Από κοντά, έρχεται και η διαστρέβλωση της Ιστορίας, με περίπου νομοτελειακό τρόπο. Το χειρότερο που μπορεί να πάθει ένας λαός είναι να στερηθεί την Ιστορία του, δηλαδή να αλλοτριωθεί, να υποδουλωθεί νοητικά, να γίνει εύκαμπτος, καθώς θα έχει ξεχάσει δύο πολύ σπουδαία πράγματα: το τι έχει κερδίσει ως τώρα και το τι απομένει να κερδηθεί. Στην παρακμή της, η αστική τάξη αλλάζει ακόμα και τα βιβλία Ιστορίας που θέσπισε αυτή η ίδια και μεταβάλλει σε ιδιωτικές εταιρείες τα πανεπιστήμια που μεγέθυνε η ίδια, την εποχή που αντιπάλευε ακόμα τη φεουδαρχική ιδιοκτησία. Η Ιστορία παραχαράσσεται, διαστρεβλώνεται και εκχυδαΐζεται σε όλα τα επίπεδα. Η αλήθεια παραμερίζεται, προς όφελος του τυχοδιωκτικού ανταγωνισμού.
Οχι μόνο για μας τους Ελληνες, αλλά και για όλους ανεξαίρετα τους βαλκανικούς λαούς, η εποχή της Τουρκοκρατίας αποτελεί μια εποχή μεγάλης κοινωνικής, πολιτικής και πολιτιστικής καθυστέρησης. Σύμφωνα με τον Μαρξ1, «η φυσική μορφή της γαιοπροσόδου αποτελεί ένα από τα μυστικά αυτοσυντήρησης της τουρκικής αυτοκρατορίας». Η ταύτιση γαιοπροσόδου και έγγειου φόρου στην οθωμανική αυτοκρατορία αντιστοιχούσε σε μια κοινωνία αγροτική, στη συντριπτική της πλειοψηφία, όπου από το έντονα διατηρούμενο σε ορισμένες περιοχές (όπως π.χ. στο Σούλι ή στη Μάνη) φυλογενετικό σύστημα αναδύεται μια στρατιωτική αριστοκρατία. Οι στρατιωτικοί αυτοί αρχηγοί που, όπως και οι Οθωμανοί αντίστοιχοί τους γαιοκτήμονες βρίσκονταν από κοινωνική και πολιτιστική άποψη στο χαμηλότερο και βαρβαρικότερο στάδιο της φεουδαρχίας σύμφωνα με τον Ενγκελς2, ήταν άμεσοι υποτελείς του σουλτάνου. Το καθεστώς αυτό αποκλήθηκε από τον Ενγκελς «ημιφεουδαρχισμός» και εξαιτίας της ατελούς του εξέλιξης, αλλά και επειδή οι αγρότες δεν ήταν άμεσα εξαρτημένοι από τους γαιοκτήμονες, αλλά από το ίδιο το ασιατικό δεσποτικό αυταρχικό κράτος. Το εσωτερικό εμπόριο δεν ήταν καθόλου ανεπτυγμένο. «Ο τουρκικός τρόπος να προάγεται το εμπόριο όσον καιρό οι Τούρκοι βρίσκονταν στο αρχικό, νομαδικό τους καθεστώς ήταν να ληστεύουν καραβάνια και τώρα που είναι λίγο περισσότερο πολιτισμένοι, ο τρόπος τους συνίσταται σε κάθε είδους καταπιεστικές αυθαιρεσίες3».
Λέμε ότι ο Μαρξισμός δεν επιχειρεί να αποκρύψει, δε διαστρεβλώνει, δε συγχέει πονηρά το κύριο με το δευτερεύον, επειδή αποτελεί μια επιστημονική μέθοδο που αποκαλύπτει την αλήθεια για την εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας. Και σαν τέτοια, δεν επιδέχεται αντιεπιστημονικές μεθοδεύσεις.
Σύμφωνα με τον Λένιν5, η περίοδος της αστικής επανάστασης που άρχισε στην Ευρώπη το 1789 τερματίστηκε βασικά γύρω στο 1871, και η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Βαλκανική χερσόνησο συντελέστηκε αργότερα υπό καλύτερες συνθήκες στο μέτρο που υπήρχαν εκεί ανεξάρτητα εθνικά κράτη. Ούτε, λοιπόν, για την εθνικο-απελευθερωτική μορφή του αγώνα, ούτε και για το αστικό του περιεχόμενο θα μπορούσαν να υπάρξουν αξιόλογες ενστάσεις, αντιρρήσεις ή ακόμα και παρεξηγήσεις. Κρίνοντας από το αποτέλεσμα, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι, σε ό,τι αφορά την εθνικο-απελευθερωτική μορφή του αγώνα, μπορεί να υπήρξε μια συνεργασία των διαφορετικών κοινωνικών τάξεων που απάρτιζαν αυτή την κυρίως αγροτική, μεσαιωνικού τύπου κοινωνία. Σε ό,τι αφορά όμως το ουσιαστικό της, το ταξικό περιεχόμενο που θα έπρεπε να είναι ένα αστικό συγκεντρωτικό κράτος, τα πράγματα παρουσιάζονται πολύ πιο δύσκολα, όχι μόνο επειδή διαφορετικές κοινωνικές τάξεις έχουν τελείως διαφορετικά συμφέροντα (π.χ. κοτσαμπάσηδες και εκκλησία είχαν τελείως διαφορετικά συμφέροντα από τις λαϊκές αγροτικές μάζες και από τους αστούς), αλλά και από το γεγονός ότι στην Επανάσταση του 21 αναμείχθηκαν συστηματικά οι τρεις αποκαλούμενες «Μεγάλες Δυνάμεις», Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, υπό την επιρροή των οποίων σχηματίστηκαν και τα πολιτικά κόμματα που κυβέρνησαν το ελληνικό κράτος στη συνέχεια. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κάθε μία από τις τρεις αυτές μεγάλες δυνάμεις βρισκόταν σε διαφορετικό στάδιο εξέλιξης, με την τσαρική Ρωσία να καθυστερεί φανερά σε καπιταλιστική ανάπτυξη6. Αν κανείς δεν εξετάσει τις συγκεκριμένες διεθνείς συνθήκες μέσα στις οποίες έγιναν τα γεγονότα που επιθυμεί να εξετάσει, τότε είναι φανερό ότι η εξέταση που θα επιχειρηθεί δε θα στηρίζεται πουθενά. Εξ άλλου, τα πρώτα στοιχεία της ελληνικής αστικής τάξης σχηματίζονται πριν απ' όλα με το εξωτερικό εμπόριο και οι Ελληνες εμπορευόμενοι εγκαταστάθηκαν κύρια στο εξωτερικό, αφού οι όροι της επιχειρηματικής δραστηριότητας ήταν εκεί πολύ πιο ευνοϊκοί παρά στην οθωμανική αυτοκρατορία, όπου βασίλευε η καταθλιπτική φορολογία, οι αυθαιρεσίες των πασάδων και η ληστο-πειρατεία7. Στο εσωτερικό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, το πιο πλούσιο και ισχυρό τμήμα των αστικών στοιχείων αποτελούσαν οι εμποροκαραβοκυραίοι. Το πιο δυνατό αστικό κέντρο της επαναστατικής Ελλάδας ήταν το νησί της Υδρας με 16.000 κατοίκους8. Το δυνάμωμα του εμπορικού κεφαλαίου και οι συναλλαγές με το εξωτερικό δυναμώνουν την εθνική συνείδηση, κάτι που, όπως λέει ο Γ. Ζέβγος, εμφανίζεται στα καράβια των νησιών, καράβια με αρχαιοελληνικά ονόματα.
