Τετάρτη 31 Αυγούστου 2011
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Αρχαίο δράμα και πειραματισμοί

«Θρόνος των Ατρειδών»

BIL

«Θρόνος των Ατρειδών»
«Ηρακλής μαινόμενος» με το Εθνικό Θέατρο

Η ανθρώπινη διάνοια βρήκε ένα εκπληκτικό τρόπο - τη μυθοπλασία - για να «αφηγείται» και να συμβολοποιεί όλα τα ανθρώπινα. Τα κατανοητά και εξηγήσιμα, τα ακατανόητα και ανεξήγητα, τα φυσικά και αφύσικα και στον άνθρωπο και στη φύση. Για τις επιδιώξεις, το φόβο ή την τόλμη και τον αγώνα, τις νίκες και τις ήττες του ανθρώπου με το άγνωστο, τη φύση, με άλλους ανθρώπους, με τον ίδιο τον εαυτό του, τη γέννηση και το θάνατό του. Και αναλόγως των έργων του για την «αθανασία» του. Λ.χ., έπλασε πολλούς μύθους - με διάφορες εκδοχές - για τον Ηρακλή, για να συμβολοποιήσει τις τεράστιες δυνάμεις για το καλό και το κακό, τη δημιουργία ή την καταστροφή που έχει ο άνθρωπος, όπως κι αν λέγεται. «Τριέσπερος», «Ηρυλλος», «Αλκαίος», «Αλκαΐδης», «Αλκείδης» - όπως ονομάζεται σε διαφόρους μύθους ο νόθος «γιος» του Δία και της θνητής Αλκμήνης (συζύγου του Αμφιτρύωνα). Το επίθετο Ηρακλής (σημαίνει: ο φέρων τη δόξα της Ηρας) έλαβε μετά τους δέκα «άθλους» του, που - με απαίτηση της θεάς Ηρας - του επέβαλε ο Ευρυσθέας. Δέκα άθλοι (μόχθοι δηλαδή) για το καλό. Ο μέγιστος ήρωας παντρεύτηκε την Μεγάρα (κόρη του βασιλιά της Θήβας, Κρέοντα) και γέννησε τρία αγόρια. Η ευτυχία, όμως, δεν του μελλόταν. «Υποτελής», εφ' όρου ζωής, του Ευρυσθέα, «χρεώθηκε» δύο ακόμα άθλους. Να κλέψει τα μήλα των Εσπερίδων και μετά να κατέβει στον Αδη για να του φέρει τον Κέρβερο, το σκύλο - φύλακα των νεκρών. Μετά το δωδέκατο «άθλο» ο Ηρακλής επιστρέφει στο σπίτι του, στη Θήβα. Ο ρεαλιστής Ευριπίδης, υπονοώντας ότι στην πραγματικότητα ποτέ κανένας δε γύρισε από τον Αδη, πιάνει το μίτο του μύθου από αυτό το σημείο, εξανθρωπίζοντας τον «ημίθεο» και διεκτραγωδώντας τα επί γης πάθη και τα φρικτά έργα του ανθρώπου. Ο τύραννος Λύκος για να βασιλέψει στη Θήβα σχεδιάζει να σκοτώσει τα παιδιά του Ηρακλή, ο οποίος επιστρέφει από τον Αδη, μαθαίνει το στόχο του Λύκου και τον σκοτώνει. Ομως, αντί ο καταπονημένος Ηρακλής να επαναπαυθεί στις δάφνες του, «τρελαμένος» (κατά το μύθο) από την Ηρα, σκοτώνει ο ίδιος τα παιδιά του. Συνειδητοποιώντας το έγκλημά του φρίττει, όπως και ο Χορός για την τραγωδία που βρήκε τον ηρωικό Ηρακλή, στον οποίο οδό διαφυγής προσφέρει ο Θησέας. Εδώ τελειώνει ο ευριπιδικός «Ηρακλής μαινόμενος», ενώ οι μύθοι περί του εξόριστου πια Ηρακλή συνεχίζονται έως τον τραγικό θάνατό του και το πέρασμα του ονόματός του στην «αθανασία». Πώς μπορεί να «διαβαστεί» και να αναπαρασταθεί ένας τέτοιος μύθος, τον οποίο ο Ευριπίδης χρησιμοποίησε μεν αλλά για να μιλήσει για τις τραγωδίες που βιώνουν και προκαλούν οι άνθρωποι; Ευφάνταστος και «μανιωδώς» πειραματιζόμενος σκηνοθέτης ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, χρησιμοποιώντας την εξαιρετική μετάφραση του ποιητή Γιώργου Μπλάνα (ο σκηνοθέτης συνεργάστηκε για την τελική διαμόρφωση του κειμένου), έστησε το έργο ως αφήγηση ενός παράδοξου μύθου, μακράν της έννοιας «τραγωδία», και το δι' ελέους και φόβου «ήθος» της. Φέρνοντας στην επιφάνεια τη βαθιά κρυμμένη ειρωνεία του Ευριπίδη, αντιμετώπισε το μύθο, όπως ένα τρομερό παραμύθι που αφηγούμαστε στα παιδιά, χαμηλόφωνα, υποβλητικά, άλλοτε αναπαραστατικά, άλλοτε αποστασιοποιητικά, υποδεικνύοντάς τους βέβαια τα δραματικά στοιχεία του παραμυθιού αλλά με σχολιαστικά κωμική ελαφράδα, ώστε να μην τρομάξουν. Η πραγματικά πολύ ενδιαφέρουσα και τολμηρή «ανάγνωση» του Μαρμαρινού θα ήταν και ουσιωδώς καινοτόμα, αν ήταν πιο αφαιρετική, με λιγότερα και εν μέρει εντυπωσιοθηρικά αναπαραστατικά ευρήματα και χωρίς κάποιες - ολότελα ξένες με την ευριπίδεια επεξεργασία του μύθου - εκσυγχρονιστικές υπερβολές (λ.χ., το πάλκο με τα σύγχρονα λαϊκά τραγούδια και τα ζεϊμπέκικα του - εύστοχα - ποικίλου ηλικιακά ανδρικού Χορού, μεταξύ του οποίου και μια κοπέλα για να σηματοδοτηθούν και οι γυναίκες του λαού - αλλά κι αυτό το εύρημα μοιάζει αχρείαστο). Καλή δουλειά όλων των συντελεστών: Ελένη Μανωλοπούλου (σκηνικά), Κέννυ Μακ Λέλλαν (κοστούμια), Δημήτρης Καμαρωτός (μουσική), Κωνσταντίνος Ρήγος (χορογραφία), Τόμας Βαλγκρέιβ (φωτισμοί). Στήριγμα της σκηνοθεσίας οι πειθαρχικές σ' αυτήν ερμηνείες όλων των ηθοποιών - στο Χορό και προπάντων στους ρόλους: Μηνάς Χατζησάββας, Καριοφυλλιά Καραμπέτη, Γιώργος Γάλλος, Νίκος Καραθάνος, Στεφανία Γουλιώτη, Θεοδώρα Τζήμου, Θοδωρής Αθερίδης (υποκριτικά ο πιο αδύναμος), με σημαντικότερους ερμηνευτικά τους τέσσερις πρώτους.

