Κείμενο του Τμήματος Παιδείας και Ερευνας της ΚΕ του ΚΚΕ
Eurokinissi |
Αυτό αφορά το σύνολο των κοινωνικών αναγκών, μεταξύ αυτών και της Εκπαίδευσης. Στον προϋπολογισμό του 2020, η δαπάνη για το υπουργείο Παιδείας διαμορφώνεται στα 4,953 δισ. ευρώ από τον τακτικό προϋπολογισμό (από 4,962 δισ. το 2019) και στα 510 εκατ. από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (από 565 εκατ.).
Η κρατική δαπάνη παρουσιάζει μια μικρή αύξηση - καθώς μεταφέρθηκε από το υπουργείο Παιδείας στο υπουργείο Ανάπτυξης το συνολικό κονδύλι που αφορούσε τον τομέα της Ερευνας - που σε καμία περίπτωση όμως δεν σηματοδοτεί την ανάκτηση των απωλειών, ούτε αντιστρέφει τη γενική πτωτική πορεία χρηματοδότησης της τελευταίας δεκαετίας.
Ο κρίσιμος τομέας του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, που αφορά τις υποδομές, για τουλάχιστον δεύτερη συνεχόμενη χρονιά παρουσιάζει μείωση 50 εκατ., με αποτέλεσμα να αποτυπώνεται ποσοτικά η συνέχιση μιας πολιτικής που δεν ιεραρχεί τις σχολικές υποδομές ως άμεση προτεραιότητα. Η δε υλοποίηση της δίχρονης υποχρεωτικής Προσχολικής Αγωγής, στο βηματισμό της προηγούμενης κυβέρνησης, με τα μέχρι στιγμής δεδομένα όπως αποτυπώνονται στον προϋπολογισμό προχωρά «ασθμαίνοντας».
INTIME NEWS |
Στο ίδιο μοτίβο λοιπόν αποτυπώνονται οι προτεραιότητες της πολιτικής της κυβέρνησης της ΝΔ, όπως υλοποιήθηκαν από την προηγούμενη, η οποία καλό θα ήταν να μην κομπάζει για τους δικούς της προϋπολογισμούς: Ακόμα και η ισχνή αύξηση που αποτυπώθηκε στον περσινό προϋπολογισμό αφορούσε περισσότερο τη μεταφορά κονδυλίων από το υπουργείο Εσωτερικών στο υπουργείο Παιδείας για την πληρωμή των σχολικών καθαριστριών, παρά την πραγματική αύξηση των κονδυλίων.
Συνεπώς, στο μοτίβο της υποχρηματοδότησης κινούνται απαρέγκλιτα τόσο η τωρινή όσο και η προηγούμενη κυβέρνηση, αφήνοντας την Εκπαίδευση τον φτωχό συγγενή των προτεραιοτήτων που θέτει η καπιταλιστική ανάπτυξη, αφού στην εισηγητική έκθεση δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά στις στοιχειώδεις, επείγουσες κοινωνικές ανάγκες, όπως είναι η δημόσια, δωρεάν, αναβαθμισμένη Εκπαίδευση.
Οι διευρυμένες κοινωνικές ανάγκες αφορούν κάθε λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος, όπως για παράδειγμα τα χιλιάδες κενά, που έπρεπε να καλύπτονται από μόνιμο προσωπικό, ώστε να διασφαλίζεται ένα βασικό προαπαιτούμενο για μια ποιοτικά αναβαθμισμένη παιδαγωγική διαδικασία. Αντίθετα, καλύπτονται από συμβασιούχους. Διανύοντας ήδη το πρώτο σχολικό τρίμηνο, οι προσλήψεις αγγίζουν τις 37.000 και μέχρι τη λήξη του σχολικού έτους θα ξεπεράσουν τις 40.000.
