Το σχέδιο νόμου - πλαισίου για τα ΑΕΙ, που συζητείται στη Βουλή, είναι απόλυτα ταυτισμένο με τις προβλέψεις - αξιώσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
Οτι ο νέος νόμος - πλαίσιο οδηγεί στην ιδιωτικοοικονομική λειτουργία των πανεπιστημίων, στην υποβάθμιση των σπουδών και στη μετατροπή των ιδρυμάτων σε παραμάγαζα των επιχειρήσεων, πέρα από το ίδιο το σχέδιο και τα επιμέρους άρθρα του, φαίνεται και από την αιτιολογική έκθεση που το συνοδεύει.
Εκεί σημειώνεται ότι η ανάπτυξη της γνώσης είναι σημαντική, καθώς «η Ευρώπη δεν μπορεί να ανταγωνιστεί άλλες προηγμένες οικονομίες ούτε στη βάση των φυσικών πόρων ούτε σε φτηνή εργασία». Και συμπληρώνει ότι «χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία διαθέτουν όλο και μεγαλύτερο υψηλής εξειδίκευσης ανθρώπινο δυναμικό που προσφέρει χαμηλού κόστους υπηρεσίες, με αποτέλεσμα να "απειλούνται" οι οικονομικές δραστηριότητες που συνδέονται με τον τριτογενή τομέα της οικονομίας, ο οποίος αποτελεί κύρια παραγωγική δραστηριότητα της Ευρώπης». Με άλλα λόγια, η «γνώση» που θα παρέχεται έχει στόχο να ανέβει η ανταγωνιστικότητα μέσω της υπερεκμετάλλευσης, η αναπαραγωγή εργατικού δυναμικού πιο αποδοτικού και πιο φτηνού για το κεφάλαιο.
Επιπλέον, αναφέρει ότι στο μέλλον «φαίνεται πιθανό το μεγαλύτερο ποσοστό των κονδυλίων που χρειάζεται για να συμπληρωθεί το έλλειμμα χρηματοδότησης να προέρχεται από μη δημόσιες πηγές» (βλ. επιχειρήσεις και δίδακτρα), καθώς και ότι τα κράτη «θα πρέπει να εξετάσουν με κριτικό βλέμμα» το συνδυασμό «αφ' ενός διδάκτρων και αφ' ετέρου συστημάτων υποστήριξης». Δηλαδή, βάλτε δίδακτρα, αλλά προβλέψτε και υποστήριξη για τους φοιτητές που δε θα μπορούν να τα πληρώσουν. Στο ίδιο πνεύμα κινείται και το νομοσχέδιο της κυβέρνησης με τις ανταποδοτικές υποτροφίες και τα δάνεια. Τα δίδακτρα είναι ζήτημα χρόνου...
Η Επιτροπή στα μέτρα που καλεί να πάρουν τα κράτη - μέλη για τα πανεπιστήμια μεταξύ άλλων περιλαμβάνει την «αυτονομία», την «υποχρέωση λογοδοσίας» και την «προσαρμογή των συστημάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε νέες απαιτήσεις δεξιοτήτων». Δηλαδή, στόχος της μεταρρύθμισης είναι η προσαρμογή του συστήματος ανώτατης εκπαίδευσης στις σημερινές απαιτήσεις δεξιοτήτων της αγοράς και όχι στην επιστημονική συγκρότηση. Ενώ τα πανεπιστήμια θα πρέπει να προχωρήσουν «σε στρατηγικές επιλογές» με «εσωτερικές μεταρρυθμίσεις ώστε να επεκτείνουν τη χρηματοδοτική τους βάση, να ενισχύσουν τους τομείς στους οποίους αριστεύουν και να αναπτύξουν την ανταγωνιστική θέση τους». Δηλαδή να γίνουν ελκυστικά για τις επιχειρήσεις προκειμένου να τα χρηματοδοτήσουν.
