Κυριακή 18 Μάρτη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΚΙΛΕΛΕΡ 1910
Η εξέγερση της αγροτιάς

«Τας ανωτέρω ιδέας προσπαθώ να

φυτεύσω εις την ψυχήν των χωρικών,

διά να γίνωσι μίαν ημέραν ελεύθεροι -

ήδη είνε είλωτες - και επειδή η εργασία

αύτη απαιτεί οικονομικήν ευρωστίαν -

οιονεί λίπασμα διά το φυτόν - διά τούτο

προσπαθώ το κατά δύναμιν ν' αφαιρεθώσιν

από τα κακώς κτηθέντα δικαιώματα των

τσιφλικιούχων, διά να δωθώσιν εις τους

αδίκως εξ αυτών απογυμνωθέντας χωρικούς...

Φρονώ ότι το δίκαιον είνε εκεί όπου το συμφέρον

των πολλών και όχι των ολίγων, επομένως

μεταχειρίζομαι τας δυνάμεις μου υπέρ της

εξαφανίσεως του τσιφλικιού και της πλήρους

ανεξαρτησίας του καλλιεργητού»

Μαρίνος Αντύπας1

Στις 6/19 Μαρτίου του 1910, ημέρα Σάββατο, πριν καλά - καλά ξημερώσει, οι κολίγοι απ' άκρη σ' άκρη της θεσσαλικής γης, με μαύρες και κόκκινες σημαίες, ξεκίνησαν έχοντας ως προορισμό το μεγάλο αγροτικό συλλαλητήριο της Λάρισας. Πρώτοι μπήκαν στην πόλη οι κολίγοι του Δήμου Κρανώνος. Ακολούθησαν οι κολίγοι από τους Δήμους Συκουρίου και Ογχήστου και κατόπιν από άλλα χωριά, χωρίς να συναντήσουν ιδιαίτερα προβλήματα, αν και ο στρατός είχε κινητοποιηθεί από τα μεσάνυχτα, ενώ οι αρχές της πόλης στο σύνολό τους βρίσκονταν επί ποδός πολέμου2.


Οι κολίγοι των απομακρυσμένων περιοχών της Λάρισας θα έρχονταν στην πόλη με το πρωινό τρένο, το οποίο και περίμεναν από πολύ νωρίς στο σταθμό του Κιλελέρ (σημερινή Κυψέλη) και του Τσουλάρ (σημερινή Μελία).

Ομως πριν συνεχίσουμε την εξιστόρηση, ας κάνουμε μια αναδρομή στο παρελθόν κι ας προσπαθήσουμε να δούμε τι ήταν αυτό που ξεσήκωνε τους κολίγους.

Το άλυτο αγροτικό πρόβλημα

Είναι γνωστό πως το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα, δηλαδή η απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και το μοίρασμά τους στους αγρότες, δε λύθηκε μετά την Επανάσταση του '21, αλλά μετατέθηκε για έναν αιώνα μετά, ενώ στη Θεσσαλία έλαβε εκρηκτικές διαστάσεις.

Η Θεσσαλία προσαρτήθηκε στην Ελλάδα το 1881, ύστερα από την υπογραφή ειδικής σύμβασης ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις και την Τουρκία, στο πλαίσιο του Συνεδρίου του Βερολίνου. Ομως τίποτα δεν άλλαξε στη ζωή των αγροτών του θεσσαλικού κάμπου. Η γη απλώς άλλαξε χέρια και τον Τούρκο δυνάστη διαδέχτηκε ο Ελληνας, ο οποίος πολύ συχνά αποδεικνυόταν χειρότερος του προκατόχου του. Πέρα όμως από αυτό, η κατάσταση των φτωχών αγροτών της περιοχής επιβαρυνόταν και από τη διεθνή κατάσταση, δεδομένου ότι την εποχή που η Θεσσαλία πέρασε στην ελληνική επικράτεια, ο παγκόσμιος καπιταλισμός βρισκόταν σε συνθήκες οξύτατης κρίσης (κρίση του προμονοπωλιακού καπιταλισμού του ελεύθερου ανταγωνισμού). Ετσι πολλαπλασιάζονταν τα κερδοσκοπικά φαινόμενα γενικά και η κερδοσκοπική εκμετάλλευση της γης ειδικότερα, με την οποία ασχολήθηκαν σημαντικοί παράγοντες του ελληνικού χρηματιστικού κεφαλαίου που - ας σημειωθεί - στη συνέχεια αποκλήθηκαν από το κράτος ως εθνικοί ευεργέτες.

Πώς ζούσαν, επομένως, οι κολίγοι της Θεσσαλίας τώρα που δεν είχαν τον Τούρκο στο κεφάλι τους;


«Οι καλλιεργηταί, όπως και πρώτα - γράφει ο Δ. Μπούσδρας3 - υποχρεούντο να δίδωσιν εις τον γαιοκτήμονα (αφέντην), το τρίτον ή το ήμισυ των παραγομένων καρπών, ενοίκιον διά την βοσκήν των κτηνών, μέγαν αριθμόν ορνίθων και αμνών, ικανήν ποσότητα τυρού, βουτύρου, καυσοξύλων, αιγών, πεπονιών, χόρτου και αχύρου, να στέλλωσιν εν θήλυ μέλος, ίνα ζυμώνη και ψήνη το ψωμί της επιστασίας, λείψανον του δικαιώματος της πρώτης νυκτός: Οι τσιφλικούχοι εξουσίαζον το σώμα των γυναικών και των θυγατέρων των κολίγων... Κατώκουν (σ.σ. οι κολήγοι) εις τρώγλας και πολλοί συνέτρωγον εν την αυτή φάτνη με τους όνους των, θνήσκοντες δε, και με αιμάσσουσαν καρδίαν, ητένιζον τα πέριξ της κλίνης του θανάτου τέκνα των, διότι τα εγκατέλειπον άστεγα... Οσάκις δε υπεδέχοντο τον αφέντην επισήμως, γονυπετείς, εσύροντο, εκτύπων το χώμα με το μέτωπον τρεις φορές και εφίλουν τον αριστερόν πόδα του. Γενικώς δε ειπείν αι μεγάλαι πιέσεις, αι εξαθλιώσεις και αι αφόρηται ταπεινώσεις δίκην μαστιγίου, έπληττον τα νώτα και είχον κάμει τους χωρικούς δέκτας ενός επαναστατικού ευαγγελίου...».

