Γεώργιος Α. Βλάχος1
«Ο μοναρχοφασισμός έχει, επί τέλους, το λόγο του Προέδρου Τρούμαν. Δεν ξέρουμε αν θα μείνει ευχαριστημένος. Εκείνο όμως που ασφαλώς κατάφερε είναι να αποκτήσει έναν ακόμα τίτλο προδοσίας και ξεπουλήματος της Ελλάδας στους ξένους».
Νίκος Ζαχαριάδης2
Ηταν 12 Μάρτη του 1947, γύρω στη 1 μ.μ. ώρα τοπική, όταν ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Χ. Τρούμαν ανέβηκε στο βήμα του Κογκρέσου για να εκφωνήσει έναν από τους σημαντικότερους πολιτικούς λόγους που ακούστηκαν ποτέ σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Η αμερικανική ηγεσία είχε πλήρη επίγνωση της σημασίας που είχε το γεγονός, τουλάχιστον σε κείνες τις συνθήκες, για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Για το λόγο αυτό το δίκτυο των αμερικανικών ραδιοφωνικών σταθμών και οι διακλαδώσεις του ανά την υδρόγειο είχαν συνδεθεί με το Κογκρέσο και εκατομμύρια ακροατών βρίσκονταν μπροστά στους ραδιοφωνικούς δέκτες τους έτοιμοι να ακούσουν όσα ο Αμερικανός Πρόεδρος σκόπευε να πει. Σύμφωνα δε με όσα γράφτηκαν τότε στον Τύπο3, ο προπαγανδιστικός μηχανισμός των Αμερικανών ήταν τόσο καλά προετοιμασμένος, που οι ισχυρότατοι πομποί του Μονάχου ήταν σε ετοιμότητα ώστε μόλις ο Πρόεδρος Τρούμαν άρχιζε να μιλάει να μεταδίδουν το λόγο του προς τη Σοβιετική Ενωση, μεταφρασμένο στα ρωσικά. Επίσης είχε σχεδιαστεί, 24 ώρες μετά την εκφώνηση της ομιλίας, η υπηρεσία εκπομπών «Φωνή της Αμερικής» να τη μεταδώσει ολόκληρη σε οκτώ γλώσσες και εν περιλήψει σε 25 γλώσσες.
Αναφερόμενος στην Ελλάδα, ο Αμερικανός Πρόεδρος έκανε λόγο για επείγουσα έκκληση της ελληνικής κυβέρνησης προς την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών με το αίτημα της οικονομικής βοήθειας. Περιέγραψε την άσχημη οικονομική κατάσταση της Ελλάδας, τις καταστροφές που υπέστη κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και κατέληξε στην παρουσίαση του σπουδαιότερου λόγου για τον οποίο οι ΗΠΑ θα έπρεπε να δώσουν τη βοήθειά τους. «Αυτή η υπόστασις - είπε - του ελληνικού Κράτους απειλείται σήμερον υπό της τρομοκρατικής δράσεως χιλιάδων τινών ενόπλων, διευθυνομένων υπό κομμουνιστών, οι οποίοι αψηφούν την εξουσίαν της κυβερνήσεως εις τινά σημεία της χώρας και ιδία κατά μήκος των βορείων συνόρων αυτής... Εν τω μεταξύ η ελληνική κυβέρνησις δεν είναι εις θέσιν να αντιμετωπίση την κατάστασιν. Ο ελληνικός στρατός είναι ολιγάριθμος και πενιχρώς εξοπλισμένος. Χρειάζεται εφόδια και εξοπλισμόν, εάν πρόκειται να αποκατασταθή η εξουσία της Κυβερνήσεως επί του ελληνικού εδάφους. Η Ελλάς πρέπει να τύχη βοηθείας εάν πρόκειται να καταστή εις θέσιν να βοηθήση εαυτήν και να σεβασθή την δημοκρατίαν. Αι Ηνωμέναι Πολιτείαι πρέπει να παράσχουν την βοήθειαν ταύτην...».