Βασικό παράγοντα για τις αλλαγές αυτές σημειώνει τις «δομημένες εταιρικές σχέσεις με την επιχειρηματική κοινότητα» που «προσφέρουν στα πανεπιστήμια ευκαιρίες για να μοιράζονται καλύτερα τα αποτελέσματα της έρευνας, τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας και τις άδειες εκμετάλλευσης». Δηλαδή, να πωλούν τα πανεπιστήμια τις ανακαλύψεις τους στις επιχειρήσεις και εκείνες να τις εκμεταλλεύονται για τη δική τους κερδοφορία. Η Επιτροπή λέει ότι «οι διασυνδέσεις με επιχειρήσεις μπορούν να αποδώσουν πρόσθετα κονδύλια χρηματοδότησης, π.χ. για την επέκταση της ερευνητικής ικανότητας ή για την παροχή μαθημάτων επιμόρφωσης». Δηλαδή, εκτός από προσέλκυση ιδιωτικής χρηματοδότησης, τα πανεπιστήμια να γίνουν Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης για στελέχη επιχειρήσεων.
Ταυτόχρονα, καλεί τα πανεπιστήμια να πάρουν μέτρα «αλληλεπίδρασης με την κοινωνία» όχι για να την ανυψώσουν πνευματικά, αλλά για να διαφημιστούν, να γίνουν ένα είδος dealer της δουλιάς τους, καθώς κάτι τέτοιο «θα βοηθήσει τα πανεπιστήμια να προωθήσουν τις διάφορες δραστηριότητές τους και να πείσουν την κοινωνία, τις κυβερνήσεις και τον ιδιωτικό τομέα ότι αξίζει να επενδύσουν σε αυτά»!
Για την επίτευξη των παραπάνω στόχων, η Επιτροπή τονίζει ότι τα πανεπιστήμια θα «χρειαστούν εξωτερική υποστήριξη για την πραγματοποίηση των αναγκαίων οργανωτικών αλλαγών και για την ανάπτυξη επιχειρηματικής νοοτροπίας και δεξιοτήτων διαχείρισης» και προτείνει τη δημιουργία «τοπικών "κόμβων για τη δημιουργία και μετάδοση γνώσεων" ή συνδέσμων με επιχειρήσεις». Τονίζει ότι «η ανάπτυξη των δεξιοτήτων επιχειρηματικής δραστηριότητας, διαχείρισης και καινοτομίας θα πρέπει να καταστεί αναπόσπαστο μέρος των πτυχιακών σπουδών, της ερευνητικής κατάρτισης και των στρατηγικών διά βίου μάθησης για το προσωπικό των πανεπιστημίων». Με άλλα λόγια, να πάρουν για δασκάλους τους τις επιχειρήσεις για να τους μεταλαμπαδεύσουν τον τρόπο λειτουργίας και κερδοφορίας τους. Προφανώς, αφού θα πρέπει να μαθαίνουν όχι μόνο να ερευνούν, αλλά και να διαφημίζουν και να πωλούν στην αγορά το επιστημονικό και ερευνητικό τους έργο! Το κεφάλαιο δεν το ενδιαφέρει η έρευνα, αλλά πώς το «προϊόν» θα αξιοποιείται για την κερδοφορία, πώς θα είναι εμπορικά εκμεταλλεύσιμο. Χαρακτηριστικό είναι πως για τους υποψήφιους ερευνητές αναφέρει ότι πρέπει «να αποκτούν δεξιότητες στην έρευνα και τη διαχείριση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, στην επικοινωνία, στη δικτύωση, στην επιχειρηματική νοοτροπία».
Ακόμα, σημειώνεται ότι «τα κράτη μέλη πρέπει να αξιοποιούν και να ανταμείβουν την ικανότητα διαχείρισης και ηγεσίας εντός των πανεπιστημίων», δηλαδή τους μάνατζερ και μάλιστα προτείνει τη «συγκρότηση εθνικών φορέων» ειδικά για την κατάρτιση των διαχειριστών της ιδιωτικοοικονομικής λειτουργίας των ιδρυμάτων!
