Κυριακή 17 Μάη 2009
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης

Ο εκατομμυριοστός τόνος «βοήθειας» προς την Ελλάδα του Σχεδίου Μάρσαλ
Ο εκατομμυριοστός τόνος «βοήθειας» προς την Ελλάδα του Σχεδίου Μάρσαλ
Βρισκόμαστε λιγότερο από ένα μήνα πριν τις κάλπες για τις ευρωεκλογές, αλλά η ιστορία της ΕΕ είναι ελάχιστα ίσως γνωστή. Πώς, πότε και γιατί δημιουργήθηκε; Τυπικά χρόνος δημιουργίας της θεωρείται το 1957, όταν με τη Συνθήκη της Ρώμης δημιουργήθηκε η τότε και έως το 1991 Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) που μετεξελίχθηκε σε Ευρωπαϊκή Ενωση με τη Συνθήκη του Μάαστριχτι. Τι προηγήθηκε; Ας το παρακολουθήσουμε.

Οι πρώτες ιδέες

Η ιδέα για τη δημιουργία μιας Ενωσης των καπιταλιστικών χωρών της Δυτικής Ευρώπης ήταν παλιά, ακόμη πριν το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Για πρώτη φορά προβλήθηκε επίσημα και ολοκληρωμένα από τη Γαλλία στα 1930 με το «Σχέδιο Μπριάν» η σύσταση μιας «Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας» με σκοπό τη συσπείρωση της καπιταλιστικής Ευρώπης σε μια πολιτική και στρατιωτική κοινότητα. Ομως, η πρόταση εκείνη βρήκε πολλές δυσκολίες και, τελικά, ναυάγησε με την κήρυξη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, που ξεκίνησε ο Χίτλερ με το δόγμα του «ζωτικού χώρου». Το θέμα της «οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης» έρχεται πάλι στο προσκήνιο, αναζωπυρώνεται μετά το τέλος του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Το σοσιαλιστικό σύστημα - τα σύνορα του οποίου με τον καπιταλισμό βρίσκονταν στο έδαφος της Ευρώπης και, μάλιστα, στη Γερμανία (ήταν τα σύνορα μεταξύ Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας Γερμανίας και Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας) - βρίσκεται εκείνη την περίοδο σε άνοδο. Το αμερικάνικο κεφάλαιο έχει διεισδύσει στην Ευρώπη με το Σχέδιο Μάρσαλ, προκειμένου να ισχυροποιήσει τον καπιταλισμό, που ήταν τσακισμένος οικονομικά από τον πόλεμο και να εμποδίσει την εξάπλωση του σοσιαλισμού, αφού το λαϊκό-επαναστατικό κίνημα, λόγω του πολέμου και της αίγλης του σοσιαλισμού, ήταν σε ανοδική πορεία. Οι ισχυρές καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης συνειδητοποιούν την ανάγκη συνένωσης των δυνάμεών τους στις συγκεκριμένες τότε συνθήκες της εποχής του ιμπεριαλισμού. Ως ανάγκη που προκύπτει και από την καπιταλιστική διεθνοποίηση και το διεθνή ανταγωνισμό, για να αναπτυχθούν οι οικονομίες τους, διεκδικώντας όσο γίνεται μεγαλύτερο μερίδιο στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά, τα όρια της οποίας μετά την εξάπλωση του σοσιαλισμού στένευαν, και να αντιμετωπίσουν επίσης την άνοδο του σοσιαλισμού στην Ευρώπη.

Ο Χάρι Τρούμαν εξαγγέλλει το Δόγμα του από το βήμα του Κογκρέσου
Ο Χάρι Τρούμαν εξαγγέλλει το Δόγμα του από το βήμα του Κογκρέσου
Ετσι, με την ενεργό συμμετοχή των ΗΠΑ στις εξελίξεις, στις 18 Απρίλη του 1951 υπογράφεται στο Παρίσι η ιδρυτική Συνθήκη της «Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ανθρακος και Χάλυβος» (ΕΚΑΧ) από τα έξι ιδρυτικά της μέλη - τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία και το Λουξεμβούργο. Ακολούθησε η Συνθήκη της Ρώμης (25 Μάρτη του 1957) για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) απ' αυτά τα έξι κράτη-μέλη και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (EURATOM), των προγόνων της σημερινής Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Ας δούμε πιο αναλυτικά τους σημαντικότερους σταθμούς.

Στις 9 Μάη 1950 ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας Ρομπέρ Σουμάν διαβάζει στη Γαλλική Εθνοσυνέλευση τη Διακήρυξη για τη «γαλλογερμανική συμφιλίωση και την Ευρωπαϊκή Ενωση».

Η άρχουσα τάξη των χωρών που συμμετείχαν στον πόλεμο και υποχρεώθηκαν να αντιταχθούν στο φασιστικό άξονα, από την επόμενη κιόλας μέρα της λήξης του πολέμου έβαζε μπροστά τη συνεργασία «νικητών» και «ηττημένων» κατά του κοινού εχθρού, που δεν έπαψε να είναι η Σοβιετική Ενωση και το σοσιαλιστικό σύστημα που δημιουργήθηκε μετά τον πόλεμο στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.

Η διακήρυξη του Ρ. Σουμάν, την επέτειο της οποίας «γιορτάζει» η Ευρωπαϊκή Ενωση ως «Ημέρα της Ευρώπης», αναφέρει λοιπόν: «Η Ευρώπη πρέπει να οργανωθεί σε ομοσπονδιακή βάση. Μια γαλλογερμανική ένωση είναι ουσιώδης (...), η καθιέρωση κοινών βάσεων οικονομικής ανάπτυξης πρέπει να αποτελέσει την πρώτη φάση (...). Η γαλλική κυβέρνηση προτείνει να τεθεί το σύνολο της γαλλογερμανικής παραγωγής άνθρακα και χάλυβα υπό την αιγίδα μιας νέας Υψηλής Αρχής, που θα είναι ανοιχτή στη συμμετοχή των άλλων χωρών της Ευρώπης». Αυτά γράφει το «πιστοποιητικό γέννησης» της ιδέας της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ο πρόσκοπος όμως αυτής της ιδέας Ζαν Μονέ από το 1947 στήριζε τις ελπίδες για την επιτυχία του εγχειρήματος στην αμερικανική κηδεμονία και έγραφε ότι η «εξαγγελία του Δόγματος Τρούμαν σήμαινε ότι οι ΗΠΑ θα εμπόδιζαν την Ευρώπη να γίνει μια ζώνη ύφεσης στο έλεος του κομμουνισμού»!


Η πρώτη και ιδρυτική Σύνοδος Κορυφής, έγινε στο διάστημα από το Μάη του 1950 ως τον Απρίλη του 1951. Συμμετείχαν Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία και Λουξεμβούργο. Η Σύνοδος κατέληξε στη Συνθήκη του Παρισιού, που έθετε την Κοινότητα Ανθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) υπό τον έλεγχο μιας ανώτατης αρχής, η οποία λογοδοτούσε σε μια Συνέλευση.

Η δεύτερη Σύνοδος Κορυφής άρχισε τον Απρίλη του 1955 στη Μεσσίνα της Ιταλίας. Συμμετείχαν οι ίδιες χώρες. Κατέληξε στη Συνθήκη της Ρώμης, που υπογράφηκε το Μάρτη του 1957, με την οποία εγκαθιδρύονταν η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (EURATOM). Αυτή η διάσκεψη θα μπορούσε να θεωρηθεί καθοριστικής σημασίας για την εξέλιξη της ενοποίησης, αφού μετά την εμπέδωση της συνεργασίας μεταξύ των «έξι» στον οικονομικό τομέα αποφασίστηκε να προωθηθεί και η πολιτική συνεργασία, ενώ άνοιξαν και οι πόρτες για την ένταξη νέων μελών.

Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη και η συνέχεια

Η τρίτη Σύνοδος Κορυφής έγινε το 1985. Προστέθηκαν ακόμη εκτός από τη Μεγάλη Βρετανία, η Δανία, η Ιρλανδία και η Ελλάδα. Η Σύνοδος αυτή κατέληξε στην Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, με την οποία τα κράτη - μέλη ανέλαβαν την υποχρέωση να ολοκληρώσουν την εσωτερική αγορά μέχρι το 1992.


Η Ενιαία Πράξη σηματοδοτεί το πέρασμα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος στη δεύτερη, μετά τη Συνθήκη της Ρώμης, περίοδό του.

Πρόκειται, ουσιαστικά, για την καθιέρωση των «τεσσάρων ελευθεριών». Της ελευθερίας στην κίνηση των κεφαλαίων, της ελευθερίας στην κίνηση των εμπορευμάτων, της ελευθερίας στην κίνηση των υπηρεσιών και της ελευθερίας στην κίνηση του εργατικού δυναμικού. Από την άποψη αυτή, η Ενιαία Πράξη είναι η μεγαλύτερη προσφορά στις πολυεθνικές επιχειρήσεις και το μεγάλο κεφάλαιο, αφού καταργεί σειρά «εμποδίων» στην απρόσκοπτη και χωρίς όρια κερδοσκοπία τους και ταυτοχρόνως δημιουργεί το πλαίσιο για την ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων.

Η Ενιαία Πράξη άρχισε να εφαρμόζεται το 1992 με την καθιέρωσή της από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (βλέπε ξεχωριστό θέμα στη σημερινή μικρή ιστορική αναδρομή) για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Δεκέμβρης 1991). Τότε άρχισε να προσδιορίζεται η θέση και η προοπτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης πλέον στα νέα δεδομένα που προέκυψαν από την αντεπανάσταση, τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης και την ανατροπή των σοσιαλιστικών καθεστώτων στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.

Η Σύνοδος Κορυφής του 1997, έγινε τον Ιούνιο στο Αμστερνταμ, και είναι η πέμπτη στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η τέταρτη Σύνοδος Κορυφής είχε γίνει το Δεκέμβρη του 1991. Σ' αυτήν πήραν μέρος ακόμη η Ισπανία και η Πορτογαλία. Η Σύνοδος αυτή κατέληξε με τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ενωση, που έγινε περισσότερο γνωστή ως Συνθήκη του Μάαστριχτ. Το κυριότερο στοιχείο αυτής της Συνθήκης ήταν η πορεία προς την Οικονομική και Νομισματική Ενωση, ενώ δίνεται και το πρόπλασμα της πολιτικής ενοποίησης.

Η καθιέρωση του κοινού νομίσματος, του ευρώ, η εμπέδωση των «τεσσάρων ελευθεριών», σε συνδυασμό με τη διεύρυνση του 2004 (την ένταξη των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, της Κύπρου και της Μάλτας) οδηγούσαν τους ιθύνοντες κύκλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης στο επόμενο βήμα, την «πολιτική ενοποίηση». Στοιχείο αυτής της ενοποίησης ήταν η δημιουργία του λεγόμενου Ευρωσυντάγματος, ενός κειμένου που επιχειρούσε να θέσει τις βάσεις για τη δημιουργία κοινών πολιτικών θεσμών με τελικό σκοπό τη δημιουργία μιας ομοσπονδιακής Ευρωπαϊκής Ενωσης, σύμφωνα με τα γαλλογερμανικά σχέδια.

Το «Ευρωσύνταγμα», αφού συντάχθηκε από τη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, τέθηκε στην έγκριση των κρατών-μελών το 2005. Ομως το ηχηρό ΟΧΙ στα δημοψηφίσματα της Γαλλίας και της Ολλανδίας, το Μάη του 2005, οδήγησε τους ηγέτες της ΕΕ σε αναδίπλωση μπροστά στις λαϊκές αντιδράσεις και τον κίνδυνο να απορριφθεί το «Ευρωσύνταγμα» και σε άλλα προγραμματισμένα δημοψηφίσματα.

Ηταν μια μεγάλη στιγμή στην πάλη των λαών κατά των επιλογών του κεφαλαίου. Οπως προκύπτει από την ανάλυση των ποιοτικών χαρακτηριστικών των αποτελεσμάτων των δύο δημοψηφισμάτων, δεν ήταν μόνον ένα ΟΧΙ στο συγκεκριμένο κείμενο, ήταν ένα ΟΧΙ στις θεμελιώδεις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Στη συνέχεια το «Ευρωσύνταγμα» βαφτίζεται «Συνθήκη», στη Σύνοδο Κορυφής της Λισαβόνας, που έγινε στις 18 και 19 Οκτώβρη του 2007, προκειμένου να παρακαμφθεί ο σκόπελος των δημοψηφισμάτων και να περάσει το «Ευρωσύνταγμα» ως μια Συνθήκη. Αλλά επειδή το Σύνταγμα της Ιρλανδίας επιβάλλει δημοψηφίσματα, ο ιρλανδικός λαός με το περήφανο «ΟΧΙ» σ' αυτή την «Ευρωσυνθήκη» εμπόδισε την εφαρμογή της όταν στις άλλες χώρες ψηφίζεται απλά από τα εθνικά Κοινοβούλια. Δείγμα του ότι όταν ένας λαός θέλει και αποφασίσει μπορεί να ματαιώνει αντιλαϊκά μέτρα. Ακόμη, οι κυβερνήσεις της ΕΕ ψάχνουν φόρμουλα για να το ξεπεράσουν.

ΣΥΝΘΗΚΗ ΜΑΑΣΤΡΙΧΤ
Το θεμέλιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης

Η Συνθήκη του Μάαστριχτ είναι το θεμέλιο της ΕΕ. Είναι η Συνθήκη των Συνθηκών. Απ' αυτήν απορρέουν όλες οι επόμενες, όπως και όλες οι αντεργατικέςς αντιλαϊκές πολιτικές της ΕΕ, τις οποίες συναποφασίζουν οι κυβερνήσεις των κρατών - μελών της ΕΕ και τις εφαρμόζουν στα κράτη τους. Γι' αυτό και σήμερα, σε μια σύντομη ιστορικοπολιτική αναδρομή, παρουσιάζουμε τα βασικά ζητήματα αυτής της Συνθήκης.

Τι είναι το «Μάαστριχτ»;

Το Μάαστριχτ είναι μια μικρή κωμόπολη της Ολλανδίας. Ηταν άγνωστη στο πλατύ κοινό έως το Δεκέμβρη του 1991, τότε που οι υπουργοί Εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ), που τη συγκροτούσαν 12 ευρωπαϊκά κράτη (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Βρετανία, Ιρλανδία, Δανία, Ολλανδία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Ισπανία, Πορτογαλία και Ελλάδα), συνυπέγραφαν τη Συνθήκη μετεξέλιξής της σε Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ), της γνωστής πλέον Συνθήκης του Μάαστριχτ. Ετσι, το Μάαστριχτ έγινε διάσημο, η ευρωπαϊκή καπιταλιστική ενοποίηση περνούσε σε μια ανώτερη ποιοτικά βαθμίδα και πάνω στους λαούς υψωνόταν νέος, πιο βαρύς ζυγός από το μεγάλο κεφάλαιο, των 12 τότε καπιταλιστικών κρατών της ΕΟΚ, προκειμένου να μπορεί να ικανοποιεί τις ανάγκες αναπαραγωγής και συσσώρευσής του, με ολοένα αυξανόμενη την ένταση της εκμετάλλευσης, και πιο αποτελεσματικά να αντεπεξέρχεται στις ανάγκες του διεθνούς καπιταλιστικού ανταγωνισμού για το μοίρασμα αγορών, σφαιρών επιρροής ανάμεσα στα τρία ιμπεριαλιστικά κέντρα, ΗΠΑ, Ιαπωνία, ΕΕ.

