Σημαντικές πληροφορίες για το πώς οργανώθηκε από την αστική τάξη ο εμφύλιος παρέχουν με γραπτά τους αδιάλλακτοι αντικομμουνιστές, που θέλησαν να ιστορίσουν την εποχή εκείνη. Οι παραδοχές αυτές έχουν ιδιαίτερη αξία, όχι μόνο γιατί προέρχονται από τον αντίπαλο, αλλά κυρίως γιατί πρόκειται για ομολογίες που δημοσιοποιήθηκαν στη μετεμφυλιακή περίοδο, σε συνθήκες δηλαδή που το αντικομμουνιστικό μένος και ψεύδος κυριαρχούσε. Πρέπει βέβαια να ληφθεί υπόψη, ότι αυτές οι παραδοχές - αν και έχουν τη δική τους ξεχωριστή αξία - δεν περιέχουν ολόκληρη την αλήθεια και - πράγμα φυσικό για τη μετεμφυλιακή περίοδο - προσδίδουν στην αντικομμουνιστική - αντιΕΑΜική τρομοκρατία το χαρακτήρα της εθνικής προσφοράς. Ας παρακολουθήσουμε όμως ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτών των ομολογιών.
Δ. Ζαφειρόπουλος, υποστράτηγος (από το βιβλίο του «Αντισυμμοριακός Αγών 1945 - 1949», Αθήνα 1956, σελ. 153 - 155):
«Αι κυριώτεροι ένοπλοι ομάδες εθνικοφρόνων οργανώθηκαν:
α) Εις την Πελοπόννησον
Εις Λακωνίαν: Μαγγανάς. Εις Καλάμας: Κατσαρέας και μετά τον θάνατόν του Γερακάρης και Καμαρινέας.
β) Εις την Στερεάν Ελλάδα και Θεσσαλίαν
Εις την Α. Θεσσαλίαν: Σούρλας. Εις την Δ. Θεσσαλίαν: Καλαμπαλίκης, Βελέντζας, Ταμπούρος, Τσαντούλας. Εις περιοχάς Καλαμπάκας, Τρικάλων, Κόζιακα: Κουκουμτζής, Μαϊμάνης, Μπίζης. Εις περιοχήν Φθιώτιδος: (Λαμία) Βουρλάκης.
γ) Εις την Ηπειρον
Εις Λάκα Σούλι: Καλιοδημήτρης. Εις Θεσπρωτίαν: Μπαλούμπας, Κάτσιος, Πανταλέων.
δ) Εις την Μακεδονίαν: Εις την περιοχήν Δράμας: Αντών Τσαούσης (Φωστηρίδης). Εις την περιοχήν Χρυσουπόλεως - Καβάλας: Κάπας και Βαγγέλης.
Αι παρακρατικαί αύται οργανώσεις ήταν πρόσκαιροι στρατιωτικαί μονάδες ασύντακτοι, χωρίς πειθαρχίαν και συνοχήν. Απέφευγον τον αγώνα κατά των συμμοριακών μονάδων (σ.σ. εννοεί τις ένοπλες ομάδες καταδιωκόμενων πρώην ΕΛΑΣιτών και προοδευτικών πολιτών) και κυρίως η δράσις των εστράφη κατά των οπαδών του ΕΑΜ. Ο απολογισμός του έργου των, κατά πλειονότητα, είναι αυθαιρεσίαι εις βάρος της τάξεως και αντιποίησις της εξουσίας των οργάνων της τάξεως.
Κατά τους συμμορίτας (σ.σ. εννοεί το ΚΚΕ και το ΔΣΕ) αι ομάδαι αυταί μεγάλως συνέβαλον εις την ανάπτυξιν του συμμοριτισμού: "Με τη σαδιστικήν των συμπεριφοράν είναι οι κύριοι στρατολόγοι του σημερινού Δημοκρατικού Στρατού".
Κατά την έκθεσιν της Κοινοβουλευτικής Αγγλικής Αποστολής Κωξ αι παρακρατικαί αύται οργανώσεις προσεπάθουν να παρεμποδίσουν την εξάπλωσιν του Κομμουνισμού. Εν τούτοις "είναι γεγονός ότι αύται ουδέποτε ήλθον εις μάχην με τους κομμουνιστάς, αλλ' ασχολούνται με την τρομοκρατίαν των χωρικών και τον εκβιασμόν οιουδήποτε πλουσίου, ο οποίος θα είχε αρκετά να πληρώση».
