Κυριακή 20 Ιούνη 2010
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΑΤΑΚΗΣ
Ολόρθος, ένα με τους βράχους

Κρατούμενοι στη Μακρόνησο, το 1950
Κρατούμενοι στη Μακρόνησο, το 1950
Στον Δημήτρη Τατάκη ήταν αφιερωμένη το προηγούμενο Σάββατο 12 Ιούνη, η εκδήλωση που οργανώθηκε στο Μουσείο Μακρονήσου. Εκεί, στη Μακρόνησο, όπου επί μια δεκαετία αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, κομμουνιστές, προοδευτικοί, συνεπείς δημοκράτες, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, περίπου 100.000, από κάθε γωνιά της πατρίδας μας, έδωσαν παληκαρίσια τη μάχη, κορυφαία μορφή του αγώνα ήταν ο κομμουνιστής Μήτσος Τατάκης, Γενικός Γραμματέας της ΟΕΝΟ, που πριν ακόμα κλείσει τα 36 του χρόνια δολοφονήθηκε στις 9 προς 10 Γενάρη του 1950 με φρικτά βασανιστήρια που κράτησαν 33 ολόκληρες μέρες. Δε λύγισε.

Γιατί ήταν κρατούμενος ο Τατάκης; Το έχει πει σε ανύποπτη εποχή ο Νίκος Καλούδης στη διάρκεια της δικής του απολογίας στο στρατοδικείο:

«Το κυρίαρχο σύνθημά μας ήταν: "Ελληνες ναυτεργάτες κρατείτε τα πλοία εν κινήσει". Για να πετύχουμε αυτό το σκοπό, η διοίκηση της ΟΕΝΟ και τα άλλα στελέχη - και είναι σωστό (μάλιστα το μοναδικό σωστό απ' όσα είπαν οι μάρτυρες κατηγορίας) ότι τα περισσότερα απ' αυτά τα στελέχη ήταν κομμουνιστές - ανάλαβαν τις πιο επικίνδυνες αποστολές. Ο καπετάν Δημήτρης ο Τατάκης, ο κομμουνιστής που αργότερα δολοφονήθηκε στο Μακρονήσι από τους βασανιστές του, και που η ηρωική μορφή του αποτελεί παράδειγμα όχι μόνο για τους ναυτεργάτες, πήρε μέρος στην επιχείρηση του Β΄ Μετώπου (...) Και το τίμημα αυτής της συμβολής είναι γνωστό (...) Σ' ό,τι αφορά το εφοπλιστικό κεφάλαιο, ο πατριωτισμός του οποίου τόσο πολύ διατυμπανίζεται και τόσες υποκλίσεις τού γίνονται, μπορούμε να πούμε τούτο: Βγήκε απ' τον πόλεμο με πολλαπλασιασμένα τα κεφάλαιά του. Λέγεται επίσης ότι ένας πνίγηκε, αλλά κι αυτός στο μπάνιο του διαμερίσματός του στο Λονδίνο!» (από την απολογία του Νίκου Καλούδη, «Ριζοσπάστης», Κυριακή 23 Απρίλη 2006).

Δημήτρης (Μήτσος) Τατάκης
Δημήτρης (Μήτσος) Τατάκης
Αποκαλυπτικό το κείμενο ενός επίσης στελέχους του ΚΚΕ, του Γιάννη Παλαβού, που δημοσιεύτηκε στον «Ριζοσπάστη» με τίτλο: «Σκοτώσανε τον καπετάνιο». Παραθέτουμε ορισμένα αποσπάσματα:

«Τέλη Δεκέμβρη 1949. Ο χειμώνας ήταν σκληρός, έπεσε και χιόνι στο νησί. Μας βάζουν την ημέρα να καθόμαστε κατάχαμα. Απαγορεύεται να βάλεις ένα κουρελάκι, για να καθίσεις, ή μια πέτρα, για να μην είσαι καθισμένος μέσα στις λάσπες και το νερό. Απαγορεύεται κάθε κίνηση, απαγορεύεται να στρέψεις δεξιά ή αριστερά. Εκεί, υποχρεωμένος να βλέπεις προς μια κατεύθυνση, χωρίς να στρίβεις το κεφάλι. Και η παραμικρή κίνηση κολάζεται με ξυλοδαρμό. Το σώμα σου πιάνεται από την υγρασία και γίνεται ένα με τις λάσπες και τη γη. Φαγητό μάς δίνουν κάθε δεύτερη ή και κάθε τρίτη μέρα. Το φαγητό είναι δυο μπουκιές ψωμί και λίγα χόρτα, χωρίς λάδι.

Ο χώρος της απομόνωσης περιφραγμένος - με αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Αντίσκηνα ατομικά σε μια απόσταση το ένα με το άλλο. Οταν έβρεχε, το νερό έμπαινε μέσα.

Τα αντίσκηνα, περιφραγμένα και αυτά με αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Μπροστά στην είσοδο, ένας μικρός, χαμηλός διάδρομος, φτιαγμένος κι αυτός με αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Από κει πρέπει να περάσεις για να μπεις στη σκηνή σου. Μόνο η σκέψη του κομμουνιστή, που δε λυγίζει μπροστά στους σωματικούς και ηθικούς βασανισμούς, είναι ελεύθερη.

(...) Κάθε βράδυ, κατεβάζουν κάνα δυο στο φυλάκιο. Δε μας παίρνουν μαζί. Παίρνουν πρώτα τον ένα κι ύστερα τον άλλον, αφού τελειώσουν με τον πρώτο. Οι βασανιστές εναλλάσσονται στο "έργο" τους, για να μην κουράζονται. Την πρώτη θέση κατέχουν οι φάλαγγες, τα χτυπήματα στα άκρα, παντού. Αλλά και τα αδέσποτα χτυπήματα, κλοτσιές, κοντακιές, γροθιές δε λείπουν. Στήνουν χορό γύρω σου και ουρλιάζουν. "Απόψε θα την κάνεις, θα την κάνεις" (τη δήλωση, δηλαδή). "Ηρωας δε θα βγεις από το Μακρονήσι".

Το κατέβασμα στο φυλάκιο δε σταματάει σ' ένα γύρο. Εχει συνέχεια.

Ο Παντελής Κιουρτζής βγάζει αίμα από το στόμα. Ο Ηρακλής ο Μποζαντζίδης δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του. Ο Τηλέμαχος Μεταξωτός έχει γίνει ένα κουβάρι από τις φάλαγγες, δεν ορίζει τίποτε, ούτε μέση, ούτε χέρια. Τα χέρια και τα πόδια του Μήτσου Τατάκη είναι πρησμένα και κατάμαυρα. Τα δάχτυλα του ενός χεριού πυορροούν. Ζήτησε μια μέρα λίγη γάζα, για να δέσει τις πληγές, αλλά οι δήμιοι τον "περιποιήθηκαν", κτυπώντας τα δάχτυλα του χεριού με την ξιφολόγχη.

(...) Πλησιάζουν Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά, θα 'λεγε κανείς ότι οι "Χριστιανοί" θα σταματούσαν γι' αυτές τις μέρες τις φρικαλεότητες, θα έδειχναν λίγη ανθρωπιά. Πέσαμε έξω. Η κατάσταση χειροτέρευσε.

(...) Φθάσαμε στις 9 Γενάρη του 1950. Μαθαίνουμε το πρωί πως ετοιμάζουν μεταγωγή σε μένα και τον Πολύβιο για έκτακτο στρατοδικείο (...) Στο αριστερό μέρος της απομόνωσης, όπως μπαίνουμε, είναι το αντίσκηνο του Τατάκη. Ο Μήτσος με ειδοποιεί ότι έχει αφήσει κάτω από μια πέτρα, εκεί στο υπαίθριο αποχωρητήριο της απομόνωσης, ένα σημείωμα. Να το πάρω και να το δώσω στην αδελφή του, που έμενε στον Πειραιά, και να της πω πως ο Μήτσος είναι καλά.

Παραμονή της αναχώρησής μας, 9/1/1950. Νύχτωσε για καλά. Κατεβάζουν στο φυλάκιο τον Μεταξωτό και ύστερα απ' αυτόν τον Τατάκη.

Η απουσία του Μήτσου κράτησε τη βραδιά εκείνη αρκετή ώρα. Από μια σχισμή του αντίσκηνου, κοιτάζω προς το φυλάκιο και αφουγκράζομαι. Το ούρλιασμα των βασανιστών, σα να ξεχωρίζει μέσα από το βουνό, τον αγέρα και το βογκητό της θάλασσας, που ξέσπαγε στο βράχο της απομόνωσης.

Σε μια στιγμή φάνηκαν να κινούνται δύο σκιές από το φυλάκιο προς την απομόνωση. Οσο πλησιάζουν, ξεχωρίζουν καλύτερα. Ο Μήτσος μπροστά ξυπόλυτος, κρατούσε τη μέση του και δύσκολα περπατούσε. Από κοντά ο αλφαμίτης, που συνέχεια τον κτυπούσε με την κάννη του όπλου.

