Κυριακή 28 Μάη 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Η Κομμούνα του Παρισιού

Στα 135 χρόνια από την πρώτη στον κόσμο προλεταριακή επανάσταση

«Η εξέγερση» έργο του Γάλλου ζωγράφου Ονορέ Ντομιέ
«Η εξέγερση» έργο του Γάλλου ζωγράφου Ονορέ Ντομιέ
«Το Παρίσι των εργατών με την Κομμούνα του θα γιορτάζεται πάντα σαν δοξασμένος προάγγελος μιας νέας κοινωνίας. Τους μάρτυρές της τους έχει κλείσει μέσα στη μεγάλη της καρδιά η εργατική τάξη. Τους εξολοθρευτές της τους κάρφωσε κιόλας η ιστορία στον πάσσαλο της ατίμωσης απ' όπου δεν μπορούν να τους λυτρώσουν μήτε όλες οι προσευχές των παπάδων τους». (Καρλ Μαρξ, «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία»).

Ετσι τέλειωσε το περίφημο έργο του ο Μαρξ, το οποίο αποτελείται από τις δύο διακηρύξεις για τον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο του 1870 και τη διακήρυξη για τον εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία το 1871 του γενικού συμβουλίου της Διεθνούς Ενωσης Εργατών (Α' Διεθνής), της οποίας ιδρυτές ήταν οι Μαρξ - Ενγκελς. Σήμερα, 135 χρόνια μετά την πρώτη στον κόσμο απόπειρα της εργατικής τάξης να ανοίξει το δρόμο προς τον κομμουνισμό, τούτα τα λόγια του Μαρξ επιβεβαιώνονται, αφού πράγματι ο καπιταλισμός έχει ιστορικά ξεπεραστεί. Το έργο του Μαρξ «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία», αποδεικνύει με σαφήνεια και επιστημονική τεκμηρίωση, όχι μόνο το αντικειμενικά αναπόφευκτο της Κομμούνας στην εποχή της, αλλά και το γιατί και πώς η εργατική τάξη βρέθηκε στο προσκήνιο του κοινωνικοπολιτικού αγώνα ως «τάξη για τον εαυτό της», για τα δικά της γενικά συμφέροντα, αλλά και για το σύνολο των λαϊκών συμφερόντων ενάντια στην αστική τάξη. Ο Μαρξ, μαζί με την ανάλυση των ιστορικοπολιτικών στοιχείων της εποχής που συνέβαλαν στο ξέσπασμα της πρώτης προλεταριακής επανάστασης, κάνει ανάλυση των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών της εποχής, μελετώντας και αποδεικνύοντας τη συνύπαρξη των υλικών και αντικειμενικών προϋποθέσεων με τον υποκειμενικό παράγοντα στην επανάσταση. Αναφέρει τις ώριμες υλικές προϋποθέσεις για τη συγκεκριμένη εξέλιξη, αλλά και για τις ταξικές σχέσεις, το ρόλο των τάξεων, το περιεχόμενο των αντιθέσεων και την έκφρασή τους στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, την αφορμή, για να πάρουν οι προλετάριοι την κατάσταση στα χέρια τους, αλλά και το κοινωνικοοικονομικό περιεχόμενο της πρώτης προλεταριακής επανάστασης και την εμφάνιση της πρώτης μορφής δικτατορίας του προλεταριάτου, ως εξουσίας για την πραγματοποίησή της. Αναδεικνύει επίσης την προσπάθεια της εργατικής τάξης να τραβήξει τα μικροαστικά στρώματα σε συμμαχία ενάντια στην αστική τάξη, προκειμένου να απελευθερωθεί συνολικά η κοινωνία από την εκμετάλλευση.

Τι ήταν η Κομμούνα;

Στις 19 Ιούλη του 1870, ο αυτοκράτορας Ναπολέων ο ΙΙΙ με προκήρυξη προς το γαλλικό λαό ανακοινώνει τον πόλεμο με την Πρωσία, λέγοντας πως «είναι ο δικαιότερος των δικαίων αγώνων» από αυτούς που έχει κάνει μέχρι τώρα η Γαλλία. Οι στρατηγοί από την άλλη, διαβεβαιώνουν ότι η νίκη είναι σίγουρη.

Το αποτέλεσμα ήταν η καταστροφική ήττα της Γαλλίας. Στις 3 Σεπτέμβρη ο Ναπολέοντας, παραδίδοντας το σπαθί του στους Πρώσους, παραδίδει κι ένα στράτευμα από 80.000 άνδρες.

Στο Παρίσι υπάρχει επαναστατικός αναβρασμός. Χιλιάδες λαού ξεχύνονται στους δρόμους και κατευθύνονται προς το «Παλέ -Βουρβόν» όπου συνεδριάζει η Εθνοσυνέλευση. Τα συνθήματα που βροντοφωνάζουν είναι: «Κάτω η αυτοκρατορία», «Ζήτω η Δημοκρατία». Η επανάσταση έχει ξεκινήσει αλλά διαμορφώνονται δύο τάσεις. Από τη μια μεριά οι υπερασπιστές της «οικογένειας, της περιουσίας και της θρησκείας», κι από την άλλη - οι «κόκκινοι» που δεν ικανοποιούνται με μια απλή αλλαγή πολιτεύματος, αλλά επιθυμούν αλλαγές στην ίδια τη σύνθεση της κοινωνίας. Αντικειμενικά υπάρχει όξυνση των αντιθέσεων ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη.

Στις 4 του Σεπτέμβρη οι βουλευτές αναγκάζονται από τον εξεγερμένο λαό να διακηρύξουν την εκθρόνιση του αυτοκράτορα και να ανακηρύξουν τη δημοκρατία. Η προσωρινή κυβέρνηση ονομάστηκε «κυβέρνηση εθνικής άμυνας», με επικεφαλής το Θιέρσο.

Η «κυβέρνηση εθνικής άμυνας» σύντομα μετατρέπεται σε κυβέρνηση εθνικής προδοσίας, αφού φοβάται περισσότερο το εξοπλισμένο παρισινό προλεταριάτο (η αστική τάξη πάνω απ' όλα έχει τα ταξικά της συμφέροντα) απ' ό,τι τους Πρώσους του Βίσμαρκ. Η κυβέρνηση Θιέρσου προετοιμάζει τη συνθηκολόγηση της Γαλλίας. Ο λαός όμως δηλώνει: «Καλύτερα να χαθούμε κάτω από τα ερείπια του Παρισιού παρά να συνθηκολογήσουμε». Στο Παρίσι στήνονται οδοφράγματα.

Την 1 Γενάρη του 1871 μια επιτροπή, αποκαλούμενη «Επιτροπή των οδοφραγμάτων» εκπροσωπούμενη από τον Ανρί Ροσφόρ, βετεράνο αγωνιστή του 1848, καλεί τους κατοίκους του Παρισιού να ετοιμάσουν σάκους με άμμο και χώμα για να φτιάξουν οδοφράγματα, σε περίπτωση που οι Γερμανοί μπουν στο Παρίσι.

Στις αρχές του Μάρτη στο Παρίσι ο οπλισμένος λαός ιδρύει την Εθνοφρουρά.

