Είναι ενδεικτικό ότι τη χρονιά που διανύουμε, σύμφωνα με όσα προέβλεπε ο προϋπολογισμός του 2003, οι δαπάνες κατευθύνθηκαν στην πλειοψηφία τους στις ανελαστικές δαπάνες (μισθοδοσία και πάγια έξοδα) και, όχι στην ανάπτυξη της δημόσιας δωρεάν Παιδείας στην οποία η χρόνια υποχρηματοδότηση έχει συσσωρεύσει άλυτα προβλήματα.
Οι δαπάνες για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση σε σχέση με το 2002 ήταν κατά 2% αυξημένες (κάτω από τον πληθωρισμό) και η πενιχρή αυτή αύξηση διατέθηκε για την ενίσχυση του μηχανισμού χειραγώγησης των εκπαιδευτικών, όπως την επιλογή στελεχών εκπαίδευσης που όπως κατήγγειλαν και οι εκπαιδευτικές ομοσπονδίες έγιναν με αδιαφανή κριτήρια με στόχο την επιλογή «ημετέρων». Σε ό,τι αφορά την επιμόρφωσή τους, αντί για ουσιαστική επιμόρφωση με ευθύνη των ΑΕΙ και απαλλαγή των εκπαιδευτικών από τα διδακτικά τους καθήκοντα όσο αυτή διαρκεί, μεγάλο μέρος των κονδυλίων δόθηκε για την πρόσληψη προσωπικού για την κατάρτιση των εκπαιδευτικών.
Η κατάσταση που επικρατεί σήμερα στα σχολεία, ένα σχεδόν μήνα μετά την έναρξη της σχολικής χρονιάς, με τις τεράστιες ελλείψεις σε εκπαιδευτικούς, συνδέεται άμεσα με την υποχρηματοδότηση και βρισκόταν ήδη καταγεγραμμένη στον προϋπολογισμό του 2003. Σε αυτόν, οι δαπάνες στρέφονταν στην κάλυψη των αναγκών σε εκπαιδευτικό προσωπικό, μέσα από την αύξηση της υπερωριακής απασχόλησης και των ωρομισθίων, χωρίς αύξηση των διορισμών. Σήμερα, Οκτώβρη του 2003, οι ελλείψεις στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση αγγίζουν τις 3.000 και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση πλησιάζουν τις 2.000 σε 22 από τις 58 Διευθύνσεις Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης της χώρας και το υπουργείο Παιδείας φαίνεται ότι προσπαθεί να αναζητήσει φτηνές λύσεις κάλυψής τους με προσλήψεις ωρομισθίων και υπερωριακή απασχόληση των εκπαιδευτικών. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση δίνεται οδηγία για υπερωριακή απασχόληση δασκάλων μέχρι και 10 ώρες εβδομαδιαίως με... κίνητρο υπερωριακή αποζημίωση 9 ευρώ μεικτών την ώρα. Και αν αυτά τα ψίχουλα αποτελούν την ακριβή λύση για την κάλυψη των κενών, υπάρχει και το φαινόμενο κατάργησης τάξεων υποδοχής και ενισχυτικής διδασκαλίας σε σχολεία, προκειμένου οι εκπαιδευτικοί να καλύψουν κενά.
Ανοιχτή παρέμβαση στον προσανατολισμό της εκπαίδευσης γίνεται μέσω των κοινοτικών κονδυλίων, του Επιχειρησιακού Προγράμματος Εκπαίδευση και Αρχική Επαγγελματική Κατάρτιση (ΕΠΕΑΕΚ), που αποτελεί το μοχλό εφαρμογής των αντιεκπαιδευτικών επιλογών και της ιδιωτικοποίησης πλευρών της εκπαίδευσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το πολυδιαφημισμένο «ολοήμερο σχολείο», που όπως φάνηκε φέτος, ετοιμάζεται να αντικαταστήσει τον κλασικό τύπο σχολείου. Η «δωρεάν» περίοδος χάριτος, με περιφερόμενους από σχολείο σε σχολείο ωρομίσθιους εκπαιδευτικούς, και με τους γονείς να καλούνται σταδιακά να καλύψουν τις ανάγκες για τη λειτουργία του, θα λήξει αμέσως μόλις εξαντληθεί η κοινοτική χρηματοδότηση και καθιερωθεί ο θεσμός. Και το μέλλον επιφυλάσσει νέα μέτρα με τα κοινοτικά κονδύλια να είναι το καρότο και η αξιολόγηση των σχολείων το μαστίγιο για τη βίαιη υποταγή του εκπαιδευτικού συστήματος στους νόμους και στις επιταγές της αγοράς.