Μπήκαν στον κλωβό. Τώρα δε διακρίνω τίποτα. Ενας βόγκος σαν να 'ρχεται από πολύ βαθιά. Περασμένα μεσάνυχτα, ο βόγκος σβήνει σιγά - σιγά. Υστερα από λίγο ακούγονται ποδοβολητά προς το μέρος της σκηνής του.

Τον παίρνουν, ο Μήτσος ήταν νεκρός. Αφησε την τελευταία του πνοή με το ΟΧΙ στα χείλη, το ΟΧΙ που μας είχε απομείνει, το μοναδικό όπλο πάλης, ενάντια στην κτηνωδία και στις φρικαλεότητες του φασισμού. Υψώθηκε ο Τατάκης σαν μια πελώρια δρυς και σκέπασε το νησί μας.

Πρωί - πρωί κυκλοφορεί από στόμα σε στόμα: ΣΚΟΤΩΣΑΝΕ ΤΟΝ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟ.

(...)Με παίρνουν τις πρωινές ώρες της 10ης Γενάρη με τον Πολύβιο από το σύρμα (...) Μας βάζουν στο καΐκι και από κει στο Λαύριο και στη συνέχεια στον Πειραιά, στις φυλακές Βούρλων. Η πρώτη μας φροντίδα ήτανε να στείλουμε έξω γράμματα και καταγγελίες για το δολοφονικό όργιο της Μακρονήσου (...) Στα πρώτα μελήματά μας ήταν να ειδοποιήσουμε και την αδελφή του Τατάκη. Καταφέρνει και έρχεται στο επισκεπτήριο. Της έδωσα το σημείωμα. Με ρωτάει τι κάνει κι αν είναι καλά ο Μήτσος.

Πολύ προσπάθησα να συγκρατήσω τη συγκίνησή μου, το δάκρυ μου. Της είπα: "Αυτές τις μέρες βασανίζονται σκληρά στην απομόνωση και χθες βράδυ γίνανε όργια. Ορισμένα σημάδια λένε ότι μπορεί να υπάρχουν και νεκροί. Από στιγμή σε στιγμή, πολλά μπορεί να γίνουν. Κινηθείτε προς όλες τις κατευθύνσεις, αδελφές, μανάδες, για να σταματήσει το κακό. Αύριο θα 'ναι πολύ αργά".

Ετσι έκλεισε η συζήτησή μας. Εφυγε η αδελφή με αγωνία και φόβο, αλλά και την ελπίδα πως ο Μήτσος μπορεί να ζει.

(...) Στις 40 μέρες από τη δολοφονία του συντρόφου Τατάκη, κρατήσαμε το βράδυ, γονατιστοί στ' αντίσκηνά μας, ενός λεπτού σιγή στη μνήμη του. Στο λαό μας κάναμε την προσευχή ν' αξιωθούμε τίμιο θάνατο και δώσαμε στο κόμμα μας, το ΚΚΕ, τον όρκο, την πίστη του Τατάκη να κάνουμε ένα λάβαρο.

(...) Κάθε φορά που η σκέψη μου με φέρνει στον τόπο αυτό του μαρτυρίου, βλέπω τον Μήτσο Τατάκη να στέκεται ολόρθος στους βράχους με υψωμένη τη γροθιά, φάρος του αγώνα» («Ριζοσπάστης», Κυριακή 26 Γενάρη 2003).

Απέδειξε πως «δεν υπάρχουν άπαρτα φρούρια για τους κομμουνιστές»

Ομιλία του Σάββα Τσιμπόγλου, μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ και προέδρου της ΠΕΜΕΝ, στην εκδήλωση τιμής για τον Δημήτρη Τατάκη

Θέλουμε να ευχαριστήσουμε πολύ τους Μακρονησιώτες αγωνιστές, την Πανελλήνια Ενωση Κρατουμένων Αγωνιστών Μακρονήσου για την τιμή που μας κάνετε να συνδιοργανώσετε με την ΠΕΜΕΝ, το ΣΤΕΦΕΝΣΩΝ και την Πανελλήνια Ενωση Συνταξιούχων NAT αυτή την όμορφη εκδήλωση για να τιμήσουμε τον κομμουνιστή ναυτεργάτη Δημήτρη Τατάκη.

Να τιμήσουμε τον αγωνιστή καπετάνιο που δολοφονήθηκε στο κολαστήριο της Μακρονήσου από την αστική τάξη και τα όργανά της.

Στο πρόσωπο του Δημήτρη Τατάκη τιμούμε όλους τους κομμουνιστές και τις κομμουνίστριες, τους αγωνιστές της ΕΑΜικής και ΕΛΑΣίτικης Αντίστασης, τους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, όλους αυτούς που προσέφεραν τη ζωή και τα νιάτα τους στον αγώνα για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, για την απελευθέρωση από τα δεσμά της εκμετάλλευσης, για τη σοσιαλιστική - κομμουνιστική κοινωνία.

Υποκλινόμαστε στο μεγαλείο αυτού του αγώνα και τους λέμε:

Είμαστε περήφανοι.

Με την προσφορά σας, με τον ηρωισμό και τις θυσίες σας γράψατε σημαντικά κεφάλαια στην ιστορία αυτού του τόπου, στην ιστορία του διεθνούς κομμουνιστικού, εργατικού κινήματος. Η ίδια σας η ζωή είναι ένα μάθημα που εμπνέει τις νέες γενιές, που μας εμπνέει στην πάλη που δίνουμε σήμερα, σ' αυτές τις σύνθετες συνθήκες.

Από την εκδήλωση των ΠΕΜΕΝ - ΠΕΚΑΜ - ΝΑΤ στο Μουσείο Μακρονήσου για τον Δημήτρη Τατάκη
Από την εκδήλωση των ΠΕΜΕΝ - ΠΕΚΑΜ - ΝΑΤ στο Μουσείο Μακρονήσου για τον Δημήτρη Τατάκη
Ο λαός μας πρέπει να κατανοήσει ακόμα περισσότερο ότι είναι επικίνδυνοι οι επίδοξοι αναθεωρητές, διαστρεβλωτές της Ιστορίας που έγραψε ο λαός μας με το αίμα του, αυτοί που στηρίζουν τους δυνάστες, αυτοί που καλύπτουν ή δικαιολογούν την αστική τάξη που ένα τμήμα της συνεργάστηκε με τους κατακτητές ή λάκισε στη Μέση Ανατολή.

Είναι και θα είναι πάντα εκτεθειμένοι αυτοί που επιχειρούν να δικαιολογήσουν τα τάγματα ασφαλείας, τους βασανιστές του λαού μας, οι αντικομμουνιστές που ξερνούν δηλητήριο γιατί μισούν την εργατική τάξη και το κόμμα της, φοβούνται το ταξικό κίνημα, φοβούνται την ταξική πάλη που με τη γραφίδα της γράφει την Ιστορία και πάει μπροστά την κοινωνική εξέλιξη.

Οι αγωνιστές είναι σεμνοί. Αλλά έχουμε το δικαίωμα να πούμε ότι εμείς βαδίζουμε στο δρόμο του Τατάκη, του Μπελογιάννη και των άλλων λαϊκών ηρώων γιατί αγαπάμε το λαό μας, γιατί πιστεύουμε στο δίκιο του.

Ενώ οι παραχαράκτες της Ιστορίας είναι από την αντίπερα όχθη, είναι αντίπαλοι του λαού μας, είναι με τους εκμεταλλευτές του, με την αστική τάξη, με το NATO, την Ευρωπαϊκή Ενωση και τους άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς.

Οι εργαζόμενοι έχουν υποχρέωση να κρίνουν με αυστηρό κριτήριο και να βγάλουν συμπεράσματα.

Η προσεκτική εξέταση των εξελίξεων δείχνει και στον πιο διστακτικό ότι οι πολιτικές δυνάμεις που επιτίθενται στο ΚΚΕ, στο ΠΑΜΕ και στην ιστορική τους διαδρομή, είναι αυτές που χτυπάνε τα εργατικά-λαϊκά δικαιώματα, που μειώνουν τους μισθούς και τις συντάξεις, που υπονομεύουν, διαλύουν την Κοινωνική Ασφάλιση και επιβάλλουν τις πιο εκμεταλλευτικές εργασιακές σχέσεις. Είναι οι δυνάμεις που πετάνε τους ναυτεργάτες από τα καράβια, που τους πνίγουν με την πολιτική τους που ασκείται για λογαριασμό των εφοπλιστών.

Είναι το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ που στηρίζονται από το αντιδραστικό κατασκεύασμα του ΛΑ.Ο.Σ. και διευκολύνονται από τις δυνάμεις του οπορτουνισμού, που είναι φορείς της αφερεγγυότητας, της σύγχυσης, του αντικομμουνισμού.