Ο Θιέρσος, γνωρίζει πολύ καλά ότι εκτός από τη δική του εξουσία, υπάρχει και η εξουσία του εξοπλισμένου λαού με την Εθνοφρουρά. Ετσι συνεδριάζει η κυβέρνηση στο Δημαρχείο και αποφασίζει να την καταστρέψει ή το πολύ να την αποδυναμώσει, αφού πάρει τα όπλα της που βρίσκονται στα υψώματα της Μονμάρτης, της Μπελβί και Μπιτ Σιμόν.

Γύρω στις 5 η ώρα τα ξημερώματα, στις 18 Μάρτη, κάποιος πληγωμένος πολίτης καταφεύγει στο σπίτι όπου βρίσκεται η Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφρουράς και ανακοινώνει ότι είδε κάποια ύποπτη προώθηση του κυβερνητικού στρατεύματος. Ο έλεγχος που γίνεται επαληθεύει την πληροφορία. Με συνθηματικό συναγερμό οι άντρες της Εθνοφρουράς καταλαμβάνουν τις καθορισμένες τους θέσεις.

Η Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφρουράς διατάζει γενική αντεπίθεση στο «Hotel de Ville». Σε πολλά σημεία του Παρισιού έχουμε συναδέλφωση του εξοπλισμένου λαού με τους στρατιώτες του Θιέρσου. Γύρω στις 11 το βράδυ η Εθνοφρουρά έχει στα χέρια της όλο το Παρίσι μαζί με το Δικαστήριο και τον Κεραμεικό. Ο Θιέρσος πανικόβλητος καταφεύγει στις Βερσαλλίες, ξεχνώντας ακόμα και τη γυναίκα του. Με εξαίρεση κάποια επεισόδια, αυτή ήταν η πιο αναίμακτη επανάσταση που γνώρισε ποτέ το Παρίσι.

Εκείνη τη μέρα αρχίζει μία από τις πιο τρανές εποποιίες του Παρισιού και συγχρόνως ένα από τα πιο μεγάλα δράματα, που η διάρκειά του έφτασε τις 10 βδομάδες, συγκεκριμένα 72 μέρες. Γίνεται ένας τιτάνιος αγώνας για το δρόμο προς τον κομμουνισμό, για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση.

Η Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφρουράς από τις 18 έως τις 26 Μάρτη εκπληρώνει καθήκοντα προσωρινής κυβέρνησης. Η πραγματική ιστορία της Κομμούνας αρχίζει στις 27 Μάρτη, όταν η Κεντρική Επιτροπή παραδίνει την εξουσία στο εκλεγμένο Συμβούλιο της Κομμούνας.

Ανατράπηκε σαν σήμερα πριν από 135 χρόνια, στις 28 Μάη του 1871. Αλλά το ιστορικό της έργο είναι ζωτικής σημασίας για την ταξική πάλη της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, για την ίδια την επανάσταση, για τη θεωρητική μόρφωση και διαπαιδαγώγηση του υποκειμενικού παράγοντα που αντικειμενικά επωμίζεται το καθήκον της εκπλήρωσης της ιστορικής του αποστολής: να δρα με κάθε μέσο και αποτελεσματικά ώστε να γίνεται ο μοχλός για το νομοτελειακό πέρασμα στην ανώτερη κοινωνική βαθμίδα της ιστορίας, τον Κομμουνισμό.

O «Ριζοσπάστης» σήμερα δημοσιεύει απόσπασμα από την Εισαγωγή του Φρ. Ενγκελς στο αθάνατο έργο του Κ. Μαρξ «Ο εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία», με την ελπίδα να αποτελέσει κίνητρο και παρότρυνση για να μελετηθεί από τους νεότερους και να ξαναμελετηθεί από τους παλιότερους ολόκληρο το έργο και να συνεχίσει να αποτελεί πηγή έμπνευσης και διδαχής για κάθε αληθινό επαναστάτη. Οι υπότιτλοι είναι δικοί μας.

Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ

Εισαγωγή του Φρίντριχ Ενγκελς

Οδόφραγμα εργατών - Εθνοφυλακής στη Μονμάρτη
Οδόφραγμα εργατών - Εθνοφυλακής στη Μονμάρτη
...Στις 28 του Μάη, μπροστά στην υπεροχή των δυνάμεων του εχθρού, υπέκυψαν στις πλαγιές της Μπελβίλ οι τελευταίοι μαχητές της Κομμούνας και μόλις δυο μέρες ύστερα, στις 30 του Μάη, ο Μαρξ διάβασε μπροστά στο γενικό συμβούλιο την εργασία του όπου περιγράφεται η ιστορική σημασία της Κομμούνας του Παρισιού με σύντομες, δυνατές, μα τόσο αδρές και πριν απ' όλα τόσο αληθινές γραμμές, που δεν τις έφτασε ξανά κανένας σ' όλη την άφθονη φιλολογία που γράφτηκε γύρω απ' αυτό το θέμα.

Επίπεδο ανάπτυξης

Χάρη στην οικονομική και πολιτική ανάπτυξη της Γαλλίας από το 1789, διαμορφώθηκε εδώ και πενήντα χρόνια μια τέτοια κατάσταση στο Παρίσι, που καμιά επανάσταση δεν μπορούσε να ξεσπάσει σ' αυτό χωρίς να πάρει προλεταριακό χαρακτήρα, έτσι που το προλεταριάτο που είχε κερδίσει τη νίκη με το αίμα του, εμφανίστηκε ύστερα από τη νίκη με τις δικές του διεκδικήσεις. Αυτές οι διεκδικήσεις ήταν λίγο πολύ ακαθόριστες, ακόμα και μπερδεμένες, ανάλογα με τον κάθε φορά βαθμό ανάπτυξης των παρισινών εργατών. Τελικά όμως όλες έτειναν προς την κατάργηση της ταξικής αντίθεσης ανάμεσα στους κεφαλαιοκράτες και στους εργάτες. Είναι αλήθεια ότι δεν ήξεραν πως έπρεπε να γίνει αυτό, ωστόσο αυτή η διεκδίκηση, όσο ακαθόριστα κι αν ήταν ακόμα διατυπωμένη, έκλεινε μέσα της μια απειλή για το κοινωνικό καθεστώς που υπήρχε. Οι εργάτες που την πρόβαλαν ήταν ακόμη οπλισμένοι. Γι' αυτό, για τους αστούς που κρατούσαν το τιμόνι του κράτους, πρωταρχική προσταγή ήταν να αφοπλιστούν οι εργάτες. Κι έτσι, ύστερα από κάθε επανάσταση που κέρδιζαν οι εργάτες, ξεσπάει ένας νέος αγώνας που τελειώνει με την ήττα των εργατών.