«Τα πανεπιστημιακά προγράμματα πρέπει να είναι δομημένα με τρόπο που να ενισχύει άμεσα τη δυνατότητα απασχόλησης των πτυχιούχων», δηλαδή να καταρτίζουν στις ανάγκες που έχει σήμερα, τώρα, η αγορά και όχι να διαμορφώνουν επιστήμονες. Στο ίδιο πνεύμα, σημειώνει ότι «θα πρέπει να επικεντρώνονται λιγότερο στους επιστημονικούς κλάδους και περισσότερο στους τομείς έρευνας». Με τον όρο «τομείς έρευνας» ή «διεπιστημονικότητα», όπως αναφέρεται σε άλλο σημείο, υπονοούν στην ουσία ότι αντί να συγκροτούνται οι σπουδές με βάση το επιστημονικό αντικείμενο, θα πρέπει να διαμορφώνονται προγράμματα και ειδικότητες ληξιπρόθεσμης κατάρτισης σε τομείς του ενδιαφέροντος των επιχειρήσεων.
«Τα πανεπιστήμια θα πρέπει να χρηματοδοτούνται περισσότερο για όσα πράττουν και όχι για ό,τι είναι, με την εστίαση της χρηματοδότησης στα σημαίνοντα παραγόμενα αποτελέσματα και όχι στο εισερχόμενο δυναμικό». Δηλαδή, η χρηματοδότηση να εξαρτάται από την επίτευξη των στόχων αποδοτικότητας που τους θέτει το κεφάλαιο.
Αποκαλυπτική για τα κριτήρια της αξιολόγησης είναι υποσημείωση της ανακοίνωσης της Επιτροπής, όπου λέει: «Τα πανεπιστήμια με ενεργό ερευνητική δράση δε θα πρέπει να αξιολογούνται και να χρηματοδοτούνται στην ίδια βάση με άλλα πανεπιστήμια, λιγότερο δραστήρια στην έρευνα, αλλά ισχυρότερα όσον αφορά την ενσωμάτωση φοιτητών από μειονεκτούσες ομάδες ή την ενεργό προώθηση της τοπικής βιομηχανίας και των υπηρεσιών». Τα ιδρύματα δηλαδή που δραστηριοποιούνται στην έρευνα και τις ανάγκες του κεφαλαίου θα πρέπει να αξιολογούνται και να χρηματοδοτούνται περισσότερο από τα μαζικά ιδρύματα όπου συρρέει η πλειοψηφία.
Θέτει ως κριτήρια για όλους τα ποσοστά ολοκλήρωσης των σπουδών και ποσοστά απασχόλησης των αποφοίτων. Δηλαδή, σχολές που δεν έχουν άμεση απορρόφηση, όπως η Φιλοσοφική και η Φυσικομαθηματική, θα υποχρηματοδοτούνται και μπορεί και να οδηγηθούν σε κλείσιμο. Στα κριτήρια αξιολόγησης, για τα πανεπιστήμια «με ενεργό ερευνητική δράση», προσθέτει τα ερευνητικά επιτεύγματα, επιτυχείς αιτήσεις ανταγωνιστικής χρηματοδότησης, διπλώματα ευρεσιτεχνίας και άδειες εκμετάλλευσης, βιομηχανικές ή και διεθνείς εταιρικές σχέσεις κλπ. Πάνω απ' όλα στην αξιολόγηση μετρά η επιχειρηματική δραστηριότητα που αναπτύσσουν τα πανεπιστήμια για την εμπορική εκμετάλλευση των «προϊόντων». Δηλαδή, αν στη Ν. Αφρική ανακαλύψουν ένα φάρμακο για το AIDS, να μην μπορούν να το διαθέσουν φτηνά σε όλο τον κόσμο, αλλά να πατεντάρεται για να το μοσχοπουλάει μια φαρμακευτική εταιρεία και ας πεθαίνει κόσμος...
Είναι περισσότερο από προφανές ότι ο στρατηγικός χαρακτήρας του νέου νόμου - πλαισίου είναι να προσαρμόσει τα πανεπιστήμια στις ανάγκες του κεφαλαίου. Να δώσει στην αγορά το ελεύθερο να παρεμβαίνει όχι μόνο με τη χρηματοδότηση, αλλά και με την ιδεολογική χειραγώγηση στα πανεπιστήμια, να γαλουχήσει φοιτητές, πανεπιστημιακούς, ερευνητές με τις αξίες της επιχειρηματικότητας. Να γίνουν τα πανεπιστήμια ένα παζάρι, με αγοραία λογική, όπου προγράμματα σπουδών, δυναμικό και έρευνα θα προχωρούν με βάση τι συμφέρει και τι όχι το κεφάλαιο.