Οι επιτυχίες της Επανάστασης το 1822 έκαναν παντοδύναμη τη στρατιωτική παράταξη σε σημείο π.χ. που να αγνοεί την κεντρική κυβέρνηση ο Ανδρούτσος17, ενώ στη Β' Εθνοσυνέλευση του Αστρους (1823), οι στρατιωτικοί με επικεφαλής τον Κολοκοτρώνη θα εκφράσουν ολιγαρχικές απόψεις, όπως λέει ο Ζέβγος18. Με την ταξική πάλη είναι άρρηκτα συνδεμένο το πρόβλημα της εθνικής γης, δηλαδή τα πρώην τουρκικά κτήματα που ανακηρύχτηκαν εθνικά ήδη από την αρχή της επανάστασης.
Το στρατιωτικό ολιγαρχικό κόμμα απέκτησε πάρα πολλούς οπαδούς μέσα στην αγροτιά της Πελοποννήσου, όπου τα εθνικοποιημένα τούρκικα κτήματα ήταν πολλά. Καθώς οι νησιώτες, που δε διέθεταν κτήματα στα νησιά τους αλλά ξόδευαν τις περιουσίες τους για τα πλοία του αγώνα, ζητούσαν να αποζημιωθούν με εθνικά κτήματα, οι στρατιωτικοί εναντιώνονταν σ' αυτή την «καταπάτηση» του Μοριά από τους ξένους! Στη Στερεά, όπου τα εθνικοποιημένα κτήματα ήταν λίγα, οι αγρότες δεν ενδιαφέρονταν να αποκτήσουν γη στην Πελοπόννησο. Με λίγα λόγια, οι αγρότες δεν μπορούσαν τότε να έχουν σαφή αντίληψη για το τι είναι ένα αστικό εθνικό κράτος και εκείνο που καταλάβαιναν καλά ήταν ότι έπρεπε να εξομοιωθούν με τους ελεύθερους μουσουλμάνους. Με λίγα λόγια, δεν υπήρχε στη μεγάλη πλειοψηφία του αγροτικού πληθυσμού, που ζούσε σε μεσαιωνικές συνθήκες, αστική αντίληψη και η αντινομία της εποχής βρισκόταν στο ότι τα οικονομικά συμφέροντα της αγροτιάς ήταν ασύμβατα τότε με την αστική ανάπτυξη και τον εθνικό συγκεντρωτισμό. Δεν υπήρχε ακόμα ο απαραίτητος βαθμός αστικής ανάπτυξης, ώστε τα αιτήματα της αγροτιάς, δηλαδή η μοιρασιά της γης, να αποκτήσουν αντικειμενικά προοδευτικό χαρακτήρα.
Εθνικός συγκεντρωτισμός σε ένα αστικό κράτος σήμαινε διάλυση ή κατάργηση όλων των επαρχιακών, εδαφικών, τοπικών εξουσιών, δηλαδή των καπετανάτων, των οπλαρχηγών και των προκρίτων. Οι στρατιωτικοί ιδιαίτερα, ως μετέπειτα ρωσικό κόμμα δεν άργησαν να υιοθετήσουν το περιβόητο διαμελιστικό σχέδιο των λεγόμενων «τριών αποκομμάτων», για το χωρισμό της Ελλάδας σε Δυτική Στερεά (αρχηγός Μάρκος Μπότσαρης), σε Ανατολική Στερεά (αρχηγός Οδυσσέας Ανδρούτσος) και σε Πελοπόννησο/Μοριά (αρχηγός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης), και οι τρεις περιοχές φόρου υποτελείς στο σουλτάνο που προωθήθηκε από τη ρωσική πολιτική το 1824 και αντιστοιχούσε σε φεουδαρχικές, μεσαιωνικές δομές τουρκικού τύπου (τρία βιλαέτια Ναύπακτος, Εγριπος, Μοριάς) ή ακόμα βυζαντινής εποχής (δεσποτάτο Ηπείρου, δουκάτο Αθηνών, πριγκιπάτο Αχαΐας). Αντίθετα, όπως ειπώθηκε, η ίδρυση ενός αστικού κράτους προϋπέθετε πρώτα απ' όλα ενοποίηση της εσωτερικής αγοράς, έτσι ώστε να μπορέσει να αναπτυχθεί η ντόπια εμπορευματική παραγωγή και το εξωτερικό εμπόριο. Αστικός συγκεντρωτισμός, σε τελευταία ανάλυση, σήμαινε και εθνική ανεξαρτησία, ενώ τοπικές εξουσίες, αρματολίκια, καπετανάτα, προεστάτα δεν μπορούσαν παρά να είναι κάτι σαν «χριστιανικά πασαλίκια», δηλαδή αυτόνομες περιοχές υποτελείς στο σουλτάνο κατά το υπόδειγμα της Μολδοβλαχίας και πρόσφορο έδαφος για στρατιωτική επέμβαση της φεουδαρχικής τσαρικής Ρωσίας υπό το πρόσχημα της προστασίας των ορθοδόξων. Στο σημείο αυτό ταυτίστηκαν οι αστικοί προσανατολισμοί της μέσης τάξης των πολιτών, όπως είδαμε να τους αποκαλεί ο Φιλήμων, με τις επιδιώξεις της αγγλικής πολιτικής στη Μεσόγειο, που επιδίωκε να εμποδίσει τις επεκτατικές τάσεις της ρωσικής αυτοκρατορίας.