Τέτοια ήταν η κατάσταση και ακόμη χειρότερη. Την περιέγραφαν άλλωστε κορυφαίοι αστοί διανοούμενοι και πολιτικοί της εποχής. Ο Αλ. Παπαναστασίου, για παράδειγμα, σε μια μελέτη του γραμμένη και δημοσιευμένη την άνοιξη του 1910, γράφει ανάμεσα σε άλλα4:

«Κατά τον επικρατούντα εις την θεσσαλικήν πεδιάδα οικονομικόν οργανισμόν, η κυριότης της γης έχει χωρισθή από την καλλιέργειαν αυτής. Η πρώτη ανήκει εις σχετικώς ολίγους ιδιοκτήτας, η δεύτερα ευρίσκεται εις τας χείρας πολλών γεωργών... Εις την Θεσσαλίαν η κατανομή της παραγωγής μεταξύ καλλιεργητών και ιδιοκτητών ρυθμίζεται κατά το σύστημα της επιμόρτου καλλιέργειας... Το σύστημα τούτο είναι ανεκτό εις πρωτογόνους κοινωνίας και πρωτογόνους αγροτικάς σχέσεις».

Το έδαφος, επομένως, στη Θεσσαλία ήταν αρκετά γόνιμο για να φυτρώσει, να ριζώσει και να φουντώσει το απελευθερωτικό κοινωνικό κίνημα των κολίγων, που το πολιτικό του πρόγραμμα, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, συμπυκνωνόταν στο σύνθημα της απαλλοτρίωσης και του μοιράσματος της γης. Ενα σύνθημα που λέγεται ότι το έριξε πρώτη η Εφημερίδα «Πανθεσσαλική» του Σοφ. Τριανταφυλλίδη, η οποία έβγαινε στο Βόλο από το 1900, αλλά το πρόβαλαν με όλες τους τις δυνάμεις οι ριζοσπάστες και οι σοσιαλιστές της εποχής σαν τον Μαρίνο Αντύπα, που στα 1906 κατέβηκε στη Θεσσαλία και προπαγάνδιζε την ιδέα της απαλλοτρίωσης των τσιφλικιών, με αποτέλεσμα να τον δολοφονήσουν οι τσιφλικάδες στις 9/3/1907. Τους κολίγους του θεσσαλικού κάμπου ενέπνευσαν, επίσης, και οι απεργίες των Βολιωτών καπνεργατών, καθώς και οι αγώνες του Σοσιαλιστικού Κέντρου του Βόλου, ενώ σημαντική επίδραση άσκησε πάνω τους και το κίνημα στο Γουδί (15/8/1909), που ως γεγονός συνέβαλε να εδραιωθεί η πίστη τους στον αγώνα, αν και ως προς τα αιτήματά τους ήταν εντελώς ξένο.

Το κίνημα των κολίγων φουντώνει

Η πρώτη πράξη συνειδητοποίησης των αγροτών ήταν να δημιουργήσουν δικές τους οργανώσεις. Ετσι φτιάχτηκε στην Καρδίτσα, αρχικά, ο «Γεωργικός Σύλλογος» και στη συνέχεια ακολούθησε η δημιουργία αντίστοιχων συλλόγων στη Λάρισα και τα Τρίκαλα. Ας δούμε όμως πώς περιγράφει αυτή την πορεία του κινήματος των κολίγων προς την κορύφωση, μια μελέτη του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας (Α.Κ.Ε.)5:

«Οσο τα τσιφλίκια εξακολουθούν να μένουν αμοίραστα - σημειώνει το Α.Κ.Ε. - κι όσο συνεχίζει η άθλια κατάστασή τους, τόσο και πιο πολύ οι Θεσσαλοί κολήγοι ξεσηκώνονται και με συλλαλητήρια και εξεγέρσεις διεκδικούν το δίκιο τους.

Απ' το 1908 ο θεσσαλικός κάμπος γίνεται αναμμένο ηφαίστειο, έτοιμο να ξεσπάσει. Οι αγρότες της Θεσσαλίας βρίσκονται σε διαρκή κινητοποίηση. Το Φλεβάρη του 1909 στην Καρδίτσα έγινε το πρώτο μεγάλο αγροτικό συλλαλητήριο. Μικρότερα συλλαλητήρια έγιναν τον ίδιο μήνα στα Τρίκαλα, Σοφάδες, Αγιά, Τύρναβο και Φάρσαλα. Στις αρχές του 1910 ο οργασμός κινητοποίησης γενικεύεται σ' όλο το θεσσαλικό κάμπο. Οι πρωτοπόροι αγρότες και μερικοί διανοούμενοι "αγροτόπαιδα" γυρίζουν σε όλα τα χωριά, συγκεντρώνουν τους δουλευτάδες της θεσσαλικής γης, τους μιλούν για την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και τους καλούν σε ομαδικό αγώνα, σε παναγροτικά συλλαλητήρια που θα γίνουν σ' όλες τις θεσσαλικές πόλεις... Η αγανάκτηση των εξεγερμένων κολήγων κορυφώθηκε τόσο, ώστε άρχισαν να ξεσπούν σε πράξεις βίας κατά των τσιφλικάδων και του κράτους τους».

Το πόσο οξυμένα ήταν τα πνεύματα των κολίγων στις αρχές Μαρτίου του 1910, το δείχνει ένα ακόμη γεγονός: Οταν προετοιμαζόταν το συλλαλητήριο της Λάρισας, είχε ριχτεί η ιδέα οι χωρικοί να κατέβουν οπλισμένοι, αλλά παρενέβησαν οι δήμαρχοι των χωριών και συγκράτησαν την αγανακτισμένη αγροτική μάζα. «Οι Δήμαρχοι - σχολιάζει ο Γ. Κορδάτος6 - ήταν μεγαλονοικοκυραίοι που είχαν τον τρόπο τους και φυσικά δεν είχαν επαναστατική ψυχολογία. Ηταν οι ασυνείδητοι πράχτορες των αστοτσιφλικάδων».

Το μακελειό της 6ης Μαρτίου 1910

Κι ενώ οι χωρικοί αποφάσιζαν να διαδηλώσουν ειρηνικά, λίγες ημέρες πριν, οι εφημερίδες της Αθήνας προετοίμαζαν πολεμικό κλίμα.