Ακόμα και αυτά τα κενά σε καμία περίπτωση δεν αποτυπώνουν τις πραγματικές ανάγκες της Εκπαίδευσης, καθώς προκύπτουν από τα κριτήρια που θέτει το ΠΔ 79/2017, που ψήφισε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και το υλοποιεί η κυβέρνηση της ΝΔ. Το συγκεκριμένο ΠΔ μονιμοποίησε όλες τις αντιεκπαιδευτικές πολιτικές ώστε να προκύψουν τα ματωμένα πλεονάσματα. Αυτές οι ρυθμίσεις αφορούν τα 25μελή τμήματα, την αύξηση του αριθμού για τη δημιουργία νηπιακού τμήματος από 7 σε 14 νήπια, τη μετατροπή του ολοήμερου σχολείου σε προαιρετικό, την κατάργηση του υπεύθυνου δασκάλου στο ολοήμερο, τη μείωση των ωρών στα μαθήματα των ειδικοτήτων (π.χ. Μουσική, Θεατρική Αγωγή), τη συγκρότηση τριμελών επιτροπών για να διαχειρίζονται το «πλεονάζον» μαθητικό δυναμικό από σχολείο σε σχολείο, και όχι φυσικά για να δημιουργούνται νέα ολιγομελή τμήματα. Προβλέπεται επίσης στο ΠΔ η συγκρότηση επιτροπής που θα γνωμοδοτεί για τη σειρά προτεραιότητας με την οποία θα λάβουν στήριξη τα παιδιά με ειδικές ανάγκες, ζυγίζοντας δηλαδή τον βαθμό αναπηρίας διαθέτουν το επιστημονικό προσωπικό, που έτσι κι αλλιώς δεν επαρκεί, καθώς είναι λιγότερο από τις βεβαιωμένες ανάγκες. Τέλος, θεσμοθετείται το συνολικό πισωγύρισμα της Εκπαίδευσης, στο όνομα του «εξορθολογισμού», με την ανάθεση στους δασκάλους αντικειμένων όπως η Φυσική Αγωγή ή η Αισθητική και Θεατρική Αγωγή. Στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση προβλέπονται δεύτερες και τρίτες αναθέσεις σε μαθήματα, με αποτέλεσμα οι καθηγητές να αναλαμβάνουν επιστημονικά αντικείμενα απομακρυσμένα ή παντελώς άσχετα από την επιστημονική γνώση που κατέχουν και να διαμορφώνεται ένα πρόγραμμα διδασκαλίας με μοναδικό κριτήριο το διαθέσιμο προσωπικό και όχι την πρόσληψη του αναγκαίου, ώστε να γίνεται με επιστημονικούς και ποιοτικούς όρους το μάθημα. Η διατήρηση του παραπάνω θεσμικού πλαισίου δείχνει ότι πέρα από τη στρατηγική σύμπλευση στον τομέα των αναδιαρθρώσεων, υπάρχει ταύτιση σε μια διαρκώς επιδεινούμενη εκπαιδευτική πραγματικότητα. Σκοπεύει η σημερινή κυβέρνηση να καταργήσει κατ' ελάχιστο ένα θεσμικό πλαίσιο που επιβάρυνε και υποβάθμισε ακόμα παραπέρα τη μορφωτική διαδικασία;
Επομένως, οι 37.000 προσλήψεις συμβασιούχων που προκύπτουν από αυτό το θεσμικό πλαίσιο δεν αποτυπώνουν το μορφωτικά αναγκαίο, αλλά το δημοσιονομικά επιτρεπτό, αποδεικνύοντας ότι ο «εξορθολογισμός» τους για τη διασφάλιση αυτού του χώρου και των πρωτογενών πλεονασμάτων προϋποθέτει το τσάκισμα των μορφωτικών δικαιωμάτων των μαθητών.
Στο ίδιο μοτίβο λοιπόν, σε συνέχεια των προηγούμενων κυβερνήσεων, αποτυπώνεται η στρατηγική επιλογή τους να πορευτούν με φθηνό εκπαιδευτικό δυναμικό, χωρίς μόνιμους διορισμούς, που πιστά ακολουθείται και στον κρατικό προϋπολογισμό για το 2020. Συνεχίζουν τη χρόνια κοροϊδία απέναντι στους εκπαιδευτικούς, αφού όλες διαδοχικά οι κυβερνήσεις (ΝΔ - ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ) εξήγγειλαν μαζικούς μόνιμους διορισμούς που ποτέ δεν έκαναν.
Οσο για τους περιβόητους 4.500 μόνιμους διορισμούς όλων των ειδικοτήτων στην Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση, όταν και εφόσον αυτοί γίνουν υλοποιούνται σε ένα επαίσχυντο θεσμικό πλαίσιο, τον νόμο 4589/2019, επί ΣΥΡΙΖΑ, που αναγνωρίστηκε υπέρ το δέον από την τωρινή κυβέρνηση, η οποία δεν πείραξε ούτε γραμμή. Στο νόμο αυτόν θεσμοθετήθηκαν τα κριτήρια, το ακριβοπληρωμένο προσοντολόγιο, επιταγή των ΕΕ και ΟΟΣΑ, που φυσικά βρήκε πιστούς ακολούθους στο πρόσωπο όλων των κυβερνήσεων.