Οι κοινωνικές συμμαχίες που είχαν συναφθεί από την Α' Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου ανατρέπονται, όταν συνάπτεται από την κυβέρνηση των αστών το πρώτο αγγλικό δάνειο. Τώρα συνασπίζονται στρατιωτικοί και κοτσαμπάσηδες της Πελοποννήσου που ανησυχούν για το ότι η κυβέρνηση, με αυξημένο κύρος, θα κατόρθωνε να κατανικήσει τις τοπικές, επαρχιακές αντιστάσεις και να ισχυροποιήσει την κεντρική εξουσία. Ως τότε, οι κοτσαμπάσηδες είχαν συνεργαστεί με τους αστούς, ιδιαίτερα στον πρώτο εμφύλιο πόλεμο.
Η υποθήκευση της εθνικής γης για τα εξωτερικά δάνεια απέκλειε τη δωρεάν διανομή της στους αγωνιστές και στους αγρότες. Αλλά η αστική ενότητα του έθνους ήταν τελείως αδύνατο να επιτευχθεί χωρίς οικονομικά μέσα, και αυτά μόνο από το εξωτερικό μπορούσαν να έρθουν. Ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος, στον οποίο ο Μακρυγιάννης αναγνωρίζει ότι «το δίκαιον και η πατρίδα ήταν με το βουλευτικόν»20 κατέληξε με ήττα του Κολοκοτρώνη και των συμμάχων του προεστώτων, ενώ νίκησε η αστική κυβέρνηση με τις λίρες και τους ρουμελιώτες οπλαρχηγούς. Από τότε αρχίζουν και οι σοβαρές προσπάθειες για τη δημιουργία τακτικού στρατού, κάτι που με τη βοήθεια του χρήματος, αποτελεί ρήγμα στο στρατό των ατάκτων και ένα ακόμα βήμα προς τον αστικό συγκεντρωτισμό.
Αυτό το αστικό ενιαίο κράτος, αντίθετο προς το σχέδιο των τριών αποκομμάτων που είχαν προωθήσει η Ρωσία και οι στρατιωτικοί, ταίριαζε περισσότερο με τις επιδιώξεις της αστικής Αγγλίας που, επί υπουργού εξωτερικών G. Canning, ασκούσε πολιτική αντίθετη από εκείνη της Ιεράς Συμμαχίας, προσπαθώντας ταυτόχρονα να ενισχύσει την ίδρυση ανεξάρτητων εθνικών κρατών που, με τη σειρά τους, θα αποτελούσαν προνομιακές αγορές για το εμπόριο και τη βιομηχανία της. Τα αγγλικά δάνεια έδεσαν οριστικά την Ελλάδα στο άρμα του αγγλικού καπιταλισμού21, αποτρέποντας την παραμονή σε φεουδαρχικό επίπεδο ανάπτυξης, είτε υπό οθωμανική κατοχή, είτε υπό την επιρροή της τσαρικής Ρωσίας.
Ετσι, τα πράγματα επιταχύνονται και, καθώς αρχίζει η εισβολή του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο (αρχές 1825), η Αγγλία υποκινεί τη γνωστή αίτηση προστασίας, την οποία προώθησαν πρώτοι απ' όλους οι Ρωσόφιλοι Ρώμας και Κολοκοτρώνης. Αυτό το γεγονός είναι δηλωτικό του ότι, στο μέτρο που η επανάσταση αρχίζει να εξαντλείται22, οι προσδοκίες για ανεξαρτησία αρχίζουν να μετατοπίζονται προς το εξωτερικό, όπου η αντοχή της επανάστασης δυναμώνει το φιλελληνισμό. Μόνο «οι κληρικοί φοβούμενοι μήπως η Ελλάς δουλωθεί από τους Δυτικούς, όχι πολιτικώς αλλά θρησκευτικώς... έφεραν εμπόδια εις την ελευθερίαν των Ελλήνων», μας πληροφορεί ο υπασπιστής του Κολοκοτρώνη Φωτάκος23. Ετσι, προκαθορίστηκε ότι η αστική ανάπτυξη της Ελλάδας θα λάβαινε χώρα κάτω από τη σκιά του δυτικού καπιταλισμού.
Μπορεί όμως η αστική ανάπτυξη να απαιτούσε πλήρη ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους που θα ιδρυόταν, αλλά η Αγγλία δεν μπορούσε να επιβάλει κάτι τέτοιο μόνη της, χωρίς πόλεμο με την Τουρκία. Ετσι, τα πράγματα άρχισαν να προσανατολίζονται προς μια αυτονομία υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου, κάτι για το οποίο, όπως είδαμε, ήταν σύμφωνη και η τσαρική Ρωσία και έτσι μπορεί να εξηγηθεί και η μαζική προσέλευση των Ρωσόφιλων υπό τον Κολοκοτρώνη να υπογράψουν την αίτηση προστασίας των Ελλήνων από τη Μεγάλη Βρετανία. Αλλά το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα της έστω και σιωπηρής εγκατάλειψης του αιτήματος για ανεξαρτησία και την αντικατάστασή του από μια υποτέλεια στο Σουλτάνο μπορεί να αποτελεί η συμφωνία Αγγλίας και Ρωσίας για εκλογή του Καποδίστρια, με τους Αγγλους R. Church και Th. Cochrane στην ηγεσία του στρατού και του στόλου αντίστοιχα, αλλά η πραγματικότητα πρέπει να αναζητηθεί στη βάση της κοινωνίας και δεν είναι άλλη, από την εξάντληση της ολιγάριθμης έτσι κι αλλιώς ελληνικής αστικής τάξης, οπότε η εξουσία περνάει και πάλι στους προκρίτους του Μοριά και καταλήγει εκεί που άρχισε, όπως λέει ο Ζέβγος, δηλαδή σε άνθρωπο του τσάρου. Στην αρχή ο Υψηλάντης, στο τέλος ο Καποδίστριας. Ετσι, ο Μαρξ κατηγόρησε τους Αγγλους πολιτικούς ότι ενεργώντας με δουλοπρέπεια απέναντι στη Ρωσία φόρτωσαν στην πλάτη των Ελλήνων τον Καποδίστρια24, που σε ένα γράμμα του προς τον Ενγκελς, αποκαλεί «ανέντιμο»25. Για τον Καποδίστρια, ισχύουν οι εύστοχες παρατηρήσεις του Γ. Ζέβγου που χαρακτηρίζει συνολικά τη διακυβέρνησή του «αντιδραστική» «με τον Κολοκοτρώνη συμβουλάτορα και δεξί του χέρι»26. Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος και η συνθήκη της Αδριανούπολης του 1829 που δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν η Αγγλία και η Γαλλία έδωσε την τελειωτική λύση στο ζήτημα της ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους.