Τα τμήματα της Χωροφυλακής έναντι των μη νόμιμων τούτων ενόπλων οργανώσεων ετήρουν στάσιν ανοχής ή συνεργάζοντο, ως αποδεικνύεται εκ των εκθέσεων:
α. Του Συν/ρχου Πεζικού Παπαδόπουλου Ν. διά τας παρανόμους ενεργείας του Μαγγανά εις Καλάμας τον Ιανουάριον του 1946: "Πρέπει να αντικατασταθούν αι δυνάμεις της Χωροφυλακής, διότι τα μέλη των εθνικών οργανώσεων προβαίνουν εις εκνόμους ενεργείας ελαφράς μορφής εναντίον ΕΑΜικών, αφ' ενός διά λόγους αντεκδικήσεως, αφ' ετέρου λόγω ανεκτικότητας των κατωτέρων οργάνων της Χωροφυλακής και τούτο διότι ταύτα έχουν συνδεθή με μέλη εθνικών οργανώσεων".
β. Του Αρχηγού Χωροφυλακής Συν/ρχου Μαλιράκη: "Η Χωροφυλακή, ενώ αμείλικτα και ακατάπαυστα εξετέλεσε το καθήκον της εναντίον των εγκληματιών της Αριστεράς, δεν εύρεν ακόμη την ψυχικήν διάθεσιν και δύναμιν να εκτελέση μετά του αυτού σθένους και της αυτής σταθερότητος το καθήκον της εναντίον των εγκληματιών της Δεξιάς".
γ. Του Στρατηγού Στανώτα: "Δυστυχώς η Πελοπόννησος και δη η Λακωνία, είχε το ατύχημα να διατηρή μίαν σοβαροτάτην τοιαύτην παρακρατικήν οργάνωσιν, η οποία ενώ μέχρι σήμερον ουδέν απολύτως συνεισέφερεν εις τον αγώνα, τουναντίον παρενέβαλε πλείστα όσα εμπόδια και απέβη κυριολεκτικώς μάστιξ της Λακωνίας διά των λεηλασιών, βιαιοπραγιών, του αναίτιου φόνου γερόντων και γυναικών και του εύκολου πλουτισμού των αρχηγών της"».
Ο Δ. Ζαφειρόπουλος στο ίδιο βιβλίο του, σελ. 84, αναφέρει επίσης για τη στάση της Χωροφυλακής απέναντι στις μοναρχοφασιστικές συμμορίες: «Στάσις έναντι Παρακρατικών οργανώσεων: Τα κατώτερα στελέχη της Χωροφυλακής δεν ετήρησαν την αρμόζουσαν στάσιν έναντι των παρακρατικών τούτων οργανώσεων και διά της ανοχής των συνέτειναν εις την επιδείνωσιν της καταστάσεως και υπήρξαν υπαίτιοι φόνων αθώων πολιτών και ληστειών, διαπραχθησών υπό των παρακρατικών τούτων οργανώσεων».
Γ. Καραγιάννης,αντιστράτηγος (από το βιβλίο του «1940 - 1952. Το δράμα της Ελλάδος», Αθήνα 1964, σελ. 225): «Ετέρα ενέργεια διά την παρεμπόδισιν της κομμουνιστικής προπαρασκευής, ήτο και η ενίσχυσις υπό των μικρών Αξ/κών συγκεκαλυμμένως, των διαφόρων αντικομμουνιστικών ομάδων, ηθικώς, διά οπλισμού, πυρομαχικών και ελευθερίας ενεργείας, αίτινες έδρον αποτελεσματικώτερον των στρατιωτικών αποσπασμάτων, ως γνώσται του εδάφους, των τοπικών συνθηκών, των προσώπων και πραγμάτων. Η λύσις αύτη πολλάς παρουσίαζεν αδυναμίας και ιδία την έλλειψιν πειθαρχίας και την εκτροπήν εις τινάς περιπτώσεις εις αντεκδικήσεις, πλην όμως υπήρξεν αύτη μία μάχαιρα εις το κομμουνιστικόν υπογάστριον. Αι αντικομμουνιστικαί αύται ομάδες προσέφεραν μεγάλας εις την πατρίδαν υπηρεσίας και υπήρξαν οι πρόδρομοι των κατά τη διάρκειαν του συμμοριτοπολέμου δημιουργηθέντων εθελοντικών Λόχων και Ταγμάτων εξ ενόπλων πολιτών, εξελιχθέντων τελικώς εις Τάγματα Εθνοφυλακής Αμύνης (ΤΕΑ) τα οποία τόσον αποτελεσματικά συμβάλωσιν μέχρι σήμερον εις την Εθνικήν Ασφάλειαν».