Πρόκειται για ένα θεσμικό πλαίσιο που ενισχύει το εμπόριο προσόντων στις πλάτες όλων των αποφοίτων των πανεπιστημίων, αχρηστεύει το πτυχίο ως αποκλειστικό προσόν να εργαστείς στην Εκπαίδευση και πετάει στον κάλαθο χρόνια προϋπηρεσίας, αφού βάζει όριο (μέχρι 12 χρόνια μοριοδοτούνται). Θέτει δε τους συμβασιούχους σε μόνιμο καθεστώς ομηρίας, αφού κατά τη διάρκεια της πολύχρονης περιπλάνησής τους θα αναγκάζονται να δουλεύουν για να «αγοράζουν» προσόντα, χωρίς κανείς να τους διασφαλίζει αν θα εργαστούν, καθώς αυτό θα συναρτάται αποκλειστικά με τον αριθμό των μόνιμων διορισμών, που κατά την επωδό όλων των κυβερνήσεων θα καθορίζεται από τα δημοσιονομικά περιθώρια της οικονομίας.
Οι όροι υλοποίησης της δίχρονης υποχρεωτικής φοίτησης των προνηπίων στα νηπιαγωγεία «κραυγάζουν» το μέγεθος του εμπαιγμού και από τη σημερινή κυβέρνηση, στον ίδιο βηματισμό με την προηγούμενη. Με την κατάθεση του προϋπολογισμού, αποδεικνύεται ότι η σημερινή κυβέρνηση, μέχρι πρότινος «υπεύθυνη» αντιπολίτευση, μια χαρά μαθήτευσε δίπλα στην απελθούσα κυβέρνηση, συνεχίζοντας στα απαράδεκτα χνάρια της.
Ετσι, δεν προβλέπεται το παραμικρό ποσό για την υλοποίηση του μέτρου, μια χρονιά μάλιστα που στους δήμους όπου υλοποιήθηκε επιστρατεύτηκαν τα πάντα (αποθήκες, αίθουσες εκδηλώσεων στα Δημοτικά Σχολεία, αυλές Γυμνασίων και Λυκείων) για να στεγαστούν όπως όπως τα προνήπια. Φυσικά, ούτε λόγος για μόνιμο διορισμό νηπιαγωγών, βοηθητικού προσωπικού για να στηριχτεί το εγχείρημα, αλλά ούτε αύξηση της χρηματοδότησης προς τους δήμους ώστε να καλυφθεί η οικονομική επιβάρυνση από τα αυξημένα λειτουργικά έξοδα που προέκυψαν από την αύξηση του μαθητικού πληθυσμού. Φυσικά, τα τμήματα είναι όλα υπερπληθή, με 24 και 25 νήπια, και αν συνεκτιμήσουμε τις τεράστιες ανάγκες που προκύπτουν σε ειδική στήριξη παιδιών που πρώτη φορά διαβαίνουν την πόρτα ενός οργανωμένου πλαισίου, τότε κατανοούμε ότι η παιδαγωγική διαδικασία ναρκοθετείται και στη θέση της κυριαρχεί η παιδοφύλαξη, αφού δεν διασφαλίζονται οι όροι ποιοτικής, αναβαθμισμένης παροχής της.
Δυστυχώς, με την πολιτική επιλογή της μη χρηματοδότησης, για τους εναπομείναντες μεγάλους δήμους, όπου απαιτείται γενναία κρατική χρηματοδότηση για να ενταχθούν τα προνήπια στα νηπιαγωγεία, φαίνεται ότι σχεδιασμένα δρομολογείται η εξαίρεσή τους, καθώς ακόμα και η αθλιότητα του στοιβάγματος κατά τη φετινή χρονιά αντικειμενικά δεν μπορεί να υλοποιηθεί στους δήμους μεγάλων αστικών πόλεων, όπως είναι η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη. Αναρωτιόμαστε, πραγματικά: Την άθλια νομοθετική ρύθμιση για τοποθέτηση κοντέινερ σε αυλές Γυμνασίων και Λυκείων ή ό,τι άλλο έφερε η προηγούμενη κυβέρνηση το οποίο υπονομεύει την υλοποίηση της δίχρονης, θα τα καταργήσει η σημερινή;
Η μειούμενη κίνηση του ΠΔΕ, για μια ακόμη χρονιά, έρχεται να προστεθεί σε μια χρόνια υποχρηματοδότηση, που εμφανώς και σε βάρος της ασφάλειας των παιδιών αποτυπώνεται στο σύνολο των κτιριακών υποδομών. Και του χρόνου όπως και φέτος, το ΠΔΕ εμφανίζεται μειωμένο κατά 50 εκατ. Η μείωση των δαπανών έρχεται σε μια χρονιά με μέτρια σεισμική δραστηριότητα, που επηρέασε πολλές περιοχές στην Ελλάδα, με εντονότερα τα σημάδια στην Αττική, όπου περιοχές χτυπήθηκαν από πλημμύρες κ.λπ. Δηλαδή μια χρονιά κατά την οποία, αθροιστικά με τις προηγούμενες, έχουν προκύψει σοβαρές και έκτακτες ανάγκες στις πληγείσες περιοχές. Αν τα φετινά κονδύλια δεν έφτασαν ούτε για την αποκατάσταση των περιορισμένων ζημιών που υπέστησαν τα σχολικά κτίρια από το σεισμό, φανταστείτε - με τη δεδομένη μείωση - τι μπορούμε να κάνουμε το επόμενο οικονομικό έτος!