Αγαπητοί φίλοι και σύντροφοι,

Κάθε κομμάτι της ζωής και της δράσης του Δημήτρη Τατάκη, πολύ περισσότερο η ένταξή του στο ταξικό κίνημα και στο ΚΚΕ, έχει τη δική του συνεισφορά στη συγκρότηση της αγωνιστικής του προσωπικότητας.

Γεννήθηκε το 1913 στην Ανδρο. Αμέσως μόλις τελείωσε το σχολείο μπαρκάρισε και δούλεψε αρκετά χρόνια στα καράβια. Αρχικά ως δόκιμος και κατόπιν ως αξιωματικός καταστρώματος. Ναυτεργάτες που τον γνώρισαν και που δούλεψαν μαζί του μιλάνε για την ευθύτητα του χαρακτήρα του, την απλότητα και τη σεμνότητά του. Ηταν αγαπητός απ' όλο τον κόσμο.

Τη δεκαετία του 1930, όπου ο Τατάκης έκανε τα πρώτα του βήματα στη θάλασσα, το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα μετρούσε ήδη πλούσια πείρα και αγώνες.

Αυτήν ακριβώς την περίοδο, από το 1936, ξεκίνησε τη συνδικαλιστική, πολιτική του δράση. Η έκρηξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου τον βρήκε στο εξωτερικό, όπου μετείχε ενεργά στις προσπάθειες για την καλύτερη οργάνωση του αντιφασιστικού, εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα αλλά και την πιο αποτελεσματική οργάνωση της πάλης των ναυτεργατών στα καράβια.

Σαν ένα από τα πρώτα στελέχη της Ενωσης Ναυτίλων Αξιωματικών (της οποίας διετέλεσε και γενικός γραμματέας), δούλεψε ακούραστα για την ανάπτυξη και το δυνάμωμά της. Το Μάρτη του 1943 μπήκαν οι βάσεις για τη δημιουργία της θρυλικής Ομοσπονδίας Ελληνικών Ναυτεργατικών Οργανώσεων (ΟΕNO), που στο τιμόνι της ήταν η δυαδική γραμματεία, με τους κομμουνιστές Αντώνη Αμπατιέλο από τα πληρώματα και Βασίλη Μπεκάκο (πρόεδρος της ΠΕΜΕΝ) από τους αξιωματικούς.

Ο Τατάκης πρωτοστατούσε στις εξελίξεις και αναδείχθηκε μέλος της πρώτης Εκτελεστικής της Επιτροπής, εκπροσωπώντας σε αυτή τους ναυτίλους αξιωματικούς.

Μαζί με τους άλλους συντρόφους του πρωτοστάτησε στην υλοποίηση του συνθήματος της ΟΕΝΟ «Τα πλοία εν κινήσει», προσφέρθηκε ως εθελοντής και είχε συμβολή στην οργάνωση της απόβασης στη Νορμανδία.

Μαζί με τους άλλους συντρόφους έδωσαν τη μάχη και κατέκτησαν τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας που υπέγραψε η ΟΕΝΟ, η οποία προέβλεπε πολύ σημαντικές αλλαγές στις συνθήκες ζωής, δουλειάς, αμοιβής στα καράβια.

Η προσφορά της ΟΕΝΟ στον αντιφασιστικό, εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα αλλά και στον αγώνα για τα δικαιώματα των ναυτεργατών είναι ανεκτίμητης αξίας, γι' αυτό αντιμετωπίστηκε εχθρικά από τους εφοπλιστές και το αστικό κράτος, την εξουσία του κεφαλαίου.

Το πέρας του πολέμου βρίσκει στην Ελλάδα δύο κόσμους σε σύγκρουση: Από τη μια η αστική τάξη, οι κατοχικοί μηχανισμοί καταστολής (ταγματασφαλίτες, χωροφυλακή, κλπ.) και ο διεθνής ιμπεριαλισμός. Από την άλλη, το λαϊκό κίνημα που αναδείχθηκε μέσα από την εθνικοαπελευθερωτική πάλη, η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της, με πυρήνα το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και το ΚΚΕ.

Η ΟΕΝΟ βρέθηκε επίσης στο στόχαστρο της αστικής βίας και καταστολής, αφού, μεταξύ πολλών άλλων, θεωρούνταν υπεύθυνη από το εφοπλιστικό κεφάλαιο για το ότι, όπως έλεγαν, «το ελληνικόν πλοίον απώλεσε το μοναδικόν του πλεονέκτημα, το χαμηλόν κόστος εκμεταλλεύσεως, που του επέτρεπε να συναγωνίζεται επιτυχώς τας ξένας ναυτιλίας». Ετσι, ενώ οι εφοπλιστές κατάφεραν να ξεπεράσουν σύντομα το προπολεμικό τονάζ, με τα 100 Λίμπερτυ και τα 7 δεξαμενόπλοια που αγοράστηκαν με εγγύηση του ελληνικού κράτους και χαρίστηκαν στους εφοπλιστές, οι αγωνιστές της ΟΕΝΟ, εκείνοι που προσέφεραν τα πάντα στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, άρχισαν τώρα να φυλακίζονται, να βασανίζονται, να εξορίζονται και να στήνονται στο εκτελεστικό απόσπασμα. Χιλιάδες μπήκαν στις μαύρες λίστες των μεταπολεμικών κυβερνήσεων και των εφοπλιστών καταδικαζόμενοι σε πολύχρονη ανεργία.

Το 1945 ο Τατάκης γύρισε στην Ελλάδα με το πλοίο «ΕΛΛΑΣ» για να απολυθεί άμεσα από τις αρχές με τη δικαιολογία ότι δήθεν είχε οργανώσει στάση στο καράβι! Στη συνέχεια, από τη στιγμή που απολύθηκε μέχρι και τη στιγμή που πιάστηκε, σε καθεστώς ημιπαρανομίας, θα αφιερωθεί με συνέπεια και με όλες του τις δυνάμεις στην υπόθεση της οργάνωσης του αγώνα των ναυτίλων αξιωματικών και γενικότερα όλων των ναυτεργατών.

Το διάστημα 1946-1949 οι κομμουνιστές ναυτεργάτες συνεχίζουν την πάλη στα καράβια και στα λιμάνια, ενώ ένα τμήμα τους παίρνει το δρόμο για το βουνό, ενώνεται με τους άλλους αγωνιστές και παλεύει στο Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας κατά των αστικών δυνάμεων και των Αμερικανών ιμπεριαλιστών.

Στις 8 Γενάρη του 1948 το ΚΚΕ τέθηκε και τυπικά εκτός νόμου, με το νόμο 509, ενώ η Ασφάλεια, στις 14 του ίδιου μήνα, έκανε επιδρομή στα γραφεία της ΟΕΝΟ, διαλύοντας ουσιαστικά την οργάνωση και απαγορεύοντας την έκδοση της εφημερίδας της, της «Ναυτεργατικής Φωνής». Πολλά κομματικά και συνδικαλιστικά στελέχη συνελήφθησαν. Δρομολογήθηκε η δίκη της ΟΕΝΟ.

Στο εδώλιο του έκτακτου Στρατοδικείου Αθηνών οδηγήθηκαν τελικά 36 κατηγορούμενοι. Για τους απόντες, γύρω στους 40 - μεταξύ αυτών και ο Τατάκης - η δίκη διαχωρίστηκε. Ολοι κατηγορούνταν πως επιδίωκαν την απόσπαση μέρους της ελληνικής επικράτειας σε όφελος τρίτης χώρας! Ομως, οι Αμπατιέλος, Τιμογιαννάκης, Μπεκάκος, Κολιαράκης, Ορφανός και οι άλλοι σύντροφοι συγκατηγορούμενοι δεν πτοήθηκαν, δεν υπέκυψαν στην τρομοκρατία της έδρας του στρατοδίκη. Αντίθετα, μετέφεραν το αγωνιστικό ήθος του κομμουνιστή και στη δικαστική αίθουσα, μετατρέποντας το εδώλιο του κατηγορουμένου σε κατηγορητήριο κατά της αστικής εξουσίας, υπερασπίζοντας αταλάντευτα το δίκιο των ναυτεργατών και συνολικά της εργατικής τάξης.

Η δίκη - παρωδία κατέληξε με την καταδίκη 10 κομμουνιστών - στελεχών της ΟΕΝΟ σε θάνατο, 8 σε ισόβια και άλλες μικρότερες ποινές.

Την ίδια χρονιά, το 1948, ο Τατάκης πιάστηκε από τον ταξικό εχθρό και στάλθηκε εξορία, αρχικά στην Ικαρία και από κει, λίγους μήνες μετά, στις Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών, την περιβόητη ΣΦΑ στο Μακρονήσι.