Στην πορεία, η ΕΕ των «12» έγινε ΕΕ των «15», με την προσχώρηση των Αυστρίας, Σουηδίας και Φινλανδίας.

Η Συνθήκη του Μάαστριχτ συναποφασίστηκε από τις κυβερνήσεις των κρατών - μελών το Φλεβάρη του 1992 (στο ελληνικό Κοινοβούλιο ψηφίστηκε τον Ιούλη του 1992, απ' όλα τα σημερινά κόμματα, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΝ, χωρίς μάλιστα οι βουλευτές να τη γνωρίζουν, αφού δεν τους δόθηκε το κείμενο, κανένα κρατικό όργανο δεν την έδωσε στη δημοσιότητα, ενώ μόνο το ΚΚΕ την καταψήφισε). Αποτελεί το θεμέλιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, απ' αυτήν απορρέουν και οι κατευθύνσεις της ΕΕ, όπως εξειδικεύονται, συμπληρώνονται και αναπτύσσονται στην πορεία από τις Συνόδους Κορυφής, τα Συμβούλια Υπουργών της Κομισιόν, δηλαδή συνδιαμορφώνονται από τις κυβερνήσεις των κρατών - μελών για κάθε κράτος - μέλος και εφαρμόζονται υποχρεωτικά σε κάθε κράτος - μέλος, από την κυβέρνησή του. Για την ιστορία, η Συνθήκη του Μάαστριχτ έγινε ολόκληρη γνωστή από το ειδικό ένθετο, στο οποίο τη δημοσίευσε ο «Ριζοσπάστης» και είναι η μόνη εφημερίδα που το έκανε. Σύμφωνα με το άρθρο 73β της Συνθήκης του Μάαστριχτ, «απαγορεύεται οποιοσδήποτε περιορισμός των κινήσεων κεφαλαίων» και με το άρθρο 102α υιοθετείται η «αρχή της οικονομίας της ανοιχτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό».

Διεθνοποίηση και καπιταλιστική ενοποίηση

Η τάση ενοποίησης, που απαντά στην ένταση της καπιταλιστικής διεθνοποίησης, δεν είναι νέο φαινόμενο, ανεξάρτητα από τη μορφή που παίρνει. Ούτε, βεβαίως, είναι υποχρεωτική η μορφή της ΕΕ. Είναι ζήτημα επιλογής των καπιταλιστών. Βάση της είναι η δημιουργία της παγκόσμιας αγοράς, χαρακτηριστικό γνώρισμα του καπιταλισμού από τότε που εδραιώνεται ως κοινωνικο-οικονομικό σύστημα, και η αλληλεξάρτηση των καπιταλιστικών οικονομιών των διαφόρων κρατών, που παίρνει πρωτοφανείς διαστάσεις όσο αναπτύσσεται ο καπιταλισμός και ιδιαίτερα στην εποχή του ιμπεριαλισμού.

Τις ανάγκες έντασης της καπιταλιστικής διεθνοποίησης και της όξυνσης των ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών σε διεθνές επίπεδο υπηρετεί η ΕΕ, με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ για τα ευρωπαϊκά καπιταλιστικά κράτη.

Τα τρία στάδια για την ΟΝΕ

Η Συνθήκη του Μάαστριχτ προέβλεπε τη δημιουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης (ΟΝΕ), την καθιέρωση ενιαίου νομίσματος για όλα τα κράτη - μέλη της ΕΕ και ως απώτερο στόχο έθετε την πολιτική ενοποίηση στην ΕΕ με μια μορφή Ομοσπονδίας ή Συνομοσπονδίας, ζήτημα άλυτο ακόμη, και μάλλον θα παραμείνει, αφού και εντός της ΕΕ είναι οξύτατος ο ανταγωνισμός σε επίπεδο κρατών ή ομάδων κρατών, καθιερώνοντας σταδιακά σε διάφορους τομείς τις λεγόμενες Κοινές Πολιτικές.

Η Συνθήκη του Μάαστριχτ έδινε προτεραιότητα στη δημιουργία της ΟΝΕ και στο κοινό νόμισμα. Η διαδικασία διαμόρφωσης της ΟΝΕ χωρίστηκε σε τρία στάδια, προκειμένου να εφαρμοστεί.

Το πρώτο στάδιο έπρεπε να ολοκληρωθεί στο τέλος του 1993. Στο χρονικό αυτό διάστημα, αίρονταν οι περιορισμοί στην κίνηση των κεφαλαίων ανάμεσα στα κράτη - μέλη και εντασσόταν το νόμισμα κάθε κράτους - μέλους στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (ΕΝΣ). Στο ΕΝΣ μετείχαν τότε οι 11 χώρες της ΕΟΚ, εκτός της Ελλάδας. Η δραχμή έπρεπε να ενταχθεί στο ΕΝΣ μέχρι 31 Δεκέμβρη 1994. Πράγματι, η δραχμή εντάχθηκε στο ΕΝΣ το 1994.

Επίσης, στη διάρκεια του πρώτου σταδίου, προβλεπόταν η εφαρμογή πολιτικής σε κάθε κράτος - μέλος, που θα οδηγούσε στη «σύγκλιση των οικονομιών» και τέθηκαν ενιαία κριτήρια ως προς αυτό για όλα τα κράτη - μέλη, σχετικά με τον πληθωρισμό, τα δημόσια ελλείμματα, το δημόσιο χρέος, τα επιτόκια. Καθόρισαν, δε, διαδικασία ελέγχου αυτής της πορείας από τα Συμβούλια Κορυφής και το ΕΚΟΦΙΝ.

Το δεύτερο στάδιο της ΟΝΕ θα άρχιζε από την 1η Γενάρη 1994. Στο στάδιο αυτό θα δημιουργούνταν το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ινστιτούτο (ΕΝΙ), με σκοπό το συντονισμό της νομισματικής πολιτικής και την προώθηση των προϋποθέσεων για το κοινό νόμισμα. Μέχρι το τέλος του 1996, που θα διαρκούσε το δεύτερο στάδιο της ΟΝΕ, θα έπρεπε να είχαν επεξεργαστεί το πλαίσιο ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).

Σ' αυτό το στάδιο, άρχιζαν να εφαρμόζονται οι διατάξεις για την ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων, η απαγόρευση του δανεισμού του Δημοσίου και άρχιζε η ανεξαρτητοποίηση των κεντρικών τραπεζών από τις εθνικές νομοθεσίες.

Μέχρι 31 Δεκέμβρη 1996, το Συμβούλιο των αρχηγών κρατών θα αποφάσιζε κατά πόσον η Κοινότητα είναι έτοιμη να μπει στο τρίτο στάδιο της ΟΝΕ, που θα άρχιζε στο τέλος του 1997, όπως όριζε η Συνθήκη ή, αν δεν ήταν έτοιμη, το τρίτο στάδιο, θα άρχιζε την 1η Γενάρη 1999.

Στο τρίτο στάδιο, οι οικονομίες των κρατών - μελών θα ελέγχονταν από τα όργανα της Κοινότητας ως προς το βαθμό «σύγκλισης» των οικονομιών, δηλαδή την εκπλήρωση των τεσσάρων κριτηρίων, το ΕΝΙ θα μετατρεπόταν στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Η ΕΚΤ, όταν ιδρυόταν, μαζί με όλες τις κεντρικές τράπεζες των κρατών - μελών θα αποτελούσαν το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ). Η ΕΚΤ θα εκδίδει αποφάσεις και κανονισμούς, που θα έχουν υποχρεωτική ισχύ για κάθε κράτος - μέλος. Σ' αυτό το στάδιο τα εθνικά νομίσματα θα καταργούνταν και θα υιοθετούνταν το κοινό ευρωνόμισμα. Εως τότε υπήρχε βεβαίως το ECU, που ήταν η Ευρωπαϊκή Νομισματική Μονάδα, με την οποία συγκρίνονταν τα εθνικά νομίσματα, αλλά και με βάση την οποία γίνονταν οι οικονομικές μετρήσεις σε επίπεδο ΕΕ, (προϋπολογισμός, επιδοτήσεις κλπ.).