Θ. Πετζόπουλος (από το Βιβλίο του «1941 - 1950. Τραγική πορεία», Αθήνα 1953, σελ. 55, όπου διηγείται την είσοδο της 8ης ταξιαρχίας της Εθνοφυλακής - που διοικούσε ο ίδιος - στην Τρίπολη, στις 2/3/1945): «Κατευθύνθην αμέσως εις τας φυλακάς, όπου εκρατούντο τότε εκατό περίπου αξιωματικοί και πλήθος εθνικοφρόνων πολιτών. Ανοιξα άνευ χρονοτριβής τας πύλας και τους απέλυσα. Εις τον Εισαγγελέα Εφετών Ναυπλίου, όστις διεμαρτυρήθη, διότι κατά την γνώμην του έπρεπε η αποφυλάκισις να γίνη μόνον κατόπιν εκδόσεως αποφυλακιστηρίων από τας δικαστικάς αρχάς, απάντησα: "Ολοι οι αποφυλακισθέντες εκρατούντο παρανόμως υπό του ΕΑΜ και ότι κράτος του ΕΑΜ δεν υπήρξεν ποτέ διά να το σεβασθή κανείς". Η ενέργεια αυτή έδωσε θάρρος εις τους δοκιμασμένους κατοίκους της περιοχής και ενεφύσησεν άνεμος αισιοδοξίας εις τους λιπόψυχους».
Ξεφυλλίζοντας το «Ριζοσπάστη» της περιόδου 1945-1947 προκαλεί εντύπωση το γεγονός της σχεδόν καθημερινής καταγραφής ειδήσεων που περιγράφουν τις τρομοκρατικές επιθέσεις εναντίον των ΕΑΜιτών, των κομμουνιστών και των δημοκρατικών πολιτών από συμμορίες δωσιλόγων, πρώην συνεργατών των Γερμανών και κάθε λογής φασιστοειδών.
Και δεν είναι υπερβολή να πούμε πως, όποιος μιλάει για κείνη την εποχή, χωρίς να έχει μελετήσει ακριβώς αυτές τις καταγραφές αδυνατεί έστω και στο ελάχιστο να την κατανοήσει και να την περιγράψει με στοιχειώδη αντικειμενικότητα.
Δεν είναι υπερβολή να σημειώσουμε πως μέσα από τις σελίδες του «Ρ» εκείνης της τριετίας - αλλά και στις σελίδες των άλλων προοδευτικών εφημερίδων - κουρελιάζονται όλες οι σύγχρονες θεωρίες, που, «ελαφρά τη καρδία», διατυπώνουν το συμπέρασμα πως ο Εμφύλιος μπορούσε να αποφευχθεί, πως το ξεκίνημα του δεύτερου ένοπλου αγώνα και η συγκρότηση του ΔΣΕ ήταν εγκληματικό λάθος, πως το λαϊκό κίνημα δεν έπρεπε να αντισταθεί με τα όπλα.
Ο «Ριζοσπάστης» καταγράφει αυτό το όργιο σε σημείο που ο σημερινός αναγνώστης να αναρωτιέται «μέχρι πού φτάνουν τα όρια ανοχής και αντοχής του ανθρώπου;». Πώς μπόρεσαν εκείνοι οι άνθρωποι και η καθοδήγησή τους - το ΕΑΜ και το ΚΚΕ - να περνάνε τόσα και να μη βγαίνουν στους δρόμους, «αντικαθιστώντας τα όπλα της κριτικής με την κριτική των όπλων»; Κι όμως, μπόρεσαν να αντέξουν τόσο όσο να εξαντλήσουν όλα τα περιθώρια, ώστε να αποφευχθεί ο εμφύλιος.
Τα εξάντλησαν και με το παραπάνω μάλιστα, σε τέτοιο σημείο, που θα φάνταζε δίκαια, ίσως, η κριτική πως υπήρξε καθυστέρηση, σχετικά με το πέρασμα στην ένοπλη αντίσταση.
Ας πιάσουμε όμως το νήμα των εξελίξεων: Η απελευθέρωση ήρθε τον Οκτώβρη του 1944. Οι βάσεις για την οργάνωση του λαϊκού απελευθερωτικού αγώνα, μετά τη χιτλερική κατοχή, είχαν τεθεί με την απόφαση της ιστορικής 6ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ. Βεβαίως, ο λαός μας δεν πρόλαβε όχι μόνο να ανοικοδομήσει τη λαϊκοδημοκρατική Ελλάδα, όχι μόνο να εγκαθιδρύσει τη λαϊκή εξουσία, ζήτημα που έθετε η 6η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, το 1941, αλλά δεν πρόλαβε να χαρεί ούτε αυτή την απελευθέρωση από την ξενική κατοχή, αφού η επέμβαση των Αγγλων ιμπεριαλιστών το Δεκέμβρη του 1944 επέβαλε δεύτερη ξένη κατοχή και προκειμένου να εγκαθιδρυθεί αστικό καθεστώς ώθησε τις εξελίξεις έως τον εμφύλιο πόλεμο.