Η πολιτική αυτή, όπως την περιέγραψε ο Αμερικανός Πρόεδρος, έμεινε στην ιστορία με το όνομά του ως «Δόγμα Τρούμαν». Επρόκειτο για ένα πολιτικό δόγμα παγκοσμίου εμβέλειας, που καθόριζε την αμερικανική οπτική στη διεθνή μεταπολεμική πραγματικότητα.
Για τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, κυρίως στην Ελλάδα και δευτερεύοντως στην Τουρκία, δινόταν μια μάχη αποφασιστικής σημασίας που αφορούσε την υπόσταση της καπιταλιστικής Ευρώπης, της Ασίας, την υπόσταση ολόκληρου του καπιταλιστικού κόσμου. Ας δούμε όμως το θέμα αναλυτικότερα.
Στο ίδιο πνεύμα, σ' ένα υπόμνημα προς τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Μάρσαλ, ο διευθυντής του Γραφείου Ανατολικών και Αφρικάνικων Υποθέσεων των ΗΠΑ Λόι Χέντερσον έγραφε: «Στην Ελλάδα γίνεται ένα πείραμα που παρατηρούν όλοι οι λαοί του κόσμου, για να βεβαιωθούν κατά πόσο η αποφασιστικότητα των δυτικών δυνάμεων να αντισταθούν στην επίθεση είναι ανάλογη με την αποφασιστικότητα του διεθνούς κομμουνισμού να κατακτήσει νέα εδάφη και νέες βάσεις για παραπέρα επίθεση. Είμαστε πεπεισμένοι πως αν οι Ηνωμένες Πολιτείες επιτρέψουν την κατάκτηση της Ελλάδας, οι λαοί της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής ιδιαίτερα, θα βγάλουν τα δικά τους συμπεράσματα και θα καταληφθούν από αίσθημα αβεβαιότητας και απογοήτευσης, παρόμοιο με αυτό που συναντά κανείς σήμερα στην Ελλάδα»7.
Μαζί με το κοινωνικοπολιτικό αυτό σκέλος της, η πολιτική του δόγματος Τρούμαν είχε εξ αντικειμένου και μία διεθνή οικονομική σημασία. Ο Λόι Χέντερσον, εξετάζοντας το ζήτημα από τη σκοπιά των συμφερόντων των ΗΠΑ πάνω στα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής, έλεγε το 1947: «Η Ελλάδα και η Μέση Ανατολή πρέπει να μπουν κάτω από την αμερικανική κηδεμονία γιατί οι ΗΠΑ χρειάζονται τα 30.000.000.000 βαρέλια πετρελαίου που παράγει κάθε χρόνο η περιοχή αυτή»9. Για το ίδιο θέμα ο Αμερικανός καθηγητής Ιστορίας Λόρενς Γουίτνερ γράφει σχετικά10: «Η αμερικανική άμυνα της Μέσης Ανατολής και η ελληνική της πύλη δε θα έπρεπε να θεωρηθούν ως αφιλοκερδείς. Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η αξία του αγγλο-αμερικανικού ελέγχου του μεσανατολικού πετρελαίου αυξήθηκε σε κολοσσιαίες αναλογίες... Η αυξανόμενη όρεξη της διοίκησης Τρούμαν για το Μεσανατολικό πετρέλαιο όξυνε την εμμονή του για να επεκτείνει την Αμερικανική επιρροή στην περιοχή και να συγκρατήσει την επιρροή των άλλων». Αναφορικά δε με το ξεχωριστό ρόλο της Ελλάδας στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής ο επιτετραμμένος στην πρεσβεία των ΗΠΑ στην Ελλάδα Κ. Ράνκιν, έγραφε, το 1948, σε μία από τις εκθέσεις του 11: «Είμαστε υποχρεωμένοι ηθικά και πρακτικά, πάση θυσία, να διαφυλάξουμε την Ελλάδα», διότι, «αυτή η χώρα είναι στην ουσία το όργανό μας... ένα όργανο που εμείς διαμορφώνουμε για να χρησιμοποιήσουμε στην επέκταση της εξωτερικής μας πολιτικής».
