Τετάρτη 1 Νοέμβρη 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Θέατρο
Νέες αυλαίες

Το έργο του Γιώργου Σκούρτη «Το θρίλερ του Ερωτα» ανεβάζει αύριο το «Νέο Ελληνικό Θέατρο», σε σκηνοθεσία Γιώργου Αρμένη, σκηνικά Δαμιανού Ζαρείφη και μουσική Διονύση Τσακνή. Παίζουν: Λίλα Καφαντάρη και Γιώργος Αρμένης. Οπως σημειώνει ο συγγραφέας του, «είναι ένα σύγχρονο έργο με θέμα το βιασμό της γυναίκας μέσα και έξω από το γάμο, αλλά και τον ψυχολογικό βιασμό που υφίσταται ο άντρας από τους ανδροκρατικούς καταπιεστικούς μηχανισμούς». «Φέτος» - λέει ο Γιώργος Αρμένης - «το Νέο Ελληνικό Θέατρο γιορτάζει τα δέκα χρόνια του και εγώ τα σαράντα μου χρόνια στο θέατρο, χρόνια δύσκολα και συνάμα δημιουργικά. Σ' αυτή τη συγκυρία των 10 και των 40, σχεδίασα έναν διετή προγραμματισμό με πέντε ελληνικά έργα, που εκφράζουν την αγωνία του σήμερα, που μας φέρνει αντιμέτωπους με το παρελθόν και την αγωνία του μέλλοντός μας».

  • Το έργο «ART» της Γιασμίνα Ρεζά ανεβαίνει την Παρασκευή, στον «Ακάδημο», σε μετάφραση - σκηνοθεσία Γ. Βούρου. Ο συνδυασμός της τέχνης και της φιλίας είναι το θέμα του έργου που παρουσιάζεται στην Ελλάδα για δεύτερη φορά (πρωτοπαρουσιάστηκε το 1999, στο «Κάππα» με τους Γιώργο Κωνσταντίνου, Σταμάτη Φασουλή, Γιάννη Βούρο). Πρόκειται για μια ιστορία τριών φίλων. Ο ένας αγοράζει έναν κάτασπρο ανεικονικό πίνακα, δίνοντας ένα τεράστιο χρηματικό ποσό. Ο δεύτερος εκνευρίζεται που ο φίλος του τον βρίσκει αριστούργημα. Ο τρίτος αποτυγχάνει να ηρεμήσει τους άλλους δύο. Τι αξίζει περισσότερο: η αμφίβολη τέχνη ή η αποδειγμένη φιλία; Σκηνικά Δημήτρης Κακριδάς, κοστούμια Ναταλία Μπαλτού, φωτισμοί Παναγιώτης Μανούσης. Παίζουν: Σοφοκλής Πέππας, Κώστας Αποστολίδης, Μάριος Αθανασίου.
  • Στο Παιδικό Στέκι του Εθνικού Θεάτρου, στο «Κοτοπούλη - Ρεξ», ανεβαίνει, σήμερα, «Το γαλάζιο πουλί» του Μορίς Μέτερλινκ, που περιγράφει μια παραμονή Χριστουγέννων στο φτωχικό των μικρών Τιλτίλ και Μιτίλ και τη «διαδρομή» τους στην αναζήτηση και την αποκάλυψη των χαμένων αξιών, των καθημερινών δώρων της ζωής. Τη διασκευή, μετάφραση και σκηνοθεσία υπογράφει ο Κωστής Μεγαπάνος. Ο ίδιος έγραψε και τους στίχους των τραγουδιών της παράστασης. Σκηνικά Γιώργου Γεωργίου, κοστούμια Σάββα Πασχαλίδη, μουσική Δημήτρη Μαραγκόπουλου, χορογραφίες Δημήτρη Παπάζογλου. Παίζουν: Ολγα Πολίτου, Δημήτρης Αρώνης, Χριστέλα Γκιζέλη, Δημήτρης Μάριζας, Μίνα Χειμώνα, Σωτήρης Τζεβελέκος, Βίκυ Μαραγκάκη, Μαρία Αλιφέρη, Νίκη Σερέτη κ.ά.
Νοτιοαφρικάνικο «Κοστούμι» στο «Κνωσσός»