Το τελικό συμπέρασμα είναι, όπως όλα τα ιστορικά γεγονότα, αντιφατικό. Από τη μια πλευρά, υπήρξε μια εθνική ανεξαρτησία ενός τμήματος του ελληνισμού. Από την άλλη όμως, αποδείχτηκε ότι οι οικονομικές και κοινωνικές προϋποθέσεις για μια καθαρά αστική, καθαρά καπιταλιστική εξέλιξη στο επίπεδο των προηγμένων καπιταλιστικών χωρών της Δυτικής Ευρώπης ήταν εξαιρετικά αδύναμες αν όχι ανύπαρκτες. Ετσι, η Ελλάδα πέρασε από την απολυταρχία του Καποδίστρια στην απολυταρχία της απόλυτης μοναρχίας πάντα υπό την επιρροή των ξένων δυνάμεων, ιδιαίτερα της Αγγλίας και της Γαλλίας και, μετά την παραχώρηση των Επτανήσων, στην αποκλειστική επιρροή της Αγγλίας που αντικαταστάθηκε πολύ αργότερα από το δόγμα Τρούμαν και το σχέδιο Μάρσαλ που, mutatis mutandis, ισχύουν ως σήμερα. Ο αγωνιζόμενος λαός μας έχει ανάγκη την Ιστορία του. Πρέπει να κάνει κτήμα του τα ιστορικά αυτά διδάγματα, αν θέλει οι αγώνες και οι θυσίες του να μην έχουν την τύχη του 1821. Τα λόγια αυτά είναι του Γιάννη Ζέβγου, που έπεσε σε μέρες σαν τη σημερινή (20 Μάρτη του 1947) πριν από εξήντα χρόνια.
(Το κείμενο είναι η ομιλία του Τηλέμαχου Λουγγή στην εκδήλωση της ΚΟΑ και της ΚΝΕ, που έγινε το Σάββατο 24/3/2007 στην αίθουσα Συνεδρίων του ΚΚΕ στον Περισσό με θέμα: «Η αλήθεια για την επανάσταση του 1821 και η παραχάραξή της από τα σχολικά βιβλία». Οι υπότιτλοι είναι του «Ρ»).
Πηγές:
1. Κ. Μαρξ, Das Kapital, Buch I., Erster Abschnitt, Kapitel 3, 113 (Ullmann Verlag): Die Natural form der Grundrente bildet eines der Selbsterhaltungsgeheimnisse des turkischen Reichs.
2. Μαρξ - Ενγκελς, British Politics (1853), Collected Works, 12 (Moscow 1979), 8.
3. Φ. Ενγκελς, The Turkish Question (1853), Collected Works 12 (Moscow 1979), 26.,
4. Κ. Μαρξ, The Greek insurrection (1854), Collected Works 13 (Moscow 1980), 72.
5. Β. Ι. Λένιν, Ο prave nacii na samoopredelenije, Izbrannye pro'izvedenija I (Moskva 1975), 569-621, εδώ 578 και, επίσης, 573: primer balkanskich gosudarstv fozhe govorit protiv nee, ibo vsiakii vidit teper', shto na'ilushchte uslovija razvitija kapitalizma na Balkanach sozdajutsia kak raz ν mere sozdanija na etom poluostrove samostojatel 'nych nacional 'nych gosudarstv.
6. Β. Ι. Λένιν, Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία, Απαντα 3, Αθήνα (ΣΕ), 187, 339, αλλά και πρόλογο στη Β' έκδοση, 14.
7. Λ. Παπανικολάου, Κοινωνική ιστορία της ελληνικής επανάστασης του 19ου αιώνα, Αθήνα (ΣΕ) 1991, 68 και 76.
8. Γ. Ζέβγος, Σύντομη μελέτη της Νεοελληνικής Ιστορίας, Αθήνα (Διόνυσος, χ.χ.). Ι, 37.
9. Πρβλ. Ζέβγο, στο ίδιο, 1, 85.
10. Φρ. Ενγκελς, The Turkish Question (1853), Collected Works 12 (Moscow 1979), 23.
11. Παπανικολάου, στο ίδιο, 79.
12. Παπανικολάου, στο ίδιο, 90.
13. Ζέβγος, Ι, 47.
14. Ι. Φιλήμονος, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας, Ναυπλία 1834, 96.
15. Παπανικολάου, στο ίδιο, 146 και 168.
16. Κ. Μαρξ, The Greek insurrection (1854), Collected Works 13 (Moscow 1980), 71.
17. Ζέβγος Ι, 78.
18. Ζέβγος Ι, 79.
19. Ι.Β. Στάλιν, Ο Μαρξισμός και το εθνικό ζήτημα, Απαντα 2, 344.
20. Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα, Αθήναι 1969 (Πάπυρος), Α', 99.
21. Παπανικολάου, στο ίδιο, 211.
22. Ζέβγος, Ι, 102.
23. Φωτάκου, Απομνημονεύματα περί της ελληνικής επαναστάσεως, Αθήναι 1955, 454.