Από την 1η Γενάρη 1999, η ΟΝΕ ξεκινά και σ' αυτήν συμμετέχουν όσα κράτη - μέλη της Κοινότητας πληρούν τα τέσσερα κριτήρια. Στην ΟΝΕ μπήκαν το 1999 οι Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Ισπανία, Πορτογαλία Ιρλανδία, Φινλανδία και Αυστρία. Η Ελλάδα μπήκε το 2001. Δε συμμετέχουν οι Βρετανία, Δανία, και Σουηδία, οι δύο τελευταίες μετά από δημοψήφισμα.

Η λαϊκή προοπτική

Στο επίκεντρο της ΕΕ, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ακόμη μεγαλύτερη αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου, βρίσκεται σήμερα η στρατηγική της Λισαβόνας, που αποφάσισαν οι κυβερνήσεις των κρατών - μελών της ΕΕ στη Σύνοδο Κορυφής το 2000 στην ισπανική αυτή πόλη, με επίκεντρό της την εξασφάλιση της ανταγωνιστικότητας του ευρωενωσιακού κεφαλαίου, ως στρατηγικό στόχο, για την υλοποίηση του οποίου κατέληξαν σε μια σειρά μέτρα τα οποία προωθούν με τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις. Μέτρα, όπως η κατάργηση του σταθερού ημερήσιου εργάσιμου χρόνου και οι ελαστικές μορφές εργασίας, η παράδοση των συστημάτων Κοινωνικής Ασφάλισης στο κεφάλαιο, η εμπορευματοποίηση των τομέων Υγείας, Παιδείας, Πρόνοιας, οι αντιδραστικές αλλαγές που προωθεί σήμερα η κυβέρνηση της ΝΔ με τη συναίνεση του ΠΑΣΟΚ ιδιαίτερα στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, για παραγωγή φτηνού καταρτίσιμου εργατικού δυναμικού για τις επιχειρήσεις, η ιδιωτικοποίηση επιχειρήσεων κρατικής ιδιοκτησίας, ιδιαίτερα αυτών που έχουν στρατηγική σημασία, όπως π.χ. τηλεπικοινωνίες, ενέργεια κλπ. Ταυτόχρονα, η εφαρμογή αυτών των πολιτικών σε κάθε κράτος - μέλος, η οποία ελέγχεται σε τακτά χρονικά διαστήματα από τις Εαρινές Συνόδους Κορυφής, ωθεί στην ακόμη μεγαλύτερη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, δηλαδή στην ενίσχυση των μονοπωλιακών ομίλων και σε διακρατικό επίπεδο. Και την ίδια ώρα αυξάνει το βαθμό εκμετάλλευσης των εργαζομένων, μειώνει το λαϊκό εισόδημα και τις συντάξεις, αυξάνει τον εργάσιμο βίο ως το ...θάνατο.

Αλλά δεν είναι μόνον αυτά. Οι κατά καιρούς Κοινές Αγροτικές Πολιτικές (ΚΑΠ) μειώνουν το εισόδημα των φτωχών αγροτών, τους διώχνουν από τη γη τους, η οποία συγκεντρώνεται σε λίγα χέρια καπιταλιστών, καταδικάζοντάς τους στην ανεργία και ενισχύουν τα μονοπώλια στη διατροφική αλυσίδα, προωθώντας μεταλλαγμένα τρόφιμα σε βάρος της υγείας των λαών.

Ακόμη, η ΕΕ με τη Συνθήκη Σένγκεν και το άλλοθι της τρομοκρατίας επιτίθεται στις δημοκρατικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες, ενισχύει τη δίωξη και την καταστολή των αγώνων των εργαζομένων.

Ολα αυτά βέβαια δεν είναι καθόλου τυχαία. Οταν από τη συνθήκη «Ανθρακα - Χάλυβα» το 1952 έμπαιναν τα θεμέλια της «Συνθήκης της Ρώμης» το 1957, το κεφάλαιο συνένωνε τις δυνάμεις του για να αντεπεξέλθει στον ανταγωνισμό στην Ευρώπη, πρωτίστως, με το αντίπαλο σύστημα, το σοσιαλισμό, με το ανερχόμενο εργατικό κίνημα στις χώρες της Ευρώπης, αλλά και με τον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό. Η σύγχρονη φάση ανάπτυξης του μονοπωλιακού καπιταλισμού επιτάσσει τη στρατηγική του Μάαστριχτ για την απρόσκοπτη εντεινόμενη εκμεταλλευτική του δράση, την ενίσχυση της εξουσίας του και την εξαφάνιση αν είναι δυνατόν του εργατικού κινήματος, προκειμένου να αποφύγει την αμφισβήτηση και την ανατροπή του, από την οξύτητα των αντιθέσεων, την αθεράπευτη κρίση του και την ολοένα αυξανόμενη μετατροπή της δυσαρέσκειας των μαζών σε συνειδητή ταξική πάλη. Μόνο που αυτή η πορεία αργά ή γρήγορα θα ανοίξει το μέλλον της εργατικής τάξης για την πραγματικά ανθρώπινη κοινωνία της τελειότητας, το σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό.

Μόνο που απαιτεί αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή πάλη κάθε λαού ενάντια στην εξουσία της χώρας του, ώσπου να την ανατρέψει, μαζί με τους κοινούς αγώνες. Εδώ εντάσσεται και η θέση και η πάλη του ΚΚΕ για αποδέσμευση από την ΕΕ.

Το ΚΚΕ λέει ότι μπροστά στο λαό μας υπάρχουν δύο δρόμοι ανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας. Ο ένας είναι ο δρόμος που συμφέρει το κεφάλαιο, τα μονοπώλια, ο δρόμος της προσαρμογής στις επιλογές της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Ο άλλος είναι ο δρόμος της συγκρότησης της συμμαχίας της εργατικής τάξης με τα λαϊκά στρώματα της πόλης και της υπαίθρου για τη λαϊκή εξουσία και τη λαϊκή οικονομία.

Στην πορεία αυτού του δρόμου το ΚΚΕ θα κινητοποιεί τις δυνάμεις του μέσα στο μαζικό κίνημα, στο Κοινοβούλιο, στο Ευρωκοινοβούλιο, παντού και ασταμάτητα, για να έχουν και άμεσες κατακτήσεις οι εργαζόμενοι, που ανακουφίζουν έστω και προσωρινά.

Είναι ρεαλιστική η πρότασή μας για κοινωνικοποίηση των βασικών και συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής και τον παραγωγικό συνεταιρισμό της μικρομεσαίας αγροτιάς, των μικρών επιχειρηματιών σε κλάδους όπου η συγκέντρωση είναι μικρή και την ένταξή τους σε έναν κεντρικό σχεδιασμό και διεύθυνση, ταυτόχρονα με τον εργατικό και λαϊκό έλεγχο. Η λαϊκή εξουσία μπορεί να προωθεί διακρατικές - εμπορικές συμφωνίες και συναλλαγές, συμφωνίες για αξιοποίηση τεχνογνωσίας, με βάση το αμοιβαίο όφελος και συμφέρον.

Δεν υπάρχει άλλη εφικτή και ρεαλιστική εναλλακτική λύση στο σύγχρονο κόσμο, στα προβλήματα που ζούμε στη χώρα μας, παρά μόνο μια Ελλάδα με λαϊκή οικονομία και εξουσία, σε μια Ευρώπη της ειρήνης, της φιλίας, του σοσιαλισμού.