Η επέμβαση των Αγγλων ιμπεριαλιστών στην Ελλάδα έρχεται ως συνέχεια της οικονομικοπολιτικής σύνδεσης του κεφαλαίου της Ελλάδας με την αστική τάξη της Αγγλίας (ήταν «παραδοσιακοί» σύμμαχοι), μετά την ήττα του αντίπαλου συνασπισμού (Γερμανία, Ιαπωνία, Ιταλία), καπιταλιστικών κρατών στον πόλεμο. Αυτή η επέμβαση ίσως δε θα χρειαζόταν, αν στον εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο ηγούνταν η αστική τάξη της Ελλάδας, οπότε και το ποιος - ποιον μετά την απελευθέρωση, αφού θα συνέχιζε να ήταν ο ηγέτης των μεταπελευθερωτικών κοινωνικο-οικονομικών και πολιτικών εξελίξεων, ίσως ήταν πιο δύσκολο να λυθεί σε όφελος του λαού. Τώρα όμως ο συσχετισμός δυνάμεων ήταν συντριπτικά υπέρ του ΚΚΕ και του ΕΑΜ.
Γιατί σ' αυτό τον πόλεμο ηγήθηκε η εργατική τάξη με τους συμμάχους της. Και στη μεταπελευθερωτική πορεία της Ελλάδας αυτό το γεγονός έβαζε τη σφραγίδα του.
Ουσιαστικά, σ' όλη την πορεία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δε βρισκόταν σε πρωτεύουσα θέση των εξελίξεων, αντικειμενικά κρινόταν το «ποιος - ποιον» στο ζήτημα της εξουσίας. Και απασχολούσε το ίδιο την άρχουσα τάξη και τα πολιτικά της κόμματα, αλλά και την εργατική τάξη και τους συμμάχους της και τα συνασπισμένα στο ΕΑΜ κόμματά τους, όπως και τον ίδιο το συνασπισμό του ΕΑΜ. Αλλωστε, η ταξική πάλη στις ταξικές κοινωνίες ποτέ δε σταματά.
Επίσης, ακόμη πριν την απελευθέρωση και έχοντας επίγνωση των συνθηκών που δημιουργούνται παγκόσμια, ιδιαίτερα μετά τη νίκη των Σοβιετικών στο Στάλινγκραντ, που ήταν η αρχή του τέλους του πολέμου, αυτό που απασχολούσε την άρχουσα τάξη της Ελλάδας ήταν το μεταπελευθερωτικό καθεστώς. Και την απασχολούσε γιατί στην Ελλάδα άρχισε να οργανώνεται μια νέα λαϊκή εξουσία. Το έπος του ΕΑΜ δεν ήταν μόνο η εθνική απελευθέρωση, αλλά και η δημιουργία των φύτρων της λαϊκής εξουσίας στην Ελλάδα.