Είναι φανερό σήμερα ότι η υποχρηματοδότηση της Παιδείας αποτελεί συνειδητή επιλογή, αλλά και ότι πραγματικά δημόσια και δωρεάν Παιδεία για όλους δεν μπορεί να επιτευχθεί με τα ψίχουλα που δίνονται από τον κρατικό προϋπολογισμό, από τον οποίο θα πρέπει να καλύπτεται το σύνολο των σύγχρονων λαϊκών αναγκών για την Παιδεία.
Και η ουσιαστική αύξηση των δαπανών για την Παιδεία οφείλει να αποτελεί έναν από τους βασικούς στόχους πάλης, όχι μόνο για τους εκπαιδευτικούς, αλλά και το σύνολο του λαϊκού κινήματος. Σε αντίθεση με την πολιτική της ιδιωτικοποίησης της δημόσιας εκπαίδευσης και της ασφυκτικής υπαγωγής της στις προτεραιότητες της αγοράς, απαιτείται η κατάργηση της ιδιωτικής εκπαίδευσης και η γενναία αύξηση των δαπανών για την Παιδεία από τον Κρατικό Προϋπολογισμό. Η αύξηση αυτή αποτελεί απαραίτητο όρο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που έχει συσσωρεύσει η χρόνια λιτότητα και την ικανοποίηση των νέων αναγκών. Η αναγκαιότητα της διεκδικητικής πάλης για την κατάκτηση όλων αυτών των δεδομένων που συνθέτουν την εξασφάλιση της δημόσιας δωρεάν Παιδείας για όλους, χωρίς ταξικούς φραγμούς για τα παιδιά της εργατικής τάξης και όλων των απλών ανθρώπων του μόχθου, περνά από το δρόμο της οργανωμένης μετωπικής παλλαϊκής κοινωνικοπολιτικής δράσης ενάντια στην πολιτική της άρχουσας τάξης ως την οριστική ανατροπή της.
Μειώθηκαν σημαντικά τα τελευταία χρόνια οι λειτουργικές δαπάνες ανά φοιτητή και σε λειτουργικές υποδομές
Οι φοιτητές που στοιβάζονται υπεράριθμοι στα αμφιθέατρα (όταν είναι τυχεροί και περνούν σε ένα Τμήμα που έχει δικό του κτίριο), χωρίς θέρμανση και οπτικοακουστικό εξοπλισμό, που μπαινοβγαίνουν σε εργαστήρια χωρίς τον απαραίτητο εξοπλισμό και πληρώνουν απ' την τσέπη τους τα αναλώσιμα, που καθυστερούν και κάποιες φορές δε λαμβάνουν καν συγγράμματα (ειδικά στα ΤΕΙ), που δεν έχουν σύγχρονες βιβλιοθήκες, που στερούνται των βασικών δικαιωμάτων σε σίτιση και στέγαση και άλλα πολλά ...γνωρίζουν πολύ καλά τι θα πει υποχρηματοδότηση. Το γνωρίζουν, επίσης, κι οι πανεπιστημιακοί, που προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα μ' αυτήν την κατάσταση.
Κι ενώ η κυβέρνηση κλείνει τα αυτιά στο αίτημα για γενναία αύξηση της χρηματοδότησης, κλείνει και το μάτι ή, αν θέλετε, ανοίγει την πόρτα για να μπάσει τις εταιρίες στα ιδρύματα να καλύψουν τα τεράστια κενά που δημιουργεί η πολιτική της. Γιατί η υποχρηματοδότηση της ανώτατης εκπαίδευσης είναι πολιτική επιλογή.
Σύμφωνα με τα αναλυτικά στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η ΠΟΣΔΕΠ (Ομοσπονδία των πανεπιστημιακών), μεταξύ των ετών 1993 και 2002, οι εισαγόμενοι φοιτητές ανά έτος στα πανεπιστήμια σχεδόν διπλασιάστηκαν (από 22.000 έφτασαν τις 40.000 περίπου), ο αριθμός των μεταπτυχιακών προγραμμάτων υπερ-τετραπλασιάστηκε (από 51 προγράμματα έφτασαν τα 233 και συνεχίζουν να αυξάνονται), ο αριθμός των πανεπιστημιακών Τμημάτων αυξήθηκε κατά 31,7%, δημιουργήθηκε ένα επιπλέον πανεπιστήμιο και ο αριθμός του Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ) των ιδρυμάτων αυξήθηκε κατά 46%.