Ο Τατάκης έφτασε στο Μακρονήσι στις 5 Νοέμβρη 1948. Με το που πάτησε το πόδι του στη ΣΦΑ δέχτηκε τον πρώτο, συνήθη, κύκλο βασανιστηρίων υποδοχής των νέων κρατουμένων. Ρίχτηκε στον κλωβό της απομόνωσης και μαζί με τους υπόλοιπους «αδήλωτους» συγκρατούμενούς του, πέρασε μια σειρά βασανιστηρίων, δίχως όμως να υποκύψει στη βία και στον εκβιασμό της δήλωσης.

Στις 14 Μάη 1949 μεταφέρθηκε στη Γενική Ασφάλεια της Αθήνας για ανάκριση. Σύντομα, όμως, οι ανακριτές - βασανιστές του αντιλήφθηκαν ότι επρόκειτο για «αμετανόητο» κομμουνιστή και ότι δεν επρόκειτο να λυγίσει μπροστά στην ανάκριση. Ετσι αποφάσισαν να τον στείλουν και πάλι στη Μακρόνησο για περαιτέρω ...«αναμόρφωση».

Οταν στις 8 του Ιούνη 1949 έφτασε ξανά στη ΣΦΑ, οι δεσμοφύλακες του επιφύλασσαν ένα ιδιαίτερο μαρτύριο, σχεδιασμένο να τον εξοντώσει, είτε ψυχικά είτε σωματικά: Την ορθοστασία μέχρι θανάτου!

Επρόκειτο για ένα ιδιότυπο και ταυτόχρονα διεστραμμένα απάνθρωπο βασανιστήριο: Ο κρατούμενος ριχνόταν αρχικά στη θάλασσα φορτωμένος με όλα τα πράγματα ως το λαιμό. Κατόπιν, και αφού μουσκευόταν μέχρι το μεδούλι, στηνόταν όρθιος, ακίνητος και αμίλητος, με δύο φρουρούς να τον επιτηρούν μέρα-νύχτα, μην επιτρέποντάς του να καθίσει ούτε στιγμή ή να μιλήσει με κανέναν. Μόνο κατά τη διάρκεια του φαγητού του επιτρεπόταν να καθίσει, και αυτό μόλις 5 λεπτά, αυστηρά, με το ρολόι.

Ταυτόχρονα με τη σωματική κόπωση, ο κρατούμενος έπρεπε να δέχεται βουβά και όλες τις προκλήσεις, τους εξευτελισμούς, τις ύβρεις των δεσμοφυλάκων-βασανιστών του.

Το όλο μαρτύριο λάμβανε χώρα πάνω σε έναν βράχο, στην παραλιακή ακτή της ΣΦΑ, μπροστά στις σκηνές των χιλιάδων κρατουμένων της Μακρονήσου. Και αυτό, γιατί το «σπάσιμο» του αγωνιστή έπρεπε να πραγματοποιηθεί σε κοινή θέα, «προς γνώσιν και συμμόρφωσιν» όλων. Κάθε ατομικό «σπάσιμο» στόχευε στο να αποτελέσει χτύπημα, να προκαλέσει ρήγμα στην αγωνιστική διάθεση και ηθικό του συνόλου.

Ο Τατάκης, όμως, βλέποντας το σχέδιο του εχθρού, ετοίμαζε ήδη το δικό του αντισχέδιο. Ηξερε πως η μάχη αυτή που καλούνταν να δώσει, δεν αφορούσε μονάχα τον εαυτό του, τη δική του τιμή και υπόσταση ως αγωνιστή - στελέχους του ΚΚΕ, αλλά και τους χιλιάδες άλλους συντρόφους και συναγωνιστές του.

Και η πρώτη πράξη της αντίστασης επρόκειτο να λάβει χώρα από την πρώτη κιόλας μέρα. Λαμβάνοντας το πρωινό τσάι από το μάγειρα, συνοδεία του ίδιου του αρχιβασανιστή Κοθρά, ο Τατάκης αποφάσισε να αψηφήσει την απαγόρευση του καθίσματος, αναλογιζόμενος ότι ακόμα και αυτά τα 2-3 λεπτά ξεκούρασης που θα κέρδιζε θα του ήταν πολύτιμα ενόψει της ολοήμερης και ολονύχτιας ορθοστασίας που είχε μπροστά του και που θα μπορούσε να διαρκέσει βδομάδες.

-- Τατάκη, το τσάι θα το πιεις όρθιος, διέταξε απειλητικά ο αρχιβασανιστής Κοθράς.

-- Οι άνθρωποι το τσάι το πίνουν καθιστοί, Κοθρά, απάντησε αγέρωχα ο Τατάκης, προκαλώντας το μένος του βασανιστή του, ο οποίος έπεσε με λύσσα πάνω του, με γροθιές, κλοτσιές και βουρδουλιές. Τα νέα του ανυπότακτου «καπετάνιου» εξαπλώθηκαν γρήγορα στον καταυλισμό. Ολοι, δεσμοφύλακες και κρατούμενοι, αδημονούσαν πλέον να δουν ποιος θα έβγαινε νικητής από αυτή τη μάχη. Η ίδια σκηνή επαναλήφθηκε την επόμενη μέρα και τη μεθεπόμενη, κ.ο.κ. Ωσπου, μια μέρα, ο αλφαμίτης, βλέποντας ότι δεν ήταν δυνατό να σπάσει την αντίσταση του αγωνιστή, παραιτήθηκε πια από τον άσκοπο αγώνα. Ο Τατάκης είχε κερδίσει, επιβάλλοντας το δίλεπτο του τσαγιού. Μια μικρή, πρώτη νίκη, σε έναν αγώνα ακόμα μακρύ και δύσκολο.

Ο χρόνος περνούσε, αλλά ο «καπετάνιος» δε λύγιζε. Οι κρατούμενοι αντλούσαν κουράγιο και οι βασανιστές του Μακρονησιού έχαναν την υπομονή τους.

-- Βάζεις στοίχημα, Τατάκη, πως θα υπογράψεις δήλωση; τον ρώτησε ο Κοθράς μετά από μια βδομάδα μαρτυρίου.

-- Οχι, Κοθρά, του απαντάει. Δεν βάζω στοίχημα. Γιατί είσαι φτωχός και σε λυπάμαι, θα χάσεις το στοίχημα.

Και οι μέρες έρχονται και παρέρχονται η μία μετά την άλλη, οι πόνοι γίνονται αβάσταχτοι, οι παραισθήσεις μόνιμος σύντροφος, γύρω από τους αστράγαλους σχηματίζονται δακτύλιοι από αίμα. Ο Τατάκης τραβούσε πια για το 20ήμερο. Η ψυχή παλεύει με το σώμα, τους πόνους και την κόπωση του μαρτυρίου. 30ή, 31η, 32η, 33η μέρα. Η επίσημη γνώμη των γιατρών της ΣΦΑ ήταν πως κανείς δεν μπορούσε να υπερβεί εκ φύσεως τις 12-15 μέρες ενός τέτοιου μαρτυρίου. Και όμως, ο Τατάκης έμεινε όρθιος 33 ολόκληρες μέρες και νύχτες. Δεν έσπασε. Δεν υπέγραψε.

Οταν οι δήμιοί του τον ρώτησαν «γιατί το έκανες αυτό, Τατάκη;» εκείνος απάντησε:

«Το έκαμα για να αποδείξω πως όλα τα πλάνα της ανθρώπινης αντοχής, οι αγωνιστές τα ξεπερνάνε, όταν πιστεύουν και θέλουν. Δεν υπάρχουν άπαρτα φρούρια για τους κομμουνιστές!».

Οι σύντροφοι και συναγωνιστές του στη ΣΦΑ τον χαιρέτισαν ως έναν «Νέο Προμηθέα».

Η πράξη όμως αυτή ανυπακοής και αντίστασης του Τατάκη δεν μπορούσε να μείνει ατιμώρητη. Αφού ο ταξικός εχθρός δεν κατάφερε να τον εξοντώσει ηθικά, ψυχικά και ιδεολογικά, έπρεπε να τον εξοντώσει βιολογικά. Ο «καπετάνιος» οδηγήθηκε στον κλωβό της απομόνωσης με άλλους 20 συντρόφους του. Εκεί, στις 9 Γενάρη 1949, οι αλφαμίτες επιχείρησαν σχεδιασμένη δολοφονική επίθεση, οπλισμένοι με μπαμπού, λοστούς και σίδερα. Και αφού βασάνισαν άγρια τον Τατάκη επί ώρες, τον άφησαν μισοπεθαμένο να τον αποτελειώσουν τα τραύματά του.

Ο Τατάκης άφησε την τελευταία του πνοή τη νύχτα της 9 με 10 Γενάρη 1949. Δεν είχε κλείσει τα 36 του χρόνια... αλλά διάνυσε ιστορικά μια πολύ μεγάλη διαδρομή.

Απέκτησε γνώση και πείρα, συνειδητοποίησε την αναγκαιότητα της ταξικής πάλης, δημιούργησε ισχυρούς δεσμούς με τους ναυτεργάτες, κατέκτησε την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη τους, αναδείχθηκε σε ηγετική μορφή.