«Μικρά Διονύσια»
«Μικρά Διονύσια»
«Μικρά Διονύσια» από το ΚΘΒΕ

Συμπαθής ήταν η ιδέα του ΚΘΒΕ, στο πλαίσιο των Επιδαυρίων, να γιορτάσει τα 50χρονά του με μια παράσταση που μέσω των αναμνήσεων ενός πολυχρονισμένου στο ΚΘΒΕ, ηλικιωμένου πια «φροντιστή» σκηνής, «μνημονεύει» τον πρωτεργάτη του, Σωκράτη Καραντινό, άλλους συνεργάτες του (σκηνοθέτες, ηθοποιούς, σκηνογράφους, κ.λπ.), αλλά και παραστάσεις του με αρχαίο δράμα, μέσω αποσπασμάτων, παιγμένων από σημερινούς ηθοποιούς. Η ιδέα ήταν και συμπαθής και σεβαστική απέναντι στο 50χρονο θέατρο και στους καλλιτέχνες που το υπηρέτησαν. Ηταν, όμως, και ριψοκίνδυνη ως προς το αποτέλεσμα, όπως αποδείχτηκε. Ο Κ. Χ. Μύρης επέλεξε μικρά αποσπάσματα παραστάσεων τραγωδιών και κωμωδιών που ανέβασε στο παρελθόν το ΚΘΒΕ, σε δική του όμως μετάφραση, και τα συνέδεσε γράφοντας το ρόλο του «φροντιστή», που, ανασκαλεύοντας τη μνήμη του, αφηγείται ανεβάσματα έργων, καλλιτέχνες και σημαντικές ρήσεις για τη θεατρική τέχνη κάποιων τεθνεώτων. Η κειμενική σύνθεση είναι καλή και ο ρόλος του «φροντιστή» αβανταδόρικα και συγκινητικά ανθρώπινος και ιστοριο-θεατρικά εναργής. Τη σκηνοθεσία ανέλαβαν οι Γιάννης Ρήγας και Γρηγόρης Καραντινάκης, δύο καλλιτέχνες που λόγω γενιάς δεν έχουν «γεύση» από καλλιτέχνες και την αισθητική παραστάσεων του παρελθόντος, επόμενα δε θα μπορούσαν και να την «αναβιώσουν». Η ιδέα θα μπορούσε να έχει ενδιαφέρον (ιστορικά και αισθητικά), αν χρησιμοποιούνταν οι μεταφράσεις, οι μουσικές συνθέσεις, τα κοστούμια, οι χορογραφίες και οπτικοακουστικό υλικό, έτσι που να δίνεται «δείγμα» του αισθητικού στίγματος των παλιών παραστάσεων (μεταφραστικά, σκηνοθετικά, συνθετικά, υποκριτικά, κ.λπ.). Κάτι τέτοιο, βέβαια, θα απαιτούσε μακρόχρονη έρευνα και μεγάλο κόπο. Ακόμα και αν αποτύγχανε θα είχε νόημα και χρήσιμη διδαχή. Το παραστασιακό αποτέλεσμα των «Μικρών Διονυσίων», όμως, ήταν προβληματικό. Ούτε την αισθητική των παλιών παραστάσεων αρχαίου δράματος «αναβίωσε», ούτε τη σημερινή θεατρική αισθητική βοήθησε. Οι καλλιτεχνικοί συντελεστές έκαναν το κατά δύναμιν. Και οι ηθοποιοί έκαναν ό,τι καταλάβαιναν, ό,τι φαντάζονταν από το παρελθόν, ανάλογα με τα μέσα και την εμπειρία του καθένα και μερικοί με τη μακρόχρονα «παγωμένη» μανιέρα τους. Αξιοσημείωτες, χωρίς καταφυγή σε ευκολίες και μανιέρες - με τα σημερινά μέτρα κρινόμενες - είναι οι ερμηνείες των Νίκου Ψαρρά (Ορέστης), Μαρίας Καραμήτρη (Ηλέκτρα), Γιάννη Καλατζόπουλου (Φύλακας), Φωτεινής Βαξεβάνη (Γριά), Γιάννη Μαλούχου (Φρύγας).