Β.Ι.ΛΕΝΙΝ
Για το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης

Δεν είναι δυνατή η εξάλειψη των τάξεων, χωρίς τη δικτατορία της καταπιεζόμενης τάξης, του προλεταριάτου. Δεν είναι δυνατή η ελεύθερη ένωση των εθνών στο σοσιαλισμό, χωρίς μια λίγο - πολύ μακρόχρονη, επίμονη πάλη των σοσιαλιστικών Δημοκρατιών ενάντια στα οπισθοδρομικά κράτη
Δεν είναι δυνατή η εξάλειψη των τάξεων, χωρίς τη δικτατορία της καταπιεζόμενης τάξης, του προλεταριάτου. Δεν είναι δυνατή η ελεύθερη ένωση των εθνών στο σοσιαλισμό, χωρίς μια λίγο - πολύ μακρόχρονη, επίμονη πάλη των σοσιαλιστικών Δημοκρατιών ενάντια στα οπισθοδρομικά κράτη
Τo Kόμμα μας έχει δεχτεί πολλές κατηγόριες από εχθρούς και «φίλους» για ζητήματα που έχουν σχέση με την πολιτική του για την Ευρωπαϊκή Ενωση, για τη «νομοτελειακή αναγκαιότητα», όπως την ονομάζουν, των περιφερειακών «ενοποιήσεων». Φυσικά, οι συζητήσεις, οι αναζητήσεις και η πολεμική γύρω από τέτοιες ή άλλες απόψεις δεν είναι καινούριες. Εμφανίζονται και εξελίσσονται από τότε που ο καπιταλισμός πέρασε από το προμονοπωλιακό του στάδιο στο μονοπωλιακό, τελευταίο και ανώτατο στάδιο του καπιταλιστικού συστήματος, πριν αντικατασταθεί από το σοσιαλισμό. Από τις αρχές του 20ού αιώνα, οι κομμουνιστές είχαν να αντιμετωπίσουν διάφορες απόψεις και ιδέες εχθρικές προς το εργατικό κίνημα. Ηταν, επομένως, αντικείμενο ιδεολογικής πάλης των κομμουνιστών ενάντια σε εχθρικές ιδεολογικοπολιτικές απόψεις στις αρχές του 20ού αιώνα. Την πάλη διεξήγαγε ο Β. Ι. Λένιν. Τηρουμένων των αναλογιών φυσικά και των συνθηκών, έχει αξία να παρακολουθήσουμε πώς προσέγγισε το συγκεκριμένο ζήτημα. Γι' αυτό αναδημοσιεύουμε όλο το άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Σοτσιαλντεμοκράτ», αρ. φύλλου 44, στις 23 Αυγούστου του 1915, και τιτλοφορείται «ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΝΘΗΜΑ ΤΩΝ ΕΝΩΜΕΝΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ» («Απαντα», 5η έκδοση, «ΣΕ», τόμος 26, σελίδες 359-363). Αξίζει να το παρακολουθήσουμε και για έναν ακόμη λόγο: Απαντά όχι μόνο στους οικονομικούς και πολιτικούς κύκλους των επιχειρηματιών, της άρχουσας τάξης και των κομμάτων του συστήματος, αλλά και σε όσους ονειρεύονται μια Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ), με πραγματική σύγκλιση των οικονομιών των κρατών - μελών της, μια ΕΕ με «κοινωνικό πρόσωπο», που «ο άνθρωπος θα είναι πάνω από τα κέρδη» σαν τους οπορτουνιστές του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ.

Ας το παρακολουθήσουμε:

Στη «Σοτσιάλ - Ντεμοκράτ», αρ. φύλ. 40, ανακοινώσαμε ότι η Συνδιάσκεψη των Τμημάτων Εξωτερικού του κόμματός μας αποφάσισε να αναβάλει το ζήτημα του συνθήματος «Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης», ωσότου συζητηθεί στον Τύπο η οικονομική πλευρά του.

Η συζήτηση που έγινε πάνω σ' αυτό το ζήτημα στη συνδιάσκεψή μας πήρε μονόπλευρα πολιτικό χαρακτήρα. Αυτό εν μέρει ίσως να οφείλεται στο γεγονός ότι στη διακήρυξη της Κεντρικής Επιτροπής το σύνθημα αυτό διατυπώνεται καθαρά σαν πολιτικό («το άμεσο πολιτικό σύνθημα...» - λέει η διακήρυξη) και, ταυτόχρονα, δε διατυπώνεται μόνο το σύνθημα των δημοκρατικών Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, μα και υπογραμμίζεται ειδικά ότι «χωρίς την επαναστατική ανατροπή της γερμανικής, της αυστριακής και της ρωσικής μοναρχίας» το σύνθημα αυτό είναι παράλογο και απατηλό.

Δε θα ήταν καθόλου σωστό να φέρει κανείς αντιρρήσεις στην τέτοια τοποθέτηση του ζητήματος μέσα στα πλαίσια της πολιτικής εκτίμησης του συνθήματος αυτού. Λόγου χάρη, από την άποψη ότι επισκιάζει ή αδυνατίζει κτλ. το σύνθημα της σοσιαλιστικής επανάστασης. Οι πολιτικοί μετασχηματισμοί προς μια πραγματικά δημοκρατική κατεύθυνση κι ακόμη περισσότερο οι πολιτικές επαναστάσεις δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση, ποτέ και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, ούτε να επισκιάσουν, ούτε ν' αδυνατίσουν το σύνθημα της σοσιαλιστικής επανάστασης. Αντίθετα, τη φέρνουν πάντα πιο κοντά, πλαταίνουν τη βάση της, εντάσσουν στο σοσιαλιστικό αγώνα νέα στρώματα μικροαστών και μισοπρολεταριακών μαζών. Και από το άλλο μέρος οι πολιτικές επαναστάσεις είναι αναπόφευκτες στην πορεία της σοσιαλιστικής επανάστασης, που δεν μπορούμε να τη βλέπουμε σαν μια μόνο πράξη, μα πρέπει να τη βλέπουμε σαν εποχή θυελλωδών πολιτικών και οικονομικών κλονισμών, σαν εποχή της πιο οξυμένης ταξικής πάλης, εμφυλίου πολέμου, επαναστάσεων και αντεπαναστάσεων.

Αν, όμως, το σύνθημα των δημοκρατικών Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, σε συνδυασμό με την επαναστατική ανατροπή των τριών αντιδραστικότατων μοναρχιών της Ευρώπης, μ' επικεφαλής τη ρωσική μοναρχία, είναι τελείως άψογο σαν πολιτικό σύνθημα, ωστόσο μένει ακόμη ένα σπουδαιότατο ζήτημα, το ζήτημα του οικονομικού περιεχομένου και της οικονομικής σημασίας αυτού του συνθήματος. Από την άποψη των οικονομικών όρων του ιμπεριαλισμού, δηλαδή της εξαγωγής κεφαλαίων και του μοιράσματος του κόσμου από τις «προηγμένες» και «πολιτισμένες» αποικιακές δυνάμεις, οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης μέσα σε καπιταλιστικό καθεστώς, είτε είναι απραγματοποίητες, είτε είναι αντιδραστικές.

Το κεφάλαιο έγινε διεθνές και μονοπωλιακό. Ο κόσμος είναι μοιρασμένος ανάμεσα σε μια χούφτα μεγάλες Δυνάμεις, δηλαδή Δυνάμεις που έχουν επιτυχίες στη μεγάλη καταλήστευση και καταπίεση των εθνών. Τέσσερις μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης: Η Αγγλία, η Γαλλία, η Ρωσία και η Γερμανία, με πληθυσμό 250 - 300 εκατομμύρια και με έκταση περίπου 7 εκατομμύρια τετρ. χιλιόμετρα, έχουν αποικίες με πληθυσμό σχεδόν μισό δισεκατομμύριο (494,5 εκατομμύρια) και με έκταση 64,6 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα, δηλαδή σχεδόν τη μισή υδρόγειο σφαίρα (133 εκατομμύρια τετρ. χιλιόμετρα, χωρίς τις πολικές περιοχές). Προσθέστε σ' αυτά τα τρία ασιατικά κράτη: Την Κίνα, την Τουρκία και την Περσία, που τώρα τα διαμελίζουν οι ληστές που διεξάγουν «απελευθερωτικό» πόλεμο, δηλαδή: Η Ιαπωνία, η Ρωσία, η Αγγλία και η Γαλλία. Αυτά τα τρία ασιατικά κράτη, που μπορούμε να τα ονομάσουμε μισοαποικίες (στην πραγματικότητα, είναι τώρα κατά τα 9/10 αποικίες), έχουν 360 εκατομμύρια πληθυσμό και έκταση 14,5 εκατομμύρια τετρ. χιλιόμετρα (δηλαδή, σχεδόν 1,1/2 φορά μεγαλύτερη έκταση από την έκταση όλης της Ευρώπης).