Τοποθέτηση της Δημοκρατικής Πανεπιστημονικής Κίνησης στο 8ο Συνέδριο της ΠΟΣΔΕΠ
ICON |
Στην τοποθέτησή της στον απολογισμό δράσης της Διοικούσας Επιτροπής της ΠΟΣΔΕΠ, η Δημοκρατική Πανεπιστημονική Κίνηση - ΑΕΙ (ΔΗΠΑΚ - ΑΕΙ) υπογράμμισε ότι η ΠΟΣΔΕΠ είχε συμβολή στις κινητοποιήσεις πανεπιστημιακών, φοιτητών, εργαζομένων για την απόκρουση της αντιλαϊκής πολιτικής των ΕΕ - ΝΔ - ΠΑΣΟΚ στην εκπαίδευση. Η ΔΗΠΑΚ εκτιμά ότι αυτό έγινε κατορθωτό γιατί «υποχώρησε η θέση του κοινωνικού εταιρισμού, που είχε επιβληθεί στο παρελθόν. Θέση που εγκλώβιζε το κίνημα των πανεπιστημιακών στο ασφυκτικό πλαίσιο του εταίρου της κυβέρνησης σε έναν προσχηματικό, ατέρμονο και αναποτελεσματικό διάλογο». Ακόμα σημειώνει ότι «έγινε, έστω και με μεγάλη καθυστέρηση, πιο κατανοητό ότι η πάλη του κινήματος των πανεπιστημιακών δεν είναι δυνατό να αναπτυχθεί αποκλειστικά και μόνο πάνω σε οικονομικά αιτήματα». Προσθέτει ότι «συνειδητοποιήθηκε βαθύτερα ο συνολικός και στρατηγικός ρόλος που έρχεται να διαδραματίσει η εφαρμογή των κατευθύνσεων της ΕΕ και της Διαδικασίας της Μπολόνια» και «κέρδισε έδαφος η αντίληψη για την αναγκαιότητα των συμμαχιών, πριν απ' όλα με τους άλλους πανεπιστημιακούς φορείς - φοιτητικό κίνημα και εργαζόμενους στα ΑΕΙ, το μάχιμο εργατικό κίνημα, το μαθητικό, το σπουδαστικό κίνημα στα ΤΕΙ, αλλά και γενικότερα το λαϊκό κίνημα». Ταυτόχρονα, η ΔΗΠΑΚ άσκησε κριτική στις σοβαρές αδυναμίες που παρουσιάστηκαν το προηγούμενο διάστημα.
Στην τοποθέτησή της η ΔΗΠΑΚ σημειώνει ότι «χάθηκε πολύτιμος χρόνος την πρώτη χρονιά, όπου πέρασαν μεγάλης σημασίας νόμοι για το πανεπιστήμιο. Την ίδια στιγμή η απόφαση του προηγούμενου συνεδρίου δε βοήθησε στην αγωνιστική προετοιμασία του πανεπιστημιακού κινήματος και σωστά ξεπεράστηκε. Ασφαλώς η κατάθεση του νέου νόμου - πλαισίου έπρεπε να είναι στο επίκεντρο της δράσης της ΠΟΣΔΕΠ. Το κύριο όμως κριτήριο στη δράση της ΠΟΣΔΕΠ θα έπρεπε να ήταν η συνολική παρέμβαση της κυβέρνησης και της ΕΕ, γεγονός που άργησε να συνειδητοποιηθεί και από την άποψη αυτή να οργανωθεί και η αντίσταση ενάντια στην πολιτική των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων».
Υπογραμμίζει ότι «η ΠΟΣΔΕΠ έδειξε μια σχετική υποτίμηση στην ποικιλομορφία των κινητοποιήσεων και την κλιμάκωσή τους» και τονίζει ότι «σωστή μορφή πάλης είναι αυτή που συσπειρώνει, εξασφαλίζει ενότητα και δράση και παράλληλα προωθεί το βασικό πολιτικό στόχο. Οτι οι μορφές πάλης είναι μέσο εφαρμογής της πολιτικής και όχι η ίδια η πολιτική και ότι οι μορφές πάλης πρέπει να εναλλάσσονται».