«Κινδυνεύομεν με όσα γίνονται εν Θεσσαλία - έγραφε στην "ΕΣΤΙΑ" ο Αδ. Κύρου - να προκαλέσωμεν επέμβασιν εξωτερικήν. Είναι καιρός να συνέλθωμεν και να αντιληφθώμεν ότι δεν είναι καιρός διά πειραματισμούς».

Και η εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙ» του Πωπ συμπλήρωνε: «Η εν Θεσσαλία εξέγερσις, η παράλογος, αλλά και όντως αντιπατριωτική κατά την περίοδον ταύτην του πολιτειακού ημών βίου, πρέπει να περισταλή πάση θυσία...»7. Ετσι ξημέρωσε η 6η Μαρτίου του 1910, η μέρα του μεγάλου συλλαλητηρίου.

Στη Λάρισα, όπως προαναφέραμε, συνέρεε πλήθος λαού κι οι χωρικοί των απομακρυσμένων περιοχών κατέβαιναν τραγουδώντας προς τους σταθμούς του τρένου. Σε λίγο η εικόνα θα άλλαζε εντελώς.

Στο Κιλελέρ οι κολίγοι επιβιβάστηκαν στο τρένο για να πάνε στη Λάρισα χωρίς να βγάλουν εισιτήριο και οι σιδηροδρομικοί υπάλληλοι- ύστερα από διαταγή του διευθυντή των θεσσαλικών σιδηροδρόμων Πολίτη, που έτυχε να ταξιδεύει με κείνη την αμαξοστοιχία - τους ζήτησαν να αποβιβαστούν. Η αποβίβαση έγινε χωρίς αντίσταση. Αλλά ο διευθυντής θέλησε να δώσει και συνέχεια βρίζοντας χυδαία τους κολίγους που του ανταπάντησαν με γιουχαΐσματα, ενώ ορισμένοι άρχισαν να πετροβολούν την αμαξοστοιχία. Τα αίματα άναψαν, οι βρισιές από μέρους του Πολίτη συνεχίστηκαν κι οι κολίγοι αγρίεψαν. Τότε εκείνος ζήτησε από τον αξιωματικό στρατιωτικής δύναμης, που βρισκόταν στο τρένο και πήγαινε στη Λάρισα για το συλλαλητήριο, να αντιμετωπίσει ένοπλα τους αγρότες. Ο καραβανάς υπάκουσε. Διέταξε ευζώνους και φαντάρους να πυροβολήσουν το πλήθος. Δύο από τους αγρότες, ο Αθ. Νταφούλης και ο Αθ. Μπόκας έπεσαν νεκροί. Πολλοί αγρότες πληγώθηκαν. Το αίμα έβαψε τον κάμπο.

Το τρένο αγκομαχώντας έφτασε στο σταθμό Τσουλάρ, όπου κι εκεί βρίσκονταν συγκεντρωμένοι κολίγοι για το συλλαλητήριο, αλλά δε σταμάτησε να τους πάρει. Νέα ένταση. Η οργή των κολίγων στο κατακόρυφο. Οι τσολιάδες από τα παράθυρα πυροβολούν και πάλι. Δύο ακόμη αγρότες ξαπλώνονται στη γη και πολλοί άλλοι τραυματίζονται. Το αίμα κυλάει άφθονο.

Η είδηση της αιματοχυσίας δεν άργησε να φτάσει στους συγκεντρωμένους στη Λάρισα. Οι σκλάβοι της γης διαμαρτύρονται, φωνάζουν εναντίον των δολοφόνων, ζητούν γη και δικαιοσύνη. Οι δυνάμεις καταστολής χτυπούν στο ψαχνό. Χύνεται και πάλι αίμα, γίνεται μάχη σώμα με σώμα και οι αγρότες βγαίνουν νικητές. Ο νομάρχης, ο αστυνόμος και ο φρούραρχος, βλέποντας πως δεν είναι εύκολη υπόθεση η επιχείρηση καταστολής των αγροτών, ύστερα από πολλή ώρα μάχης, διατάσσουν το στρατό να σταματήσει το πυρ. Ετσι το συλλαλητήριο θα καταλήξει με την έγκριση του παρακάτω ψηφίσματος που στάλθηκε τηλεγραφικώς στην Αθήνα, στην κυβέρνηση και τη Βουλή:

«Απας ο γεωργικός λαός Λαρίσης συνελθών πανοικεί σήμερον Λάρισαν ίνα εκφράση βαθύν πόνον και πικρόν παράπονον διά την μη υποβολήν και επιψήφισην του νόμου περί απαλλοτριώσεως των τσιφλικίων και προικοδοτήσεως γενναιοτέρας του Γεωργικού Ταμείου

Α π α ι τ ε ί

α) Την άμεσον επιψήφισιν του νομοσχεδίου περί απαλλοτριώσεως των τσιφλικίων και διανομήν των Ζαππείων κτημάτων.

β) Την γενναιοτέραν προικοδότησιν του γεωργικού ταμείου διά της διαθέσεως του όλου φόρου των αροτριώντων κτηνών και παντός ό,τι νομίζει η Κυβέρνησις καλύτερον.

γ) Εκφράζει την βαθείαν λύπην και οδύνην του διά την εκ μέρους των αρχών της Πολιτείας άδικον επίθεσιν κατά του φιλησύχου και νομοταγούς λαού, ης θύματα υπήρξαν άοπλοι και λευκοί σκλάβοι της Θεσσαλίας»8.

Μετά το μακελειό της 6ης Μαρτίου του 1910 η κυβέρνηση του Στ. Δραγούμη οργάνωσε δίκες κατά των αγροτών. Οι κατηγορούμενοι, όμως, αγρότες αθωώθηκαν. Ο αγώνας τους δεν πήγε χαμένος. Το αγροτικό κίνημα μετά το Κιλελέρ φούντωσε σε όλη την Ελλάδα και λίγα χρόνια αργότερα ο Βενιζέλος αναγκάστηκε να δημοσιεύσει διάταγμα για την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών.

Σήμερα, οι αγρότες αντιμετωπίζουν καινούργια οξυμένα προβλήματα και τον κίνδυνο να ξεκληριστούν οπό τη γη τους. Ομως το Κιλελέρ μένει εκεί, φάρος φωτεινός για να τους δείχνει το δρόμο της νίκης.