Το «δόγμα Τρούμαν» έγινε νόμος των Ηνωμένων Πολιτειών στις 22 Μάη του 1947 κι από κει και μετά τέθηκε σε εφαρμογή. Η εφαρμογή του στην Ελλάδα άρχισε - και - τυπικά με την υπογραφή της Ελληνοαμερικανικής Συμφωνίας που έγινε στην Αθήνα στις 20 Ιουνίου 1947. Στις 17/6/1947, όταν οι όροι της συμφωνίας δεν ήταν ακόμη γνωστοί, η αμερικανική εφημερίδα «Ποστ Μερίντιαμ» έγραφε: «Οι όροι της συμφωνίας δεν αποκαλύφθηκαν. Ωστόσο αμερικανικές πηγές αναφέρουν ότι είναι τραχείς και εικονικά μόνο αναφέρονται στην ελληνική ανεξαρτησία. Οι διάφοροι Αμερικανοί που πρόκειται να εγκατασταθούν στα ελληνικά υπουργεία θα παρακολουθήσουν με "μάτι αετού" κάθε δολάριο»12. Οι πληροφορίες της εφημερίδας ήταν μέσα στην αλήθεια, αλλά η πραγματικότητα ήταν απείρως χειρότερη, τέτοια που η δημοσιοποίηση των όρων της συμφωνίας προκάλεσε την έκπληξη των Αμερικανών αναλυτών και τα δυσμενή, για την κυβέρνηση των Αθηνών, σχόλια του Τύπου των ΗΠΑ. Μια μέρα πριν τη δημοσιοποίηση της συμφωνίας, στις 19/6/47, η εφημερίδα «Ουάσιγκτον Ποστ», ημιεπίσημο όργανο του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών, που γνώριζε το περιεχόμενό της, έγραφε σχετικά: «Η ελληνική κυβέρνηση ζητεί να αναλάβει ουσιαστικά ο κ. Γκρίσγουωλντ (σ.σ. πρόκειται για τον επικεφαλής της αμερικανικής οικονομικής αποστολής στην Ελλάδα) την οικονομική διακυβέρνηση της χώρας. Οι διπλωματικοί παρατηρητές στην Ουάσιγκτον δεν μπόρεσαν να αναφέρουν παράλληλο γεγονός στη σύγχρονη ιστορία όπως η προθυμία μιας ανεξάρτητης χώρας να αναθέσει τις εσωτερικές της υποθέσεις στα χέρια μιας άλλης»13. Την επομένη της υπογραφής της συμφωνίας, στις 21/6/47, ο γνωστός δημοσιολόγος της εποχής Λίπμαν σημείωνε σε άρθρο του στο «Χέραλντ Τριμπιούν»: «Η Ελληνοαμερικανική συμφωνία που υπεγράφη χθες αποτελεί συγκεκριμένο παράδειγμα της πιο στενής περιπλοκής μας και της υπερβολικής επέμβασής μας. Κι αν ακόμη παραδεχθούμε ότι στην περίπτωση της Ελλάδας δεν υπήρχε άλλη λύση, η ανάμειξή μας εκεί είναι καθαρό παράδειγμα ενός γεγονότος που δεν μπορεί να επαναληφθεί από μας σε άλλες χώρες. Εάν ό,τι έχουμε να κάνουμε για να κυβερνήσουμε την Ελλάδα αποτελεί το "δόγμα Τρούμαν" στην πράξη, τότε δεν είναι δυνατόν να εφαρμόσουμε το δόγμα αυτό και σε άλλη χώρα της Ευρώπης»14.