Σε συνέχεια: Η Αγγλία, η Γαλλία και η Γερμανία έχουν τοποθετήσεις στο εξωτερικό όχι μικρότερες από 70 δισεκατομμύρια ρούβλια. Για να εισπράττουν το «θεμιτό» εισοδηματάκι τους από το στρογγυλούτσικο αυτό ποσό - ένα εισοδηματάκι που ξεπερνάει τα τρία δισεκατομμύρια ρούβλια το χρόνο - υπάρχουν οι εθνικές επιτροπές των εκατομμυριούχων, που ονομάζονται κυβερνήσεις, που διαθέτουν στρατό και πολεμικό στόλο και «τοποθετούν» στις αποικίες και στις μισοαποικίες τα χαϊδεμένα παιδιά και τα αδέλφια «του κυρίου δισεκατομμυρίου» σαν αντιβασιλείς, προξένους, πρεσβευτές, κάθε λογής υπαλλήλους, παπάδες και άλλες βδέλλες.

Ετσι είναι οργανωμένη, στην εποχή της ανώτατης ανάπτυξης του καπιταλισμού, η καταλήστευση ενός περίπου δισεκατομμυρίου πληθυσμού της Γης από μια χούφτα μεγάλες Δυνάμεις. Και είναι αδύνατο μέσα στον καπιταλισμό να υπάρξει διαφορετική οργάνωση. Να παραιτηθούν από τις αποικίες, από τις «σφαίρες επιρροής», από την εξαγωγή κεφαλαίων; Το να σκέπτεται κανείς έτσι, σημαίνει ότι κατεβαίνει στο επίπεδο ενός παπά, που κάθε Κυριακή κηρύσσει στους πλουσίους το μεγαλείο του χριστιανισμού και τους συμβουλεύει να δωρίζουν στους φτωχούς... αν όχι μερικά δισεκατομμύρια, τουλάχιστο μερικές εκατοντάδες ρούβλια το χρόνο.

Οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης στις συνθήκες του καπιταλισμού θα ισοδυναμούσαν με συμφωνία για το μοίρασμα των αποικιών. Στον καπιταλισμό όμως, δεν μπορεί να υπάρξει άλλη βάση, άλλη αρχή μοιρασιάς, εκτός από τη δύναμη. Ο δισεκατομμυριούχος δεν μπορεί να μοιράσει με οποιονδήποτε άλλον «το εθνικό εισόδημα» μιας καπιταλιστικής χώρας παρά μόνο: «Ανάλογα με το κεφάλαιο» (κι ακόμη πρέπει να προσθέσουμε ότι το μεγαλύτερο κεφάλαιο θα πάρει περισσότερα απ' όσα του αναλογούν). Ο καπιταλισμός σημαίνει ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και αναρχία στην παραγωγή. Το να κηρύσσει κανείς μια «δίκαιη» μοιρασιά του εισοδήματος σε μια τέτοια βάση είναι προυντονισμός, στενοκεφαλιά μικροαστού και φιλισταίου. Το μοίρασμα δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά, παρά «σύμφωνα με τη δύναμη». Η δύναμη, όμως, αλλάζει με την πορεία της οικονομικής εξέλιξης. Υστερα από το 1871, η Γερμανία δυνάμωσε 3 - 4 φορές πιο γρήγορα από την Αγγλία και τη Γαλλία. Η Ιαπωνία δυνάμωσε δέκα φορές πιο γρήγορα από τη Ρωσία. Για να ελεγχθεί η πραγματική δύναμη ενός καπιταλιστικού κράτους, δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει άλλο μέσο εκτός από τον πόλεμο. Ο πόλεμος δεν αντιφάσκει στις βάσεις της ατομικής ιδιοκτησίας, αλλά είναι η άμεση και αναπόφευκτη ανάπτυξη αυτών των βάσεων. Στις συνθήκες του καπιταλισμού, είναι αδύνατη μια ισόμετρη οικονομική ανάπτυξη των διαφόρων οικονομιών και των διαφόρων κρατών. Στις συνθήκες του καπιταλισμού, δεν μπορεί να υπάρχουν άλλα μέσα για την αποκατάσταση από καιρό σε καιρό της παραβιασμένης ισορροπίας, εκτός από τις κρίσεις στη βιομηχανία και τους πολέμους στην πολιτική.

Φυσικά, είναι δυνατές προσωρινές συμφωνίες ανάμεσα σε καπιταλιστές και ανάμεσα σε κράτη. Μ' αυτήν την έννοια, μπορεί να δημιουργηθούν και οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης σαν συμφωνία των Ευρωπαίων καπιταλιστών... Με ποιο σκοπό; Μόνο με το σκοπό να πνίξουν από κοινού το σοσιαλισμό στην Ευρώπη, να περιφρουρήσουν από κοινού τις ληστεμένες αποικίες ενάντια στην Ιαπωνία και στην Αμερική, που θεωρούν τον εαυτό τους στο έπακρο αδικημένο με τη σημερινή μοιρασιά των αποικιών και που τον τελευταίο μισό αιώνα δυνάμωσαν ασύγκριτα πιο γρήγορα απ' ό,τι η καθυστερημένη μοναρχική Ευρώπη, που άρχισε να σαπίζει από τα γεράματα. Σε σύγκριση με τις Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής, η Ευρώπη στο σύνολό της σημαίνει οικονομική στασιμότητα. Η δημιουργία των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης με τη σημερινή οικονομική βάση, δηλαδή στις συνθήκες του καπιταλισμού, θα σήμαινε οργάνωση της αντίδρασης, για να παρεμποδιστεί η πιο γρήγορη ανάπτυξη της Αμερικής. Πέρασαν για πάντα οι καιροί που η υπόθεση της δημοκρατίας και η υπόθεση του σοσιαλισμού συνδέονταν μόνο με την Ευρώπη.

Οι Ενωμένες Πολιτείες του κόσμου (και όχι της Ευρώπης) είναι η κρατική εκείνη μορφή ένωσης και ελευθερίας των εθνών, που εμείς τη συνδέουμε με το σοσιαλισμό - ως τότε που η πλήρης νίκη του κομμουνισμού θα οδηγήσει στην οριστική εξαφάνιση κάθε κράτους, μαζί και του δημοκρατικού. Ωστόσο, το σύνθημα των Ηνωμένων Πολιτειών του κόσμου, σαν αυτοτελές σύνθημα, είναι αμφίβολο αν θα ήταν σωστό, πρώτο, γιατί συγχωνεύεται με το σοσιαλισμό και, δεύτερο, γιατί θα μπορούσε να προκαλέσει τη λαθεμένη ερμηνεία ότι είναι αδύνατη η νίκη του σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα, τη λαθεμένη ερμηνεία για τη στάση αυτής της χώρας απέναντι στις υπόλοιπες.