Η λαϊκή εξουσία δεν κατέκτησε την τελική νίκη. Αυτό είναι καίριο στρατηγικό ζήτημα, το οποίο η πολιτική πρωτοπορία, η καθοδήγηση και οι ηγετικές πολιτικές δυνάμεις του αγώνα, με πρώτο απ' όλες το κόμμα της εργατικής τάξης, μπορούν να εξασφαλίσουν αν σωστά κατανοούν και υπολογίζουν τις αντικειμενικές συνθήκες, το συσχετισμό των δυνάμεων, προβλέπουν και προνοούν τις εξελίξεις, εφαρμόζοντας σωστά τις νομοτέλειες της ταξικής πάλης για το καθοριστικό ζήτημα, και ως προς τους ελιγμούς και συμβιβασμούς, αλλά και ως προς το στρατηγικό σκοπό. Ο οποίος βεβαίως, πρέπει να είναι σωστά καθορισμένος. Και εδώ βεβαίως στη σύνδεση του ζητήματος της εξουσίας με το ζήτημα της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης, έγιναν λάθη στρατηγικής. Η επέμβαση των Αγγλων διαμόρφωσε μετά την απελευθέρωση άλλο συσχετισμό δύναμης στο εσωτερικό της Ελλάδας. Και αυτό σε συνδυασμό με το γεγονός της συμμετοχής της Αγγλίας στον αντιχιτλερικό συνασπισμό επέδρασε στα στρατηγικά λάθη, πριν ακόμη την απελευθέρωση, όπως οι Συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας για το μεταπελευθερωτικό καθεστώς της Ελλάδας και το ζήτημα της εθνικής ενότητας. Γιατί, ουσιαστικά, οι έχοντες την εξουσία στην Ελλάδα (ΕΑΜ-ΠΕΕΑ) κατέληξαν να συμφωνήσουν να τη μοιραστούν μετά την απελευθέρωση. Μόνο που στο συγκεκριμένο ζήτημα δε χωράει μοιρασιά. Παρ' όλ' αυτά, σε τίποτα δεν αναιρείται η μεγάλη εποποιία που έγραψε το εργατικό και το λαϊκό κίνημα της συγκεκριμένης περιόδου (Πηγή: Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, τ. 1ος, 1918-1949)
Σ' όλη τη διάρκεια του πολέμου, αυτό που απασχολούσε την άρχουσα τάξη της Ελλάδας ήταν το μεταπελευθερωτικό καθεστώς. Την απασχολούσε γιατί στην Ελλάδα άρχισε να οργανώνεται μια νέα κατάσταση, όπου ο λαός δημιουργούσε τα φύτρα της λαϊκής εξουσίας. Με τα όργανα λαϊκής αυτοδιοίκησης, τα λαϊκά δικαστήρια, αλλά και την Κυβέρνηση του Βουνού, την ΠΕΕΑ. Είχε ακόμη το δικό του λαϊκό στρατό, τον ΕΛΑΣ, και την πλειοψηφία του ελληνικού λαού συσπειρωμένη στο ΕΑΜ.
Ετσι, η ιστορική αυτή περίοδος είχε, από την άποψη των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων, ως ένα βασικό χαρακτηριστικό της τη λαϊκή απελευθερωτική πάλη ενάντια στη χιτλερική κατοχή και υποδούλωση. Αλλά μόνο μ' αυτό το χαρακτηριστικό δεν αποτυπώνεται ολόκληρη η ιστορική αλήθεια. Η ταξική πάλη ανάμεσα στην άρχουσα τάξη της Ελλάδας, από τη μια πλευρά, και στην εργατική τάξη και στ' άλλα λαϊκά στρώματα, από την άλλη, διεξαγόταν ασίγαστα ακόμη και σ' αυτή την περίοδο. Και αυτό εκφράστηκε τόσο κατά την περίοδο της Κατοχής με τη διαπάλη για την συγκρότηση της κυβέρνησης μετά την απελευθέρωση, όσο και μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς ιμπεριαλιστές, την οποία ο λαός μας δεν πρόλαβε να χαρεί και να τη διατηρήσει για πολύ. Οι Αγγλοι ιμπεριαλιστές επεμβαίνουν στην Ελλάδα ως κατακτητές με το στρατό τους και με σκοπό το τσάκισμα του λαϊκού κινήματος του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και του ΚΚΕ και τη συγκρότηση εξουσίας του κεφαλαίου, επιβάλλοντας ουσιαστικά μια δεύτερη κατοχή. Αυτό αποτυπώνεται με την ένοπλη επέμβαση των Αγγλων και των ντόπιων μηχανισμών που στήριζαν έως τότε το κατοχικό καθεστώς, το Δεκέμβρη του 1944. Επέμβαση που κατέληξε στη Συμφωνία της Βάρκιζας. Ηταν η αρχή της νέας ένοπλης αντιπαράθεσης που πήρε το 1946 τη μορφή του εμφυλίου.
Αυτή η στρατηγική επιδίωξη για την με κάθε τρόπο εγκαθίδρυση αστικής εξουσίας στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση εφαρμόστηκε βάσει σχεδίου, ακόμη μεσούντος του πολέμου. Ετσι, ο Τσόρτσιλ ήρθε σε συνεννόηση και με τη γερμανική κυβέρνηση, προκειμένου να διευκολυνθούν σ' αυτό το σκοπό. Συμφώνησαν, λοιπόν, ν' αφεθούν ανενόχλητα τα γερμανικά στρατεύματα κατά την αποχώρησή τους από την Ελλάδα και σε αντάλλαγμα να παραχωρήσουν οι Γερμανοί στους Εγγλέζους τη Θεσσαλονίκη.