Αυτό συνέβηκε για πρώτη φορά στα 1848. Οι φιλελεύθεροι αστοί της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης οργάνωναν συμπόσια για να πετύχουν την εκλογική μεταρρύθμιση που θα εξασφάλιζε την κυριαρχία του κόμματός τους. Στον αγώνα τους με την κυβέρνηση αναγκάζονταν όλο και πιο πολύ να κάνουν έκκληση στο λαό, κι υποχρεώνονταν βαθμιαία να δίνουν το προβάδισμα στα ριζοσπαστικά και δημοκρατικά στρώματα της αστικής τάξης και των μικροαστών. Μα πίσω απ' αυτούς βρίσκονταν οι επαναστάτες εργάτες, κι οι εργάτες αυτοί είχαν αποχτήσει από το 1830 πολύ μεγαλύτερη πολιτική αυτοτέλεια απ' ό,τι το εποπτεύονταν οι αστοί κι οι δημοκρατικοί ακόμα. Τη στιγμή της κρίσης ανάμεσα στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση, οι εργάτες άρχισαν τη μάχη στους δρόμους. Ο Λουδοβίκος Φίλιππος εξαφανίστηκε και μαζί του εξαφανίστηκε και η εκλογική μεταρρύθμιση, στη θέση της ξεπρόβαλε η δημοκρατία και μάλιστα μια δημοκρατία που οι ίδιοι νικητές εργάτες τη χαρακτήρισαν «κοινωνική» δημοκρατία, ωστόσο κανένας δεν είχε ξεκαθαρίσει τι σήμαινε αυτή η κοινωνική δημοκρατία, ούτε κι οι ίδιοι οι εργάτες. Ομως τώρα είχαν όπλα και αποτελούσαν μια δύναμη μέσα στο κράτος. Γι' αυτό οι αστοί δημοκράτες που βρίσκονταν στην εξουσία, μόλις ένιωσαν λίγο πολύ στέρεο το έδαφος κάτω από τα πόδια τους ο πρώτος σκοπός που επιδίωξαν ήταν ν' αφοπλίσουν τους εργάτες. Αυτό έγινε στην εξέγερση του Ιούνη του 1848, στην οποία τους έσπρωξαν με την άμεση αθέτηση του λόγου τους, με ανοιχτό χλευασμό και την απόπειρα να εξορίσουν τους άνεργους σε μια απόμακρη επαρχία. Η κυβέρνηση είχε φροντίσει να έχει συντριπτική υπεροχή δυνάμεων. Υστερα από ηρωικό αγώνα, που κράτησε πέντε μέρες, οι εργάτες νικήθηκαν. Και τότες επακολούθησε μια σφαγή των άοπλων αιχμαλώτων, που παρόμοια δεν είχε γίνει από την εποχή των εμφύλιων πολέμων που προετοίμασαν την πτώση της ρωμαϊκής δημοκρατίας. Ηταν η πρώτη φορά που η αστική τάξη έδειχνε σε τι σημείο έξαλλης σκληρότητας μπορεί να φτάσει στην εκδίκησή της, μόλις τολμήσει το προλεταριάτο να ορθωθεί απέναντί της σαν ξεχωριστή τάξη με τις δικές του διεκδικήσεις και τα δικά του συμφέροντα. Κι όμως, το 1848 δεν ήταν παρά παιχνιδάκι μπροστά στη λίστα της αστικής τάξης το 1871.

Η δεύτερη αυτοκρατορία

Η ανακήρυξη της Κομμούνας του Παρισιού, 18 Μάρτη 1871
Η ανακήρυξη της Κομμούνας του Παρισιού, 18 Μάρτη 1871
Η τιμωρία ακολουθούσε κατά πόδι. Αν το προλεταριάτο δεν μπορούσε ακόμα να κυβερνήσει τη Γαλλία, η αστική τάξη δεν μπορούσε πια να την κυβερνά. Τουλάχιστον όχι τότε, που στην πλειοψηφία της ήταν ακόμα μοναρχική κι ήταν χωρισμένη σε τρία δυναστικά κόμματα και σ' ένα τέταρτο, δημοκρατικό. Οι εσωτερικές της διαμάχες έδωσαν τη δυνατότητα στον τυχοδιώχτη Λουδοβίκο Βοναπάρτη να πάρει στα χέρια του όλα τα κλειδιά της εξουσίας - το στρατό, την αστυνομία, το διοικητικό μηχανισμό - και στις 2 του Δεκέμβρη 1851, να τινάξει στον αέρα το τελευταίο φρούριο της αστικής τάξης, την εθνοσυνέλευση. Αρχισε η δεύτερη αυτοκρατορία, η εκμετάλλευση της Γαλλίας από μια σπείρα πολιτικούς και οικονομικούς τυχοδιώχτες, μα σύγχρονα άρχισε και μια βιομηχανική ανάπτυξη, που ποτέ δεν ήταν δυνατή στο στενόκαρδο και φοβισμένο σύστημα του Λουδοβίκου Φιλίππου, κάτω από την αποκλειστική κυριαρχία μονάχα μιας μικρής μερίδας της μεγαλοαστικής τάξης. Ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης αφαίρεσε την πολιτική εξουσία από τους κεφαλαιοκράτες με το πρόσχημα ότι θα τους προστατέψει αυτούς, τους αστούς, από τους εργάτες, και από την άλλη, ότι θα προστατέψει τους εργάτες από τους αστούς. Σε αντάλλαγμα όμως η κυριαρχία του ευνόησε την κερδοσκοπία και τη βιομηχανική δραστηριότητα, με μία λέξη, την ανάπτυξη και τον πλουτισμό ολόκληρης της αστικής τάξης, σε πρωτάκουστο ως τα τότε βαθμό. Είναι αλήθεια ότι σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό αναπτύχθηκε η διαφθορά και η μαζική κλεψιά που κέντρο της ήταν η αυτοκρατορική αυλή, που έβγαζε μεγάλα ποσοστά απ' αυτόν τον πλουτισμό.

Το ενεχυροδανειστήριο του Παρισιού επιστρέφει τα ενέχυρα
Το ενεχυροδανειστήριο του Παρισιού επιστρέφει τα ενέχυρα
Μα η δεύτερη αυτοκρατορία ήταν μια έκκληση στο γαλλικό εθνικισμό, ήταν η διεκδίκηση των συνόρων της πρώτης αυτοκρατορίας που χάθηκαν το 1814, τουλάχιστον των συνόρων της πρώτης δημοκρατίας. Μια γαλλική αυτοκρατορία, μέσα στα σύνορα της παλιάς μοναρχίας και μάλιστα μέσα στα πιο κουτσουρεμένα ακόμη σύνορα του 1815 - δεν ήταν δυνατό να κρατηθεί πολύν καιρό. Απ' αυτό βγήκε η ανάγκη να χάνει από καιρό σε καιρό πολέμους και η ανάγκη για επέχταση των συνόρων. Καμιά όμως συνοριακή επέκταση δε θάμπωνε τόσο τη φαντασία των Γάλλων εθνικιστών, όσο η επέχταση προς τη γερμανική αριστερή όχθη του Ρήνου. Ενα τετραγωνικό μίλι στο Ρήνο είχε γι' αυτούς μεγαλύτερη αξία από δέκα στις Αλπεις ή οπουδήποτε αλλού. Με τη δεύτερη αυτοκρατορία η διεκδίκηση ν' αποδοθεί ξανά στη Γαλλία η αριστερή όχθη του Ρήνου, είτε μεμιάς, είτε τμηματικά, δεν ήταν παρά ζήτημα χρόνου. Η ώρα έφτασε με τον πρωσο-αυστριακό πόλεμο του 1866. Οταν ο Βοναπάρτης είδε ότι γελάστηκε και από τον Βίσμαρκ και εξαιτίας της δικής του υπερπανούργας δισταχτικής πολιτικής και δεν πήρε την «εδαφική αποζημίωση» που περίμενε, δεν του έμεινε άλλο τίποτα παρά να κάνει πόλεμο, που ξέσπασε το 1870 και που τον οδήγησε πρώτα στο Σεντάν κι από κει στη Βίλχελμσχέε.1