Τα στοιχεία αυτά, αν συμπληρωθούν με τις εξελίξεις του 2002 - 2003, μαρτυρούν ότι συνεχίζεται η τάση μαζικοποίησης των Ανώτατης Εκπαίδευσης, αφού δημιουργήθηκαν κι άλλα νέα Ιδρύματα και Τμήματα, ενώ έχει εξαγγελθεί και νέα αύξησή τους μέχρι το 2005.
Είναι προφανές ότι οι ανάγκες που δημιουργούνται στα Ιδρύματα από αυτήν την «άκρατη» μαζικοποίηση είναι τεράστιες. Τι έγινε όμως, με τις δαπάνες στο αντίστοιχο διάστημα;
Η τακτική επιχορήγηση στα Ιδρύματα και η χρηματοδότηση για δαπάνες υποδομών στο διάστημα 1993 - 2002 φαίνονται, ακόμα κι αν λάβουμε υπόψη τον πληθωρισμό, να αυξάνονται κατά 87,53% και 29,83%, αντίστοιχα. Αυτό το στοιχείο όμως, από μόνο του δε λέει τίποτα, αν δεν το συνδέσουμε με την αύξηση των Τμημάτων και την αύξηση των εισαγόμενων φοιτητών, που σημειώσαμε παραπάνω. Με αυτήν τη σύνδεση, λοιπόν, προκύπτει ότι οι δαπάνες υποδομών ανά Τμήμα μειώθηκαν κατά 16,75%, ενώ το σύνολο των δαπανών ανά Τμήμα αυξήθηκε μόλις 2,53%! Και μιλάμε σχεδόν για μια ολόκληρη δεκαετία! Ακόμα πιο απογοητευτικά είναι τα στοιχεία για τις δαπάνες ανά φοιτητή: Οι λειτουργικές δαπάνες ανά φοιτητή μειώθηκαν κατά 25,59%, η χρηματοδότηση υποδομών μειώθηκε κατά 57,33% και το σύνολο των δαπανών ανά εισαγόμενο φοιτητή παρουσιάζει μείωση κατά 43,37%!
Σύμφωνα με πιο συγκεκριμένα στοιχεία, για την πενταετία 1996 - 2002, οι χρηματοδοτήσεις προς τα Ιδρύματα από όλες τις πηγές (κρατικές, κοινοτικές κλπ.) παρουσιάζουν ονομαστική αύξηση κατά 7,1%, λαμβάνοντας υπόψη, όμως, τη μεταβολή του δείκτη τιμών, έχουμε μάλλον πραγματική μείωση κατά 5,6%. Οι πανεπιστημιακοί εκτιμούν ότι ανάλογη θα είναι η πραγματική μείωση και για την επόμενη πενταετία. Εξάλλου, μόλις πριν λίγες μέρες, ανακοινώθηκε με Υπουργική Απόφαση ότι μέχρι το τέλος του χρόνου θα υπάρχουν περικοπές στον προϋπολογισμό του 2003 από 5% έως 15% και ανάμεσα στους φορείς που θα λάβουν πετσοκομμένες τις επιχορηγήσεις είναι και τα Ανώτατα Ιδρύματα (περικόπτονται σίγουρα κατά 5% οι δαπάνες για συγγράμματα και φοιτητική μέριμνα).
Είναι περιττό να προσθέσουμε ότι η μαζικοποίηση και η υποχρηματοδότηση πάνε χέρι - χέρι με την κατάφωρη υποβάθμιση.
Η μαζικοποίηση, λοιπόν, της Ανώτατης Εκπαίδευσης κάθε άλλο παρά κοσμογονία έφερε. Ακόμα πιο δραματική είναι η εικόνα για τα ΤΕΙ, καθώς οι δαπάνες είναι χαμηλότερες, ενώ η αύξηση Τμημάτων και φοιτητών είναι αναλογικά μεγαλύτερη. Μάλιστα, χρειάζεται να ομολογήσουμε ότι η διασύνδεση των πανεπιστημίων με τις επιχειρήσεις, που αφορά κυρίως στον τομέα της έρευνας, είναι μεγαλύτερη στα πανεπιστήμια από ό,τι στα ΤΕΙ, που έχουν πιο περιορισμένες δυνατότητες έρευνας.