«Το κοστούμι»
«Το κοστούμι»
Ο Πίτερ Μπρουκ έθρεψε τη θεατρική δημιουργία του ταξιδεύοντας ανά τον κόσμο και μελετώντας τα κοινωνικά χαρακτηριστικά και τις πολιτισμικές παραδόσεις των λαών. Αποτέλεσμα ενός ταξιδιού του ήταν και η ανακάλυψη του έργου του Νοτιοαφρικανού αγωνιστή κατά του απαρτχάιντ, δημοσιογράφου και δραματουργού (απαγορευμένου στη Ν. Αφρική), Καν Τεμπά, «Το κοστούμι». Εργο, που ο Μπρουκ ανέβασε στο Παρίσι το 1999 (και σε τρίχρονη διεθνή περιοδεία), διασκευασμένο στα γαλλικά από τη Μαρί Ελέν Εστιέν (με βάση την απλά ρεαλιστική, κατανοητή από όλους τους ανθρώπους, όλων των πολιτισμών, αφηγηματική κυρίως, αλλά και διαλογική μυθοπλασία που πάντα ακολουθεί για όλες τις «έθνικ», λαογραφικού περιεχομένου σκηνικές δημιουργίες του), με παραδοσιακά νοτιαφρικάνικα μουσικά κομμάτια δικής του επιλογής και με ερμηνευτή στο ρόλο του αφηγητή τον (γνωστό στο ελληνικό κοινό) επί εικοσαετία συνεργάτη του, Αφρικανό ηθοποιό και σκηνοθέτη Σοτιγκί Κουγιατέ. Τον Σοτιγκί Κουγιατέ, ήταν επόμενο να εμπιστευτεί ο Μπρουκ για το σκηνοθετικό ανέβασμα του έργου στην Ελλάδα από το θέατρο «Κνωσσός». Το εγχείρημα του θεάτρου «Κνωσσός» πέτυχε απολύτως. Πέτυχε, χάρη στη γλωσσικά ρέουσα, οικεία, άμεση μετάφραση της γαλλικής διασκευής του έργου από την Λουίζα Μητσάκου, στην - κατά Μπρουκ - λιτή, ανάλαφρη, γοργόρυθμη, με ισόρροπη αίσθηση του χιούμορ και του δραματικού στοιχείου, λιτότατη σκηνογραφικά, βαθύτατα ουμανιστική σκηνοθεσία του Κουγιατέ και στις πολύ εκφραστικές ερμηνείες των Λάμπρου Τσάγκα, Γιάννη Σταματίου, Κώστα Κλάδη. Πέτυχε να καταστήσει οικουμενικό το έργο, να μιλήσει για τον οικουμενικό και πολύμορφο ρατσισμό και τα θύματά του, με τραγικότερο, συνήθως, θύμα τη γυναίκα. Αχρείαστο είναι να συνοψίσουμε το μύθο του έργου. Αξίζει να το δει κανείς και μόνο για την εξαιρετική καθόλα (στο λόγο, στο τραγούδι, στην κίνηση), με αίσθηση του χιούμορ, αλλά και δραματική δύναμη και αλήθεια, ερμηνεία της Μπέσσυ Μάλφα.


ΘΥΜΕΛΗ

«Γιατρός με το στανιό»

Στο μακρόχρονο και δραστήριο με θεατρικά προγράμματα για παιδιά «Θέατρο της Ημέρας», η δημιουργός του, Ανδρομάχη Μοντζολή, έκανε φέτος τη μεταφραστική, σκηνοθετική και ενδυματολογική της εμφάνιση, με τη μολιερική κωμωδία «Γιατρός με το στανιό», με την ευκαιρία των 400 χρόνων από την πρώτη παρουσίασή της, με σκηνοθέτη και ερμηνευτή, βέβαια, τον Μολιέρο. Η Α. Μοντζολή, μάλιστα, πλαισίωσε την αφιερωματική παράστασή της, με μια μικρή ανατύπων εικόνων (γκραβούρες από παραστάσεις και πορτρέτα του Μολιέρου), το κοστούμι του Μολιέρου στο ρόλο του τσαρλατάνου «γιατρού», για την παρουσία «γιατρού» και σε άλλες μολιερικές κωμωδίες, βότανα και δοχεία φαρμακοτριφτών και άλλα αντικείμενα. Ο Μολιέρος, αντλώντας από την ιταλική λαϊκή κομέντια ντελ άρτε, όχι μόνο το πρωταγωνιστικό πρόσωπο, τον Σγαναρέλο, τον τεμπέλη, μέθυσο, μπερμπάντη, βάναυσο στη γυναίκα του, ξυλοκόπο, που με το ζόρι, για να μην τον ξυλοφορτώνουν, αυτοχρίζεται «γιατρός», εμπλουτίζει τη μυθοπλοκή του και με άλλους τύπους πρόσωπα της κομέντια ντελ άρτε, όπως και με μουσικά και χορευτικά στοιχεία, στήνοντας αφ' ενός ένα ευφάνταστο, οργιαστικά φαρσικό σκηνικό παιχνίδι, και σατιρίζοντας αφ' ετέρου ένα σοβαρό κοινωνικό φαινόμενο. Το διαδεδομένο στην εποχή του φαινόμενο των τσαρλατάνων που βιοπορίζονταν παριστάνοντας τους «γιατρούς», αλλά και την ανοησία των αφελών που πιάνονταν στο δόκανο αυτού του είδους αγυρτών. Η σκηνοθετική δουλιά της Ανδρομάχης Μοντζολή είχε πολλές από τις αδυναμίες του «πρωτάρη». Αδυναμίες που πρόβαλλαν περισσότερο, λόγω των ασφυκτικά μικρών διαστάσεων της σκηνής και της αίθουσας. Διαστάσεις που δεν αντέχουν καμιά «χοντροκοπιά», μεγάλων διαστάσεων σκηνικό, «φορτωμένη» σκηνοθεσία, δυνατούς μουσικούς ή άλλους ήχους, ευρήματα και οποιαδήποτε υποκριτική υπερβολή (στην ένταση και απόδοση του λόγου, στην έκφραση του προσώπου, στην κίνηση, χειρονομία), στην οποία υπέπεσε η σκηνοθεσία, επιδρώντας, λίγο - πολύ, στη δουλιά των συνεργατών της Πλάτωνα Ανδριτσάκη (μουσική, τραγούδια), Κλεοπάτρα Κουράκη (σκηνικά), Καίη Χόλντεν (χορογραφία), Κωνσταντίνο Ποταμιάνο (φωτισμοί) και στις ερμηνείες όλων των ηθοποιών, οι οποίοι για τις φιλότιμες προσπάθειές τους αξίζουν ονομαστικής αναφοράς: Δημήτρης Γρηγοριάδης, Ευγενία Πανταζόγλου, Σταύρος Καλός, Κωνσταντίνος Μάρκελος, Σωτήρης Χατζηνικολάου. Βίκυ Κουτσουποδιώτη, Θωμαΐς Κρητικού, Δέσποινα Παπαδοπούλου και στους συνεργάτες.