Ατσαλώθηκε στις δυσκολίες, στα βασανιστήρια, έφτασε μέχρι του σημείου να διαθέτει την ίδια του τη ζωή για το δίκιο της τάξης του, για τα κομμουνιστικά ιδανικά, για το κόμμα του, το ΚΚΕ.

Μέσα σ' αυτή την πορεία, μέσα στις γραμμές του ΚΚΕ και του ταξικού κινήματος, με τη βαθύτερη συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας για ανυποχώρητη σύγκρουση, για την ανατροπή του εκμεταλλευτικού καθεστώτος, για τη νέα σοσιαλιστική - κομμουνιστική κοινωνία, διαμορφώθηκε η προσωπικότητα του Δημήτρη Τατάκη, διαμορφώθηκαν οι προσωπικότητες των αγωνιστών που αφιέρωσαν τη ζωή τους στον ταξικό αγώνα, μέχρι το τέλος.

Αυτό είναι το βασικό για κάθε αγωνιστή.

Θέλουμε να πούμε ιδιαίτερα στους νέους και στις νέες ότι η μελέτη, η γνώση της ιστορίας του κομμουνιστικού, του εργατικού κινήματος, είναι σημαντικός παράγοντας που εξοπλίζει, που διδάσκει και επιτρέπει να αναμετριόμαστε με τις πιο δύσκολες καταστάσεις.

Η ιστορική πείρα και η κατάκτηση των νόμων της ταξικής πάλης σου επιτρέπει να προβλέπεις, να οργανώνεις καλά και να ελέγχεις την πορεία του αγώνα, να αξιοποιείς τα θετικά στοιχεία, να ενσωματώνεις τη θετική πείρα στην καθημερινή δράση, να εκτιμάς τις παραλείψεις, τα λάθη και να φροντίζεις να μην επαναληφθούν.

Μέσα σ' αυτό το δρόμο γίνεται η προσφορά μας πιο αποτελεσματική.

Το τονίζουμε αυτό γιατί έχουμε πολλή δουλειά μπροστά μας, έχουμε μεγάλες υποχρεώσεις.

Η ίδια η επίθεση του κεφαλαίου, των πολιτικών και συνδικαλιστικών του εκπροσώπων επιβάλλει να δυναμώσει η προσφορά και η απαιτητικότητα του ταξικού κινήματος, των δυνάμεων που μέσα από τις γραμμές του ΠΑΜΕ υπερασπίζονται τα συμφέροντα της εργατικής τάξης.

Με τη δική μας προσπάθεια μπορεί να κερδηθούν νέες δυνάμεις που προβληματίζονται και μπαίνουν στον αγώνα.

Με τη δική μας προσπάθεια μπορεί να προχωρήσει η υπόθεση της οργάνωσης στους χώρους δουλειάς, να ενταχθούν νέοι εργάτες και εργάτριες στα συνδικάτα, να απελευθερωθούν από τα δεσμά του εργοδοτικού - κυβερνητικού συνδικαλισμού σε όλα τα επίπεδα, από τη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ που εκπροσωπούν τα συμφέροντα του κεφαλαίου, μέχρι τα πρωτοβάθμια σωματεία.

Δίνουμε καθημερινά τη μάχη για κάθε πρόβλημα διαφωτίζοντας τους εργαζόμενους για τις πραγματικές αιτίες που τα δημιουργούν, για τις αιτίες της καπιταλιστικής κρίσης που σημαδεύει το εκμεταλλευτικό σύστημα. Εχουμε ξεκάθαρο ότι ο αγώνας μας δεν περιορίζεται στη βελτίωση των όρων πώλησης της εργατικής δύναμης αλλά ανοίγει το δρόμο για την κατάργηση της εκμετάλλευσης.

Ο αγώνας μας βάζει τις βάσεις για άλλη κοινωνία, που η εξουσία θα είναι στα χέρια της εργατικής τάξης και τα μέσα παραγωγής θα είναι περιουσία του λαού που θα τα διευθύνει σχεδιασμένα.

Σ' αυτό τον αγώνα μάς διδάσκει, μας συντροφεύει, μας διαπαιδαγωγεί, η ζωή, η δράση και η θυσία του Τατάκη και των άλλων ηρωικών μορφών που ανδρώθηκαν, ατσαλώθηκαν, μεγαλούργησαν μέσα στις γραμμές του ΚΚΕ και του ταξικού κινήματος.

Κατίν: Οταν η Ιστορία πλαστογραφείται και κατασκευάζεται από την αρχή

Η «ανακάλυψη» των εγγράφων Κατίν

Οι Βίκτορ Ιλιούχιν, Σεργκέι Στρούγκιν και Βλαντισλαβ Σγουίντ εξετάζουν τα ντοκουμέντα και τα ειδικά εργαλεία πλαστογραφίας
Οι Βίκτορ Ιλιούχιν, Σεργκέι Στρούγκιν και Βλαντισλαβ Σγουίντ εξετάζουν τα ντοκουμέντα και τα ειδικά εργαλεία πλαστογραφίας
16 Οκτωβρίου 1992. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ενωσης (ΚΚΣΕ) βρίσκεται στο εδώλιο του κατηγορουμένου ήδη από τις 26 Μάη ως οργάνωση αντισυνταγματική. Επρόκειτο, βεβαίως, για μια δίκη σκοπιμότητας, η οποία στόχο δεν είχε απλά να θέσει το Κομμουνιστικό Κόμμα εκτός νόμου, αλλά και να το εξοντώσει πολιτικά και ηθικά στη συνείδηση του κόσμου, να διαγράψει την προσφορά και να αμαυρώσει τον ιστορικό του ρόλο στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ.

Τη μέρα εκείνη, λοιπόν, κατά τη συνεδρίαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ρωσικής Ομοσπονδίας, οι εκπρόσωποι της πλευράς του Μπ. Γιέλτσιν (εκ των πρωταγωνιστών της ανατροπής της σοβιετικής εξουσίας και πρώτου Προέδρου της καπιταλιστικής πλέον Ρωσίας), Σ. Σαχράι και Α. Μακάροφ, ανακοίνωσαν στους συνηγόρους της υπεράσπισης την προσθήκη στα υλικά της υπόθεσης ορισμένων «μόλις εντοπισθέντων» στα Αρχεία, «άκρως απόρρητων» εγγράφων, τα οποία «αποδείκνυαν» την ευθύνη των ανώτατων καθοδηγητικών οργάνων του Κομμουνιστικού Κόμματος για τη δολοφονία των Πολωνών αξιωματικών στο Κατίν.

Σύμφωνα με την κατηγορούσα αρχή, τα έγγραφα αυτά «ανακαλύφθηκαν» σε σφραγισμένο φάκελο με την επονομασία «πακέτο Νο 1» και αφορούσαν: α) Ενα τετρασέλιδο κείμενο, με αριθμό 794/Β και ημερομηνία 5 Μαρτίου 1940, στο οποίο ο Λαϊκός Επίτροπος για τις Εσωτερικές Υποθέσεις Λ. Μπέρια πρότεινε στο ΠΓ της ΚΕ του ΚΚ(μπ) την εκτέλεση 25.700 Πολωνών αιχμαλώτων πολέμου, β) Το απόσπασμα από τα Πρακτικά της 13ης Συνόδου του Πολιτικού Γραφείου, με αριθμό Ρ13/144 και ημερομηνία επίσης 5 Μαρτίου 1940, όπου «εγκρινόταν» το αίτημα Μπέρια, και γ) Μια επιστολή του τότε επικεφαλής της KGB Α. Σεπέλιν προς τον Ν. Χρουστσόφ, με ημερομηνία 3 Μαρτίου 1959 και θέμα την καταστροφή των παραπάνω εγγράφων.

Δείγματα πλαστών σφραγίδων και υπογραφών που χρησιμοποιήθηκαν στην κατασκευή πλαστών ντοκουμέντων
Δείγματα πλαστών σφραγίδων και υπογραφών που χρησιμοποιήθηκαν στην κατασκευή πλαστών ντοκουμέντων
Η υπεράσπιση έγειρε εξ αρχής ερωτήματα γύρω από τη γνησιότητα των εγγράφων (που συν τοις άλλοις προσκομίστηκαν ως φωτοαντίγραφα και όχι τα γνήσια), διαπιστώνοντας αμέσως μια σειρά από προβλήματα, παρατυπίες και λάθη στη σύνταξη, στον τρόπο γραφής, στις υπογραφές τους, κ.ο.κ. Μία από τις πλέον εξόφθαλμες ενδείξεις παραποίησης ήταν βεβαίως η πλήρης ταύτιση των ημερομηνιών των δύο πρώτων εγγράφων, πράγμα που ήταν αδύνατο. Ακολούθως, ζητήθηκαν τα πρωτότυπα, ώστε να υποβληθούν σε γραφολογικές εξετάσεις και να πιστοποιηθεί - ή μη - η γνησιότητά τους. Παρά τις όποιες διαβεβαιώσεις και υποσχέσεις για την επικείμενη προσκόμιση των «αυθεντικών» αρχειακών ντοκουμέντων, τα επίμαχα κείμενα δεν εμφανίστηκαν ποτέ. Και βεβαίως το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν τα συμπεριέλαβε καν στην απόφασή του στις 30 Νοέμβρη 1992. Ούτε σε μια στημένη δίκη σκοπιμότητας δεν μπόρεσαν να σταθούν.