24. Κ. Μαρξ, Herr Vogt (1860), Collected Works 17 (Moscow 1981), 143.
25. Κ. Μαρξ στον Φρ. Ενγκελς, 3 Μάη 1854, Collected Works 39 (Moscow 1983), 447.
26. Ζέβγος, I, 103 - 110.
Πενήντα πέντε χρόνια από τη δολοφονία του
ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ
Μεσάνυχτα Σαββάτου 29 προς Κυριακή 30 Μάρτη του 1952. Ο Νίκος Μπελογιάννης με τους συντρόφους του αντικρίζουν το εκτελεστικό απόσπασμα.
Πώς φτάσαμε στο έγκλημα του αντιδραστικού μετεμφυλιοπολεμικού καθεστώτος της Ελλάδας;
Μετά την ήττα του ΔΣΕ στον εμφύλιο πόλεμο, στα τέλη Αυγούστου του 1949, οι δυνάμεις του πέρασαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες και την ΕΣΣΔ. Το ΚΚΕ μετέφερε το κέντρο βάρους της δουλιάς του από τον ένοπλο αγώνα στην ειρηνική μαζική πολιτική δράση. Ετσι αποφασίζεται από την ΚΕ του ΚΚΕ η αποστολή στελεχών της στην Ελλάδα για την οργάνωση της δράσης του παράνομου ΚΚΕ και της λαϊκής κοινωνικοπολιτικής πάλης. Πρώτη αποστολή είναι αυτή του Ν. Μπελογιάννη, αναπληρωματικού μέλους της ΚΕ του Κόμματος.
Ο Ν. Μπελογιάννης έφτασε παράνομα στην Αθήνα αρχές Ιούνη του 1950 και άρχισε τη δράση. Πολύ γρήγορα ο κρατικός κατασταλτικός μηχανισμός τον συλλαμβάνει, στις 20 Δεκέμβρη του 1950. Η Ασφάλεια έδωσε στη δημοσιότητα το γεγονός στις 5 Γενάρη 1951. Η πρώτη δίκη του Ν. Μπελογιάννη και 92 ακόμη συντρόφων του, με τον ΑΝ 509, το νόμο δηλαδή με τον οποίο βγήκε και τυπικά παράνομο το ΚΚΕ - το Δεκέμβρη του 1947 - άρχισε στο έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών, στις 19 Οκτώβρη 1951 και ολοκληρώθηκε στις 16 Νοέμβρη του ίδιου έτους. Ο Ν. Μπελογιάννης καταδικάζεται σε θάνατο, αλλά δεν εκτελείται. Θα ακολουθήσει και δεύτερη δίκη, που ξεκίνησε στις 15 Φλεβάρη 1952 και τελείωσε την 1η Μάρτη του 1952. Ο Μπελογιάννης και άλλοι επτά σύντροφοί του καταδικάστηκαν σε θάνατο. Η παγκόσμια λαϊκή κινητοποίηση δε στάθηκε δυνατή να εμποδίσει το έγκλημα της κυβέρνησης Πλαστήρα. Το καθεστώς χρειαζόταν αίμα για να τρομοκρατήσει το λαϊκό κίνημα. Το φοβόταν ακόμη και ηττημένο, όπως και το ΚΚΕ, γιατί γνώριζε τη δύναμη του Κόμματος στη συνείδηση του λαού. Ετσι, ο Ν. Μπελογιάννης πέρασε στην ιστορία.
Στο εσωτερικό της Ελλάδας χαρακτηριστικά στοιχεία της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας είναι η αντικομμουνιστική υστερία με τις διώξεις, φυλακίσεις, βασανιστήρια, δίκες σκοπιμότητας και εξορίες των κομμουνιστών και άλλων αγωνιστών και η μεγάλη φτώχεια στην οποία ζει η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων. Οι καπιταλιστές και το καθεστώς τους εκμεταλλεύονται με τον πλέον άγριο τρόπο την εργατική τάξη, τα λαϊκά στρώματα. Το σχέδιο Μάρσαλ, με τα κεφάλαια που τοποθετούσε στην Ελλάδα, έδινε σημαντικά στηρίγματα στην πλουτοκρατία στα πλαίσια της επιδιωκόμενης τότε καπιταλιστικής ανασυγκρότησης.
Η όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το δικομματικό πολιτικό σύστημα ήταν ακόμη ασταθές, μπορούσε να δημιουργήσει μια δυναμική. Η οποία, αν το αριστερό κίνημα ήταν σε θέση να την τροφοδοτήσει, θα δημιουργούσε σοβαρές δυσκολίες στην ανασυγκρότηση του καπιταλισμού.
Η ανάγκη, επομένως, να οργανώσει το ΚΚΕ την πάλη του λαού, συμβάλλοντας στη δημιουργία εκείνων των προϋποθέσεων που θα επέτρεπαν τη λαϊκή πολιτική αντεπίθεση στις τότε συνθήκες, ήταν αδήριτη. Και πρόβαλλε επιτακτικά ως πρώτο ζήτημα ένα ΚΚΕ γερό, συσπειρωμένο και ιδεολογικοπολιτικά προετοιμασμένο για ένα τόσο σοβαρό καθήκον. Που θα έπρεπε να πραγματοποιείται στις τότε συνθήκες που επέβαλλε το αστικό κράτος, δηλαδή συνθήκες εκτελέσεων, βασανιστηρίων, διωγμών κάθε μορφής και γενικά πολλαπλών μεθόδων καταστολής κατά των κομμουνιστών και όλων των αριστερών.
Το ΚΚΕ προσπαθούσε να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις του στην Ελλάδα δρώντας παράνομα. Ταυτόχρονα (μαζί με την παράνομη δουλιά), να αξιοποιήσει τις όποιες νόμιμες δυνατότητες υπήρχαν. Στα πλαίσια αυτά έκανε συμπράξεις με άλλα κόμματα και πρόσωπα, καταλήγοντας - την 1η Αυγούστου 1951 - στην ίδρυση της ΕΔΑ. Στο μεταξύ είχαν προκηρυχτεί βουλευτικές εκλογές για τις 9 Σεπτέμβρη 1951.