Σαν χάρτινος Πύργος

Ηττα του γαλλικού στρατού στο Σεντάν, 2/9/1870
Ηττα του γαλλικού στρατού στο Σεντάν, 2/9/1870
Αναπόφευγη συνεπεία ήταν η επανάσταση του Παρισιού στις 4 του Σεπτέμβρη 1870. Η αυτοκρατορία σωριάστηκε σαν χάρτινος πύργος κι ανακηρύχτηκε πάλι η δημοκρατία. Ο εχθρός όμως βρισκόταν έξω από τις πύλες του Παρισιού, οι στρατιές της αυτοκρατορίας είτε ήταν κυκλωμένες στο Μετς χωρίς ελπίδα να ξεφύγουν, ή κρατιούνταν αιχμάλωτες στη Γερμανία. Στην κρίσιμη αυτή κατάσταση ο λαός επέτρεψε στους βουλευτές του Παρισιού του προηγούμενου νομοθετικού σώματος να εμφανιστούν σαν «κυβέρνηση εθνικής άμυνας». Και το δέχτηκε αυτό τόσο πιο εύκολα που για το σκοπό της άμυνας όλοι οι ικανοί να κρατούν όπλα Παρισινοί είχαν καταταχθεί τώρα στην εθνοφυλακή κι ήταν οπλισμένοι, κι έτσι τώρα οι εργάτες αποτελούσαν τη μεγάλη πλειοψηφία. Δεν άργησε όμως να ξεσπάσει σε σύγκρουση η αντίθεση ανάμεσα στην κυβέρνηση, που αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από αστούς, και στο οπλισμένο προλεταριάτο. Στις 31 του Οχτώβρη εργατικά τάγματα κατέλαβαν με έφοδο το δημαρχείο και πιάσανε μερικά από τα μέλη της κυβέρνησης. Η προδοσία, η άμεση αθέτηση του λόγου της από την κυβέρνηση και η παρέμβαση μερικών μικροαστικών ταγμάτων τους απελευθέρωσαν ξανά και οι εργάτες για να μην ανάψουν τον εμφύλιο πόλεμο μέσα σε μια πόλη πολιορκημένη από ξένες στρατιωτικές δυνάμεις, άφησαν στη θέση της την παλιά κυβέρνηση.

Τέλος, στις 28 του Γενάρη 1871, συνθηκολόγησε το πεινασμένο Παρίσι. Συνθηκολόγησε όμως με τιμές άγνωστες ως τότε στην Ιστορία των πολέμων. Τα φρούρια παραδόθηκαν, η οχυρωματική γραμμή που περιέβαλε το Παρίσι αφοπλίστηκε, ο ταχτικός στρατός και η κινητή φρουρά παράδωσαν τα όπλα τους και θεωρήθηκαν αιχμάλωτοι πολέμου. Η εθνοφυλακή όμως κράτησε τα όπλα και τα κανόνια της κι έκλεισε μόνο ανακωχή με τους νικητές. Οι ίδιοι οι νικητές δεν τόλμησαν να μπουν θριαμβευτικά στο Παρίσι. Το μόνο που τόλμησαν να καταλάβουν ήταν μια μικρή γωνιά του Παρισιού, που κι αυτή αποτελιόταν κατά ένα μέρος από δημόσια πάρκα. Κι αυτά μόνο για λίγες μέρες! Και σ' όλο αυτό το διάστημα αυτοί, που 131 ολόκληρες μέρες κράτησαν περικυκλωμένο το Παρίσι, βρέθηκαν οι ίδιοι περικυκλωμένοι απ' τους οπλισμένους εργάτες του Παρισιού που πρόσεχαν καλά να μην περάσει κανένας «Πρώσος» τα στενά όρια της γωνιάς που είχε παραχωρηθεί στους ξένους καταχτητές. Τέτοιος ήταν ο σεβασμός που εμπνέανε οι εργάτες του Παρισιού στο στρατό, που μπροστά του είχαν καταθέσει τα όπλα όλες οι στρατιές της αυτοκρατορίας. Και οι Πρώσοι γιούνκερς που είχαν έρθει να εκδικηθούν στην εστία της επανάστασης, αναγκάστηκαν να σταθούν με σεβασμό και να χαιρετίσουν τούτη ακριβώς την ένοπλη επανάσταση.