Η ανισόμετρη οικονομική και πολιτική ανάπτυξη είναι απόλυτος νόμος του καπιταλισμού. Από δω βγαίνει πως είναι δυνατή η νίκη του σοσιαλισμού στην αρχή σε λίγες ή ακόμη και σε μία μονάχα, χωριστά παρμένη, καπιταλιστική χώρα. Το νικηφόρο προλεταριάτο αυτής της χώρας, απαλλοτριώνοντας τους καπιταλιστές και οργανώνοντας στη χώρα του τη σοσιαλιστική παραγωγή, θα ορθωνόταν ενάντια στον υπόλοιπο κόσμο, τον καπιταλιστικό κόσμο, παίρνοντας μαζί του τις καταπιεζόμενες τάξεις των άλλων χωρών, ξεσηκώνοντας στις χώρες αυτές εξεγέρσεις ενάντια στους καπιταλιστές, δρώντας σε περίπτωση ανάγκης ακόμη και με στρατιωτική δύναμη ενάντια στις εκμεταλλεύτριες τάξεις και τα κράτη τους. Πολιτική μορφή της κοινωνίας, όπου νικάει το προλεταριάτο, ανατρέποντας την αστική τάξη, θα είναι η λαοκρατική δημοκρατία, που θα συγκεντρώσει όλο και περισσότερο τις δυνάμεις του προλεταριάτου του δοσμένου έθνους ή των δοσμένων εθνών στην πάλη ενάντια στα κράτη, που δε θα έχουν ακόμη περάσει στο σοσιαλισμό. Δεν είναι δυνατή η εξάλειψη των τάξεων χωρίς τη δικτατορία της καταπιεζόμενης τάξης, του προλεταριάτου. Δεν είναι δυνατή η ελεύθερη ένωση των εθνών στο σοσιαλισμό, χωρίς μια λίγο - πολύ μακρόχρονη, επίμονη πάλη των σοσιαλιστικών Δημοκρατιών ενάντια στα οπισθοδρομικά κράτη.

Να για ποιους λόγους, ύστερα από επανειλημμένες συζητήσεις του ζητήματος στη Συνδιάσκεψη των Τμημάτων Εξωτερικού του ΣΔΕΚΡ και μετά τη Συνδιάσκεψη, η Σύνταξη του Κεντρικού Οργάνου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είναι λαθεμένο το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης.


ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ:
Στέφανος ΚΡΗΤΙΚΟΣ

Από τη σύνδεση της Ελλάδας με την ΕΟΚ ως την πλήρη ένταξη

Μικρό ιστορικό για τη σχέση της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Ενωση

Η Ελλάδα συμμετέχει ως πλήρες μέλος στην ΕΟΚ από το 1981 με κυβέρνηση της ΝΔ και πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή
Η Ελλάδα συμμετέχει ως πλήρες μέλος στην ΕΟΚ από το 1981 με κυβέρνηση της ΝΔ και πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή
Η Ελλάδα συμμετέχει ως πλήρες μέλος στην ΕΟΚ τότε, στην ΕΕ σήμερα, από το 1981. Ηταν η κυβέρνηση της ΝΔ, με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, θείο του σημερινού πρωθυπουργού, που τα προηγούμενα χρόνια διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις για την είσοδο της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ, η οποία με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ μετεξελίχτηκε στη σημερινή ΕΕ. Η ΝΔ το 'χει καύχημα πως δική της κυβέρνηση ήταν αυτή που ενέταξε την Ελλάδα στην ΕΕ και έβαλε το λαό στη στρούγκα των συνασπισμένων καπιταλιστικών κρατών, με όλα τα δεινά που του 'χει φέρει αυτός ο ζυγός. Αλλά η ιστορία της σχέσης της ελληνικής ολιγαρχίας με τη διακρατική αυτή ιμπεριαλιστική συμμαχία ξεκινά από πολύ πιο μακριά, αρχές της 10ετίας του '60.

Η σύνδεση

Ηταν το 1961, στις 9 του Ιούλη, όταν η τότε κυβέρνηση του κόμματος της ΕΡΕ (Εθνική Ριζοσπαστική Ενωση), με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή (ήταν το κατεξοχήν κόμμα του μεγάλου κεφαλαίου και απ' αυτό προήλθε μετά τη δικτατορία η ΝΔ, την οποία συγκρότησε ο βασικός πυρήνας των στελεχών της ΕΡΕ) υπέγραψε τη Συνθήκη Σύνδεσης της Ελλάδας με την τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) - ή, διαφορετικά, «Κοινή Ευρωπαϊκή Αγορά».

Η συγκεκριμένη Συνθήκη υπογράφτηκε στην Αθήνα, στην αίθουσα της Βουλής, και προπαγανδίστηκε ως τεράστια εθνική επιτυχία, όπως άλλωστε προπαγανδίστηκαν όλοι οι λεγόμενοι μεγάλοι «εθνικοί στόχοι», δηλαδή η ένταξη στην ΕΟΚ και μετέπειτα η ένταξη στην ΟΝΕ και το ευρώ, από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, υπό τον Κ. Σημίτη πρωθυπουργό.

Οι επιδιώξεις της άρχουσας τάξης

1983. Κινητοποιήσεις αγροτών κατά της ΕΟΚ
1983. Κινητοποιήσεις αγροτών κατά της ΕΟΚ
Εδώ χρειάζεται να ανοίξουμε μια παρένθεση. Γιατί η ΕΟΚ δέχτηκε την Ελλάδα στους κόλπους της, αρχικά με τη Συνθήκη Σύνδεσης και μετά ως πλήρες μέλος;

Η άρχουσα τάξη της Ελλάδας, με τα κόμματά της, επέλεξε και συμμετέχει στην ΕΟΚ, ενισχύοντας και προωθώντας τα οικονομικά συμφέροντά της και έχοντας ένα διεθνές στήριγμα της εξουσίας της. Ας μην ξεχνάμε πως παρά την ήττα του λαϊκού κινήματος στα 1949, και με το ΚΚΕ να δρα παράνομα, τα μετεμφυλιοπολεμικά καθεστώτα επιδίωκαν, μάταια, να ξεκόψουν τις ρίζες του λαϊκού κινήματος από την ιστορία του, να το τσακίσουν. Δεν μπορούσαν να τα καταφέρουν. Ετσι κι αλλιώς και τα κοινά σύνορα με τα σοσιαλιστικά Βαλκάνια επιδρούσαν θετικά στην ανάπτυξή του, αλλά και οι ρίζες του ήταν βαθιές. Επρεπε λοιπόν και το κεφάλαιο να δυναμώσει (χωρίς τη διαπλοκή του με το ξένο δεν μπορούσε), και η εξουσία του να ενισχύεται έχοντας διεθνή στηρίγματα. Ηδη είχε προηγηθεί η ένταξη στο ΝΑΤΟ από το 1953.

Να πώς το παρουσιάζει προπαγανδιστικά ο Κ. Τσάτσος στα 1961: «Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι... η σύνδεσις της Ελλάδος με τας δημοκρατικάς χώρας της Δύσεως αποτελεί τον μόνον ασφαλή τρόπον διά την επιβίωσιν. Δεν είναι σοβαρόν να επιδιώκη τις την εθνικήν επιβίωσιν με λύσεις αι οποίαι ιστορικώς είναι αδύνατοι. Θα εκλέξομεν... την καλυτέραν και ασφαλώς η καλυτέρα είναι εκείνη, την οποίαν ήδη επέλεξεν η Ελλάς».

Η Ελλάδα, επομένως, έγινε δεκτή στην τότε ΕΟΚ αφενός γιατί το ζήτησε η πλουτοκρατία της για τους παραπάνω λόγους, αφετέρου γιατί ήταν η μόνη καπιταλιστική χώρα στα σοσιαλιστικά Βαλκάνια, η μόνη χώρα του ΝΑΤΟ σε μια περιοχή που είχε κηρυχτεί ως εχθρική για το δυτικοευρωπαϊκό και αμερικανικό καπιταλισμό. Μια χώρα - γέφυρα του διεθνούς καπιταλισμού ενάντια στο σοσιαλισμό, αλλά και γέφυρά του στη Μέση και Εγγύς Ανατολή, περιοχή με πηγές ενέργειας, τις οποίες επιδίωκαν να εξασφαλίσουν τα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη, αλλά και γενικότερης γεωστρατηγικής σημασίας.