Με την Ελληνοαμερικανική Συμφωνία το καθεστώς της Ελλάδας ανέθετε τον έλεγχο της διακυβέρνησης της χώρας στην κυβέρνηση των ΗΠΑ, που ένας εκ των τοποτηρητών της ήταν ο αρχηγός της Αμερικανικής Αποστολής, ο οποίος είχε και τον έλεγχο ως προς τη χρησιμοποίηση της «βοήθειας». Βάσει των άρθρων της συμφωνίας αυτής η αμερικανική αποστολή και ο αρχηγός της είχαν το δικαίωμα να ασκούν οποιαδήποτε λειτουργία - δηλαδή να κάνουν ό,τι θέλουν κι ό,τι θεωρούν αναγκαίο - για τη σωστή αξιοποίηση της «βοήθειας». Ετσι η αμερικανική αποστολή ήταν εντελώς ανεξέλεγκτη. Η εξουσία της μάλιστα δεν περιοριζόταν στη χρησιμοποίηση των αμερικανικών κεφαλαίων που θα έρχονταν στην Ελλάδα, αλλά και στη χρησιμοποίηση των ελληνικών πόρων (Αρθρο 4). Επίσης η ελληνική κυβέρνηση ήταν υποχρεωμένη να δίνει στους Αμερικανούς ό,τι της ζητούσαν (εκθέσεις - πληροφορίες κ.λπ.), ούτως ώστε οι τελευταίοι να ασκούν αυτό που θεωρούσαν καθήκον τους, να εξυπηρετούν, δηλαδή, πλήρως τα αμερικανικά συμφέροντα (Αρθρο 6). Το άρθρο 8 της συμφωνίας μετέτρεπε την ελληνική κυβέρνηση σε υπηρέτη του Προέδρου των ΗΠΑ. Η κυβέρνηση της Ελλάδας θα προέβαινε σε κάθε ενέργεια που κρινόταν απαραίτητη εφόσον το ζητούσε ο Αμερικανός Πρόεδρος και δε θα μεταβίβαζε οτιδήποτε είχε στην κατοχή της (αντικείμενα - πληροφορίες κλπ.) σε τρίτους χωρίς τη συγκατάθεσή του. Με το άρθρο 9 προβλεπόταν ότι ο τρόπος χρησιμοποίησης της αμερικανικής βοήθειας ήταν υπόθεση αποκλειστικά της αμερικανικής αποστολής. Ακόμη η συμφωνία προέβλεπε την ελευθερία κινήσεως του προσωπικού της αμερικανικής αποστολής και τη χορήγηση προνομίων, φοροαπαλλαγών και ασυλίας σαν αυτά που είχε το προσωπικό της αμερικανικής πρεσβείας.
Είναι δε αξιοσημείωτο ότι η παροχή «βοήθειας» μπορούσε να διακοπεί εάν και όποτε ο Πρόεδρος των ΗΠΑ θεωρούσε ότι η παύση είναι προς το συμφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών (Αρθρο 10, παράγραφος 3). Αυτό σήμαινε πως ολόκληρη η οικονομική και πολιτική ζωή της Ελλάδας εξαρτιόταν πλήρως από τις διαθέσεις των Αμερικανών, οι οποίοι, για να πετύχουν τους εκάστοτε σκοπούς τους, μπορούσαν να εκβιάζουν με διακοπή της «βοήθειας» γιατί έτσι τάχα επέτασσε το εθνικό τους συμφέρον. Φυσικά η συμφωνία προέβλεπε ότι και η Ελλάδα είχε το δικαίωμα να σταματήσει μονομερώς να παίρνει «βοήθεια» από τους Αμερικανούς. Ομως, βάσει της συμφωνίας, τέτοια απόφαση μπορούσε να πάρει μόνο εκείνη η κυβέρνηση που θα αντιπροσώπευε την πλειοψηφία του ελληνικού λαού!!! Ο όρος αυτός ήταν το λιγότερο απαράδεκτος και δεν μπήκε τυχαία. Μπήκε για να υποδηλώσει ότι εκείνοι που θα έκριναν ποια κυβέρνηση εκπροσωπεί την πλειοψηφία του ελληνικού λαού και ποια όχι, θα ήταν οι ίδιοι οι Αμερικανοί.