Η ώρα της Κομμούνας

Οσο διαρκούσε ο πόλεμος, οι εργάτες του Παρισιού περιορίστηκαν να ζητούν τη δραστήρια συνέχιση του αγώνα. Τώρα όμως, που με τη συνθηκολόγηση του Παρισιού είχε γίνει ειρήνη, τώρα ο Θιέρσος, ο νέος αρχηγός της κυβέρνησης αναγκάστηκε να καταλάβει ότι η κυριαρχία των κατεχουσών τάξεων - των μεγάλων γαιοκτημόνων και των κεφαλαιούχων - θα βρισκόταν σε αδιάκοπο κίνδυνο όσο οι εργάτες του Παρισιού κρατούσαν τα όπλα στα χέρια τους. Η πρώτη του πράξη ήταν η απόπειρα να τους αφοπλίσει. Στις 18 του Μάρτη έστειλε δυνάμεις του ταχτικού στρατού με τη διαταγή να αρπάξουν το πυροβολικό που ανήκε στην εθνοφυλακή, το πυροβολικό που είχε κατασκευαστεί στη διάρκεια της πολιορκίας του Παρισιού και που είχε πληρωθεί με δημόσιο έρανο. Η απόπειρα απότυχε, το Παρίσι ξεσηκώθηκε σαν ένας άνθρωπος για να αντισταθεί. Ετσι κηρύχτηκε ο πόλεμος ανάμεσα στο Παρίσι και τη γαλλική κυβέρνηση, που είχε την έδρα της στις Βερσαλλίες. Στις 26 του Μάρτη έγιναν οι εκλογές της Κομμούνας του Παρισιού και στις 28 την ανακήρυξαν. Η Κεντρική Επιτροπή της εθνοφυλακής που είχε ασκήσει ως τότε την εξουσία, υπέβαλε την παραίτησή της στην Κομμούνα, αφού πρώτα κατάργησε με διάταγμα τη σκανδαλώδικη «αστυνομία ηθών» του Παρισιού. Στις 30, η Κομμούνα κατάργησε τη στρατιωτική θητεία και τον ταχτικό στρατό και ανακήρυξε σα μοναδική ένοπλη δύναμη την εθνοφυλακή, στην οποία θα ανήκαν όλοι οι πολίτες οι ικανοί να κρατούν όπλα. Χάρισε όλα τα νοίκια για τις κατοικίες από τον Οχτώβρη του 1870 ως τον Απρίλη του 1871, συμψηφίζοντας στα ενοίκια της περιόδου που θ' ακολουθούσε τα ποσά που είχαν ήδη πληρωθεί και ανάστειλε κάθε πούληση ενεχύρων στο δημαρχιακό ενεχυροδανειστήριο. Την ίδια μέρα επικυρώθηκε η εκλογή των ξένων υπηκόων στην Κομμούνα, γιατί «η σημαία της Κομμούνας είναι σημαία της παγκόσμιας δημοκρατίας». Την 1η του Απρίλη αποφασίστηκε, ο μεγαλύτερος μισθός οποιουδήποτε υπαλλήλου της Κομμούνας, συνεπώς και των ίδιων των μελών της, να μην ξεπερνάει τις 6.000 φράγκα (4.800 μάρκα). Την επόμενη μέρα ψηφίστηκε το διάταγμα για το χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος και για την κατάργηση όλων των κρατικών επιχορηγήσεων για θρησκευτικούς σκοπούς, καθώς και για τη μετατροπή όλων των εκκλησιαστικών χτημάτων σε εθνική ιδιοχτησία. Υστερα απ' αυτό διατάχθηκε στις 8 του Απρίλη, κι εφαρμόστηκε σιγά - σιγά, η απομάκρυνση απ' τα σχολειά όλων των θρησκευτικών συμβόλων και εικόνων, και η κατάργηση όλων των θρησκευτικών δογμάτων και προσευχών - με μια λέξη «καθετί που ανάγεται στη σφαίρα τις ατομικής συνείδησης». Μπροστά στις καθημερινές εκτελέσεις αγωνιστών της Κομμούνας που πιάνονταν αιχμάλωτοι από τα στρατεύματα των Βερσαλλιών, εκδόθηκε στις 5 του Απρίλη ένα διάταγμα για τη σύλληψη ομήρων, που ποτέ όμως δεν εφαρμόστηκε. Στις 6 του Απρίλη το 137 τάγμα της εθνοφυλακής έβγαλε τη λαιμητόμο και την έκαψε δημόσια μέσα σε λαϊκό αλαλαγμό. Στις 12 του Απρίλη, η Κομμούνα αποφάσισε να κατεδαφίσει τη στήλη της νίκης στην Πλατεία της Βαντόμ, που είναι χυμένη από το μέταλλο των κανονιών που είχε κυριεύσει ο Ναπολέοντας ύστερα από τον πόλεμο του 1809, γιατί αποτελούσε σύμβολο εθνικισμού και μίσους ανάμεσα στους λαούς. Το διάταγμα αυτό εκτελέστηκε στις 16 του Μάη. Στις 16 του Απρίλη η Κομμούνα διάταξε μια στατιστική απογραφή των εργοστασίων που τα είχαν κλείσει οι εργοστασιάρχες και την επεξεργασία σχεδίων για τη λειτουργία αυτών των εργοστασίων από τους εργάτες που εργάζονταν πριν σ' αυτά και που τώρα θα οργανώνονταν σε συνεργατικούς συνεταιρισμούς καθώς και για την οργάνωση αυτών των συνεργατικών συνεταιρισμών σε μια μεγάλη Ενωση. Στις 20 του Απρίλη, η Κομμούνα κατάργησε τη νυχτερινή δουλιά για τους αρτεργάτες, καθώς και τα γραφεία εξεύρεσης εργασίας που από τον καιρό της δεύτερης αυτοκρατορίας τα διαχειρίζονταν μονοπωλιακά ορισμένα υποκείμενα - πρώτης γραμμής εκμεταλλευτές των εργατών - που τα είχε διορίσει η αστυνομία. Τα γραφεία αυτά μεταβιβάστηκαν στα δημαρχεία των είκοσι διαμερισμάτων του Παρισιού. Στις 30 του Απρίλη η Κομμούνα διάταξε το κλείσιμο των ενεχυροδανειστηρίων που αποτελούσαν μια ιδιωτική εκμετάλλευση των εργατών, κι έρχονταν σ' αντίθεση με το δικαίωμα των εργατών στα εργαλεία της δουλιάς τους και με το δικαίωμα να παίρνουν πιστώσεις. Στις 5 του Μάη αποφάσισε να κατεδαφίσει το παρεκκλήσι που είχε χτιστεί σαν εξιλέωση για την εκτέλεση του Λουδοβίκου XVI.

Ετσι από τις 18 του Μάρτη πρόβαλε καθαρά και έντονα ο ταξικός χαρακτήρας του παρισινού κινήματος που, με τον πόλεμο ενάντια στην ξενική επέμβαση, είχε ως τώρα απωθηθεί στο βάθος της σκηνής. Και μια και στην Κομμούνα έπαιρναν μέρος σχεδόν μόνο εργάτες ή αναγνωρισμένοι εκπρόσωποι των εργατών, οι αποφάσεις της είχαν αποφασιστικά προλεταριακό χαρακτήρα. Είτε ψήφιζε μεταρρυθμίσεις, που η δημοκρατική αστική τάξη τις είχε παραλείψει μόνο από δειλία, που αποτελούσαν όμως απαραίτητη βάση για τη λεύτερη δράση της εργατικής τάξης, όπως η εφαρμογή της αρχής ότι η θρησκεία είναι καθαρά ιδιωτική υπόθεση των ατόμων στη σχέση τους προς το κράτος, είτε έπαιρνε αποφάσεις που εξυπηρετούσαν άμεσα τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και που μερικά έθιγαν βαθιά το παλιό κοινωνικό καθεστώς. Για την πραγματοποίηση όμως όλων αυτών μέσα σε μια πολιορκημένη πόλη μπορούσαν να γίνουν το πολύ - πολύ τα πρώτα μόνο βήματα. Αλλωστε από τις αρχές του Μάη όλες τις δυνάμεις τους τις απορροφούσε ο αγώνας ενάντια στα στρατεύματα που συγκέντρωνε όλο και σε μεγαλύτερο αριθμό η κυβέρνηση των Βερσαλλιών.