Τη Συνθήκη Σύνδεσης από την ελληνική κυβέρνηση της ΕΡΕ υπέγραψαν ο αντιπρόεδρός της, Παν. Κανελλόπουλος, ο υπουργός Συντονισμού, Αριστ. Πρωτοπαπαδάκης, ο υπουργός Εξωτερικών, Ευ. Αβέρωφ - Τοσίτσας. Από την πλευρά της ΕΟΚ υπογράφτηκε και από κάθε κράτος - μέλος της και από την ΕΟΚ. Από τα κράτη - μέλη της την υπέγραψαν: Ο Πολ Χένρι Σπάακ, αντιπρόεδρος και υπουργός Εξωτερικών του Βελγίου, ο Γκέμπχαρτ Ζέελος, πρεσβευτής της Γερμανίας στην Αθήνα, ο Μορίς Κουβ ντε Μιρβίλ, υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας, ο Εμίλιο Κολόμπο, υπουργός Βιομηχανίας και Εμπορίου της Ιταλίας, ο Ευγένιος Σάους, αντιπρόεδρος και υπουργός Εξωτερικών του Λουξεμβούργου, ο Ι. Ρ. βαν Χιούτεν, υφυπουργός Εξωτερικών της Ολλανδίας.

Από την ΕΟΚ υπέγραψε: Ο Λούντβιγκ Ερχαρτ, αντικαγκελάριος, υπουργός Οικονομικών, επικεφαλής του συμβουλίου των υπουργών Οικονομικών της Κοινότητας, ο Βάλτερ Χαλστάιν από την Κομισιόν, ο Ζαν Ρέι, μέλος της Κομισιόν και διαπραγματευτής της Συνθήκης Σύνδεσης.

Σταθερή πορεία

Η Ελλάδα ήταν η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που συνδέθηκε με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα με βάση το άρθρο 238 της Συνθήκης της Ρώμης, που όριζε ότι η Κοινότητα μπορεί να συνάψει συμφωνίες με μια τρίτη χώρα, «μια σχέση σύνδεσης που χαρακτηρίζεται από αμοιβαίες υποχρεώσεις και δικαιώματα, κοινές ενέργειες και ειδικές διαδικασίες».

Η Συνθήκη προέβλεπε: 1) Την εγκαθίδρυση δασμολογικής ένωσης. 2) Την ανάληψη κοινών ενεργειών και την εναρμόνιση της πολιτικής της Κοινότητας και της Ελλάδας σε διάφορους τομείς, όπως η αγροτική πολιτική, το δικαίωμα εγκατάστασης και ελεύθερης κυκλοφορίας των εργατών, οι μεταφορές, η φορολογία, οι κανόνες ανταγωνισμού. 3) Τη διάθεση στην Ελλάδα πόρων για την επιτάχυνση ανάπτυξης της οικονομίας της.

Η δασμολογική ένωση (ελάττωση έως κατάργηση δασμών) άνοιγε το δρόμο των ελεύθερων εισαγωγών εμπορευμάτων, που σε συνδυασμό με τη διάθεση πόρων για την ανάπτυξη της οικονομίας, δηλαδή των μεγαλοεπιχειρηματιών, οδηγούσε στη γοργότερη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και στην ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων.

Το ΚΚΕ σε ανακοίνωση της ΚΕ στις 4/4/1961, λίγο μετά τη μονογραφή της Συνθήκης, εκτιμά: «Για την εργατική τάξη της χώρας μας, η σύνδεση της Ελλάδας με την Κοινή Αγορά θα σημαίνει πιο άγρια εκμετάλλευση, μεγαλύτερη ανεργία, αύξηση της μετανάστευσης... Για την αγροτιά μας η σύνδεση θα σημαίνει καινούριες δυσκολίες στην τοποθέτηση των εξαγώγιμών της προϊόντων γιατί... θα εμποδίσουν ακόμη περισσότερο την ανάπτυξη των συναλλαγών μας με την απέραντη αγορά των σοσιαλιστικών χωρών. Αλλά και τα μη εξαγώγιμα αγροτικά προϊόντα (σιτάρι, κτηνοτροφικά προϊόντα) θα αντιμετωπίσουν, με την άρση των δασμών, τον αθέμιτο ανταγωνισμό των φτηνότερων δυτικοευρωπαϊκών... Το ξεκλήρισμα των φτωχών και μεσαίων αγροτών θα ενταθεί».

Πράγματι, αυτή η πορεία κυρίως για τους εργάτες και τους αγρότες εντάθηκε και αν δεν εμφανίστηκε ως οξύ πρόβλημα οφείλεται στο μεγάλο κύμα μετανάστευσης της 10ετίας του '60, κυρίως στη Γερμανία.

Η Συνθήκη Σύνδεσης, που άρχισε να ισχύει από την 1η Νοέμβρη του 1962, ήταν η πρώτη προσπάθεια, το προοίμιο της προσαρμογής της καπιταλιστικής Ελλάδας στον ΕΟΚικό ιμπεριαλισμό και της πορείας ως την πλήρη ένταξη.

Το πραξικόπημα της 21ης Απρίλη 1967 σταμάτησε τη διαδικασία προσαρμογής. Ανεστάλη η οικονομική βοήθεια της Κοινότητας προς την Ελλάδα. Οι διαδικασίες ξανάρχισαν το 1974 μετά το συμβιβασμό του αστικού πολιτικού κόσμου και των Αμερικανών με τη χούντα για την αποκατάσταση της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και υπογράφτηκε, από την τότε κυβέρνηση της ΝΔ, ένα δεύτερο χρηματοδοτικό πρωτόκολλο, στις 28 του Φλεβάρη 1977. Ηδη από το 1974, μετά τις πρώτες εκλογές για την ανάδειξη αστικοκοινοβουλευτικής κυβέρνησης, δρομολογήθηκε η διαδικασία για την πλήρη ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ.

Ετσι, στις 26 του Νοέμβρη 1974 η κυβέρνηση της ΝΔ επέδωσε υπόμνημα, στο οποίο εξέθετε την πρόθεσή της «να δει την Ελλάδα μέλος της Κοινότητας, όσο το δυνατό συντομότερα».

Η αίτηση της ένταξης υποβλήθηκε στις 12 του Ιούνη 1975 και οι σχετικές διαπραγματεύσεις κράτησαν τρία χρόνια και κατέληξαν στα 1978 ότι από την 1/1/1981 η Ελλάδα εντάσσεται στην ΕΟΚ ως πλήρες μέλος.

Τον Οκτώβρη του 1981, στις εκλογές για το εθνικό Κοινοβούλιο, κυβέρνηση αναδεικνύεται το ΠΑΣΟΚ, με σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» και «Εξω από την ΕΟΚ των μονοπωλίων». Αλλά αυτό το κόμμα ήταν που διαχειρίστηκε με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου μέσα στην ΕΟΚ και μετά στην ΕΕ, στο όνομα πάντα του εφικτού, των δυσκολιών από την αποδέσμευση, των κινδύνων της απομόνωσης, κλπ. Ετσι, επέβαλε στο λαό τη χωρίς όρια αντιλαϊκή πολιτική, διαχειρίστηκε το σύστημα με τον καλύτερο τρόπο, ενσωματώνοντας λαϊκές δυνάμεις στο σύστημα. Αλλωστε, αυτός ήταν και είναι ο ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας στο αστικό πολιτικό σύστημα. Να εκτονώνει τη λαϊκή δυσαρέσκεια στο «μη χείρον βέλτιστον», που οδηγεί στη συνεχή επιδείνωση των όρων ζωής των λαϊκών στρωμάτων.

Πηγές:

1. «Το ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα», τ. 8ος 1956-1961, σελ 612-614.

2. Γιάννη Ιμβριώτη: «Η ιδεολογική προπαγάνδα της Κοινής Ευρωπαϊκής Αγοράς», «Επιθεώρηση Τέχνης» 1961 και «Ρ» 20-23/2/1997.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