χώρα μας καλύτερες μέρες χωρίς πείνα και
πόλεμο. Για το σκοπό αυτό αγωνιζόμαστε
και όταν χρειαστεί θυσιάζουμε και τη ζωή μας»
ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ
«Δολοφονήθηκαν - έγραψε, τότε, στην πρώτη του σελίδα ο "Ριζοσπάστης" - αποκλειστικά και μόνο για την αντιφασιστική τους δράση και τους αγώνες τους υπέρ της Ελλάδας από την κυβέρνηση του ελληνικού νεοφασισμού, που εγκαθίδρυσε και στηρίζει η αγγλική κατοχή για την εξυπηρέτηση των βρετανικών ιμπεριαλιστικών συμφερόντων».1
Στις 31 Μάρτη του 1946, ύστερα από απαίτηση των Εγγλέζων και συγκεκριμένα της κυβέρνησης του, προοδευτικού δήθεν, Εργατικού Κόμματος, η ελληνική κυβέρνηση του λεγόμενου Δημοκρατικού Κέντρου, με πρωθυπουργό τον Θ. Σοφούλη, πραγματοποίησε «εκλογές». Στην πραγματικότητα, επρόκειτο για ένα εκλογικό πραξικόπημα, μέσω του οποίου ήρθε στην κυβερνητική εξουσία η «επάρατος» - όπως αποκλήθηκε αργότερα - δεξιά. Η ουσία, βεβαίως, δε βρισκόταν στο κόμμα που αναλάμβανε τα κυβερνητικά ηνία - άλλωστε, πολύ σύντομα το Κέντρο και η Δεξιά δημιούργησαν κυβερνητικό συνασπισμό - αλλά στο γεγονός ότι, μέσω των ψευτοεκλογών, ο βρετανικός ιμπεριαλισμός και η ντόπια μπουρζουαζία αναζητούσαν την τυπική νομιμότητα του μεταβαρκιζιανού καθεστώτος: Της πιο στυγνής, δηλαδή, αστικής δικτατορίας, που με τη στήριξη - πολιτική, οικονομική και στρατιωτική - του βρετανικού και γενικότερα του διεθνούς ιμπεριαλισμού, είχε ως στόχο να πνίξει το επαναστατικό κίνημα στη χώρα, στήνοντας, παράλληλα, γερά στα πόδια του το καπιταλιστικό σύστημα. Ετσι, μετά τις εκλογές, η λευκή τρομοκρατία πέρασε πια ολοκληρωτικά στα χέρια του κράτους και ντύθηκε με το «κύρος» της εφαρμογής των νόμων που θεσμοθετήθηκαν, χωρίς καμία καθυστέρηση, γι' αυτόν ακριβώς το σκοπό. Ενας τέτοιος νόμος ήταν και το περιβόητο Γ` Ψήφισμα, που ψηφίστηκε από την ψευτοβουλή στις 18 Ιούνη του 1946.
Για το ψήφισμα αυτό, που η πλήρης ονομασία του ήταν «Περί εκτάκτων μέτρων κατά των επιβουλευομένων την δημοσίαν τάξιν και την ακεραιότητα του κράτους», ο Ν. Αλιβιζάτος γράφει3 ότι «εγκαινίασε, πράγματι, μία νόθο περίοδο, η οποία χαρακτηριζόταν από την τυπική ανοχή του Κομμουνιστικού Κόμματος και μιας σειράς άλλων μαζικών οργανώσεων, που ακολουθούσαν παραπλήσια με αυτό πολιτική και ταυτόχρονα από την αδυσώπητη δίωξη της δράσης των οπαδών του και όλων εκείνων που διακήρυσσαν την προσήλωσή τους στις αρχές που εξέφραζε το ΕΑΜικό κίνημα». Ετσι ακριβώς είχαν τα πράγματα, γι' αυτό και δεν είχαν καθόλου άδικο το ΚΚΕ, το ΕΑΜ, άλλα αριστερά κόμματα, κορυφαίες δημοκρατικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις, όπως η ΓΣΕΕ, που χαρακτήρισαν αυτό το ψήφισμα φασιστικό, καταβάλλοντας κάθε δυνατή προσπάθεια με κινητοποιήσεις σε εθνικό και διεθνές επίπεδο (παραστάσεις στην κυβέρνηση, στις πρεσβείες των μεγάλων δυνάμεων, απεργιακές κινητοποιήσεις κ.ο.κ.)4 για να αποτρέψουν την ψήφισή του και, κατ' επέκταση, την εφαρμογή του.