Οι αιματηρές συγκρούσεις

Στις 7 του Απρίλη, τα στρατεύματα των Βερσαλλιών είχαν καταλάβει το πέρασμα του Σηκουάνα στο Νεγί στο δυτικό μέτωπο του Παρισιού, αντίθετα όμως, στις 11 του Απρίλη σε μια επίθεση του στρατηγού Εντ στο νότιο μέτωπο αποκρούστηκαν με βαριές απώλειες. Το Παρίσι βομβαρδιζόταν συνεχώς και μάλιστα από τους ίδιους εκείνους ανθρώπους που είχαν στιγματίσει σαν ιεροσυλία το βομβαρδισμό της ίδιας αυτής πόλης από τους Πρώσους. Οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι εκλιπαρούσαν την πρωσική κυβέρνηση να επιστρέψει γρήγορα τους Γάλλους στρατιώτες που είχε αιχμαλωτίσει στο Σεντάν και στο Μετς, για να ξανακαταλάβουν το Παρίσι για λογαριασμό τους. Η βαθμιαία επιστροφή αυτών των στρατευμάτων έδωσε από τις αρχές του Μάη αποφασιστική υπεροχή στις δυνάμεις των Βερσαλλιών. Αυτό φάνηκε κιόλας στις 23 του Απρίλη, όταν ο Θιέρσος διέκοψε τις διαπραγματεύσεις για την ανταλλαγή, που πρότεινε η Κομμούνα, του αρχιεπισκόπου του Παρισιού και πολλών άλλων παπάδων που κρατιόνταν όμηροι στο Παρίσι, με μόνο τον Μπλανκί, που είχε εκλεγεί δυο φορές στην Κομμούνα, μα ήταν φυλακισμένος στο Κλερβό. Φάνηκε ακόμα περισσότερο στην αλλαγμένη γλώσσα του Θιέρσου. Ως τότε ήταν συγκρατημένος και διφορούμενος, τώρα έγινε ξαφνικά αυθάδης, απειλητικός, βάναυσος. Στις 3 του Μάη οι Βερσαλλιέροι κατέλαβαν το οχυρό του Μουλέν Σακέ, στο νότιο μέτωπο, στις 9 το φρούριο του Ισσί που καταστράφηκε ολότελα απ' το κανονίδι και στις 14 το φρούριο της Βανβ. Στο δυτικό μέτωπο προχωρούσαν σιγά - σιγά κυριεύοντας τα πολυάριθμα χωριά και τα χτίρια που απλώνονταν ως τα τείχη της πόλης, ώσπου έφτασαν στην κύρια οχυρωματική γραμμή. Στις 21 με προδοσία και από αμέλεια του φυλακίου της εθνοφρουράς στο σημείο αυτό, κατάφεραν να μπουν μέσα στην πόλη. Οι Πρώσοι που κρατούσαν τα βορινά και ανατολικά οχυρά επέτρεψαν στα στρατεύματα των Βερσαλλιών να περάσουν μέσα από την απαγορευμένη, σύμφωνα με τους όρους της ανακωχής, ζώνη στο βορινό μέρος της πόλης, κι έτσι να προχωρήσουν και να επιτεθούν σ' ευρύ μέτωπο που οι Παρισινοί πίστευαν πως καλυπτόταν από τους όρους της ανακωχής και για το λόγο αυτό το φρουρούσαν μόνο με μικρές δυνάμεις. Αυτό είχε σαν συνέπεια να προβληθεί μικρή μόνον αντίσταση στο δυτικό μισό τμήμα του Παρισιού, στις καθαυτό πλούσιες συνοικίες της πόλης. Οσο τα στρατεύματα του εισβολέα πλησίαζαν στο ανατολικό τμήμα του Παρισιού, στην καθαυτό εργατούπολη, τόσο η αντίσταση δυνάμωνε και γινόταν πιο πεισματική. Μόνο ύστερα από οχταήμερο αγώνα υπέκυψαν στα υψώματα της Μπελβίλ και του Μενιλμοντάν οι τελευταίοι υπερασπιστές της Κομμούνας και τότε έφτασε στο αποκορύφωμά της η σφαγή των άοπλων ανδρών, γυναικών και παιδιών, η σφαγή που μάνιαζε όλη τη βδομάδα σε διαρκώς αυξανόμενη έκταση. Το τουφέκι δε σκότωνε πια αρκετά γρήγορα, γι' αυτό οι νικημένοι εκτελούνταν μαζικά κατά εκατοντάδες με τα πολυβόλα. Ο «Τοίχος των Ομοσπόνδων» στο νεκροταφείο του Περ-Λασέζ, όπου έγινε η τελευταία μαζική σφαγή, ορθώνεται ακόμα σήμερα, βουβή μα εύγλωττη μαρτυρία για τη λύσσα που είναι ικανή να φθάσει η κυρίαρχη τάξη, μόλις το προλεταριάτο τολμήσει να παλέψει για το δίκιο του. Υστερα, όταν αποδείχτηκε ότι ήταν αδύνατο να τους σφάξουν όλους, άρχισαν να χάνουν μαζικές συλλήψεις, να τουφεκίζουν τα θύματα που διάλεγαν αυθαίρετα μέσα από τις γραμμές των αιχμαλώτων και να μεταφέρνουν τους υπόλοιπους σε μεγάλα στρατόπεδα, όπου περίμεναν να δικαστούν από στρατοδικεία. Τα πρωσικά στρατεύματα που περικύκλωναν το βορινό τμήμα του Παρισιού είχαν διαταγή να μην αφήσουν κανένα φυγάδα να περάσει, μα οι αξιωματικοί έκαναν συχνά στραβά μάτια, όταν οι φαντάροι άκουγαν περισσότερο το πρόσταγμα του ανθρωπισμού από τις διαταγές του Γενικού Επιτελείου. Ιδιαίτερη τιμή ανήκει στο σαξονικό σώμα στρατού που φέρθηκε με πολύ ανθρωπισμό κι άφησε να περάσουν πολλοί που ήταν ολοφάνερο ότι ήταν μαχητές της Κομμούνας.

Διδάγματα από τις παραλείψεις

Αν σήμερα, ύστερα από είκοσι χρόνια, ρίξουμε μια ματιά πίσω στη δράση και στην ιστορική σημασία της Κομμούνας του Παρισιού του 1871, θα δούμε ότι είναι ανάγκη να κάνουμε μερικές προσθήκες στην περιγραφή της που γίνεται στον «Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία».

Τα μέλη της Κομμούνας χωρίζονταν σε μια πλειοψηφία, τους μπλανκιστές που επικρατούσαν και στην Κεντρική Επιτροπή της εθνοφυλακής, και σε μια μειοψηφία: μέλη της Διεθνούς Ενωσης των Εργατών, κυρίως από οπαδούς της σοσιαλιστικής σχολής του Προυντόν. Οι μπλανκιστές, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, ήτανε την εποχή εκείνη σοσιαλιστές μόνο από επαναστατικό και προλεταριακό ένστικτο. Λίγοι μόνον είχαν αποχτήσει μεγαλύτερη σαφήνεια αρχών, χάρη στο Βαγιάν που γνώριζε το γερμανικό επιστημονικό σοσιαλισμό. Καταλαβαίνει κανείς, λοιπόν, ότι στον οικονομικό τομέα η Κομμούνα παρέλειψε αρκετά πράγματα, που κατά τη σημερινή μας αντίληψη, έπρεπε να τα είχε κάνει. Δυσκολότερα βέβαια από όλα μπορεί να κατανοηθεί το γεγονός ότι η Κομμούνα στάθηκε ευλαβικά με ιερό σεβασμό μπροστά στις πόρτες της τράπεζας της Γαλλίας. Αυτό ήταν επίσης σοβαρό πολιτικό λάθος. Η τράπεζα στα χέρια της Κομμούνας - αυτό θα άξιζε περισσότερο από δέκα χιλιάδες ομήρους, θα σήμαινε την πίεση που θα ασκούσε στην κυβέρνηση των Βερσαλλιών ολόκληρη η αστική τάξη για να κλείσει ειρήνη με την Κομμούνα. Πιο αξιοθαύμαστα όμως ακόμα είναι τα τόσα σωστά πράγματα που έκανε η Κομμούνα, μ' όλο που αποτελούνταν από μπλανκιστές και προυντονιστές. Φυσικά οι προυντονιστές ήταν κυρίως υπεύθυνοι για τα οικονομικά διατάγματα της Κομμούνας, τόσο για τις αξιέπαινες όσο και για τις μη αξιέπαινες πλευρές τους, όπως οι μπλανκιστές ήταν υπεύθυνοι για τις πολιτικές της πράξεις και παραλείψεις. Και στις δυο περιπτώσεις η ειρωνεία της ιστορίας θέλησε - όπως συνήθως συμβαίνει όταν έρχονται στην εξουσία οι δογματικοί - να κάνουν και οι δυο το αντίθετο απ' ό,τι όριζε η θεωρία της σχολής τους.