«Συχνά - αναφέρει η ΔΗΠΑΚ - σημειώθηκαν φαινόμενα μη ισότιμης αντιμετώπισης των δυνάμεων των φοιτητικών παρατάξεων, γεγονός που επηρέασε συνολικά τη δράση της ΠΟΣΔΕΠ. Ιδιαίτερα επηρέασε το επίπεδο και το περιεχόμενο των συμμαχιών, όπου αναπτύχθηκαν προσανατολισμοί, που, όπως αποδείχτηκε, δεν ωφελούσαν τον αγώνα του κινήματος, όπως έγινε με τις συμμαχίες με τη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ, οι οποίες ενίσχυαν τις θέσεις της κυβέρνησης τόσο με τις γενικότερες τοποθετήσεις, αλλά και με την πρωτοβουλία τους να δημιουργήσουν το πρώτο ιδιωτικό μη κρατικό πανεπιστήμιο. Είναι θετικό που η ΠΟΣΔΕΠ τροποποίησε έστω και στο τέλος τη θέση της αυτή».
Ακόμα, τονίζει ότι «υποτιμήθηκε πολύ σοβαρά η αντιπαράθεση με τις "άλλες προτάσεις", που έβρισκαν πλατιά δημοσιότητα και στήριξη από τον Τύπο και επηρέαζαν στη δημιουργία ενός επιθετικού κλίματος ενάντια στην ΠΟΣΔΕΠ, το οποίο η κυβέρνηση επιδίωξε να εκφραστεί ενάντια στο πανεπιστημιακό κίνημα στο σύνολό του».
Προσθέτει ότι «δεν αντιμετωπίστηκαν οι τάσεις αναδίπλωσης που παρουσιάστηκαν και οφείλονταν είτε σε πραγματικές επιφυλάξεις και ανησυχίες ή ακόμη και σε αυταπάτες, είτε στη στάση τμήματος του ΔΕΠ, όπως "η κίνηση των προθύμων", που έχει κάθε συμφέρον από την ιδιωτικοποίηση του δημόσιου πανεπιστημίου, είτε σε πιέσεις που εξασκούνταν από τις δικομματικές επιλογές και την αντίστοιχη τακτική της κατασυκοφάντησης και κατατρομοκράτησης του ΔΕΠ από τα ΜΜΕ, είτε ακόμη και σε κραυγαλέες μονομέρειες στο επίπεδο των συμμαχιών και των μορφών πάλης που απέστρεφαν το ΔΕΠ από το κίνημα και το εγκλώβιζαν στα παραπλανητικά επιχειρήματα περί ανοιχτού πανεπιστημίου».
Και προσθέτει ότι «ουσιαστικό πρόβλημα υπήρξε με την αντιμετώπιση της κυβερνητικής προπαγάνδας και των ΜΜΕ για το εάν η ΠΟΣΔΕΠ είχε ή δεν είχε θέσεις, αν ήταν μια συνεχής άρνηση ή όχι. Ενώ πράγματι η ΠΟΣΔΕΠ, σε μια πορεία, απέκτησε θέσεις που αντιμετώπιζαν την πολιτική των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων, στην κατάλληλη και σταθερή προβολή τους έδειξε μια σημαντική υστέρηση. Η παραπάνω εκτίμηση σχετιζόταν άμεσα και με το δεύτερο βασικό επιχείρημα της κυβέρνησης ότι η ΠΟΣΔΕΠ δεν ήθελε αλλαγές στην υπάρχουσα κατάσταση των ΑΕΙ. Ενώ ήταν δικαιολογημένο μέχρι ενός σημείου να δίνεται περισσότερο έμφαση στην αντίσταση ενάντια στην πολιτική της κυβέρνησης, για να μην περάσουν και να μην εφαρμοστούν οι αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις, από ένα σημείο και μετά έπρεπε να αντιμετωπιστεί με ριζικό τρόπο η κυβερνητική επιχειρηματολογία, ξεκαθαρίζοντας ρητά ότι το σημερινό πανεπιστήμιο δεν έχει σχέση με τους στόχους της ΠΟΣΔΕΠ, πράγμα που δεν έγινε. Φυσικά, κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο να γίνει στο συνέδριο της ΠΟΣΔΕΠ».