Ο Ν. Μπελογιάννης ήρθε στην Ελλάδα αρχές Ιουνίου του 1950, με σκοπό την καθοδήγηση της δράσης του ΚΚΕ. Εξίμισι μήνες αργότερα πιάστηκε από την Ασφάλεια και βρισκόταν ήδη στις φυλακές, ως υπόδικος, όταν προκηρύχτηκαν οι εκλογές.
Τον Αύγουστο του 1951 ο Μπελογιάννης έστειλε κρυφά, από τη φυλακή, στον παράνομο μηχανισμό το παρακάτω γράμμα: «Αυτό να δοθεί σύντομα για το θείο μου: 1) Ιστορικό συλλήψεων κλπ. στάλθηκε στην αδερφή Ελλης. 2) Βάλτε μας καλούς δικηγόρους για να σας ειπούν λεπτομέρειες από τη δικογραφία. 3) Στη δίκη θα τους τρίψουμε τα μούτρα. 4) Αν γίνεται, βάλτε με τις τελευταίες ημέρες υποψήφιο στο συνδυασμό της Αθήνας, για να τους δημιουργήσουμε ζήτημα. Νομικό κώλυμα δεν υπάρχει. 5) Πολλά φιλιά»1.
Το ΠΓ συμφώνησε με την πρόταση να είναι ο Μπελογιάννης υποψήφιος στο συνδυασμό της ΕΔΑ στην Αθήνα. (Πρότεινε μάλιστα να είναι υποψήφιοι, εκτός από τον Μπελογιάννη, και μια σειρά άλλα στελέχη, όπως ο Ν. Πλουμπίδης). Κατανοούσε - και σωστά - ότι η σίγουρη εκλογή του Μπελογιάννη στη Βουλή θα αποτελούσε ένα επιπλέον μέσο πίεσης για ν' αποτραπεί η εκτέλεσή του.
Από τη στιγμή αυτή άρχισε μια οξύτατη σύγκρουση, που συνεχίστηκε μέχρι την κατάθεση των συνδυασμών στο Πρωτοδικείο και κατέληξε να μείνει ο Μπελογιάννης έξω από τις υποψηφιότητες...
Ποιοι και γιατί συγκρούστηκαν, εξαιτίας αυτής της απόφασης του ΠΓ; Γιατί υπήρξαν αντιδράσεις σε ένα θέμα που ήταν και λογικό και δεν αποτελούσε μοναδική εξαίρεση; Πολιτικοί κρατούμενοι - κομμουνιστές και μη - που ήταν στις φυλακές και στις εξορίες, ήταν επίσης υποψήφιοι στις εκλογές του 1951.
Το βασικό επιχείρημα, που προβλήθηκε κατά κόρον για ν' απορριφθούν οι υποψηφιότητες, ήταν ο κίνδυνος να διαλυθεί η ΕΔΑ. Προβλήθηκε, όμως, κι ένα ακόμα: Οτι η εμμονή στην υποψηφιότητα θα είχε ως αποτέλεσμα (κι αν ακόμη η ΕΔΑ δε διαλυόταν με κρατική πράξη) την αποχώρηση απ' αυτήν σύμμαχων δυνάμεων, γεγονός που θα οδηγούσε το ΚΚΕ σε απομόνωση!
Στη μη υποψηφιότητα του Ν. Μπελογιάννη είναι γενικά γνωστό ότι ιδιαίτερο ρόλο έπαιξε η επιμονή του Μιχάλη Κύρκου, ο οποίος απειλούσε και εξεβίαζε με αποχώρηση από την ΕΔΑ, στην περίπτωση που αποφασιζόταν η υποψηφιότητα του Μπελογιάννη.
Βεβαίως, δεν ήταν μόνο ο Μ. Κύρκος που αντιδρούσε, αλλά κι άλλοι, όχι μόνο συνεργαζόμενοι με το ΚΚΕ, αλλά και κομμουνιστές. Οπως γράφει ο Σπ. Λιναρδάτος - ένας απ' αυτούς που επικροτούσαν τη μη υποψηφιότητα του Μπελογιάννη - «φοβόντουσαν ότι έτσι θα δώσουν επιχειρήματα να διαλυθεί η ΕΔΑ σαν συνδεδεμένη με τον παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ»2!
Γράφει σχετικά ο Σπ. Λιναρδάτος: «Αντιδρούν επίσης μερικά από τα στελέχη του ΚΚΕ που έχουν βγει από την εξορία και είναι νόμιμα (Αντώνης Μπριλάκης, Πότης Παρασκευόπουλος, Γιάννης Φιλίνης). Σε μια σύσκεψη στο σπίτι του στρατηγού Μάντακα, στην οδό Δεινοκράτους, φέρνει το θέμα ο Δ. Μαριόλης. Ο Πασαλίδης διατυπώνει αμέσως τις αντιρρήσεις του. Ο Μιχάλης Κύρκος λέει: "Τα τινάζετε όλα στον αέρα". Ο Σπηλιόπουλος και ο Μάντακας συμφωνούν. Οι άλλοι όμως επιμένουν να μην μπουν οι υποψηφιότητες»3.
Ολοι αυτοί, αλλά και όσοι σήμερα συμμερίζονται αυτή την άποψη και συμφωνούν με τη στάση του Μ. Κύρκου και άλλων επιμένουν ότι γινόταν προσπάθεια να παρεμποδιστεί η διάλυση της ΕΔΑ, να μη δώσει δηλαδή η ΕΔΑ πρόσχημα στους κατασταλτικούς μηχανισμούς να τη θέσουν εκτός νόμου. Αλλά γιατί ο Μ. Κύρκος αποχώρησε από την ΕΔΑ - μαζί με τον Λ. Καραμαούνα - λίγους μήνες μετά τις εκλογές και ενώ στο μεταξύ είχε εκλεγεί βουλευτής, αφού ο λόγος της άρνησής του να συμφωνήσει με την υποψηφιότητα Μπελογιάννη ήταν ο κίνδυνος διάλυσης της ΕΔΑ;
Θα διέλυαν την ΕΔΑ, αν ο Ν. Μπελογιάννης ήταν υποψήφιος στους συνδυασμούς της; Και τότε γιατί την ενέκριναν και την αναγνώρισαν ως νόμιμο κόμμα, γνωρίζοντας ότι στην ΕΔΑ δρα και το ΚΚΕ, διαθέτοντας μάλιστα πολύ περισσότερες δυνάμεις από όλους τους άλλους μαζί;
Στις γραμμές της αστικής τάξης υπήρχαν βεβαίως δυνάμεις της που δεν ήθελαν τη νομιμοποίηση της ΕΔΑ. Αλλά είναι αναμφισβήτητο ότι τμήματά της αντιμετώπιζαν το θέμα ευέλικτα. Δεν ήθελαν να έρθουν σε άμεση σύγκρουση με το λαϊκό αίσθημα.