Ο Προυντόν, ο σοσιαλιστής του μικροχωρικού και του βιοτέχνη μάστορα, μισούσε την οργάνωση με θετικό μίσος. Ελεγε γι' αυτήν ότι περικλείνει περισσότερο κακό παρά καλό, ότι απ' τη φύση της είναι άγονη, ακόμα και βλαβερή, γιατί αποτελεί ένα είδος δεσμών στην ελευθερία του εργάτη, ότι είναι ένα καθαρά στείρο και οχληρό δόγμα που βρίσκεται σε διάσταση, τόσο με την ελευθερία του εργάτη, όσο και με την οικονομία της εργασίας, ότι τα μειονεκτήματά της μεγάλωναν γρηγορότερα από τα πλεονεκτήματά της, ότι απέναντι σ' αυτήν ο ανταγωνισμός, ο καταμερισμός της δουλιάς, η ατομική ιδιοκτησία, αποτελούν οικονομικές δυνάμεις. Μόνο στις εξαιρετικές περιπτώσεις - όπως τις αποκαλεί ο Προυντόν - της μεγάλης βιομηχανίας και των μεγάλων επιχειρήσεων, όπως οι σιδηρόδρομοι, έχει θέση η οργάνωση των εργατών (βλέπε: «Idee generale de la revolution», 3eme etude. «Γενική ιδέα της επανάστασης», 3η μελέτη).

Στα 1871, η μεγάλη βιομηχανία, ακόμη και στο Παρίσι, σ' αυτό το κέντρο της χειροτεχνίας, είχε τόσο πολύ πάψει ν' αποτελεί εξαίρεση που το πιο σημαντικό διάταγμα της Κομμούνας θέσπιζε μια οργάνωση της μεγάλης βιομηχανίας, ακόμα και της χειροτεχνίας, που έπρεπε να βασίζεται όχι μόνο στην οργάνωση των εργατών μέσα σε κάθε εργοστάσιο, μα και που έπρεπε να συνενώσει όλους αυτούς τους συνεταιρισμούς σε μια μεγάλη ένωση, με λίγα λόγια, μια οργάνωση που, όπως πολύ σωστά λέει ο Μαρξ στον «Εμφύλιο πόλεμο», τελικά θα έπρεπε να καταλήξει στον κομμουνισμό, δηλ. ακριβώς το αντίθετο της προυντονικής θεωρίας. Και γι' αυτό η Κομμούνα έγινε επίσης ο τάφος της σοσιαλιστικής σχολής του Προυντόν. Σήμερα η σχολή αυτή έχει εξαφανιστεί από τους γαλλικούς εργατικούς κύκλους. Τώρα σ' αυτούς επικρατεί αναντίρρητα η θεωρία του Μαρξ, όχι λιγότερο ανάμεσα στους ποσιμπιλιστές2, απ' ό,τι ανάμεσα στους «μαρξιστές». Μόνο ανάμεσα στη «ριζοσπαστική» αστική τάξη υπάρχουν ακόμα προυντονιστές.

Οι μπλανκιστές δεν είχαν καλύτερη τύχη. Διαπαιδαγωγημένοι στη σχολή της συνωμοσίας κι ενωμένοι με την αυστηρή πειθαρχία που ανταποκρίνεται σ' αυτήν, ξεκινούσαν από την άποψη, ότι ένας σχετικά μικρός αριθμός από αποφασισμένους, καλά οργανωμένους ανθρώπους είναι ικανοί σε μια δοσμένη ευνοϊκή στιγμή, όχι μόνο να πάρουν το πηδάλιο του κράτους στα χέρια τους μα ακόμα, και με μια δραστήρια και ανελέητη δράση να το κρατήσουν τόσο, ώσπου να κατορθώσουν να τραβήξουν τη μάζα του λαού στην επανάσταση και να τη συσπειρώσουν γύρω από την καθοδηγητική μικρή ομάδα. Για το σκοπό αυτό χρειαζόταν πριν απ' όλα αυστηρότατη δικτατορική συγκέντρωση όλης της εξουσίας στα χέρια της νέας επαναστατικής κυβέρνησης. Και τι έκανε η Κομμούνα, που στην πλειοψηφία της αποτελούνταν από τέτοιους ακριβώς μπλανκιστές; Σ' όλες της τις διακηρύξεις προς τους Γάλλους των επαρχιών, τους καλούσε να σχηματίσουν μια ελεύθερη ομοσπονδία από όλες τις γαλλικές κοινότητες μαζί με το Παρίσι, μια εθνική οργάνωση που για πρώτη φορά θα δημιουργούνταν πραγματικά από το ίδιο το έθνος. Και ίσα-ίσα η καταπιεστική δύναμη της προηγούμενης συγκεντρωτικής κυβέρνησης - στρατός, πολιτική αστυνομία και γραφειοκρατία - που είχε δημιουργήσει ο Ναπολέων στα 1798 και που από τότε την παραλάβαινε, σαν βολικό όργανο κάθε καινούρια κυβέρνηση και τη χρησιμοποιούσε ενάντια στους αντιπάλους της, ακριβώς αυτή η δύναμη έπρεπε παντού να πέσει όπως είχε κιόλας γκρεμιστεί στο Παρίσι.

Η Κομμούνα αναγκάστηκε αμέσως από την αρχή να αναγνωρίσει ότι όταν η εργατική τάξη έρθει πια στην εξουσία, δεν μπορεί να εξακολουθεί να διοικεί με την παλιά κρατική μηχανή, ότι η εργατική αυτή τάξη, για να μην ξαναχάσει την κυριαρχία που μόλις έχει καταχτήσει, πρέπει, από τη μια να παραμερίσει όλη την παλιά καταπιεστική μηχανή που ως τότε είχε χρησιμοποιηθεί εναντίον της, κι από την άλλη να εξασφαλίσει τον εαυτό της από τους ίδιους της τους βουλευτές και υπαλλήλους, ορίζοντας ότι όλοι, δίχως καμιά εξαίρεση, μπορούν ανακληθούν σ' οποιαδήποτε στιγμή. Ποια ήταν η χαρακτηριστική ιδιομορφία του ως τα τώρα κράτους; Για την εξυπηρέτηση των κοινών συμφερόντων η κοινωνία είχε αρχικά δημιουργήσει δικά της όργανα με τον απλό καταμερισμό της δουλιάς. Τα όργανα όμως αυτά που η κορυφή τους είναι η κρατική εξουσία, εξυπηρετώντας τα δικά τους ειδικά συμφέροντα, είχαν με τον καιρό μετατραπεί από υπηρέτες της κοινωνίας σε αφέντες της, όπως το βλέπουμε λ.χ., όχι μόνο στην κληρονομική μοναρχία, μα και στην αστική δημοκρατία. Πουθενά οι «πολιτικοί» δεν αποτελούν ένα πιο ξεχωριστό και πιο ισχυρό τμήμα του έθνους, όσο ακριβώς στη Βόρεια Αμερική. Εδώ το καθένα από τα δυο μεγάλα κόμματα, που διαδέχονται το ένα το άλλο στην εξουσία, διευθύνεται με τη σειρά του από ανθρώπους που κάνουν την πολιτική, προσοδοφόρα υπόθεση, που κερδοσκοπούν πάνω στις έδρες της νομοθετικής συνέλευσης τόσο της ομοσπονδίας όσο και των ξεχωριστών πολιτειών ή που ζουν από τη ζύμωση που κάνουν για το κόμμα τους και που όταν το κόμμα τους νικήσει, ανταμείβονται με θέσεις. Είναι γνωστό πως οι Αμερικάνοι τριάντα χρόνια τώρα προσπαθούν ν' αποτινάξουν το ζυγό αυτό που έγινε αφόρητος και πως, παρ' όλα αυτά, βουλιάζουν όλο και πιο βαθιά μέσα στο βάλτο της διαφθοράς. Ακριβώς στην Αμερική μπορούμε να δούμε καλύτερα πώς συντελείται αυτή η ανεξαρτητοποίηση της κρατικής εξουσίας από την κοινωνία που αρχικά ήταν προορισμένη να γίνει απλό όργανό της. Εδώ δεν υπάρχει καμιά δυναστεία, δεν υπάρχουν ευγενείς, ούτε μόνιμος στρατός, εκτός από τους λίγους άνδρες για την επίβλεψη των Ινδιάνων, δεν υπάρχει ούτε γραφειοκρατία με μόνιμες θέσεις ή με δικαίωμα σύνταξης. Κι όμως, έχουμε εδώ δυο μεγάλες συμμορίες από πολιτικούς κερδοσκόπους που παίρνουν διαδοχικά στα χέρια τους την κρατική εξουσία και την εκμεταλλεύονται με τα πιο διεφθαρμένα μέσα και για τους πιο διεφθαρμένους σκοπούς, ενώ το έθνος είναι ανίσχυρο μπροστά στους δυο μεγάλους αυτούς συνασπισμούς των πολιτικών, που βρίσκονται δήθεν στην υπηρεσία του, μα που στην πραγματικότητα το εξουσιάζουν και το καταληστεύουν.