1. Μαρίνος Αντύπας: «Προς τον λαόν και άλλα κείμενα», Βιβλιοθήκη Ελλήνων Ριζοσπαστών και Σοσιαλιστών, εκδόσεις Κούριερ, σελ. 56-57.

2. Χρ. Βραχνιάρη: «Ανάμεσα σε δύο εξεγέρσεις: Κιλελέρ 1910- Τρίκαλα 1925», εκδόσεις Αλφειός, Αθήνα 1985, σελ. 61.

3. Δ. Μπούσδρας: «Η Απελευθέρωσις των Σκλάβων αγροτών», εν Αθήναις 1951, σελ. 1-2.

4. Αλέξανδρος Παπαναστασίου: «Μελέτες - Λόγοι - Αρθρα», έκδοση Μορφωτικό Ιδρυμα Α.Τ.Ε., τόμος Α`, σελ. 61.

5. «Η εξέγερση του Κιλελέρ», έκδοση της ΚΕ του ΑΚΕ, σελ. 11- 12.

6. Γ. Κορδάτου: «Ιστορία του αγροτικού κινήματος στην Ελλάδα», εκδόσεις Μπουκουμάνη, σελ. 149.

7. Γ. Κορδάτος: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», εκδόσεις «20ός αιώνας», τόμος XIII, σελ. 187.

8. Γ. Καρανικόλα: «Κιλελέρ», εκδόσεις Θουκυδίδης, σελ. 219-220 και Γ. Κορδάτου, στο ίδιο, σελ. 193.


Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Επιμέλεια:
Στέφανος ΚΡΗΤΙΚΟΣ
Μικρό ιστορικό χρονικό

Στις 19 Ιούλη του 1870, ο αυτοκράτορας Ναπολέων ο ΙΙΙ με προκήρυξη προς το γαλλικό λαό ανακοινώνει τον πόλεμο με την Πρωσία, λέγοντας πως «είναι ο δικαιότερος των δικαίων αγώνων» από αυτούς που έχει κάνει μέχρι τώρα η Γαλλία. Οι στρατηγοί από την άλλη, διαβεβαιώνουν ότι η νίκη είναι σίγουρη.

Το αποτέλεσμα ήταν η καταστροφική ήττα της Γαλλίας. Στις 3 Σεπτέμβρη ο Ναπολέοντας, παραδίδοντας το σπαθί του στους Πρώσους, παραδίδει κι ένα στράτευμα από 80.000 άνδρες.

Στο Παρίσι υπάρχει επαναστατικός αναβρασμός. Χιλιάδες λαού ξεχύνονται στους δρόμους και κατευθύνονται προς το «Παλέ -Βουρβόν» όπου συνεδριάζει η Εθνοσυνέλευση. Τα συνθήματα που βροντοφωνάζουν είναι: «Κάτω η αυτοκρατορία», «Ζήτω η Δημοκρατία». Η επανάσταση έχει ξεκινήσει αλλά διαμορφώνονται δύο τάσεις. Από τη μια μεριά οι υπερασπιστές της «οικογένειας, της περιουσίας και της θρησκείας», κι από την άλλη - οι «κόκκινοι» που δεν ικανοποιούνται με μια απλή αλλαγή πολιτεύματος, αλλά επιθυμούν αλλαγές στην ίδια τη σύνθεση της κοινωνίας. Αντικειμενικά υπάρχει όξυνση των αντιθέσεων ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη.

Στις 4 του Σεπτέμβρη οι βουλευτές αναγκάζονται από τον εξεγερμένο λαό, να διακηρύξουν την εκθρόνιση του αυτοκράτορα και να ανακηρύξουν τη δημοκρατία. Η προσωρινή κυβέρνηση ονομάστηκε «κυβέρνηση εθνικής άμυνας», με επικεφαλής το Θιέρσο.

Η «κυβέρνηση εθνικής άμυνας» σύντομα μετατρέπεται σε κυβέρνηση εθνικής προδοσίας, αφού φοβάται το εξοπλισμένο παρισινό προλεταριάτο, (η αστική τάξη πάνω απ' όλα έχει τα ταξικά της συμφέροντα), απ' ό,τι τους Πρώσους του Βίσμαρκ. Η κυβέρνηση Θιέρσου προετοιμάζει τη συνθηκολόγηση της Γαλλίας. Ο λαός όμως δηλώνει: «καλύτερα να χαθούμε κάτω από τα ερείπια του Παρισιού παρά να συνθηκολογήσουμε». Στο Παρίσι στήνονται οδοφράγματα.

Την 1 Γενάρη του 1871 μια επιτροπή, αποκαλούμενη «Επιτροπή των οδοφραγμάτων» εκπροσωπούμενη από τον Ανρί Ροσφόρ, βετεράνο αγωνιστή του 1848, καλεί τους κατοίκους του Παρισιού να ετοιμάσουν σάκους με άμμο και χώμα για να φτιάξουν οδοφράγματα, σε περίπτωση που οι Γερμανοί μπουν στο Παρίσι.

Στις αρχές του Μάρτη στο Παρίσι ο οπλισμένος λαός ιδρύει την Εθνοφρουρά.

Ο Θιέρσος, γνωρίζει πολύ καλά ότι εκτός από τη δική του εξουσία, υπάρχει και η εξουσία του εξοπλισμένου λαού με την Εθνοφρουρά. Ετσι συνεδριάζει η κυβέρνηση στο Δημαρχείο και αποφασίζει να την καταστρέψει ή το πολύ να την αποδυναμώσει, αφού πάρει τα όπλα της που βρίσκονται στα υψώματα της Μονμάρτης, της Μπελβί και Μπιτ Σιμόν.

Γύρω στις 5 η ώρα τα ξημερώματα, στις 18 Μάρτη, κάποιος πληγωμένος πολίτης καταφεύγει στο σπίτι όπου βρίσκεται η Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφρουράς και ανακοινώνει ότι είδε κάποια ύποπτη προώθηση του κυβερνητικού στρατεύματος. Ο έλεγχος που γίνεται επαληθεύει την πληροφορία. Με συνθηματικό συναγερμό οι άντρες της Εθνοφρουράς καταλαμβάνουν τις καθορισμένες τους θέσεις.