Το γεγονός αυτό περιέγραψε χαρακτηριστικά ο Αλμπερτ Σπέερ, υπουργός της Πολεμικής Βιομηχανικής Παραγωγής του Χίτλερ («Η τρίχρονη εποποιία του ΔΣΕ 1946-1949», σελ. 36, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»).
Βάσει σχεδίου χαράχτηκε η πολιτική της άρχουσας τάξης και των Αγγλων για την Ελλάδα. Οι Συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας είναι κρίκοι της ίδιας αλυσίδας, που οδήγησε στο Δεκέμβρη και στη Βάρκιζα. Σχετικά μ' αυτό, ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου αναφέρει σε επιστολή του που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» στις 2 του Μάρτη 1948: «Το συμπέρασμα είναι ότι ο Δεκέμβριος ημπορεί να θεωρηθεί "δώρον του Υψίστου". Αλλά, διά να υπάρξη ο Δεκέμβριος, έπρεπε προηγουμένως να είχωμεν έλθει εις την Ελλάδα. Και τούτο ήτο δυνατόν μόνο με την συμμετοχήν και του ΚΚΕ εις την κυβέρνησιν, δηλαδή με τον Λίβανον. Και διά να ευρεθούν εδώ οι Βρετανοί, οι οποίοι ήσαν απαραίτητοι διά την Νίκην, έπρεπε προηγουμένως να είχεν υπογραφή το Σύμφωνον της Καζέρτας. Και διά να γίνη η Στάσις - "το δώρον του Υψίστου" - έπρεπε προηγουμένως να επιμείνω εις την άμεσον αποστράτευσιν του ΕΛΑΣ και να θέσω το ΚΚΕ ενώπιον του διλήμματος ή να αποδεχθή ειρηνικώς τον αφοπλισμόν του ή να επιχειρήση την Στάσιν, υπό συνθήκας όμως πλέον, αι οποίαι ωδήγουν εις την συντριβήν του. Αυτή είναι η ιστορική αλήθεια» (Μάρκου Βαφειάδη «ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ», τ. 5ος, σελ. 47, εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ).
Ο αντίπαλος έκανε ολομέτωπη επίθεση για τον αφανισμό, αν ήταν δυνατό, του λαϊκού κινήματος, με τακτική και μεθόδευση, δημιουργώντας πρωτοφανείς συνθήκες δολοφονικού οργίου και ωμής βίας σε βάρος των ΕΑΜιτών. Ετσι, 15 μήνες από την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας, ο αιματηρός απολογισμός ήταν: «Φόνοι: 1.289. Τραυματίες: 667. Βασανισμοί: 31.632. Φυλακισμένοι: 8.624, ενώ καθ' όλον το έτος ξεπερνούσαν τις 30.000. Απόπειρες φόνων: 509. Συλληφθέντες: 84.931. Βιασμένες γυναίκες: 165. Λεηλασίες-καταστροφές: 18.767. Καταστροφές γραφείων: 667» («Στη δίνη του Εμφυλίου», σελ. 440, εκδόσεις «Προσκήνιο»).
Ενώ ο Β. Μπαρτζιώτας προσθέτει στα παραπάνω: «Καταδιωκόμενοι: 100.000. Στη χώρα δρούσαν συμμορίες: 166. Παράνομα οπλοφορούντες συμμορίτες: 20.000» (Β. Μπαρτζιώτα: «Ο αγώνας του ΔΣΕ», σελ. 20).
Ο μονόπλευρος εμφύλιος είχε, λοιπόν, αρχίσει. Οι ένοπλες συμμορίες των Σούρλα, Μαγγανά, Τσαντούλα, Βουρλάκη, Κατσαρέα, Καμαρινέα κ.ά., σε συνεργασία με τη Χωροφυλακή και το Στρατό, οργίαζαν στην ύπαιθρο, ενώ οι περιβόητες «επιτροπές Ασφαλείας» έστελναν κατά χιλιάδες κομμουνιστές και άλλους ΕΑΜίτες στους τόπους εξορίας. Χιλιάδες καταδιωκόμενοι υποχρεώθηκαν να πάρουν τα βουνά και να υπερασπιστούν τη ζωή τους με το όπλο στο χέρι.
Ο Τσόρτσιλ κήρυξε στο Φούλτον των ΗΠΑ τον ψυχρό πόλεμο «κατά του σιδηρού παραπετάσματος», ως απάντηση του ιμπεριαλισμού στη δημιουργία του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, στο οποίο ανήκαν και τέσσερις βαλκανικές χώρες, οι τρεις από τις οποίες είχαν σύνορα με την Ελλάδα. Η άρχουσα τάξη της Ελλάδας είχε ήδη ζητήσει τη βοήθεια των ιμπεριαλιστών συμμάχων της. Οι ιμπεριαλιστές είχαν επίσης την ανάγκη εγκαθίδρυσης στην Ελλάδα ενός στυγνού αστικού καθεστώτος, αφού έτσι θα είχαν έναν κρίκο στην αλυσίδα περικύκλωσης των σοσιαλιστικών χωρών, στα Βαλκάνια, αλλά και πρόσβαση στη Μέση Ανατολή, λόγω των πετρελαίων.