Δεν είναι τυχαία, λοιπόν, η «ομολογία» του ειδικού γραμματέα Τεχνολογικής Εκπαίδευσης του υπουργείου Παιδείας (την περασμένη Τετάρτη, προς τους σπουδαστές που έκαναν παράσταση ενάντια στην αξιολόγηση) ότι ένα μέρος των αναγκών θα καλύπτεται και από επιχειρήσεις, γιατί δε γίνεται κοινωνία χωρίς υποστηρίξεις... Αυτό, επίσης, αποτελεί απόδειξη ότι η «αξιολόγηση» των Ιδρυμάτων είναι το βασικό εργαλείο για να προχωρήσει η διασύνδεσή τους με τις επιχειρήσεις, δηλαδή η υποταγή της επιστημονικής παραγωγής, της ίδιας της εξέλιξης της επιστήμης, στις επιλογές του μεγάλου κεφαλαίου.
Ο Γιώργος Τριμπέρης, αναπληρωτής καθηγητής του Φυσικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθήνας, σε άρθρο του («Ελευθεροτυπία», 30/9/2003), αναφέρει ότι «τα χρήματα που τους δίνει (σ.σ. στους πανεπιστημιακούς) ετησίως το κράτος για έρευνα φθάνουν μόνο για χαρτικά και αναλώσιμα». Ολο και περισσότεροι πανεπιστημιακοί ομολογούν πια ότι ο κύριος όγκος της έρευνας που διεξάγουν τα Ιδρύματα παραγγέλνεται και χρηματοδοτείται απευθείας από τις επιχειρήσεις (με διάφορες φόρμουλες) ή διανέμεται μέσω ευρωπαϊκών προγραμμάτων σε διάφορα ιδρύματα, τμηματικά, ως «φασόν», μετά από παραγγελία, και πάλι, μεγάλων πολυεθνικών.
Μέσα σ' αυτήν τη ζούγκλα που διαμορφώνεται, τα Ιδρύματα και οι πανεπιστημιακοί που θα μπορέσουν να επιβιώσουν είναι αυτοί που θα μπορούν να υποτάσσουν καλύτερα την επιστημονική τους παραγωγή (τόσο ερευνητική, όσο και τους αποφοίτους που θα βγάζουν) στις απαιτήσεις της αγοράς, των επιχειρήσεων, του κεφαλαίου. Γι' αυτήν τους την αποστολή θα ελέγχονται, δηλαδή θα αξιολογούνται. Σύμφωνα με την αναφορά του υπουργείου Παιδείας στη Σύνοδο των Ευρωπαίων Υπουργών στο Βερολίνο, κάθε ίδρυμα θα συνάπτει συμφωνία με την κυβέρνηση πάνω στο επιχειρησιακό στρατηγικό σχέδιο ανάπτυξής του για κάθε τετραετία και θα χρηματοδοτείται με βάση τους συμφωνημένους στόχους του και την πρόοδό του στην τήρηση της συμφωνίας.
Τα περιθώρια, λοιπόν, για «οικονομικές κατακτήσεις», για να αποσπάσουν οι εκπαιδευτικοί και τα Ιδρύματα μεγαλύτερες δαπάνες, συνεχώς στενεύουν. Σ' αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο που δημιουργείται, είναι επόμενο να εμφανίζονται, αντί γενναίας αύξησης, προτάσεις όπως αυτή που ψέλλισε ο υπουργός Οικονομικών στη συνάντησή του με την ΠΟΣΔΕΠ, για «επίδομα συνδεδεμένο με την παραγωγικότητα» στις δυο χαμηλότερες βαθμίδες των πανεπιστημιακών που επιθυμούν να εξελιχθούν.
Αν όμως, πραγματικά, το ζητούμενο των πανεπιστημιακών είναι η υπεράσπιση του δημόσιου πανεπιστημίου, τότε δεν πρέπει να χωρούν αυταπάτες στον αγώνα τους, του τύπου «έχουμε μια πρώτη νίκη», «να πάρουμε κάτι παραπάνω για να σταματήσουμε». Γιατί το «κάτι παραπάνω» ποτέ δε θα είναι αρκετό, για να να καλύψει τις ανάγκες, τόσο των ίδιων, όσο και των Ιδρυμάτων. Γι' αυτό χρειάζεται να γίνει βασική αιχμή του αγώνα τους η ανάγκη για μια εντελώς διαφορετική Ανώτατη Εκπαίδευση, με άλλη δομή (ενιαία κι όχι με φτωχούς συγγενείς τα ΤΕΙ) και άλλο προσανατολισμό, που να βάζει στο επίκεντρο της ανάπτυξης της επιστήμης τις λαϊκές ανάγκες.