Η Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφρουράς διατάζει γενική αντεπίθεση στο «Hotel de Ville». Σε πολλά σημεία του Παρισιού έχουμε συναδέλφωση του εξοπλισμένου λαού με τους στρατιώτες του Θιέρσου. Γύρω στις 11 το βράδυ η Εθνοφρουρά έχει στα χέρια της όλο το Παρίσι μαζί με το Δικαστήριο και τον Κεραμεικό. Ο Θιέρσος πανικόβλητος καταφεύγει στις Βερσαλλίες ξεχνώντας ακόμα και τη γυναίκα του. Με εξαίρεση κάποια επεισόδια, αυτή ήταν η πιο αναίμακτη επανάσταση που γνώρισε ποτέ το Παρίσι.

Εκείνη τη μέρα αρχίζει μία από τις πιο τρανές εποποιίες του Παρισιού και συγχρόνως ένα από τα πιο μεγάλα δράματα, που η διάρκειά του έφτασε τις 10 εβδομάδες, συγκεκριμένα 72 μέρες. Γίνεται ένας τιτάνιος αγώνας για το δρόμο προς τον κομμουνισμό, για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση.

Η Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφρουράς από τις 18 έως τις 26 Μάρτη εκπληρώνει καθήκοντα προσωρινής κυβέρνησης. Η πραγματική ιστορία της Κομμούνας αρχίζει στις 27 Μάρτη, όταν η Κεντρική Επιτροπή παραδίνει την εξουσία στο εκλεγμένο Συμβούλιο της Κομμούνας.

Τα πρώτα διατάγματα

Οι κομμουνάροι αντιπαραβάλλανε στο αστικό κράτος την κοινωνία της Κομμούνας.

  • «Το πρώτο διάταγμα της Κομμούνας ήταν το διάταγμα για την κατάργηση του μόνιμου στρατού και για την αντικατάστασή του με τον οπλισμένο λαό».
  • «Η Κομμούνα δεν επρόκειτο να είναι ένα κοινοβουλευτικό, αλλά ένα εργαζόμενο σώμα, εκτελεστικό και νομοθετικό ταυτόχρονα. Η αστυνομία, που ως τότε ήταν το όργανο της κεντρικής κυβέρνησης, απογυμνώθηκε αμέσως από όλες τις πολιτικές της ιδιότητες και μετατράπηκε σε υπεύθυνο όργανο της Κομμούνας, που μπορούσε να ανακληθεί σ' οποιαδήποτε στιγμή».
  • «Το ίδιο έγινε και με τους δημόσιους υπαλλήλους σ' όλους τους κλάδους της διοίκησης. Από τα μέλη της Κομμούνας ως τους κατώτερους υπαλλήλους, η δημόσια υπηρεσία έπρεπε να αμείβεται με εργατικούς μισθούς».
  • «Χώρισε την εκκλησία από το κράτος και απαλλοτρίωσε όλες τις εκκλησίες, που αποτελούσαν οργανισμούς με ιδιόκτητη περιουσία... Ολα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα άνοιξαν δωρεάν για το λαό και ταυτόχρονα ξεκαθαρίστηκαν από κάθε επέμβαση της εκκλησίας και του κράτους. Ετσι, όχι μόνο η εκπαίδευση έγινε προσιτή σε όλους, μα και η ίδια η επιστήμη λευτερώθηκε από τα δεσμά που της είχαν επιβάλλει η ταξική πρόληψη και η κυβερνητική εξουσία».
  • «Το μεγάλο κοινωνικό έργο της Κομμούνας ήταν η ίδια της η ύπαρξη, η εργασία της. Τα ειδικά μέτρα της μπορούσαν μόνο να υποδείξουν την κατεύθυνση προς την οποία κινείται μια κυβέρνηση του λαού από τον ίδιο το λαό. Τέτοια μέτρα ήταν η κατάργηση της νυχτερινής δουλιάς των αρτεργατών, η επί ποινή απαγόρευση της συνήθειας που είχαν οι εργοδότες να ελαττώνουν τα μεροκάματα επιβάλλοντας πρόστιμα στους εργάτες τους... η παράδοση όλων των κλειστών εργαστηρίων και εργοστασίων σε συνεταιρισμούς εργατών...».

Σημείωση: Τα «πρώτα διατάγματα» παρουσιάζονται όπως τα περιγράφει ο Μαρξ στο έργο του «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία».

Από τις «κόκκινες σημειώσεις» στον καιρό της Κομμούνας

Ρεπορτάζ του Μαξ. Βιγιόμ στις 28 του Μάρτη του 1871, για την επίσημη παράδοση της εξουσίας από την Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφρουράς στους εκλεγμένους κομμουνάρους

Είκοσι οχτώ του Μάρτη. Τέσσερις η ώρα. Βρίσκομαι στη μέση του άρθρου μου. Ξέρω πως την ίδια στιγμή η πλατεία του Δημαρχείου γιορτάζει. Ανακηρύσσουν επίσημα την Κομμούνα. Μα το άρθρο! Πρέπει να μείνω...

Μπουμ... Μια κανονιά... Τσιτώνω τ' αυτί... Να ξαναπάρω την πένα.

Γρήγορα! Γρήγορα στην πλατεία Γκρεβ. Κατεβαίνω τρέχοντας την οδό της Μονμάρτης. Στην οδό Ριβολί, όσο παίρνει το μάτι, όλο στολές, σημαίες που κυματίζουν, μπαγιονέτες που λαμποκοπάν. Οι μουσικές ξεκουφαίνουν.

Δέκα, είκοσι, εκατό λόχοι είναι εκεί, στην παρέλαση, και χάνονται στην πολύχρωμη θάλασσα που ξετυλίγεται στην πλατεία του Δημαρχείου.

Τι όμορφοι λόχοι! Οι ίδιοι που τους είχαμε δει άλλοτε, τον καιρό της πολιορκίας, λασπωμένοι, σακατεμένοι, δείχνοντας την καταστροφή.

Πόσο είναι όμορφοι σήμερα, γυαλισμένοι, ξανανιωμένοι!

Πλησιάζουμε αργά. Να μας στη λεωφόρο Βικτόρια.

Την προηγούμενη μέρα είχα πάει στο Δημαρχείο. Φαίνεται αλλαγμένο.