Να τι γράφει ο Σπ. Λιναρδάτος, σε σχέση με αυτό το θέμα: «Στο μεταξύ, μέσα στο κυβερνητικό στρατόπεδο έχει ξεσπάσει διαμάχη, τόσο για την τύχη των κατηγορουμένων, όσο και την ΕΔΑ. Πολλοί βουλευτές και παράγοντες της ΕΠΕΚ υποστηρίζουν πως τυχόν θανατικές καταδίκες και εκτελέσεις θα αποτελέσουν πλήγμα στο ειρηνευτικό πρόγραμμα του κόμματός τους και στο Κέντρο γενικότερα και ότι η υπόθεση Μπελογιάννη είναι παγίδα που τους έχουν στήσει οι Αμερικάνοι και η Δεξιά. Ενώ ο Βενιζέλος, ο Ρέντης και ο ίδιος ο Πλαστήρας, με επανειλημμένες δηλώσεις τους, βεβαιώνουν ότι εξετάζεται η περίπτωση να διαλυθεί η ΕΔΑ και ότι η τελική απόφαση θα καθοριστεί από τα πορίσματα των ανακρίσεων, ο υφυπουργός "παρά τω πρωθυπουργώ" Ιωάννης Ιωσήφ, σε ομιλία του στην Κηφισιά, αποκρούει κάθε σκέψη για κατάργηση κομμάτων. Μόνο άτομα - υποστηρίζει - μπορούν να τιμωρούνται, όχι κόμματα. Τις ίδιες θέσεις υποστηρίζουν στα παρασκήνια και άλλοι υπουργοί (Γ. Καρτάλης, κ.λ.) και δημόσια με την αρθρογραφία τους, τα ημιεπίσημα δημοσιογραφικά όργανα της ΕΠΕΚ ("Προοδευτική Αλλαγή" του Παπαπολίτη και "Προοδευτικός Φιλελεύθερος").
Το "Βήμα" επίσης σε κύριο άρθρο του, στις 5 Φεβρουαρίου, γράφει ότι "η ΕΔΑ αναμφισβήτητα ελέγχεται από την ηγεσία του ΚΚ. Αλλά, αφού "ο κομμουνισμός διαθέτει υπό την αυστηράν του πειθαρχίαν αξιόλογον τμήμα του λαού μας", το πρόβλημα δε θα λυθεί με το να "τεθεί εκτός νόμου" η άκρα Αριστερά. Ο κομμουνιστικός μηχανισμός θα καταφεύγει, με τη μορφή της "φράξιας", σε άλλους προοδευτικούς πολιτικούς σχηματισμούς, όπου θα διαδραματίσουν αποφασιστικόν και ίσως επικινδυνωδέστερον ρόλον".
Το "Βήμα" ταυτόχρονα γράφει ότι "επιβάλλεται δηλαδή να τεθεί ο κομμουνισμός όχι εκτός νόμου, αλλά εντός νόμου"»4.
Μετά από ένα μικρό χρονικό διάστημα, η κατάσταση αλλάζει τελείως. Γράφει ο Σπ. Λιναρδάτος: «Κανένας λόγος δε γίνεται πια για διάλυση της ΕΔΑ. Αντίθετα, λίγες μέρες αφού αναλαμβάνει την πρωθυπουργία, ο Παπάγος δέχεται στο Πολιτικό Γραφείο τον πρόεδρο της ΕΔΑ Ι. Πασαλίδη, που του εκθέτει τις απόψεις του κόμματός του για την ανάγκη να ειρηνεύσει ο τόπος κ.λ.π. Στο τέλος της συνομιλίας φωτογραφίζεται μαζί του»5.
Υπήρχαν πράγματι λόγοι για μη διάλυση της ΕΔΑ. Η επιδίωξη της άρχουσας τάξης και του ιμπεριαλιστικού παράγοντα να διατηρούν στην Ελλάδα μια δημοκρατική βιτρίνα στις τότε συνθήκες ήταν μέσα στην τακτική τους και γιατί υπήρχε διεθνής κατακραυγή και κινητοποιήσεις, καθώς και καταγγελίες σε διεθνείς οργανισμούς για τα όσα συνέβαιναν στην Ελλάδα. Αλλά και με βάση την ιστορική εμπειρία σήμερα από τις αλλεπάλληλες προσπάθειες διάλυσης του ΚΚΕ ή ενσωμάτωσής του στο αστικό πολιτικό σύστημα, φαίνεται ότι η άρχουσα τάξη ήλπιζε να αξιοποιήσει την ΕΔΑ ως μοχλό κατά του ΚΚΕ, αξιοποιώντας ιδεολογικοπολιτικά δυνάμεις που συμμετείχαν στην ΕΔΑ. Ο χαρακτήρας αυτών των δυνάμεων της παρείχε τέτοιες δυνατότητες. Δυνατότητες που αυξάνονταν, εξαιτίας της ήττας του επαναστατικού κινήματος, της διασποράς των κομματικών δυνάμεων (πολιτική προσφυγιά - Ελλάδα) και των εντεινόμενων διώξεων. Η άρχουσα τάξη, έχοντας υπέρ της έναν σαφέστατα υπέρτερο συσχετισμό δυνάμεων, μεθόδευε το δικό της στόχο.
