του Κουν για συνέχιση της ύπαρξής του. Προσπάθειες που φιλότιμα «ψάχνονται» πώς, σεβόμενες την καλλιτεχνική «κληρονομιά» του δασκάλου τους, θα συνέβαλαν στην ανανεωτική, βέβαια, αναπτέρωσή του. Τέτοια προσπάθεια ήταν και η παράσταση των αριστοφανικών «Εκκλησιαζουσών», σε σκηνοθεσία Διαγόρα Χρονόπουλου. Μια παράσταση, εξ ανάγκης «φτωχή» σκηνογραφικά - ενδυματολογικά (από τον ταλαντούχο και εμπειρότατο στο αρχαίο δράμα Γιώργο Ζιάκα), με μουσική Μιχάλη Γρηγορίου και χορογραφίες Σοφίας Σπυράτου. Ο Δ. Χρονόπουλος έστησε μια παράσταση σεμνή, αλλά μπερδεμένη στο πού να γείρει αισθητικά. Ανάμεσα σε έναν επιθεωρίζοντα εκσυγχρονισμό ή στη λαϊκά εξπρεσιονιστική παράδοση του Κουν; Εκσυγχρονιστικά ηχούσε η γλωσσικά καθημερινή, ειρωνικά χιουμοριστική, τολμηρά βωμολοχούσα πού και πού μετάφραση του Γιάννη Βαρβέρη, ο οποίος αποτόλμησε μια επικαιροποιητική παράφραση των τελευταίων στίχων του Αριστοφάνη, προκειμένου να σαρκάσει τη σύγχρονη διατροφική μας σαβούρα. Παράφραση, που ο στόχος της δεν ήταν παραστασιακά σαφής για τον απλό θεατή. Εκσυγχρονιστικά και η μουσική του μη εξοικειωμένου με το αρχαίο δράμα και την επιθεώρηση Μιχάλη Γρηγορίου. Ολίγον, συγκρατημένα, προς την επιθεώρηση, έτεινε η χορογραφία της Σοφίας Σπυράτου. Η σκηνοθετική αμηχανία, ακούσια βέβαια, εμπόδισε την, ως να ήταν «μαθήτρια» πειθαρχική, πρωτοδοκιμαζόμενη στον Αριστοφάνη Ελένη Ράντου να λευτερώσει ολότελα το πηγαίο, χυμώδες, λαϊκού αισθήματος, εκφραστικότατο κωμικό ταλέντο της, προς μέγιστη ευφροσύνη των θεατών. Οι καλύτερες, «αριστοφανικότερες» ερμηνείες ήταν των - ανεξίτηλα διδαγμένων από τον Κουν και αριστοφανικά έμπειρων - Περικλή Καρακωνσταντόγλου, Γιάννη Δεγαΐτη, Αλέξανδρου Μυλωνά. Αξιοσημείωτες είναι οι ερμηνείες και των Χριστίνας Κουτσουδάκη, Γιάννη Καρατζογιάννη, Αλίκης Αλεξανδράκη.

«Αντιγόνη» με τον ΘΟΚ

«Αντιγόνη», με το ΘΟΚ
«Αντιγόνη», με το ΘΟΚ
Με μια ερμηνευτική «ανάγνωση» της σοφόκλειας «Αντιγόνης» συνδεδεμένη με την τριαντάχρονη και πλέον κυπριακή τραγωδία, στη γλωσσικά «αιρετική», σπουδαία κατά τη γνώμη της υπογράφουσας, βαθύτατα ποιητική, μετάφραση του αξέχαστου Μίνου Βολανάκη, προσήλθε στα φετινά Επιδαύρια ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου. Μια ενδιαφέρουσα, θεμιτά εκσυγχρονιστική «ανάγνωση», σε σκηνοθεσία Σταύρου Τσακίρη, με τολμηρή άποψη, νεοτερικής καλαισθησίας εικαστική όψη, με το λιτά νεοτερικό σκηνικό του Κώστα Βαρώτσου και τα πραγματικά θαυμάσια κοστούμια του Γιάννη Μετζικώφ και άξιους ερμηνευτές. Μια παράσταση ατμοσφαιρική, όχι χωρίς σκηνοθετικές και ερμηνευτικές αδυναμίες, αλλά υψηλού επιπέδου. Ο σκηνοθέτης πρόβαλε το ψυχικό άλγος, το πένθος και την αντίσταση της σοφόκλειας ηρωίδας στον εχθρικό καταπατητή της εξουσίας (αν και συγγενής της) Κρέοντα, παραπέμποντας στην οδύνη, το θρήνο, τον αγώνα των Ελληνοκυπρίων να θάψουν τους νεκρούς τους, με παρεμβολή, στην έναρξη και σε άλλα μέρη της παράστασης, φωνητικών ντοκουμέντων χαροκαμένων Ελληνοκυπρίων γυναικών. Κίνησε μέσα στο - καλαίσθητα δαιδαλώδες (από πλεξιγκλάς) - σκηνικό του Κώστα Βαρώτσου, όπου προβάλλεται και σχετικό με την τουρκική εισβολή video art (Χρίστος Ηλιάδης), μέλη του Χορού ως «ζωντανούς-νεκρούς», θυμίζοντας το πλήθος των αγνοουμένων. Αντί μιας νέας μουσικής σύνθεσης χρησιμοποίησε υπέροχα αποσπάσματα τραγουδιών του Μίκη Θεοδωράκη, θυμίζοντας την εισβολή τον Ιούλη του 1974 (λ.χ. «Τον Ιούλιο κάποτε (...)»). Τόλμησε, γιατί όχι, να συνδέσει το θάνατο της αταλάντευτα αντιστεκόμενης, στα κόκκινα ντυμένης Αντιγόνης, με αντάρτικο τραγούδι για τον Αρη Βελουχιώτη. Αντί ενός συνήθη ερμηνευτικά, «επιβλητικά» τυραννικού Κρέοντα, θέλησε ένα πλάσμα νοσηρό, νευρωτικό, κακιωμένο, συμπλεγματικό, στερημένο και υστερικό συναισθηματικά, μικρόψυχο, μικρόνοο, που γαντζώνεται στην εξουσία τόσο που ούτε με τη συντριβή του - την αυτοκτονία του γιου και της γυναίκας του - μπορεί να συνταραχτεί. Αυτή την εκδοχή του ρόλου υπηρέτησε τέλεια ο Αντώνης Κατσαρής, αποδείχνοντας το ερμηνευτικό εύρος του. Ενδιαφέρον είχε και η ερμηνεία του κειμένου του Τειρεσία από δύο, ταυτοχρόνως, ηθοποιούς. Τον Ντόνο Λύρα (υποδύθηκε εξαιρετικά και επιβλητικά έναν μη τυφλό γέροντα Τειρεσία) και τη Λέα Μαλένη (αλληγορώντας ως τυφλός συνοδός του Τειρεσία την υπερβατική τυφλότητα της μαντείας). Βασική αδυναμία της παράστασης ήταν η αργορυθμία της, η φλυαρία και επανάληψη κάποιων ευρημάτων της και η επιλογή της πολύ ταλαντούχας, σπουδαίας για άλλους ρόλους αλλά και ηλικιακά ακατάλληλης για την Αντιγόνη, Ανίτας Σαντοριναίου. Η ηθοποιός, πάντως, με σεμνότητα, κατέθεσε όλη το ερμηνευτικό πάθος της για το καλύτερο αποτέλεσμα. Σε πολύ σημαντική, μεγάλου ερμηνευτικού εύρους, ηθοποιό εξελίσσεται η Στέλλα Φυρογένη (υπέροχη στην Ισμήνη). Συνολικά καλό ήταν το ερμηνευτικό αποτέλεσμα όλων των ηθοποιών στους πολλούς ρόλους και στο Χορό.