Χτες, οδοφράγματα, κανόνια, σκοποί που σε ρωτούν δύσπιστα. Για να περάσεις την πλατεία πρέπει να πάρεις ένα μονάχα μονοπάτι που το φυλάν ζηλότυπα οι σκοποί με γεμάτο το όπλο. Μια σειρά μυδραλιοβόλα υπερασπίζει το χτίριο. Στα παράθυρα πλήθος στρατιώτες. Το Δημαρχείο μοιάζει με φρούριο.

Ολα άλλαξαν σήμερα. Ούτε πολεμική όψη, ούτε οδοφράγματα, ούτε σκοποί. Μια τεράστια σημαία κόκκινη με ένα μπούστο της δημοκρατίας πάνω της σκεπάζει όλη τη μεγάλη μεσαία πόρτα κρύβοντας τον μπρούντζινο Ερρίκο ΙV. Κάτω μια εξέδρα πορφυρένια και χρυσή. Σημαίες σ' όλα τα παράθυρα. Ομάδες ομάδες σ' όλα τα μπαλκόνια. Και κει ψηλά, ακίνητη, σκεπάζοντας τον ήλιο που τη διαπερνά με λαμπερές αχτίδες, η κόκκινη σημαία στημένη από την επαύριο της νίκης στη Μονμάρτη. Οι σκεπές γεμάτες περίεργους. Τα χαμίνια ανέβηκαν και καβαλίκεψαν χωρίς ντροπή τα αγάλματα.

Το πλήθος φωνάζει, τραγουδάει, ουρλιάζει, μουγκρίζει. Τι τραγουδάει; Τη Μασσαλιώτιδα. Τι φωνάζει; Ζήτω η Κομμούνα! Ουρλιάζει σαν τη θύελλα και μουγκρίζει σαν τη θάλασσα.

Κι ανάμεσα σ' αυτό το πλήθος που παραληρούσε, μια αδιάκοπη παρέλαση από λόχους με τη μουσική τους μπροστά. Σημαίες κόκκινες και σημαίες τρίχρωμες κοντά κοντά. Πίσω βαδίζουν αυτοί που εκλέχτηκαν από κάθε διαμέρισμα (συνοικία) και που οι εκλογείς τους τούς οδηγούν στο Δημαρχείο.

Να οι λόχοι της Μονμάρτης. Σε μια γραμμή πέντε άντρες. Είναι οι πέντε που εκλέχτηκαν στο 18ο. Τρεις είναι φίλοι μου. Τους κάνω σινιάλο. Με χαιρετάν με χαμόγελο. Ο Βερμορέλ, ψηλός, ωχρός, αδύνατος, με εξογκωμένα μήλα. Ο Φερέ κοντός, με γενειάδα. Και οι δυο τους ντυμένοι με στρατιωτικό μανδύα. Ο Β. Κλεμάν με γυρμένη την πλάτη, στους ώμους ένα χιτώνιο, μ' ένα μαλακό γκρίζο καπέλο, στηρίζεται σ' ένα μπαστούνι.

Κάποιος νιώθω να με χτυπάει στον ώμο.

Ο Ριγκό!

Ο Ραούλ Ριγκό με στολή λοχαγού. Δε θα τον ξαναδώ πια μ' αυτό το κοστούμι έως τις 24 του Μάη, λίγη ώρα πριν πέσει με το κεφάλι τρυπημένο, στο οδόφραγμα Ρουαγίν Κολάρ.

- Ανέβα μαζί μας!

- Μα δεν είμαι στην Κομμούνα...

- Οπωσδήποτε έλα...

Τον ακολουθάω ανάμεσα από πλήθος στρατιώτες. Ανεβαίνουμε στο πρώτο πάτωμα. Αίθουσα του θρόνου. Τα όπλα είναι σε δέσμες.

Οι τοίχοι είναι ακόμα τρυπημένοι από τις σφαίρες της 22 του Γενάρη.

Γύρω από το μεγάλο τραπέζι, οι εκλεγμένοι άρχισαν να μαζεύονται. Ο Αρνού, ο Γκρουσέ, ο Βαλέλ. Πάνω σε μια καρέκλα ο Ντελεκλιούζ. Ο Λουγκέ, ο παλιός μου διοικητής του 248. Ο Τριντόν, σκυμμένος, με το ειρωνικό και πονεμένο του χαμόγελο. Περπατάει με κόπο στηριγμένος στο ραβδί του...

Σφίγγω ολωνών τα χέρια.

Πρέπει να ξανακατέβω στην πλατεία.

Πάνω στην εξέδρα είναι μαζεμένα όλα τα μέλη της χτεσινής εξουσίας και της καινούριας. Η Κεντρική Επιτροπή και η Κομμούνα. Η φούχτα των στασιαστών και η φούχτα των άγνωστων.

Κοντά μου μια ομάδα. Ο άντρας με στολή εθνοφρουράς. Η γυναίκα κρατάει από το χέρι έναν πιτσιρίκο τριών-τεσσάρων χρόνων. Ο άντρας εξηγεί στη συντρόφισσά του το θέαμα αυτό που την τυφλώνει. Ονομάζει αυτούς που ξέρει.

- Κοίτα, βλέπεις κείνον τον ψηλό με το γένι, με τα μεγάλα μάτια και τα γκρίζα πυκνά μαλλιά; Είναι ο Φέλιξ Πιγιά που έχουμε το πορτρέτο σπίτι μας. Ο άλλος με την άσπρη γενειάδα, με το κουρασμένο ύφος, με το αυστηρό πρόσωπο, είναι ο Ντελεκλιούζ. Εκείνος ο ψηλός, όρθιος με το πηλήκιο του λοχαγού είναι ο Προτό, ο υπερασπιστής του Μεζί στη δίκη του Μπλουά. Ο άλλος με τα μουστάκια, ο Κλεμάν, ξέρεις, αυτός που έχει κάνει το τραγούδι «καιρός για τα κεράσια». Α! Τι όμορφα θα πάνε τα πράματα μ' αυτούς τους διαβολάνθρωπους!

- Σήκωσε λιγάκι το μικρό να δει κι αυτό. Αυτές οι μέρες μαρκάρονται στην ύπαρξή μας.