Ούτε όμως η πολωνική κυβέρνηση έμεινε ικανοποιημένη. Εχοντας παραλάβει τα ίδια έγγραφα στις 14 Οκτωβρίου 1992 κατ' εντολή του Γιέλτσιν και διά χειρός του αρχειοθέτη Π. Πιχόι, ζήτησε επίσης να της παρουσιαστούν τα πρωτότυπα. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν έχει συμβεί έως τις μέρες μας.

Το μόνο που έγινε, εν τέλει, ήταν η «διόρθωση» της ημερομηνίας του πρώτου εγγράφου (πρόταση Μπέρια). Ετσι, η 5η Μάρτη 1940 έγινε «...Μάρτης 1940» (χωρίς συγκεκριμένη ημερομηνία). Με αυτή τη μορφή περιελήφθη στον 6ο τόμο των υλικών της δίκης και με αυτή τη μορφή το γνωρίζουμε μέχρι σήμερα. Ομως, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, ούτε αυτή η «διόρθωση» υπήρξε αρκετή, ώστε να καλύψει τις ατασθαλίες των πλαστογράφων.

Τα προβλήματα των εγγράφων

Οι παρατηρήσεις μιας σειράς νομικών και ιστορικών - ερευνητών αναφορικά με τη φόρμα και το περιεχόμενο των επίμαχων εγγράφων, γεννούν ομολογουμένως πολλά ερωτήματα.

-- Καταρχάς, για την πρόταση Μπέρια: Η έλλειψη συγκεκριμένης ημερομηνίας, από μόνη της, αποτελεί ιδιαίτερα ανορθόδοξη πρακτική για ένα ντοκουμέντο τέτοιας σημασίας. Ακόμη πιο σοβαρό όμως είναι το εξής. Περαιτέρω αρχειακή έρευνα έδειξε πως στα πρακτικά των εξερχομένων ντοκουμέντων της NKVD, τα έγγραφα 793/Β, 794/Β (αυτό δηλαδή που μας ενδιαφέρει εν τω προκειμένω) και 795/Β είχαν καταχωρηθεί με ημερομηνία 29 Φλεβάρη 1940. Πώς γίνεται, λοιπόν, ένα έγγραφο, το οποίο είχε σταλεί (και επομένως συνταχθεί) τέλη Φλεβάρη, να αναγράφει «...Μάρτης 1940»;

-- Το έγγραφο αυτό υποτίθεται πως επιδόθηκε από τον ίδιο τον Μπέρια στον Στάλιν κατά τη συνεδρίαση του ΠΓ στις 5 Μάρτη, στην οποία δήθεν έλαβε μέρος. Ομως στα πρακτικά των συναντήσεων εκείνης της ημέρας δεν εμφανίζεται ο Μπέρια. Ο τελευταίος συναντήθηκε με τον Στάλιν στις 27 Φλεβάρη και ξανά στις 7 Μάρτη, όχι όμως ενδιάμεσα.

-- Αλλα λάθη αφορούν σημαντικές αποκλίσεις από την καθιερωμένη σύνταξη τέτοιων κειμένων (τα ντοκουμέντα της NKVD ακολουθούσαν αυστηρό πρωτόκολλο στον τρόπο γραφής τους). Αποκλίσεις που έχουν να κάνουν με τη διατύπωση του αιτήματος, τη θέση των υπογραφών, τον τρόπο της υπογραφής, κ.ά. Από το συγκεκριμένο κείμενο λείπουν επίσης τα αρχικά του δακτυλογράφου στην άνω αριστερή γωνία (τυπική πρακτική για έγγραφα της NKVD που γινόταν για ευνόητους λόγους ασφαλείας). Λείπουν μια σειρά χαρακτηριστικά ενός «άκρως απόρρητου» κειμένου, όπως π.χ. τα ονόματα όλων όσοι είχαν δει ή ήταν παραλήπτες του συγκεκριμένου εγγράφου, ο αριθμός των αντιγράφων, κ.ο.κ.

-- Στο κείμενο υπάρχουν οι υπογραφές των μελών του ΠΓ Στάλιν, Βοροσίλοφ, Μολότοφ, Μικογιάν, Καλίνιν και Καγκάνοβιτς. Οι δύο τελευταίοι όμως δεν ήταν παρόντες στην 13η Σύνοδο του ΠΓ στις 5 Μαρτίου 1940, πώς λοιπόν θα μπορούσαν να έχουν υπογράψει;

-- Η επιστολή του Σεπέλιν προς τον Χρουστσόφ είναι ομολογουμένως το πιο αδύναμο απ' όλα τα ντοκουμέντα, αφού η προχειρότητα με την οποία γράφτηκε είναι κάτι παραπάνω από έκδηλη. Δεν υπάρχουν ούτε υπογραφές, ούτε σφραγίδα της ΚΕ του ΚΚΣΕ, ούτε αριθμός πρωτοκόλλου, ούτε κάποια από τις συνήθεις ενδείξεις για τέτοιου είδους έγγραφα (π.χ. εμπιστευτικό, απόρρητο, κ.λπ.), ενώ η απόφαση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚ(μπ) της 5ης Μάρτη του 1940 αναφέρεται ως απόφαση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΣΕ (ενώ τότε δεν ονομαζόταν ακόμη έτσι).

Ολες οι παραπάνω παρατηρήσεις αφορούν βεβαίως μόνο τα έγγραφα αυτά καθαυτά και όχι μια σειρά άλλα ζητήματα, που έχουν να κάνουν με σημαντικά προβλήματα στη διαδικασία λήψης τέτοιων αποφάσεων, τον τρόπο σύστασης μιας τρόικας, κ.ο.κ.

Η δικαστική έρευνα διακόπτεται

Η δικαστική «εξέταση» των εγκληματικών ευθυνών για το Κατίν συνεχίστηκε στη Ρωσία και μετά τη λήξη της δίκης του ΚΚΣΕ. Τερματίστηκε όμως τον Σεπτέμβρη του 2004 λόγω «έλλειψης εγκλήματος»! Επίσης, το Μάρτη του 2005 ο Γενικός Στρατιωτικός Εισαγγελέας της Ρωσίας ακύρωσε τη συμφωνία με την Πολωνία, σύμφωνα με την οποία η πρώτη όφειλε να προσκομίσει στη δεύτερη όλα τα ντοκουμέντα σχετικά με την έρευνα της υπόθεσης. Καθ' όλη τη διάρκεια της δίκης, μόλις 67 από τους 183 τόμους της διενεργηθείσας έρευνας μπόρεσαν να εξεταστούν. Οι υπόλοιποι θεωρήθηκαν ότι εμπεριείχαν «κρατικά μυστικά» και χαρακτηρίστηκαν απόρρητοι. Η υπόθεση έκλεισε άρον - άρον. Μόλις 22 νεκροί αναγνωρίστηκαν. Αφού η σοβιετική ενοχή ήταν «δεδομένη», γιατί σταμάτησε η δικαστική έρευνα; Γιατί εγκαταλείφθηκε τόσο απότομα μια διαδικασία που πήρε τόσα χρόνια και θα μπορούσε - ενδεχομένως - να δώσει τέλος στη σπέκουλα γύρω από το θέμα;

«Ζωντανοί νεκροί» και ομολογίες Γερμανών

Το 2006 εκδόθηκαν στην Πολωνία τα απομνημονεύματα ενός επιφανούς Πολωνού νομικού εν ονόματι Ρ. Μπεζάνεκ. Επρόκειτο για τον νο.1105 νεκρό στις λίστες των θυμάτων του Κατίν, που είχε προκύψει το 1943 από την «έρευνα» των Ναζί. Βεβαίως, ο Μπεζάνεκ, νεαρός υπολοχαγός τότε, δεν ήταν πουθενά πέριξ του Κατίν το 1940 (βρισκόταν στη πολωνική πόλη του Ράντομ), ούτε βεβαίως εκτελέστηκε από τους «κόκκινους». Τουναντίον, έζησε για πάρα πολλά χρόνια μετά τον πόλεμο. Και όμως, σύμφωνα με τον πολωνικό Ερυθρό Σταυρό (που μετείχε στην «έρευνα» των Ναζί για το Κατίν), το «πτώμα» του Μπεζάνεκ είχε αναγνωριστεί και ταυτοποιηθεί, βάσει επαγγελματικών καρτών και άλλων εγγράφων που «βρέθηκαν» πάνω του (Αρχείο GARFEF.7021, op.114, 35). Και δεν είναι το μόνο «θύμα» του Κατίν που κατόπιν βρέθηκε ζωντανό (όπως π.χ. ο Ζίγκνιου Μποτούσκαγια, κ.ά.).