Για την εφαρμογή του Δόγματος Τρούμαν και την εκτέλεση της Ελληνοαμερικανικής Συμφωνίας, της 20ής Ιουνίου 1947, η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών συγκρότησε την Αμερικανική Αποστολή Βοήθειας στην Ελλάδα, γνωστή και ως A.M.A.G (American Mission for Aid to Greece).
Αρχηγός της αποστολής ορίστηκε ο Ντουάιντ Γκρίσγουολντ, πρώην κυβερνήτης της Νεμπράσκα, ο οποίος και έφτασε στην Αθήνα στις 14 Ιουλίου 1947. Από εκείνη τη στιγμή μαζί με το ελληνικό καθεστώς και ουσιαστικά πάνω απ' αυτό, ασκούσαν τη διακυβέρνηση, κατοχυρωμένη από την Ελληνοαμερικανική Συμφωνία, τρεις Αμερικανοί: Ο Ντ. Γκρίσγουολντ, ο στρατηγός Λάιβσεϊ, επικεφαλής της αμερικανικής στρατιωτικής αποστολής και ο Αμερικανός πρεσβευτής Μακ Βι. «Τίποτα από εκεί κι έπειτα - γράφει ο Σπ. Θεοδωρόπουλος15- δε γίνεται χωρίς την έγκριση της "ντε φάκτο" αυτής κυβέρνησης των τριών Αμερικανών "υπάτων". Ο Γκρίσγουωλντ και οι άνθρωποί του μπαινοβγαίνουν στα υπουργεία και τις κρατικές υπηρεσίες και μοιράζουν δεξιά και αριστερά διαταγές». Ο Αμερικανός ιστορικός Λόρενς Γουίτνερ περιγράφει, με τη σειρά του, ως εξής την εν λόγω κατάσταση: «Αν - γράφει16 - οι Αμερικανοί αξιωματούχοι επρόκειτο να κόψουν μέσα από τα πολιτικά εμπόδια και να συντρίψουν την αριστερή επιρροή, θα χρειαζόταν να επέμβουν σε έναν άνευ προηγουμένου βαθμό στην Ελληνική πολιτική ζωή».
Αλλά κι ο ίδιος ο Γκρίσγουολντ, απαντώντας στις επικρίσεις ότι έγινε «ο πιο ισχυρός άνδρας της Ελλάδας», με δηλώσεις του στις 24 Οκτώβρη 1947, δε δίστασε να παραδεχτεί17: «Πιστεύω ότι ήταν πρόθεση του Κογκρέσου η Αποστολή αυτή να ενεργήσει άμεσα και δυναμικά για να βοηθήσει στην ανοικοδόμηση της Ελλάδας, για να τεθεί εδώ κάτω από έλεγχο ο κομμουνισμός. Το Κογκρέσο επίσης είχε την πρόθεση - και τα μέλη του που με επισκέφθηκαν μου το τόνισαν - ότι η Αποστολή πρέπει να ασκήσει αυστηρό έλεγχο στη δαπάνη των αμερικανικών και των ελληνικών χρημάτων. Αυτό σημαίνει ανάμειξη στις εσωτερικές υποθέσεις και δε βλέπω τι ωφελεί να υποκρίνεται πως είναι κάτι άλλο...».