Και ονόμαζε κι άλλους ακόμα της Διεθνούς που ήτανε ίσως μέλος της. Τον Μαλόν, τον Βαρλέν, τον Αβριάλ. Υστερα τον Φλουράντ, που τον είχε ακούσει σε δημόσιες συγκεντρώσεις, τον Ντιβάλ, τον Φερέ.

- Εκείνος ο άλλος γέρος με το άσπρο γένι είναι ο κ. Μπεσλίε, ένας πλούσιος που ήρθε μαζί μας, ένας παλιός φίλος του Προυντόν.

Και άξαφνα:

- Να ο καλύτερος. Κοίτα, βλέπεις, καθισμένος, με πρόσωπο σαν λάμα μαχαιριού, με τα βαθουλωμένα του μάτια και τα αδύνατα χείλια. Πώς υπόφερε! Ολη τη ζωή του στη φυλακή. Θα σου δώσω να το διαβάσεις αυτό. Η γυναίκα του πέθανε όταν αυτός ήταν στο Μον Σεν Μισέλ. Ενας αληθινός μάρτυρας, ο πολίτης Μπλανκί.

- Γελιέστε, πολίτη, λέω επεμβαίνοντας. Δεν είναι ο Μπλανκί αυτός που βλέπετε. Ο Μπλανκί πιάστηκε στο σπίτι του ανεψιού του στο Λο. Αυτή τη στιγμή βρίσκεται στη φυλακή του Φιζάκ.

- Τον πιάσανε! Αυτόν... Δε θα 'ναι στην Κομμούνα!

Και είδα σαν ένα πέπλο λύπης να σκεπάζει ξαφνικά το χαρούμενο λίγο πριν πρόσωπο. Το ζευγάρι απομακρύνθηκε. Στην εξέδρα ένα μέλος της Κομμούνας μιλούσε, μα τα λόγια του χανότανε στο θόρυβο που μεγάλωνε.

Οι μουσικές ξανάρχισαν να παίζουν. Το κανόνι ξαναβρόντηξε. Από το πλήθος ξανασηκώθηκε μια φοβερή φωνή, ένα «ζήτω η Κομμούνα», τόσο δυνατή που έκανε να ταραχτεί ο αέρας και να κινηθούν οι σημαίες που στόλιζαν το χτίριο.

Οι λόχοι αποχωρούσαν. Τη νύχτα παρέλαυναν ακόμα. Εβλεπε κανένας χέρια να τεντώνονται προς την εξέδρα. Αλλοι να πλησιάζουν. Στόματα φώναζαν ακόμα και πάντα «ζήτω η Κομμούνα» ώσπου να χάνεται η φωνή.

Επιτέλους, η πλατεία άδειασε. Τα παράθυρα του Δημαρχείου φωτιστήκανε. Η Κομμούνα εγκαθιδρύθηκε.

Ξαναπήρα το δρόμο Κρουασάν. Στην πόρτα του τυπογραφείου, διασταυρώθηκα με μια ομάδα στρατιώτες, που στη μέση μιλούσε ένας υπολοχαγός του 248. Διηγιότανε τι είδε στην πλατεία του Δημαρχείου. Ηταν ακριβώς κάτω από την εξέδρα. Μπόρεσε, πιο τυχερός από μένα, να ακούσει τους λόγους.

- Ο Ρανβιέ μίλησε.

- Και τι είπε; τον ρώτησα.

- Είπε... είπε... πως ανακηρύχτηκε η Κομμούνα... Δεν είναι αρκετό αυτό; Και ύστερα απαντήσαμε:

- Θα την υπερασπίσουμε ως το θάνατο!

Και ενθουσιασμένος:

- Ναι, ως το θάνατο!

Ξανανέβηκα στο γραφείο μου στον «Μπαρμπα-Ντουσέν» (Ο συγγραφέας Μ. Βιγιόμ ήταν συντάχτης της εφημερίδας «Μπαρμπα- Ντουσέν» που έβγαινε πριν και τον καιρό της Κομμούνας).

Από όλες τις ταράτσες, από όλα τα παράθυρα βγαίνανε φωνές:

- Ζήτω η Κομμούνα!

Αγνωστοι αγκαλιάζονταν, συνεπαρμένοι από ένα είδος παραλήρημα.

Οταν ύστερα από εννιά χρόνων απουσία η αμνηστία μού ξανάνοιξε τις πόρτες του Παρισιού, η πρώτη μου επίσκεψη ήταν γι' αυτό το Δημαρχείο, που το είχα μισοϊδεί για τελευταία φορά στη μάχη κόκκινο και αναμμένο σαν καυτό σίδερο.

Στο μάκρος αυτών των τοίχων που είχαν μαυρίσει από την πυρκαγιά, σ' αυτά τα πεσμένα κουφώματα που είχα παρακολουθήσει το αξέχαστο θέαμα της 28 του Μάρτη 1871, ζητούσα με το μάτι τις ανθρώπινες μυρμηγκιές που είχανε στεγάσει τη μέρα της ανακήρυξης της Κομμούνας. Ακουγα ακόμα το φοβερό μούγκρισμα του πλήθους που ζητωκραύγαζε τους εκλεγμένους, την ώρα που το κανόνι βροντούσε και που πάνω από θάλασσα κεφάλια κυμάτιζαν οι κόκκινες σημαίες.

ΠΑΡΙΣΙΝΗ ΚΟΜΜΟΥΝΑ
Δοξασμένος προάγγελος μιας νέας κοινωνίας

Στα 130 χρόνια από την πρώτη στον κόσμο προλεταριακή επανάσταση

Η ανακήρυξη της Κομμούνας του Παρισιού, 18 Μαρτίου 1871
Η ανακήρυξη της Κομμούνας του Παρισιού, 18 Μαρτίου 1871
«Το Παρίσι των εργατών με την Κομμούνα του θα γιορτάζεται πάντα σαν δοξασμένος προάγγελος μιας νέας κοινωνίας. Τους μάρτυρές της τους έχει κλείσει μέσα στη μεγάλη της καρδιά η εργατική τάξη. Τους εξολοθρευτές της τους κάρφωσε κιόλας η ιστορία στον πάσσαλο της ατίμωσης απ' όπου δεν μπορούν να τους λυτρώσουν μήτε όλες οι προσευχές των παπάδων τους». (Καρλ Μαρξ, «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία»).