Ο Παναγιώτης Πιπινέλης έγραφε σχετικά: «...Τώρα με την αγωνία των αλησμόνητων εκείνων τελευταίων ημερών του 1946, τα πράγματα εζήτουν άμεσον θεραπείαν και αι συνομιλίαι εκείναι προσελάμβανον δραματικόν χαρακτήρα. Επιτέλους, όμως, την 18ην Οκτωβρίου μια φωτεινή ακτίς ελπίδος διασχίζει το πυκνόν σκότος: Ο Μακ Βη (ο πρέσβης των ΗΠΑ) έδιδεν εις τον Βασιλέα να αναγνώση, όλως εμπιστευτικώς, εν βαρυσήμαντον τηλεγράφημα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Ηταν μια βαρυσήμαντος ανακοίνωσις, η οποία απηυθύνετο προσωπικώς προς τον Βασιλέα. Η αμερικανική κυβέρνησις διά πρώτην φοράν μας εδήλου, ότι η Ελλάς ήτο ζωτικός χώρος διά την ασφάλειαν των Ηνωμένων Πολιτειών και ότι διά να μας βοηθήσει εις τον αγώνα της ανεξαρτησίας μας ήτο πρόθυμος να μας παράσχει το υλικόν το οποίον μας εχρειάζετο» (ΔΟΚΙΜΙΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΚΚΕ, 1918 - 1949, σελ. 563).
Την ίδια περίοδο, οι ΗΠΑ εξαγγέλλουν το Σχέδιο Μάρσαλ με πρωταρχικό σκοπό την υπονόμευση του σοσιαλιστικού συστήματος και γενικά του κομμουνιστικού κινήματος, αλλά και τη μεγαλύτερη διείσδυση των αμερικανικών μονοπωλίων στην Ευρώπη. Οι ΗΠΑ ήταν αναμφισβήτητα η ισχυρότερη οικονομική δύναμη στον κόσμο και ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης των καπιταλιστικών χωρών. Στα ερείπια του πολέμου οι ΗΠΑ έχτιζαν, με το «Σχέδιο Μάρσαλ», το «νέο» πρόσωπο του μεταπολεμικού καπιταλισμού.
Οπως είπε ο Ντάγκλας Μπρίνκλι, διευθυντής του Κέντρου Αϊζενχάουερ του Πανεπιστημίου της Νέας Ορλεάνης, «χωρίς το Σχέδιο Μάρσαλ ολόκληρο το Βερολίνο θα είχε περάσει στα χέρια των Ανατολικών, η Ιταλία, η Ελλάδα και η Τουρκία θα βρίσκονταν στη σφαίρα της σοβιετικής επιρροής και οι ΗΠΑ θα έχαναν την πρόσβαση στα πετρέλαια του Κόλπου και τον έλεγχο της Μεσογείου» («Ριζοσπάστης», άρθρο Θ. Παπαρήγα, 21 του Ιούνη 1997).
Την ίδια περίοδο επίσης γίνεται από τις ΗΠΑ η εξαγγελία και του δόγματος Τρούμαν.
Ενα από τα χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου ήταν η προτίμηση της άρχουσας τάξης και των Αγγλοαμερικανών στα κόμματα του «Κέντρου» ως διαχειριστές της κυβερνητικής εξουσίας. Δεν ήταν τυχαία επιλογή.
Μ' αυτά τα κόμματα, αυξάνονταν οι αυταπάτες σε μικροαστικά στρώματα για τη δυνατότητα ομαλών και φιλολαϊκών εξελίξεων, δημιουργούσαν ρήγματα στη λαϊκή συμμαχία, ενισχύοντας τις συμμαχίες της άρχουσας τάξης.
Ας παρακολουθήσουμε τα γεγονότα και τις πολιτικές εξελίξεις της τότε περιόδου.