«Δε χρειάζονται έκτακτα μέτρα για την αποκατάσταση της τάξης», τόνισε στον πρωθυπουργό Κ. Τσαλδάρη αντιπροσωπεία του ΚΚΕ, που τον επισκέφθηκε στις 11/6/19465, προσθέτοντας ότι «φτάνει να εφαρμοστούν οι νόμοι του κράτους ενάντια στους τρομοκράτες, που οργιάζουν μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας κατά των δημοκρατικών πολιτών και τότε αυτόματα θα επέλθει η γαλήνη». Φυσικά, τα έκτακτα μέτρα τα χρειάζονταν - όπως σημειώσαμε ήδη - η κυρίαρχη τάξη και ο ξένος παράγοντας, για να επιβάλουν, όχι μια οποιαδήποτε τάξη, αλλά τη δική τους τάξη πραγμάτων. Στο πρώτο άρθρο του, το Γ` Ψήφισμα απειλούσε με την ποινή του θανάτου οποιονδήποτε είχε σκοπό «να αποσπάση εν μέρος εκ του όλου της Επικρατείας ή να ευκολύνη τα προς τούτο το τέλος τείνοντα σχέδια, συνόμωσεν ή διήγειρε εις στάσιν ή συνεννοήθη με ξένους ή κατήρτισεν ενόπλους ομάδας ή έλαβε μετοχήν εις τοιαύτας προδοτικάς ενώσεις». Η αοριστία της διάταξης είναι χαρακτηριστική, αλλά και αναγκαία για το καθεστώς, ώστε να μπορεί να διώκει κατά το δοκούν τους αντιπάλους του. Ομως, τα πράγματα δεν έμεναν σ' αυτό το σημείο, αφού ο νομοθέτης φρόντιζε να θέτει υπό διωγμό κι εκείνους, των οποίων οι ιδέες θεωρούνταν ότι τείνουν εις την απόσπαση ή αυτονόμηση μέρους της επικράτειας. Ακόμη, υπό διωγμό τίθονταν οι λαϊκές συγκεντρώσεις, οι απεργίες και κάθε λαϊκή εκδήλωση που μπορούσε να θεωρηθεί ότι φέρει «το σπέρμα της στάσεως», ενώ καθιερωνόταν κάθε λογής αστυνομική αυθαιρεσία σε βάρος των πολιτών6.
Η ασάφεια των διατάξεων του ψηφίσματος ως προς το χαρακτηρισμό των αδικημάτων και, ταυτόχρονα, η σαφής, σαφέστατη πολιτική - ταξική τους στόχευση, είχαν κάνει την εφημερίδα «ΜΑΧΗ» να αναρωτηθεί αν «πέθανε πραγματικά ο Χίτλερ»7. Πολύ σύντομα, οι ΕΑΜίτες και οι κομμουνιστές θα έλυναν την απορία της εφημερίδας, αποδεικνύοντας με το αίμα τους πως το πνεύμα του Χίτλερ ήταν ακόμα ζωντανό κι ίσως υπήρξε κατώτερο αυτού των επιγόνων του.
Τρεις μόλις μέρες μετά την ψήφιση από τη Βουλή του Γ` Ψηφίσματος, συγκροτήθηκαν τα πρώτα έντεκα έκτακτα στρατοδικεία, στη Θεσσαλονίκη, στα Γιαννιτσά, στο Κιλκίς, στις Σέρρες, στη Δράμα, στην Ξάνθη, στην Αλεξανδρούπολη, στα Γιάννενα, στην Κοζάνη, στη Φλώρινα και στη Λάρισα, των οποίων οι αποφάσεις ήσαν τελεσίδικες8. Σε λίγο άρχισαν και οι εκτελέσεις.
Ανακοινώνοντας την εκτέλεση των πρώτων δώδεκα θυμάτων των έκτακτων στρατοδικείων του Γ` Ψηφίσματος, ο «Ριζοσπάστης» παρατηρούσε σε σχόλιο, στην πρώτη σελίδα του, πως «είναι η πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία που εκτελείται γυναίκα και η τακτική εγκαινιάζεται με τη θανάτωση της ηρωίδας δασκάλας Ειρήνης Γκίνη». Πρόσθετε, μάλιστα, πως «ούτε ο απαίσιος δήμιος του ισπανικού λαού Φράνκο τόλμησε να εκτελέσει αντιφασίστριες», ενώ προηγούμενο εκτέλεσης γυναίκας «υπάρχει μόνο στη χιτλερική Γερμανία και στις κατεχόμενες κατά τον παγκόσμιο πόλεμο από τις ναζιστικές δυνάμεις ευρωπαϊκές χώρες, που συνεχίζει σήμερα στην Ελλάδα η αγγλική κατοχή»9 . Οι επισημάνσεις αυτές είναι άκρως ενδεικτικές της κατάστασης που επικρατούσε τότε στην Ελλάδα, αλλά και των προθέσεων του καθεστώτος της ντόπιας ολιγαρχίας και των Βρετανών συμμάχων της απέναντι στο ΕΑΜικό κίνημα. Και μόνο το στοιχείο ότι οι εκτελεσμένοι υπήρξαν αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης αν ληφθεί υπόψην, είναι αρκετό για να αποκαλύψει τους σκοπούς, τους στόχους και την ποιότητα των δημίων τους. Η Ειρήνη Γκίνη, για παράδειγμα, που καταδικάστηκε σε θάνατο, κυρίως με την κατηγορία ότι ήταν αυτονομίστρια επειδή ήταν Σλαβομακεδόνισσα στην καταγωγή, στην Κατοχή είχε πολεμήσει τους οχρανίτες του Κάλτσεφ και συνέχισε αυτόν τον αγώνα και μετά την απελευθέρωση, αφού το αυτονομιστικό αυτό κίνημα οργάνωναν και υποκινούσαν πλέον οι Εγγλέζοι. Επίσης, ο Γ. Μουστάκης, που καταδικάστηκε κι αυτός σε θάνατο ως εχθρός της πατρίδας, οργάνωσε κατά την Κατοχή τον εφεδρικό ΕΛΑΣ της Εδεσσας και επικεφαλής τμήματος του ΕΛΑΣ πραγματοποίησε με απόλυτη επιτυχία τη δυσχερέστατη επιχείρηση της ανατίναξης δύο γερμανικών αμαξοστοιχιών στο Μουχαρέμ Χάνι, που μετέφεραν πολεμικό υλικό. Επρόκειτο για επιχείρηση που εκτελέσθηκε από τον ΕΛΑΣ έπειτα από εντολή του Συμμαχικού Στρατηγείου10.