Οι Αμερικανοί όχι μόνο είχαν τον πρώτο λόγο στις ελληνικές υποθέσεις, αλλά είχαν κατανείμει με μεγάλη ακρίβεια τους ρόλους μεταξύ των τριών αμερικανικών κέντρων - της οικονομικής, της στρατιωτικής αποστολής και της πρεσβείας - που βρίσκονταν στη χώρα, ούτως ώστε να μην υπάρχει σύγχυση αρμοδιοτήτων. Γράφει ο καθηγητής Γιάννης Ιατρίδης18: «Χαρακτηριστικό παράδειγμα της έκτασης και του βάθους της αμερικανικής ανάμειξης στην ελληνική πολιτική ζωή μετά το 1947, αποτελούν οι οδηγίες του State Department, σε ένα έγγραφό του που επιχειρεί να προσδιορίσει τις εξουσίες του Αμερικανού Πρέσβη στην Αθήνα, σε αντιπαράθεση με τις αρμοδιότητες του Αρχηγού της Αποστόλης. Τα ζητήματα "σημαντικών πολιτικών αποφάσεων", στα οποία ο Πρέσβης είχε τον πρώτο λόγο, απαριθμούνται ως εξής: α) Κάθε δραστηριότητα εκπροσώπων των Ηνωμένων Πολιτειών που σχετίζεται με κάποια αλλαγή στο ελληνικό υπουργικό συμβούλιο. β) Κάθε δραστηριότητα εκπροσώπων των Ηνωμένων Πολιτειών που προκαλεί ή προλαμβάνει κάποια αλλαγή στην ανώτατη ηγεσία των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. γ) Κάθε ουσιαστική αύξηση ή μείωση στο δυναμικό των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. δ) Κάθε διαφωνία που προκύπτει με τις ελληνικές ή βρετανικές αρχές, ανεξάρτητα από την προέλευσή της, και μπορεί να βλάψει τη συνεργασία μεταξύ Αμερικανών αξιωματούχων στην Ελλάδα και Ελλήνων ή Βρετανών αξιωματούχων. ε) Κάθε σημαντικό ζήτημα που άπτεται των σχέσεων της Ελλάδας με τα Ηνωμένα Εθνη ή άλλο ξένο έθνος εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών. στ) Κάθε σημαντικό ζήτημα που άπτεται της πολιτικής που ακολουθεί η Ελληνική Κυβέρνηση σε σχέση με τα ελληνικά πολιτικά κόμματα, τα συνδικάτα, τα ανατρεπτικά στοιχεία, τις ένοπλες δυνάμεις των ανταρτών κλπ. συμπεριλαμβανομένων και ζητημάτων ποινών, αμνηστιών κ.ο.κ. ζ) Κάθε ζήτημα που αφορά τη διενέργεια εκλογών στην Ελλάδα. Το έγγραφο - προσθέτει ο Γιάννης Ιατρίδης - συνεχίζει: "Ο παραπάνω κατάλογος δε, φιλοδοξεί να είναι πλήρης. Απλώς προσφέρει παραδείγματα"».
Αν θα ήθελε κανείς να δώσει μια συνοπτική, αλλά ακριβή εικόνα της κατάστασης που διαμορφώνεται στην Ελλάδα μετά το Δόγμα Τρούμαν - και συνακόλουθα αυτού του δόγματος - δε θα μπορούσε παρά να συμφωνήσει με τον Γ. Ρουμπάτη, ο οποίος γράφει σχετικά19: «Στους μήνες που ακολούθησαν την εξαγγελία του δόγματος Τρούμαν και μετά από την εφαρμογή των διαφόρων συμφωνιών που προέβλεπαν την παροχή βοήθειας στην Ελλάδα, η Ελλάδα έπαψε από πρακτική άποψη να αποτελεί κυρίαρχο έθνος. Η οικονομία βρισκόταν στα χέρια των Αμερικανών ειδικών, τα πολιτικά κόμματα ανέβαιναν στην εξουσία ή έπεφταν μόνο με την προηγούμενη συναίνεση των Ηνωμένων Πολιτειών, η εξωτερική πολιτική, αν και ασκούνταν από Ελληνα υπουργό Εξωτερικών, διαμορφωνόταν στις αίθουσες και στα γραφεία της αμερικανικής πρεσβείας και της AMAG. Και τέλος ο στρατός, που διευθυνόταν ήδη από ξένους, άρχισε να εξαρτάται περισσότερο από μη Ελληνες για τις καθημερινές του αποφάσεις.