«Στην κυβέρνηση της λεγόμενης "εθνικής ενότητας" που προέκυψε από τη Συμφωνία του Λιβάνου, η πρωθυπουργία ανατέθηκε στον Γ. Παπανδρέου. Ο Παπανδρέου παρέμεινε πρωθυπουργός μέχρι το τέλος των μαχών του Δεκέμβρη 1944. Παρέμεινε για όσο διάστημα χρειάστηκε να γίνουν ο Λίβανος, η Καζέρτα και ο Δεκέμβρης. Και μετά, αφού δεν είχε πια να δώσει το ελάχιστο, ως πρωθυπουργός, αντικαταστάθηκε. Αλλά αντικαταστάθηκε από έναν άλλον "κεντρώο" παράγοντα: Τον Νικ. Πλαστήρα. Ο τελευταίος ήταν ίσως ο ιδανικότερος να συντελέσει στην παράδοση των όπλων από τον ΕΛΑΣ. Εχοντας, μάλιστα, ως υπουργό του των Εξωτερικών τον Ιωάννη Σοφιανόπουλο, επιφανή σοσιαλδημοκρατική προσωπικότητα, μπορούσε να οδηγήσει πιο ομαλά στη Συμφωνία της Βάρκιζας. Ηταν πιο ...φερέγγυοι, σε σύγκριση με άλλους, για την "πιστή τήρησή" της!
Οταν υπογράφτηκε και η Συμφωνία της Βάρκιζας, ήταν φανερό ότι τελείωνε και η θητεία της κυβέρνησης Πλαστήρα, που διήρκεσε σχεδόν τρεις μήνες. Και όντως, στις 7 του Απρίλη 1945, ο Πλαστήρας αποπέμφθηκε. Σχηματίστηκε η κυβέρνηση του ναυάρχου Πέτρου Βούλγαρη, την οποία στήριξε και το "Κόμμα των Φιλελευθέρων", για ν' αποσύρει τη στήριξη λίγο καιρό αργότερα και ν' αρχίσουν απανωτές και αποτυχημένες προσπάθειες σχηματισμού βιώσιμης κυβέρνησης που θα οδηγούσε τη χώρα σε εκλογές. Ηταν χαρακτηριστική και εδώ η επιμονή να δημιουργηθούν κυβερνήσεις με "κεντρώο" πρόσωπο. Τελικά, σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό τον Θεμ. Σοφούλη και ανέλαβε τη διεξαγωγή των εκλογών βίας, νοθείας και αιματηρής τρομοκρατίας της 31ης του Μάρτη 1946.
Από τις εκλογές νικητής βγήκε το "Λαϊκό Κόμμα" του Κ. Τσαλδάρη με 55% των ψήφων! Αλλά η κυβέρνηση που σχηματίστηκε δεν υπήρξε μακρόβια, παρά την πλειοψηφία που είχε στη Βουλή. Μερικούς μήνες αργότερα, αφού πρόλαβε να κάνει το επίσης νόθο δημοψήφισμα επιστροφής του Βασιλιά και να εντείνει τους διωγμούς κατά του ΕΑΜ και του ΚΚΕ με το περιβόητο Γ΄ Ψήφισμα, η κυβέρνηση του "Λαϊκού Κόμματος" αντικαταστάθηκε (!) από "κεντροδεξιά" υπό τον Δημ. Μάξιμο και με τη συμμετοχή των Γ. Παπανδρέου, Σοφ. Βενιζέλου κ.ά. Ωστόσο, κάτω από τη λαϊκή κατακραυγή έπεσε και η κυβέρνηση Μαξίμου.
Και τότε έσπευσαν ν' αποτρέψουν κίνηση του Κ. Τσαλδάρη να επανέλθει! Διορίστηκε κυβέρνηση των Σοφούλη - Τσαλδάρη, με πρωθυπουργό τον πρώτο, για να τα "βγάλει" πέρα στον εμφύλιο πόλεμο, να θέσει εκτός νόμου το ΚΚΕ, το ΕΑΜ, την ΕΠΟΝ, την Εθνική Αλληλεγγύη και να κλείσει το "Ριζοσπάστη" και τα άλλα κομματικά και ΕΑΜίτικα έντυπα» (Μάκη Μαΐλη, «Ο αστικός πολιτικός κόσμος», «Ρ», 16/1/2000).
Στα 1947, ο Εμφύλιος βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη και διαρκεί έως τον Αύγουστο του 1949, που κατέληξε σε στρατιωτική ήττα του κινήματος. Παρά την ήττα, όμως, ο αγώνας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας ήταν δίκαιος, συνέχεια της ΕΑΜικής Αντίστασης και του Δεκέμβρη, ένας αγώνας που αποτελούσε μονόδρομο για το λαό και κορυφαία έκφραση της ταξικής πάλης στην Ελλάδα τον 20ό αιώνα.