Στην τοποθέτησή της, η ΔΗΠΑΚ επισημαίνει ότι «η ΠΟΣΔΕΠ έδωσε ένα σημαντικό αγώνα ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του δημόσιου πανεπιστημίου. Εφερε το ζήτημα της παιδείας, μαζί με το πρωτοπόρο φοιτητικό και σπουδαστικό κίνημα, το μάχιμο εργατικό κίνημα, τους γονείς και τους μαθητές, στο προσκήνιο της καθημερινής κοινωνικής πραγματικότητας. Αποκάλυψε τους πραγματικούς στόχους της κυβερνητικής πολιτικής».
Οπως υπογραμμίζει η ΔΗΠΑΚ, η ΠΟΣΔΕΠ «αντιστάθηκε στο τρομοκρατικό κύμα που εξαπολύθηκε, στην αστυνομική βία, στην κατασταλτική λογική που προσπάθησε να επιβάλει η κυβέρνηση και να αξιοποιήσει η αξιωματική αντιπολίτευση στο πλαίσιο της δικομματικής αντιπαράθεσης. Τέλος, υπονόμευσε το κύρος και την ισχύ της πολιτικής των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων έτσι ώστε από πλεονεκτικότερη θέση να μπορεί να αγωνιστεί, στην περίπτωση που η κυβέρνηση θα περάσει το νόμο - πλαίσιο, ενάντια στη μη εφαρμογή του».
Με πολύμορφες κινητοποιήσεις κάθε μέρα, καθ' όλη τη διάρκεια της συζήτησης του νομοσχεδίου για την ανώτατη εκπαίδευση στην Ολομέλεια της Βουλής, εντείνουν τον αγώνα για δημόσια δωρεάν παιδεία φοιτητές και σπουδαστές στη βδομάδα που έρχεται. Για την ημέρα ψήφισης του νόμου, φοιτητές και σπουδαστές προγραμματίζουν πανελλαδικό πανεκπαιδευτικό συλλαλητήριο στην Αθήνα.
Το νομοθετικό πλαίσιο για αυτή την εισβολή έχει ξεκινήσει να «χτίζεται» από τη δεκαετία του '80 (από το νόμο - πλαίσιο του 1982 ακόμα) και να «ισχυροποιείται» στη δεκαετία του '90. Τα «παραθυράκια» για την είσοδο εταιρειών στις σχολές είναι οι «Εταιρείες Διαχείρισης και Αξιοποίησης της Περιουσίας» των ΑΕΙ, τα «Τεχνολογικά Πάρκα», διάφορα σεμινάρια, τα Ερευνητικά Πανεπιστημιακά Ινστιτούτα, καθώς και οι «Ειδικοί Λογαριασμοί Κονδυλίων Ερευνας».
Ο αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Αθήνας Δ. Ασημακόπουλος, έχει δηλώσει σε συζήτηση με δημοσιογράφους ότι όση είναι η κρατική χρηματοδότηση προς το ίδρυμα, άλλο τόσο είναι το ύψος των οικονομικών πόρων που εισρέουν στο ίδρυμα από άλλες πηγές μέσω της έρευνας. Αντίστοιχη - και ίσως επαυξημένη ως προς το ύψος της χρηματοδότησης από άλλες πηγές - εικόνα έχει δώσει και το Μετσόβιο Πολυτεχνείο, ενώ η χρηματοδότηση από ιδιώτες είναι καθεστώς όχι μόνο στα μεγάλα πανεπιστημιακά ιδρύματα, αλλά και σε μικρότερα.