Αλλωστε, η μετέπειτα πορεία και η διάσπαση του ΚΚΕ το 1968 αυτό δείχνει, αφού τα στελέχη του ΚΚΕ που αντιτίθονταν στην υποψηφιότητα του Ν. Μπελογιάννη, δρώντας μέσα από τις γραμμές της ΕΔΑ τότε, στη συνέχεια πέρασαν με τους οπορτουνιστές ηγέτες της δεξιάς Αναθεωρητικής Ομάδας που ηγήθηκαν στις τότε συνθήκες της επιδίωξης διάλυσης του ΚΚΕ, με τη μετατροπή του σε κόμμα σοσιαλδημοκρατικό, ενώ σχημάτισαν ανάλογο τέτοιο κομματικό μηχανισμό, το λεγόμενο ΚΚΕ Εσωτερικού.
Το θέμα της υποψηφιότητας του Ν. Μπελογιάννη, επομένως, και της υπεράσπισής του μ' αυτό τον τρόπο ήταν θέμα της υπεράσπισης του ίδιου του ΚΚΕ. Φαίνεται πως εκτός από κάποιους συμμάχους του ΚΚΕ στην ΕΔΑ δεν το υπερασπιζόταν και κάποια από τα τότε στελέχη του.
Γιατί η ΕΔΑ, σε σχέση με το ΚΚΕ, είχε αρχίσει να αναβαθμίζεται στη συνείδησή τους, ενώ στην πορεία με τη μετατροπή της ΕΔΑ σε κόμμα από συνασπισμό κομμάτων, εξέφραζαν και απόψεις που ήθελαν την ΕΔΑ ως κόμμα η ύπαρξη του οποίου κάνει περιττή την ύπαρξη και δράση του ΚΚΕ.
Για παράδειγμα, ο Μ. Γλέζος, γράφει για εκείνη την περίοδο: «Ποια πολιτική γραμμή έπρεπε να ακολουθηθεί; Από την ίδρυσή της το 1951, ως τη διάλυσή της το 1967, η ΕΔΑ αμφιταλαντεύονταν ανάμεσα σε δύο πολιτικές γραμμές. Στην ανεδαφική γραμμή που απαιτούσε να επιβάλει το ΠΓ του ΚΚΕ και στην προσγειωμένη πολιτική γραμμή που διαμόρφωνε η Εκτελεστική Επιτροπή της ΕΔΑ (συνεργασία κομμουνιστών - σοσιαλιστών - αριστερών) άμεσα αντιμέτωπη με την ελληνική πραγματικότητα, όπως καθημερινά διαπλάσσονταν»6.
Και άλλα τότε στελέχη του ΚΚΕ έχουν την ίδια άποψη. Για παράδειγμα ο Παν. Κατερίνης γράφει: «Εμείς οι νεαροί βουλευτές διαπιστώσαμε αμέσως πως με την ΕΔΑ σαν να άνοιγαν οι πύλες να περάσει το προοδευτικό κίνημα στην ανοιχτή πολιτική ζωή και δράση. Οι υποψηφιότητες των Μπελογιάννη και Πλουμπίδη δημιουργούσαν σε όλους μας ανησυχία, και σ' εμάς που ήμαστε κομμουνιστές, ότι μπορούσαν να τινάξουν στον αέρα τη δυνατότητα της νόμιμης και μαζικής δράσης του κινήματος»7.Οπως, δηλαδή, γράφει και ο Λ. Κύρκος: «Το γάντζωμα της ΕΔΑ στη νόμιμη πολιτική σκηνή δεν έπρεπε να διακυβευτεί για κανένα λόγο»8!
Το συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός διδάσκει πως ακόμη και στις πιο αδυσώπητες συνθήκες της ταξικής πάλης, με ήττα του λαϊκοεπαναστατικού κινήματος, με τον πιο άνισο σε βάρος του συσχετισμό, η ύπαρξη, η διαφύλαξη, η υπεράσπιση του Κομμουνιστικού Κόμματος ως επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης και η αυτοτέλειά του είναι θεμελιακό καθήκον των κομμουνιστών και αποκλειστικά δική τους υπόθεση. Απέναντι στα κάθε άλλοθι της τότε περιόδου και ερμηνεία μαζί για τη στάση τους απέναντι στον Ν. Μπελογιάννη και το ΚΚΕ, που πάει να δικαιολογήσει τη μη υπεράσπισή τους, αλλά και για τους σημερινούς ομοϊδεάτες τους, που απεμπόλησαν μετά τις ανατροπές των σοσιαλιστικών καθεστώτων την κομμουνιστική τους ιδεολογία και ταυτότητα, για να αισθάνονται την πλάτη τους ζεστή από την ανάσα της προστασίας του συστήματος, που δε διστάζουν τώρα να «τιμούν» τάχα τον Μπελογιάννη ως «ανοιχτό μυαλό» κόντρα στα «παρωχημένα του ΚΚΕ» σήμερα (η μέγιστη υποκρισία για την υπόκλιση στον καπιταλισμό και την απεμπόληση του δίκιου της εργατικής τάξης), κλείνουμε αυτό το μικρό χρονικό με τα ίδια τα λόγια του Ν. Μπελογιάννη στην πρώτη του δίκη, το Νοέμβρη του 1951:
«...Η ζωή μου συνδέεται με την ιστορία του ΚΚΕ και τη δράση του... Δεκάδες φορές μπήκε μπροστά μου το δίλημμα: να ζω προδίδοντας τις πεποιθήσεις μου, την ιδεολογία μου, είτε να πεθάνω, παραμένοντας πιστός σ' αυτές. Πάντοτε προτίμησα το δεύτερο δρόμο και σήμερα τον ξαναδιαλέγω».
1. Κ. Ζαμπαθά: «Ν. Μπελογιάννη - Ν. Πλουμπίδης», σελ. 86.
2. Σπ. Λιναρδάτου: «Από τον εμφύλιο στη χούντα», τ. Α΄, σελ. 273.
3. Σπ. Λιναρδάτου, ό.π.
4. Σπ. Λιναρδάτου: «Από τον εμφύλιο στη χούντα», τ. Α΄., σελ. 387-388.
5. Σπ. Λιναρδάτου «Από τον εμφύλιο στη χούντα» τ. Β΄, σελ. 21-22.
6. Ντ. Κουσίδου - Στ. Σταυρόπουλου, «Αριστερή Νεολαία Ελλάδας», σελ. 9.
7. Στ. Κασιμάτη: «Οι παράνομοι», σελ. 585-586.
8. Λ. Κύρκου: «ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΑ», σελ. 153.