Ετσι τέλειωσε το περίφημο έργο του ο Μαρξ, το οποίο αποτελείται από τις δύο διακηρύξεις για τον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο του 1870 και τη διακήρυξη για τον εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία το 1871 του γενικού συμβουλίου της Διεθνούς Ενωσης Εργατών, (Α' Διεθνής), της οποίας ιδρυτές ήταν οι Μαρξ - Ενγκελς. Σήμερα 130 χρόνια μετά την πρώτη στον κόσμο απόπειρα της εργατικής τάξης να ανοίξει το δρόμο προς τον Κομμουνισμό, τούτα τα λόγια του Μαρξ, επίκαιρα ως προς την ιστορία, επιβεβαιώνονται, αφού πράγματι ο καπιταλισμός έχει ιστορικά ξεπεραστεί. Βεβαίως, το έργο του Μαρξ «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία», αποτελεί έναν ακόμη θεμελιώδη κρίκο στη θεωρία για την επανάσταση. Αποδεικνύει με σαφήνεια και επιστημονική τεκμηρίωση όχι μόνο το αντικειμενικά αναπόφευκτο της Κομμούνας στην εποχή της, αλλά και το γιατί και πώς η εργατική τάξη βρέθηκε στο προσκήνιο του κοινωνικοπολιτικού αγώνα ως «τάξη για τον εαυτό της», για τα δικά της γενικά συμφέροντα, αλλά και για το σύνολο των λαϊκών συμφερόντων ενάντια στην αστική τάξη. Ο Μαρξ, μαζί με την ανάλυση των ιστορικοπολιτικών στοιχείων της εποχής που συνέβαλαν στο ξέσπασμα της πρώτης προλεταριακής επανάστασης, κάνει ανάλυση των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών της εποχής, μελετώντας και αποδεικνύοντας τη συνύπαρξη των υλικών και αντικειμενικών προϋποθέσεων με τον υποκειμενικό παράγοντα στην επανάσταση. Αναφέρει τις ώριμες υλικές προϋποθέσεις για τη συγκεκριμένη εξέλιξη, αλλά και για τις ταξικές σχέσεις, το ρόλο των τάξεων, το περιεχόμενο των αντιθέσεων και την έκφρασή τους στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, την αφορμή, για να πάρουν οι προλετάριοι την κατάσταση στα χέρια τους, αλλά και το κοινωνικοοικονομικό περιεχόμενο της πρώτης προλεταριακής επανάστασης και την εμφάνιση της πρώτης μορφής δικτατορίας του προλεταριάτου, ως εξουσίας για την πραγματοποίησή της. Αναδεικνύει επίσης την προσπάθεια της εργατικής τάξης να τραβήξει τα μικροαστικά στρώματα σε συμμαχία ενάντια στην αστική τάξη, προκειμένου να απελευθερωθεί συνολικά η κοινωνία από την εκμετάλλευση.

Οι γυναίκες μάχονται στα οδοφράγματα της πλατείας Blanche
Οι γυναίκες μάχονται στα οδοφράγματα της πλατείας Blanche
Ο πρόλογος, επίσης, του Ενγκελς συμπληρώνει το συγκεκριμένο έργο έτσι που ιστορικά, αλλά και από την άποψη των συμπερασμάτων και διδαγμάτων της Κομμούνας, να κατανοείται πλήρως για τη σημερινή πραγματικότητα το αντικειμενικά αναπόφευκτο του περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Ως φόρο τιμής στη μνήμη στην Κομμούνα, ας ξαναμελετήσουμε τον «Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία». Είναι ωφέλιμο στην επαναστατική δράση στις σύγχρονες συνθήκες και τα καθήκοντα της ταξικής πάλης.

Τι ήταν η Κομμούνα;

«Τα ξημερώματα της 18 του Μάρτη 1871, το Παρίσι ξύπνησε με τη βροντερή ιαχή:"Ζήτω η Κομμούνα!" Τι είναι η Κομμούνα, αυτή η σφίγγα που υποβάλλει σε τόσο σκληρή δοκιμασία το αστικό μυαλό;

"Οι προλετάριοι του Παρισιού, έλεγε η κεντρική επιτροπή στη διακήρυξή της της 18 του Μάρτη, μέσα από τις αποτυχίες και τις προδοσίες των κυρίαρχων τάξεων κατάλαβαν ότι έφτασε η ώρα να σώσουν την κατάσταση, παίρνοντας στα χέρια τους τη διεύθυνση των δημοσίων υποθέσεων... Κατάλαβαν ότι είναι επιτακτικό τους καθήκον και απόλυτο δικαίωμά τους να γίνουν κύριοι της τύχης τους και να πάρουν στα χέρια τους την κυβερνητική εξουσία". Μα η εργατική τάξη δεν μπορεί απλώς να πάρει στα χέρια της την έτοιμη κρατική μηχανή και να τη βάλει σε κίνηση για τους δικούς της σκοπούς... Η Κομμούνα έδωσε στη δημοκρατία τη βάση πραγματικά δημοκρατικών θεσμών. Ομως ο τελικός της σκοπός δεν ήταν ούτε "ούτε η φτηνή κυβέρνηση", ούτε η "αληθινή δημοκρατία". Και τα δυο υπήρξαν συνακόλουθά της... Το πραγματικό της μυστικό ήταν ότι ήταν ουσιαστικά μια κυβέρνηση της εργατικής τάξης, το αποτέλεσμα της πάλης της παραγωγικής τάξης ενάντια στην τάξη των σφετεριστών, η ανοιχτή τελικά πολιτική μορφή με την οποία μπορούσε να συντελεστεί η οικονομική απελευθέρωση της εργασίας». (Καρλ Μαρξ, «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία».

«Κοιτάχτε την Παρισινή Κομμούνα. Αυτή ήταν η δικτατορία του προλεταριάτου». (Ενγκελς, από την εισαγωγή του στον Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία).

Ο «Ριζοσπάστης», σήμερα με τη συμπλήρωση ακριβώς των 130 χρόνων από την εγκαθίδρυση της Κομμούνας, παρουσιάζει ένα μικρό αφιέρωμα που αποτελείται από μικρό ιστορικό για την Κομμούνα, καθώς και το ρεπορτάζ του Μαξ Βιγιώμ τη μέρα της επίσημης ανακήρυξης της Κομμούνας, αναδημοσίευση από το περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι», τεύχος 3-4 του 1933.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