Ταυτόχρονα, θα μπούμε στον τρίτο χρόνο εφαρμογής της δίχρονης υποχρεωτικής Προσχολικής Αγωγής σε δήμους όπου η αρχική γνωμοδότηση, λόγω της κατάστασης, ήταν απαγορευτική. Επομένως, απαιτείται γενναία αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης ώστε να δημιουργηθούν οι αναγκαίες υποδομές για να στεγαστούν τα προνήπια.
Αν συνυπολογίσουμε ότι στο ΠΔΕ προβλέπονται και άλλες δράσεις της Εκπαίδευσης, όπως η «διά βίου μάθηση» ή ο μεταναστευτικός τομέας, καταλαβαίνουμε ότι η μείωση του πενιχρού κονδυλίου προδιαγράφει την παραπέρα υποβάθμιση όλων των παραπάνω δράσεων.
Βέβαια, η υποχρηματοδότηση του τομέα κατασκευών δημοσίων κτιρίων δεν είναι σημείο των τελευταίων προϋπολογισμών, αλλά είναι εγκληματική η ευθύνη διαχρονικά όλων των κυβερνήσεων, πολύ περισσότερο που το ζήτημα της αντισεισμικής θωράκισης, προστασίας, συντήρησης των σχολικών κτιρίων αφορά τη ζωή και την ασφάλεια των μαθητών.
Αν και οι ανάγκες που προέκυψαν μετά τους σεισμούς ήταν επείγουσες, καθώς ήταν σημαντικές οι ζημιές σε πολλά σχολικά κτίρια, με αποτέλεσμα κάποια σχολεία να έχουν μετεγκατασταθεί άρον - άρον σε άλλα σχολικά κτίρια, εξίσου επιβαρυμένα και παλιά, ή να έχουν στεγαστεί σε προκάτ αίθουσες, σε μια περίοδο μάλιστα έντονης σεισμικής δραστηριότητας σε γειτονικές χώρες, με δεκάδες νεκρούς, αλλά και μιας σεισμικής δραστηριότητας στον ελλαδικό χώρο που εξακολουθεί να υπάρχει, ο προϋπολογισμός εμφανίζεται μειωμένος.
Ενώ είναι ανάγκη να υπάρξει έκτακτη κρατική χρηματοδότηση για την αποκατάσταση των χτυπημένων από έναν σχετικά μικρό σεισμό σχολείων, αλλά και γενναία αύξησή της για να πραγματοποιηθούν οι αναγκαίοι προσεισμικοί και μετασεισμικοί έλεγχοι και παρεμβάσεις στα υπάρχοντα σχολικά κτίρια, με πρόγραμμα σταδιακής αντικατάστασης των παλαιών κτιρίων, μειώνεται το ΠΔΕ κατά 50 εκατομμύρια και η δαπάνη προς την υπόλοιπη διοίκηση, τοπική και περιφερειακή, παραμένει σταθερά καθηλωμένη από τη χρόνια υποχρηματοδότηση! Είναι έγκλημα!
Η εικόνα των σχολικών κτιρίων είναι τραγική, αφού το 50% των υπαρχόντων είναι χτισμένα πριν από 40 έως 50 χρόνια, με παλιό ή ανύπαρκτο αντισεισμικό κανονισμό, ή έχουν επιβαρυνθεί μετά από τόσα χρόνια. Γενικά οι σεισμικοί έλεγχοι που αφορούσαν την αυτοψία και όχι τη στατικότητα των κτιρίων δεν έχουν ολοκληρωθεί και δεν υπάρχει σαφής εικόνα αν έχουν προχωρήσει οι εργασίες αποκατάστασης στα σχολικά κτίρια, με βάση τις εκθέσεις αυτοψίας μετασεισμικών ελέγχων ακόμα και μετά το σεισμό του 1999. Η κατάσταση έχει επιβαρυνθεί, καθώς έχουν συγχωνευθεί σχολικές μονάδες, τμήματα, έχουν προστεθεί προκάτ αίθουσες σε λειτουργούντα σχολεία.