«Ηρακλής μαινόμενος»
«Ηρακλής μαινόμενος»
«Θρόνος των Ατρειδών»

Στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, ο Αρης Ρέτσος παρουσίασε το τελευταίο παραστασιακό πείραμά του, με τίτλο «Θρόνος των Ατρειδών». Επί χρόνια ο Α. Ρέτσος πειραματίζεται - βάσει των προσωπικών του αισθητικών αντιλήψεων και υποκριτικών ιδιωμάτων - με το αρχαίο δράμα και έχει παρουσιάσει κάποιους μικρής έκτασης πειραματισμούς του, πιστεύοντας - παρά τη δηλωμένη άγνοια όλων των ανά τον κόσμο κλασικών φιλολόγων και «ταγμένων» μελετητών της αρχαιοελληνικής γλώσσας και ποίησης - ότι έχει βαθύνει και «ανακαλύψει» τη ρυθμοποιία, τη μετρική του αρχαίου δράματος, την εκφορά της αρχαιοελληνικής γλώσσας, την όρχηση και αναπαράσταση του αρχαίου δράματος. Φέτος παρουσίασε έναν πιο εκτενή πειραματισμό του, συνδέοντας - με δικές του κειμενικές παρεμβάσεις και «μεταφράσεις» - αποσπάσματα διαφόρων τραγωδιών περί των Ατρειδών, που στο παρελθόν μετέφρασαν δεινοί φιλόλογοι (λ.χ., ο Ιωάννης Γρυπάρης). Γλωσσικό, ποιητικό, μυθοπλαστικό κράμα, η κειμενική σύνθεση του Ρέτσου περιέλαβε τα κυρίαρχα πρόσωπα του μύθου και συνόψισε τα φοβερά πάθη, μίση και τα φονικά «έργα» τους. Κράμα και η σκηνική αναπαράσταση του κειμένου. Αναπαράσταση μεγαλόσχημη στην όψη, με χρήση μασκών, αρχαιοπρεπών κοστουμιών, ακόμα και κοθόρνων, με αργόρυθμα «τελετουργική» στάση, κίνηση και χειρονομίες (θυμίζοντας τις πρώτες ελληνικές προσπάθειες αναβίωσης του αρχαίου δράματος κατά τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα) και με το λόγο να εκφέρεται αργά, ρυθμοποιητικά παράδοξος, βαρύφωνος κι αφύσικος (το δικό ιδίωμα εκφοράς του λόγου επέβαλε ο Ρέτσος στους ηθοποιούς). Αναπαράσταση που θύμιζε και το θέατρο «ΝΟ». Ο πειραματισμός του Α. Ρέτσου πειθαρχικά υπηρετήθηκε από τους ηθοποιούς Κωνσταντίνο Αβαρικιώτη, Κόρα Καρβούνη, Ερμή Μαλκότση, Στεφανία Γουλιώτη, Αλεξία Καλτσίκη, Αντώνη Μαραγκό.


ΘΥΜΕΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