Ενάντια σ' αυτή τη μετατροπή του κράτους και των κρατικών οργάνων από υπηρέτες της κοινωνίας σε αφέντες της, μια μετατροπή που είναι αναπόφευκτη σ' όλα τα ως τα τώρα κράτη,η Κομμούνα χρησιμοποίησε δυο αλάνθαστα μέσα. Πρώτα, σ' όλες τις θέσεις -? διοικητικές δικαστικές και εκπαιδευτικές - έβαλε υπαλλήλους εκλεγμένους με βάση την καθολική ψηφοφορία όλων των ενδιαφερόμενων, και μάλιστα με το δικαίωμα των ίδιων των ενδιαφερόμενων ν' ανακαλούν τον αντιπρόσωπό τους οποιαδήποτε στιγμή. Και δεύτερο, πλήρωνε στους υπαλλήλους της, στους ανώτερους και στους κατώτερους, μονάχα το μισθό που έπαιρναν οι άλλοι εργάτες. Ο μεγαλύτερος μισθός, που γενικά πλήρωνε η Κομμούνα, ήταν 6.000 φράγκα. Ετσι μπήκε ένα σίγουρο εμπόδιο στη θεσιθηρία και στον αριβισμό, ακόμα και χωρίς τις δεσμευτικές εντολές που έπαιρναν, χώρια απ' όλα τ' άλλα, οι αντιπρόσωποι στα αντιπροσωπευτικά σώματα.

Η δικτατορία του προλεταριάτου...

Αυτό το τσάκισμα της παλιάς κρατικής εξουσίας και η αντικατάστασή της από μια καινούρια, αληθινά δημοκρατική εξουσία, περιγράφεται διεξοδικά στο τρίτο μέρος του «Εμφυλίου Πολέμου». Ηταν όμως απαραίτητο να σταματήσουμε εδώ με συντομία για άλλη μια φορά σ' ορισμένα χαρακτηριστικά του, γιατί ακριβώς στη Γερμανία η δεισιδαιμονία για το κράτος πέρασε από τη φιλοσοφία στην κοινή συνείδηση της αστικής τάξης, κι ακόμα και σε πολλούς εργάτες. Σύμφωνα με τη φιλοσοφική άποψη, το κράτος είναι η «πραγματοποίηση της Ιδέας» ή η βασιλεία του θεού πάνω στη γη, μεταφρασμένη σε φιλοσοφική γλώσσα, το πεδίο όπου η αιώνια αλήθεια και η δικαιοσύνη πραγματοποιούνται ή πρόκειται να πραγματοποιηθούν. Κι από δω πηγάζει ένας δεισιδαιμονικός σεβασμός προς το κράτος και προς το καθετί που συνδέεται με το κράτος, ένας σεβασμός που ριζώνει τόσο πιο εύκολα, όσο έχουμε συνηθίσει απ' τα πιο μικρά μας χρόνια να φανταζόμαστε ότι όλες οι υποθέσεις και τα συμφέροντα που είναι κοινά για ολόκληρη την κοινωνία, δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν αλλιώς, παρά όπως εξυπηρετούνταν ως τώρα, δηλαδή από το κράτος και τα καλοδιορισμένα όργανά του. Και οι άνθρωποι φαντάζονται ότι κάνουν κιόλας ένα εξαιρετικά τολμηρό βήμα προς τα μπρος όταν απολυτρώνονται από την πίστη στην κληρονομική μοναρχία κι ορκίζονται στο όνομα της αστικής δημοκρατίας. Στην πραγματικότητα όμως, το κράτος δεν είναι τίποτ' άλλο παρά μια μηχανή για την καταπίεση μιας τάξης από μια άλλη και μάλιστα όχι λιγότερο στην αστική δημοκρατία απ' ό,τι γίνεται στη μοναρχία! Και στην καλύτερη περίπτωση, το κράτος είναι ένα κακό που κληροδοτείται στο προλεταριάτο, που νίκησε στον αγώνα για την ταξική κυριαρχία και που τις χειρότερες πλευρές του, όπως το έκαμε η Κομμούνα δεν μπορεί να μην τις περικόψει όσο το δυνατό γρηγορότερα ωσότου μια γενιά, μεγαλωμένη μέσα σε νέες και ελεύθερες κοινωνικές συνθήκες, θα είναι σε θέση να πετάξει όλα αυτά τα παλιοπράγματα που αποτελούν το κράτος.

Τον τελευταίο καιρό, το σοσιαλδημοκράτη φιλισταίο τον πιάνει ξανά ένας ιερός τρόμος όταν ακούει τις λέξεις: Δικτατορία του προλεταριάτου. Ε, λοιπόν κύριοι, θέλετε να μάθετε τι λογής είναι αυτή η δικτατορία; Κοιτάχτε την Παρισινή Κομμούνα. Αυτή ήταν η δικτατορία του προλεταριάτου.

1. Στις 2 του Σεπτέμβρη 1870 ο γαλλικός στρατός νικήθηκε στο Σεντάν και αιχμαλωτίστηκε μαζί με τον αυτοκράτορα. Ο Ναπολέων Γ΄ κλείστηκε στον πύργο Βίλχελμσχέε στο Κάσελ.

2. Ποσιμπιλισμός: οπορτουνιστική τάση στο γαλλικό εργατικό κίνημα στα τέλη του 19ου αιώνα.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