Εάν δίπλα στη σεισμική επικινδυνότητα συνυπολογίσουμε τη συνολική παλαιότητα, άρα και τα προβλήματα που προκύπτουν για την ασφάλεια των μαθητών στην καθημερινότητά τους, καθώς είναι δεκάδες τα παραδείγματα - από σοβάδες που πέφτουν, πλημμυρισμένες αίθουσες, συνολικότερα ακατάλληλες αίθουσες - η αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης, ώστε να υπάρξει σχέδιο συνολικής κατασκευής νέων σχολείων, είναι κάτι παραπάνω από επείγουσα.
Στα παραπάνω είναι ανάγκη να προσθέσουμε τις διαχρονικές ανάγκες στην Ειδική Αγωγή, καθώς σε όλες τις βαθμίδες Εκπαίδευσης οι προσφερόμενες δομές της είναι υποπολλαπλάσιες των αναγκών, με αποτέλεσμα να υπάρχουν σημαντικές ελλείψεις σε ειδικά σχολεία, ειδικά εργαστήρια επαγγελματικής αποκατάστασης και ό,τι άλλο κρίνεται αναγκαίο. Η έλλειψη ειδικών δομών έχει ως συνέπεια στα ήδη υπάρχοντα σχολεία οι μαθητές να στοιβάζονται, σε βάρος της παιδαγωγικής πράξης συνολικά, αλλά και της ασφάλειάς τους, καθώς τα κτίρια είναι σχεδιασμένα για να υποδέχονται πολύ μικρότερο αριθμό παιδιών.
Τέλος, η έλλειψη κονδυλίων στον τομέα των κατασκευών δημόσιων κτιρίων επηρεάζει και την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση σε όλα τα επίπεδα: Στα πανεπιστημιακά κτίρια, στη φοιτητική μέριμνα, με την τραγική έλλειψη υποδομών και φοιτητικών εστιών, καθιστώντας απαγορευτική τη φοίτηση εκτός έδρας.
Φυσικά, είναι στρατηγική επιλογή όλων των κυβερνήσεων - μέσα από τον «Καλλικράτη» και μετά μέσα από τον «Κλεισθένη» - να θωρακίσουν παραπέρα το «επιτελικό κράτος», απαλλάσσοντάς το από σοβαρές αρμοδιότητες, όπως είναι η κατασκευή σύγχρονων και ασφαλών δημόσιων κτιρίων, και μετακυλίοντας αρμοδιότητες προς την Περιφέρεια και τους δήμους. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα οι εργατικές - λαϊκές οικογένειες να πληρώνουν περισσότερους φόρους, το «επιτελικό κράτος» να μαζεύει μεγαλύτερα ποσά από τη φοροαφαίμαξή τους, αυξάνοντας τη χρηματοδότηση του μεγάλου κεφαλαίου, χωρίς να περισσεύει το παραμικρό για στοιχειώδεις ανάγκες που σχετίζονται με τη ζωή και την ασφάλεια χιλιάδων μαθητών.
Στον αντίποδα της έλλειψης χρηματοδότησης κρατικών φορέων για τη δημιουργία φθηνών, ασφαλών, σύγχρονων κτιριακών υποδομών, προκρίνονται οι μορφές συμπράξεων με μεγάλες κατασκευαστικές εταιρείες, μέσω ΣΔΙΤ. Οι εν λόγω ληστρικές συμβάσεις κάνουν την κατασκευή πιο ακριβή, με τους ιδιώτες να αποκτούν δικαιώματα χρήσης - εκμετάλλευσης για 25 χρόνια, επιβαρύνοντας καθ' όλη τη διάρκεια τους προϋπολογισμούς για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών. Οι μορφές αυτές προκρίνονται καθώς ενισχύονται ιδιωτικές εταιρείες σε όλες τις φάσεις, από την κατασκευή μέχρι τη μετέπειτα λειτουργία τους.
Ακόμα λοιπόν και για την ισχνή χρηματοδότηση που διατίθεται για τις υποδομές μέσα από το ΠΔΕ, είναι δεσμευτικά τα κριτήρια που αποτυπώνονται για την εκταμίευση από το Ευρωπαϊκό Ταμείο, μεταξύ των οποίων είναι η συνέργεια - σύμπραξη με τους ιδιώτες.