Τα απομνημονεύματα του Μπεζάνεκ ήρθαν απλά να μας υπενθυμίσουν για μια ακόμη φορά το εξής παράδοξο: Εφόσον η μαζική εκτέλεση των Πολωνών αξιωματικών έγινε μυστικά από τους Σοβιετικούς, σε μια επιχείρηση που προφανώς δεν ήθελαν ποτέ να μάθει κανείς, γιατί όλοι σχεδόν οι εκτελεσθέντες βρέθηκαν κατόπιν από τους Ναζί με όλα τους τα στρατιωτικά διακριτικά, με ένα σωρό έγγραφα, ταυτότητες, φωτογραφίες, επιστολές, κ.ο.κ. που «πιστοποιούσαν» την ταυτότητά τους; Μήπως η μαρτυρία αυτή ενισχύει την εκδοχή της κατασκευής του εγκλήματος από τους Ναζί; Ας θυμηθούμε και πάλι το δημοσίευμα των «New York Times» στις 19 Ιούνη 1945, όπου, ένας πρώην έγκλειστος του στρατοπέδου συγκέντρωσης Sachsenhausen της Γερμανίας παραδέχτηκε πως μετείχε στην «παραγωγή ψευδών ντοκουμέντων αναγνώρισης για τα πτώματα των μαζικών τάφων στο Κατίν».

Αξίζει να σημειωθεί πως, ένα χρόνο πριν τη δημοσίευση των απομνημονευμάτων του «ζωντανού - νεκρού» Μπεζάνεκ, το 2005, Ρώσοι ιστορικοί που μελετούσαν τα Κεντρικά Αρχεία του υπουργείου Αμυνας στο Ποντόλσκ, έκαναν γνωστή την ύπαρξη ενός ολόκληρου αρχείου με καταγεγραμμένες καταθέσεις Γερμανών στρατιωτικών, οι οποίοι είχαν λάβει προσωπικά μέρος στη δολοφονία των Πολωνών αξιωματικών στο Κατίν (TSAMO, Αρχείο 35, op.11280, d.798, 1.175). Τίποτε από όλα αυτά βεβαίως δεν κρίθηκε άξιο αναφοράς από τα αστικά ΜΜΕ.

Νέες δηλώσεις και αποκαλύψεις

Με αφορμή την αναβίωση του «ενδιαφέροντος» για το Κατίν, που προκάλεσε η γνωστή ταινία του Βάιντα το 2008, ο Γιούρι Ζούκοφ, ένας εκ των πλέον γνωστών και σεβαστών ιστορικών της Ακαδημίας Επιστημών της Ρωσίας, δήλωσε σε ραδιοφωνική του συνέντευξη, πως στις αρχές της δεκαετίας του 1990 τού ζητήθηκε να ερευνήσει τα Αρχεία του Προέδρου (όπου εμπεριέχονταν και ο επίμαχος «φάκελος Νο.1»), προκειμένου να βρει στοιχεία για τις δήθεν «εγκληματικές δραστηριότητες» του Κομμουνιστικού Κόμματος, ενόψει της δίκης του τελευταίου στο Συνταγματικό Δικαστήριο.

Στη διάρκεια της μελέτης αυτής των Αρχείων, του παρέδωσαν ένα πακέτο με 30 περίπου φωτοτυπίες ντοκουμέντων για διάφορα θέματα. Μεταξύ αυτών και μια μονοσέλιδη (όχι τετρασέλιδη, όπως εμφανίστηκε αργότερα) αναφορά - πρόταση του Μπέρια για την εκτέλεση 2 - 3 χιλιάδων (και όχι 25.700) Πολωνών αξιωματικών, ενόχων για εγκλήματα πολέμου και άλλα εγκλήματα. Ο τρόπος με τον οποίο είχε αρχειοθετηθεί η εν λόγω αναφορά έδειχνε πως το αίτημα είχε τελικά απορριφθεί. Ωστόσο, εφόσον ήταν φωτοαντίγραφο, ο Ζούκοφ ζήτησε να του προσκομιστεί το πρωτότυπο κείμενο, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Επρόκειτο για κόπια της γνήσιας πρότασης Μπέρια, η οποία εν συνεχεία «τροποποιήθηκε», προκειμένου να εξυπηρετήσει τους σκοπούς των Γιέλτσιν και λοιπών;

Ενα είναι σίγουρο: Το πόρισμα της ανεξάρτητης εγκληματολογικής έρευνας, που ξεκίνησε στις 5 Νοέμβρη 2007 και κατέληξε στις 31 Μάρτη 2009, έδειξε πως στο έγγραφο Μπέρια είχαν «δουλέψει» διαφορετικές γραφομηχανές, ενισχύοντας σημαντικά την εκδοχή της πλαστογραφίας. Συγκεκριμένα, στην έρευνα αυτή, που διενεργήθηκε από το Ειδικό Εγκληματολογικό Εργαστήριο «Μόλοκοφ Ε.Π.» (αρ. πορίσματος Νο 016/07-Ι), τονίζονταν μεταξύ άλλων πως «τα προαναφερθέντα σημάδια είναι σημαντικά, σταθερά και στο σύνολό τους αρκετά για να εξάγουμε το συμπέρασμα ότι τα αποσπάσματα του δακτυλογραφημένου κειμένου, αποτύπωση του οποίου βρίσκεται στις ψηφιακές φωτογραφίες της πρώτης, δεύτερης και τρίτης σελίδας...και το απόσπασμα του δακτυλογραφημένου κειμένου, αποτύπωση του οποίου βρίσκεται στην ψηφιακή φωτογραφία της τέταρτης σελίδας του συγκεκριμένου Γράμματος τυπώθηκαν σε διαφορετικές δακτυλογραφικές ατομικές μηχανές...».

Βεβαίως, επρόκειτο για εγκληματολογική έρευνα που διεξήχθη σε ψηφιακές φωτογραφίες του επίμαχου εγγράφου και όχι επί του πρωτοτύπου. Γι' αυτό και η Κοινοβουλευτική Ομάδα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ρωσικής Ομοσπονδίας (ΚΚΡΟ) συγκρότησε ειδική επιτροπή, ζητώντας πρόσβαση στα γνήσια ντοκουμέντα. Οι αρχές της απαγόρευσαν την πρόσβαση στα συγκεκριμένα έγγραφα, ενώ έθεσαν εμπόδια και σε οποιαδήποτε άλλη διερεύνηση σχετικών με την υπόθεση υλικών. Οι κομμουνιστές όμως επέμειναν. Κατά τη διάρκεια της τακτικής συνεδρίασης της Κρατικής Δούμας στις 12 Φλεβάρη 2010 ο βουλευτής του ΚΚΡΟ (και πρώην Γενικός Εισαγγελέας της ΕΣΣΔ) Βίκτορ Ιλιούχιν κατέθεσε εκ μέρους της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Κόμματος αίτημα για σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής, με αντικείμενο την εις βάθος διερεύνηση της υπόθεσης Κατίν.

Αντ' αυτού, στις 28 Απρίλη 2010 τα περιβόητα «έγγραφα του Κατίν» αναρτήθηκαν στο διαδίκτυο «κατ' εντολήν» του ίδιου του Ρώσου Προέδρου. Η κίνηση αυτή, που χαιρετίστηκε μετά βαΐων και κλάδων, με πρωτοσέλιδα και βαρύγδουπους τίτλους, από σύσσωμο τον αστικό κόσμο, τα ΜΜΕ, κλπ., ήρθε για να αποστομώσει δήθεν τους επικριτές των ντοκουμέντων. Ομως επρόκειτο για τα ίδια ντοκουμέντα, που ήταν γνωστά από καιρό, οι ίδιες ψηφιακές φωτογραφίες που είχαν υποβληθεί σε εγκληματολογικές εξετάσεις, κ.ο.κ. Η εμφάνιση και εξέταση των πρωτοτύπων θα έλυνε μια για πάντα το ζήτημα. Γιατί, λοιπόν, η ρωσική κυβέρνηση αρνείται την πρόσβαση σε αυτά στους ειδικούς, στους μελετητές, στις εξεταστικές επιτροπές, στους ίδιους τους Πολωνούς που ακόμη τα αναζητούν;

Πρόσφατα, όμως, νέα στοιχεία και αποκαλύψεις ήρθαν στο φως, εγείροντας αμφιβολίες και προβληματισμούς, όχι μόνο για τα επίμαχα έγγραφα, αλλά και γενικά για το ποιόν, την αξιοπιστία των Ρωσικών Αρχείων.