Το νομοθετικό πλαίσιο ίδρυσης και λειτουργίας των Ειδικών Λογαριασμών Ερευνας, είναι αποκαλυπτικό για την πλήρη κάλυψη, έως και επιδίωξη της χρηματοδότησης από ιδιωτικές επιχειρήσεις, αλλά και την κάλυψη της εμπορευματοποίησης λειτουργιών των ιδρυμάτων, δηλαδή της λειτουργίας και των ίδιων των ΑΕΙ σαν επιχειρήσεις. Προβλέπεται λοιπόν από το 1996 ότι (η υπογράμμιση δική μας):
«Σκοπός του Λογαριασμού είναι η διάθεση και διαχείριση κονδυλίων που προέρχονται από οποιαδήποτε πηγή και προορίζονται για την κάλυψη δαπανών οποιουδήποτε είδους»...
«Πόροι του λογαριασμού είναι: (...) γ) ειδικές εισφορές και χρηματοδοτήσεις από δημόσιες επιχειρήσεις, άλλους δημόσιους φορείς, ιδιωτικές επιχειρήσεις ή ιδιώτες, διεθνείς οργανισμούς και δωρεές κάθε είδους με πράξεις εν ζωή ή αιτία θανάτου. δ) Εσοδα από παροχές υπηρεσιών προς τρίτους, από εμπορική εκμετάλλευση ευρεσιτεχνιών, τεχνογνωσίας και προϊόντων που προκύπτουν από χρηματοδοτούμενα έργα και πρόσοδοι από περιουσιακά στοιχεία του Λογαριασμού». ε) Κάθε είδους δάνεια»...
Επίσης, ορίζεται ότι ο Ειδικός Λογαριασμός έχει τα δικά του όργανα διοίκησης και ότι η διοίκηση και διαχείριση του ειδικού λογαριασμού είναι ανεξάρτητη από τη διοίκηση των ΑΕΙ.
Ορισμένα ενδεικτικά νούμερα αρκούν για να επιβεβαιώσουν του λόγου το αληθές και τα αποτελέσματα αυτού του νομοθετικού πλαισίου:
Χρειάζεται να διευκρινίσουμε ακόμα ότι τα προγράμματα αυτά αναφέρονται σε απευθείας χρηματοδότηση από ιδιώτες. Ομως, ιδιωτική χρηματοδότηση υπάρχει και μέσω των προγραμμάτων που εμφανίζονται να χρηματοδοτούνται από την ΕΕ. Αντίστοιχη είναι η κατάσταση στα περισσότερα πανεπιστήμια της χώρας.
Οταν, όμως, η έρευνα χρηματοδοτείται από ιδιώτες σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις παραγγέλνουν το αντικείμενό της και ελέγχουν την αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της σύμφωνα με τα συμφέροντά τους. Για παράδειγμα, εξασφαλίζουν το θάψιμο των αποτελεσμάτων της έρευνας αν αυτά δεν εξυπηρετούν το συμφέρον της επιχείρησης, ανεξάρτητα αν τα αποτελέσματα της έρευνας είναι ευεργετικά για τη λαό.
Πέρσι ο «Ρ» είχε αποκαλύψει τους όρους ενός συμβολαίου, που υπέγραψαν για μια τέτοια έρευνα το Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο και το Πανεπιστήμιο Κρήτης, με την εταιρεία «Friesland - Hellas» (θυγατρική της «Friesland Foods» που εδρεύει στην Ολλανδία και παράγει τα γνωστά προϊόντα «ΝΟΥΝΟΥ»). Το θέμα της έρευνας ήταν: «Διατροφική αξιολόγηση για το σχεδιασμό προγραμμάτων διατροφικής αγωγής σε νήπια και παιδιά 1 - 4 ετών στην Ελλάδα». Δηλαδή, η «ΝΟΥΝΟΥ» παράγγειλε μια έρευνα για να ελέγξει πώς λειτουργούν τα προϊόντα της και να σχεδιάσει ανάλογα τους στόχους της. Αποκαλυπτικοί γι' αυτό οι όροι χρηματοδότησης της έρευνας από τη συγκεκριμένη εταιρεία: Η «Friesland» μπορεί να ελέγχει και να καθορίζει τι θα δημοσιοποιηθεί και τι όχι από τα αποτελέσματα της έρευνας. Δηλαδή, καθορίζει από την αρχή το χαρακτήρα της έρευνας, καθορίζει ότι η έρευνα γίνεται πρώτα και κύρια για τα συμφέροντά της, καθορίζει μέσω του τρόπου χρηματοδότησης ακόμα και το πώς θα γίνει η έρευνα!