Σύμφωνα με όσα έγραψε ο Τύπος μετά τις εκτελέσεις, και οι δώδεκα αγωνιστές αντίκρισαν το απόσπασμα σαν πραγματικοί ήρωες. Δε δείλιασαν, δεν έσκυψαν το κεφάλι, δεν παρακάλεσαν για τη ζωή τους. Ησαν αγωνιστές που είχαν αφιερώσει τη ζωή τους στην πατρίδα και στον αγώνα για τη λευτεριά, την εθνική ανεξαρτησία, τη λαϊκή δημοκρατία. Επίσης, πολλοί απ' αυτούς ήσαν μέλη του ΚΚΕ, διαπαιδαγωγημένοι και συνηθισμένοι να ζουν με το θάνατο. Γι' αυτό, όταν στάθηκαν απέναντί του, τον χαιρέτησαν, προφέροντας το όνομα του κόμματος που συμβόλιζε το πάθος τους για μια καλύτερη ζωή, για μια δικαιότερη κοινωνία.
«Η Ειρήνη Γκίνη - αναφέρει το ρεπορτάζ του "Ρ"11 για τις εκτελέσεις - όταν της ανακοινώθηκε ότι θα εκτελεσθεί, πλύθηκε και χτενίσθηκε, έτοιμη να αντιμετωπίσει το απόσπασμα». Ηταν τέτοια η δύναμη αυτής της γυναίκας, που υποχρέωσε ακόμη κι αυτούς τους δολοφόνους της να υποκλιθούν μπροστά της. Χαρακτηριστικό είναι το δελτίο Τύπου, που εξέδωσε το τότε υπουργείο Δημοσίας Τάξεως, όπου, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα «περισσότερον ψυχραιμίαν επέδειξεν η νηπιαγωγός Ειρήνη Γκίνη, η οποία έψαλλε τον ύμνον της Τρίτης Διεθνούς και εζητωκραύγαζεν υπέρ του ΚΚΕ»12.
1 «Ριζοσπάστης» 27/7/1946
2 Μ. Πορφυρογένη: «Εξετελέσθησαν χθες...», «Ρ», 27/6/1946.
3 Ν. Αλιβιζάτος: «Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922 - 1974, όψεις της ελληνικής εμπειρίας», εκδόσεις «Θεμέλιο», σελ. 496
4 «Ριζοσπάστης» 11 - 18/6/1946
5 «Ριζοσπάστης» 12/6/1946
6 «Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος 1943 - 1950 - μελέτες για την πόλωση», εκδόσεις «Φιλίστωρ», σελ. 212, Ν. Αλιβιζάτος, στο ίδιο, σελ. 502 - 504 και αλλού.
7 Τ. Βουρνά: «Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας - ο εμφύλιος», εκδόσεις «Τολίδη», σελ. 46 - 47
8 «Δοκίμιο ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 555 και «Η Τρίχρονη Εποποιία του ΔΣΕ 1946 - 1949», εκδόσεις «Ρ» - ΣΕ, σελ. 184
9 «Ριζοσπάστης» 27/7/1946
10 «Κομμουνιστική Επιθεώρηση», τεύχος 8 1/8/1946, σελ. 453 και «Ρ» 27/7/1946
11 «Ριζοσπάστης» 27/7/1946
12 «Ηρωες και μάρτυρες», εκδοτικό «ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ», 1954, σελ. 51 - 52 και «Ρ» 27/7/1946.