Συγκεκριμένα, σε συνέντευξη Τύπου που έδωσε στις 3 Ιούνη 2010, ο Βίκτορ Ιλιούχιν δήλωσε πως στις 25 και 26 Μάη ήρθε σε επαφή μαζί του ένας εκ των «πρωταγωνιστών» της πλαστογράφησης των ντοκουμέντων για το Κατίν - και όχι μόνο. Η καταγγελία δεν ήταν ανώνυμη (αν και για λόγους ασφαλείας ο καταγγέλλων ζήτησε να μην αποκαλυφθεί - προς το παρόν - το όνομά του), ούτε αόριστη. Υποδείχθηκαν συγκεκριμένες τοποθεσίες, κατονομάστηκαν συγκεκριμένα πρόσωπα, ενώ προς περαιτέρω επαλήθευση των λεγομένων του, ο καταγγέλλων προσκόμισε μια σειρά υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή ιστορικών «ντοκουμέντων», όπως φύλλα χαρτιού της δεκαετίας του 1940, πλαστές σφραγίδες, υπογραφές, κ.ά.

Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή. Σύμφωνα με τον ίδιο, στις αρχές της δεκαετίας του 1990 συγκροτήθηκε, υπό την αιγίδα των Υπηρεσιών Ασφαλείας του τότε Προέδρου Μπ. Γιέλτσιν, μια ομάδα ειδικών, με σκοπό την πλαστογράφηση μιας σειράς εγγράφων σχετικών με σημαντικά γεγονότα της σοβιετικής περιόδου. Η ομάδα εργάστηκε αρχικά σε εγκαταστάσεις που στο παρελθόν ανήκαν στη ΚΕ του ΚΚΣΕ στο χωριό Ναγκόρνογιε (1991 - 1996), ενώ στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στην περιοχή Ζαρέτσιε. Δίπλα στην ομάδα αυτή, όπου μετείχαν επίσης εκπρόσωποι των υπηρεσιών ασφαλείας και στελέχη του μηχανισμού του Προέδρου, δούλευε ακόμη μια επιτροπή από το 6ο Ινστιτούτο (Μολτσάνοφ) του Γενικού Επιτελείου των Ενόπλων Δυνάμεων.

Η «παραγγελία», τα κείμενα προς πλαστογράφηση ή κατασκευή, παρέχονταν από τους Π. Πιχόι (πρώην επικεφαλής των Ρωσικών Αρχείων), Μ. Πολταράνιν (από το περιβάλλον του Προέδρου) και Γ. Ρογκόζιν (αναπληρωτή αρχηγού της υπηρεσίας Ασφαλείας του Προέδρου). Η «παραγγελία» μπορεί να αφορούσε την εξολοκλήρου κατασκευή ενός εγγράφου ή την παραποίηση ήδη υπάρχοντος αρχειακού υλικού (με την προσθήκη κειμένου, υπογραφών, κ.ο.κ.). Εκατοντάδες χιλιάδες τέτοια ντοκουμέντα τροφοδοτήθηκαν στα επίσημα Αρχεία της Ρωσίας τα επόμενα χρόνια.

Ο καταγγέλλων δήλωσε πως, μεταξύ των εγγράφων με τα οποία καταπιάστηκε η ομάδα του και ο ίδιος προσωπικά, ήταν και το επίμαχο κείμενο της πρότασης Μπέρια. Το έγγραφο κατασκευάστηκε κατά παραγγελία του Κρεμλίνου, τους δόθηκε το περιεχόμενο και εκείνοι ασχολήθηκαν με την «τεχνική» πλευρά του ζητήματος. Ο ίδιος πρόσθεσε την υπογραφή του Μπέρια, καθώς και τις υπογραφές των μελών του Πολιτικού Γραφείου. Προς υποστήριξη των λεγομένων του, παρουσίασε μια σειρά εντύπων της περιόδου, του Κομμουνιστικού Κόμματος (Μπολσεβίκοι), της Κεντρικής Επιτροπής, κ.ά., και μάλιστα υπογεγραμμένων. Πολλά από αυτά τα έντυπα ήταν κενά (με σκοπό να «συμπληρωθούν» αργότερα), ενώ στη φόρμα ταίριαζαν απόλυτα με τα επίμαχα ντοκουμέντα. Επίσης, παρουσίασε μια σειρά από σφραγίδες (του Κομμουνιστικού Κόμματος, του Λαϊκού Επιτροπάτου των Εσωτερικών και άλλων δομών του σοβιετικού κράτους) που χρησιμοποιήθηκαν στην πλαστογράφηση των κειμένων, ενώ εξήγησε και τον τρόπο τοποθέτησής τους σε ένα έγγραφο προκειμένου να φαίνονται γνήσιες.

Προσκόμισε δε ένα ολόκληρο αρχείο (Ειδικό Αρχείο 29, τόμος 7ος) με το χαρακτηρισμό «απόρρητο» και «δεν υπόκειται σε αποχαρακτηρισμό», το οποίο περιήλθε στα χέρια του στα πλαίσια της συμμετοχής του στην εν λόγω ομάδα (και σύμφωνα με τον Β. Ιλιούχιν πολύ δύσκολα θα μπορούσε να είχε βρεθεί στην κατοχή του με οποιονδήποτε άλλο τρόπο).

Τέλος, για την επιστολή Σελέπιν στον Χρουστσόφ (το 3ο επίμαχο έγγραφο της υπόθεσης), ο καταγγέλλων υπέδειξε ως συντάκτη του τον συνταγματάρχη Κλίμοφ, τονίζοντας πως μια απλή γραφολογική εξέταση του γραφικού του χαρακτήρα θα ήταν αρκετή, ώστε να αποκαλυφθεί η αλήθεια. Δεσμεύτηκε δε, να προσκομίσει σύντομα και άλλα αποδεικτικά στοιχεία.

Η μάχη των συνειδήσεων συνεχίζεται

Ολα τα παραπάνω, είτε ληφθούν υπόψη ως αποδείξεις είτε απλά ως ενδείξεις, εγείρουν σοβαρά ερωτήματα γύρω από τη γνησιότητα των εγγράφων του Κατίν, που ομολογουμένως αποτελούν και το «βαρύ πυροβολικό» της επιχειρηματολογίας της άλλης πλευράς, που φέρει ως ενόχους του εγκλήματος τους Σοβιετικούς (πέραν των ισχυρισμών των Ναζί). Βεβαίως, όλα αυτά έρχονται απλά να προστεθούν στη μακρά λίστα των αποδεικτικών στοιχείων και ιστορικών πηγών, που αναδεικνύουν, όχι μόνο τον υπεύθυνο του εγκλήματος αλλά και τη διαχρονική σκοπιμότητα γύρω από την προπαγάνδα του Κατίν (βλέπε Εκθεση Burdenko, Πρακτικά της Δίκης της Νυρεμβέργης, σχετικές αναφορές στα αρχεία των ΗΠΑ και της Βρετανίας, ομολογίες Γερμανών στρατιωτικών που μετείχαν στο έγκλημα, κ.ά.).

Οταν η ρωσική κυβέρνηση ανάρτησε τις ψηφιακές φωτογραφίες των επίμαχων εγγράφων στο διαδίκτυο έγινε κυριολεκτικά σάλος στο ντόπιο και διεθνή Τύπο. Τι από τα παραπάνω είδατε να αναπαράγεται ως είδηση - ή απλά ως ερώτημα - για τη διατήρηση ορισμένων έστω προσχημάτων αντικειμενικότητας; Η απάντηση είναι απολύτως τίποτε. Οπως και κανένα ερώτημα δε διατυπώθηκε ποτέ για το γεγονός ότι η ρωσική κυβέρνηση αρνείται πεισματικά μέχρι και σήμερα να προσκομίσει τα γνήσια έγγραφα προς μελέτη και εξέταση από τους ιστορικούς ή άλλους εμπειρογνώμονες και ειδικούς. Γιατί; Διότι πολύ απλά ΔΕΝ τους ενδιαφέρει η ιστορική αλήθεια. Αυτή δεν ήταν ποτέ το ζητούμενο σε αυτήν την υπόθεση. Η ουσία των εγγράφων έγκειται στους λόγους για τους οποίους πρωτο-«ανακαλύφθηκαν». Στη δίκη και καταδίκη του κομμουνισμού. Στην παραχάραξη και κατασκευή εκ νέου της Ιστορίας και της ιστορικής μνήμης του λαού, ιδιαίτερα των νεότερων γενεών. Στη χρεοκοπία στη συνείδησή τους της σοσιαλιστικής προοπτικής, ιδιαίτερα τώρα, σε μια εποχή όπου ο καπιταλισμός, με αφορμή και την κρίση, αποκαλύπτει για μια ακόμη φορά το πραγματικό, αποκρουστικό του πρόσωπο. Πρόκειται για μια πραγματική μάχη συνειδήσεων. Και έπεται συνέχεια...


Του
Αναστάση ΓΚΙΚΑ*
*Ο Αναστάσης Γκίκας είναι Δρ. Πολιτικών Επιστημών, συνεργάτης του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