ΘΥΜΕΛΗ

«Κάιν» στο «Σημείο»

«Κάιν»
«Κάιν»
Με ένα φαινομενικά «ξεπερασμένο», αλλά μεγάλων ερμηνευτικών απαιτήσεων, λόγω του ποιητικού ήθους του και της θεματολογικής αλληγορίας του, με τον «Κάιν» του Μπάιρον (ένα από τα έξι δράματα που έγραψε ο επαναστάτης και φιλέλληνας, αν και λόρδος, μεγάλος Αγγλος ποιητής του 18ου αιώνα), σε νέα, ποιητικής ευαισθησίας αλλά και νοηματικής ευγλωττίας μετάφραση της εμπειρότατης Χριστίνας Μπάμπου - Παγκουρέλη, αλλά με νέους και πρωτοεμφανιζόμενους συνεργάτες, έκανε την πρώτη σκηνική δοκιμή της η Σμαράγδα Χατζηδάκη. Η νέα σκηνοθέτης αξίζει εκτίμησης και μόνο για το γεγονός ότι επέλεξε τη δυσκολία κι όχι την ευκολία. Πολύ περισσότερο, που το αποτέλεσμα αυτής της πρώτης «άσκησής» της, πέρα από τις - αναπόφευκτες για κάθε πρωτοδοκιμαζόμενο σκηνοθέτη - αδυναμίες της, κυρίως όσον αφορά στην καθοδήγηση του λόγου και της ερμηνείας κάθε ηθοποιού, με τα λιτά μέσα, τα διακριτικά ευρήματά της, την ποιοτική αισθητική της είχε ενδιαφέρον. Ενδιαφέρον, χάρη και στην καθοριστικά δημιουργική συμβολή του απέριττου, εικαστικού χαρακτήρα σκηνικού και των απλών, καλόγουστων σύγχρονων κοστουμιών του Δημήτρη Ζέρβα, καθώς και τους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς του Βαγγέλη Ποιμενίδη. Ο Μπάιρον, προλογίζοντας τον «Κάιν» του, έγραφε ότι ενώ κόπιασε «να διατηρήσει τη γλώσσα» της «Αγίας Γραφής», όπου είναι «κατάλληλη για τους χαρακτήρες του έργου», ακόμα και «ακριβές απόσπασμα» και ότι έκανε «τις λιγότερες δυνατές αλλαγές, ακόμη και λέξεων, προς χάριν του ρυθμού», κατηγορηματικά τόνιζε ότι το έργο του: «δεν έχει καμιά σχέση με την Καινή Διαθήκη, στην οποία οποιαδήποτε αναφορά θα ήταν αναχρονισμός(...)». Ο Μπάιρον χρησιμοποίησε το μύθο του Αδάμ και της Εύας, του Αβελ και Κάιν, κάθε άλλο παρά για να θρησκειολογήσει. Αντιθέτως, το τολμηρό, ανήσυχο, επαναστατικό, αντισυμβατικό ποιητικό πνεύμα του Μπάιρον, χωρίς ίχνος θρησκοληψίας, θέλησε μέσω αυτού του μύθου να αλληγορήσει, όχι μόνο για τα δράματα του αιμομεικτικού ανθρώπινου γένους, αλλά προπάντων για την «εωσφορική», φαουστική δίψα και περιπέτεια του ανήσυχου νου για την κατανόηση του άγνωστου, την κατάκτηση της γνώσης, την αέναη πάλη μεταξύ καλού και κακού, τη συχνά αναπόφευκτη συγκρουσιακή σχέση μεταξύ ψυχής και πνεύματος.


ΘΥΜΕΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