«Προμηθέας δεσμώτης» με το «Θεσσαλικό»

«Προμηθέας δεσμώτης», με το «Θεσσαλικό»
«Προμηθέας δεσμώτης», με το «Θεσσαλικό»
Τον «Προμηθέα δεσμώτη», μέγιστο, οικουμενικό, παντοτινό και -όσο κι αν φαίνεται παράξενο για τον θεοσεβή και θεολογούντα Αισχύλο - υλιστικότατης αντίληψης «ύμνο» για τη δημιουργική δύναμη του ελεύθερου και ανυπότακτου πνεύματος, αλλά και την υλικότητά του και τη - διά των τεχνών του πνεύματος, δηλαδή της επιστήμης και της Τέχνης - διαλεκτική εξέλιξη της ανθρωπότητας, παρουσίασε το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Λάρισας - «Θεσσαλικό Θέατρο». Με αυτή την τραγωδιακή αλληγορία, επιχείρησε ο Κώστας Καζάκος την πρώτη του σκηνοθετική δοκιμασία στο αρχαίο δράμα, σε συνεργασία με τον, επίσης, άξιο, συνάδελφό του Σοφοκλή Πέππα. Με τη ρέουσα θεατρικά, νοηματικά άμεση, πλούσια και ευλύγιστη γλωσσικά, μετάφραση (Οδυσσέας Νικάκης), με αφαιρετικό σκηνικό και αρμόζοντα κοστούμια (Φαίδων Πατρικαλάκης), με μια απλή, αλλά πολύ αισθαντική κινησιολογικά για το Χορό των Ωκεανίδων χορογραφία της Αγγελικής Στελλάτου και μελωδικότατη μουσική του Γιούρι Στούπελ, ο Κώστας Καζάκος καθοδήγησε μια σεμνότατη, ρεαλιστικής αντίληψης, χωρίς πόζες και άσκοπα, εντυπωσιοθηρικά σκηνοθετικά, σκηνογραφικά, χορογραφικά και υποκριτικά ευρήματα παράσταση. Πρώτιστη και έσχατη έγνοια της σκηνοθεσίας του ήταν ο σεβασμός στον αισχυλικό λόγο και η απόλυτα κατανοητή για τον θεατή ανάδειξη των ανθρωπιστικών φιλοσοφικών στοχασμών και μηνυμάτων του. Εγνοια, που πρώτος ο ίδιος στήριξε με τη λιτή, επιβλητική ερμηνεία του, αναδεικνύοντας το «διαλεκτικό υλισμό» του μύθου και το μεγαλείο του αισχυλικού πνεύματος. Πειθαρχημένες στη σκηνοθεσία, με καλά αποτελέσματα ήταν οι ερμηνείες των Βασίλη Κολοβού, Δημήτρη Ναζίρη, Χρήστου Κάλλοου, Κωνσταντίνου Καζάκου, Κατερίνας Φωτιάδη (χορευτική ερμηνεία του ρόλου της Βίας), της Αδραιναής Τουντοπούλου, κορυφαίας του Χορού και των μελών του. Η Φιλαρέτη Κομνηνού, ηθοποιός με φύση δυνατά και ασκημένα εκφραστικά μέσα, με υποκριτική φλόγα, μακριά αυτή τη φορά και από την παραμικρή ευκολία της, έπλασε μια συνταρακτικά, σπαρακτικά ανθρώπινη, ακούσια οιστρηλατημένη, ψυχοσωματικά πάσχουσα Ιώ. Μια εξαιρετικά δυνατή ερμηνεία.


ΘΥΜΕΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