Αποκαλυπτική ήταν και η περίπτωση του Τμήματος Επιστήμης Διατροφής και Διαιτολογίας του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου, που προγραμμάτιζε να ξεκινήσει άλλη μια αντίστοιχη έρευνα («Διατροφή και κληρονομικότητα στην παιδική ηλικία»), αυτή τη φορά με χρηματοδότη την «Κόκα - Κόλα», αλλά το πρόγραμμα στην πορεία πάγωσε!
Τα παραδείγματα δε σταματούν εκεί. Στο Τμήμα Χημικών Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου έχει εγκριθεί ερευνητικό πρόγραμμα με τίτλο: «Ποσοτική εκτίμηση/ επιβεβαίωση παραγωγικής διαδικασίας προϊόντων της βιομηχανίας μπισκότων»(!) που χρηματοδοτείται από τη γνωστή εταιρεία μπισκότων «ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΑΕ». Στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών αντίστοιχα, εγκρίθηκε έρευνα με τίτλο: «Περιμετρικοί τοίχοι πληρώσεως: Χρήση οπλισμού αρμών ή διαζωμάτων οπλισμένου σκυροδέματος», που χρηματοδοτείται από το Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών Κεραμοποιίας!
Ακόμα, στις οικονομικές σχολές και σε μικρότερο βαθμό στα υπόλοιπα επιστημονικά αντικείμενα, οι ιδιωτικές εταιρείες μπαινοβγαίνουν στις σχολές μέσω διάφορων σεμιναρίων, μέσω των περίφημων «ημερών» ή «βδομάδων» καριέρας, ενώ υπάρχουν εταιρείες που φιγουράρουν ως συνεργάτες πανεπιστημίων καθώς υπογράφουν συμφωνίες για απασχόληση φοιτητών στο πλαίσιο της πρακτικής τους άσκησης.
Τέτοιου τύπου παρεμβάσεις έχουν ξεκάθαρα ιδεολογικό περιεχόμενο, αφού στο σύνολό τους αποτελούν «συνταγές» για το πώς πρέπει να είναι ο αυριανός εργαζόμενος, μαγειρεμένες από τους αυριανούς εργοδότες των φοιτητών. Θέλουν, δηλαδή, να φτιάχνουν αποφοίτους κομμένους και ραμμένους στα μέτρα και τις απαιτήσεις του κεφαλαίου.
Αποκαλυπτική γι' αυτές τις προθέσεις είναι και η πρωτοβουλία που πήραν πριν λίγους μήνες το ίδρυμα Λαμπράκη μαζί με άλλα 7 ιδρύματα, πίσω από τα οποία κρύβονται επιχειρηματικοί κολοσσοί (Εθνικής Τράπεζας, Μποδοσάκη, Νιάρχου, Ωνάση, Κωστόπουλου, Λεβέντη, Ευγενίδου). Τα «ευαγή» αυτά ιδρύματα ανακοίνωσαν ότι θα μελετούν κατά τακτά χρονικά διαστήματα την απασχόληση αποφοίτων πανεπιστημίων και ΤΕΙ και θα διαθέτουν πληροφορίες για σπουδές στα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μέσω διαδικτυακού κόμβου όπου θα περιλαμβάνονται αναλυτικοί οδηγοί σπουδών και περιγράμματα επαγγελματικών κατευθύνσεων. Δηλαδή, θα μελετούν το πόσο προσαρμοσμένοι είναι οι απόφοιτοι των πανεπιστημίων και των ΤΕΙ στο μοντέλο του εργαζόμενου που επιθυμεί το κεφάλαιο και, φυσικά, θα υποδεικνύουν κατά καιρούς τις αναπροσαρμογές που θα κρίνουν αναγκαίες. Παράλληλα, θα παραγγέλνουν απόφοιτους στις ειδικότητες που θέλουν και θα προσανατολίζουν - μέσω των οδηγών σπουδών - τους υποψήφιους για την Ανώτατη Εκπαίδευση στις κατευθύνσεις που θέλει το κεφάλαιο.