Η ρητορική του δόγματος Τρούμαν μιλούσε για ελεύθερους θεσμούς, αντιπροσωπευτική κυβέρνηση, ελευθερία λόγου και άλλα παρόμοια υψηλά ιδεώδη, αλλά η εφαρμογή του στην Ελλάδα είχε ελάχιστη σχέση με την εφαρμογή αυτών των αρετών στη ζωή της χώρας».
Από στρατιωτικής απόψεως την αξία που είχε το Δόγμα Τρούμαν στην περιοχή τη δίνει ο στρατηγός Δ. Ζαφειρόπουλος, ο οποίος γράφει χαρακτηριστικά ότι με το δόγμα αυτό οι Αμερικανοί έδιναν στην Ελλάδα το χαρακτήρα της «προωθημένης προπομπού του αμερικανικού στρατού εις την Βαλκανικήν»20.
Στη βάση όσων αναφέραμε, ως συμπέρασμα, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός υπήρξε πάντοτε συνεπής στην πολιτική του αναφορικά με την εξυπηρέτηση των στενών και των ευρύτερων ταξικών συμφερόντων του. Το 1974 για παράδειγμα, ο Χένρι Κίσιγκερ, από τη θέση του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, δήλωνε απερίφραστα21: «Δε βλέπω γιατί πρέπει να μείνουμε αδιάφοροι παρατηρητές, όταν μια χώρα βαδίζει προς τον κομμουνισμό λόγω της ανευθυνότητας του λαού της». Η δήλωση αυτή υπήρξε σήμα κατατεθέν όλης της αμερικανικής πρακτικής στον 20ό αιώνα και συνεχίζει να σφραγίζει την αμερικανική αντίληψη και πρακτική απέναντι στους λαούς και στον νέο αιώνα που διανύουμε. Αλλά το θέμα δεν είναι τι κάνουν οι Αμερικανοί. Το θέμα είναι τι κάνουμε εμείς. Κι εδώ δύο πολιτικές υπάρχουν. Η μία, της κυρίαρχης τάξης και των κομμάτων της, θεωρεί ότι ζήτημα εθνικής ανεξαρτησίας δεν υπάρχει - υπάρχει όμως ζήτημα επιλογής αφεντικού. Η άλλη είναι η πολιτική του εργαζόμενου λαού, η πολιτική της εθνικής ανεξαρτησίας, την οποία οι κομμουνιστές υπηρέτησαν και υπηρετούν πάντοτε από την πρώτη γραμμή.
1. Γ. Α. Βλάχου: «Η Αυτοτέλεια», «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» 16/3/1947.
2. «Ριζοσπάστης» 14/3/1947.
3. «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» 13/3/1947.
4. Ολόκληρο το κείμενο του δόγματος Τρούμαν στον ελληνικό Τύπο της 13/3/1947, Π. Οικονόμου - Γκούρα: «Το Δόγμα Τρούμαν και η αγωνία της Ελλάδος», Αθήναι 1957, σελ. 125-134 κ.α.
5. Με τον όρο ολοκληρωτικά καθεστώτα ο Αμερικανός Πρόεδρος εννοούσε τη Σοβιετική Ενωση και τα λαϊκοδημοκρατικά καθεστώτα, που αμέσως μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου εγκαθιδρύθηκαν σε μια σειρά χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.
6. «Το δόγμα Τρούμαν», Ελληνική έκδοση της Αμερικανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, 1972, σελ. 17.
7. JOHN Ο. IATRIDES: «ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΤΡΟΥΜΑΝ - Η απαρχή της διείσδυσης των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ελλάδα», στο συλλογικό «Η Αμερικανική πολιτική στην Ελλάδα και Κύπρο», επιμέλεια Θ. Κουλουμπή και Sallie M. Hicks, εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ, σελ. 32-33.
8. Henry Kissinger: «Διπλωματία», Εκδόσεις Νέα Σύνορα - Α. Α. Λιβάνη, σελ. 506.
9. Ν. Ψυρούκη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας», εκδόσεις «ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ», τόμος Α΄, σελ. 293.
10. Λ. Γουίτνερ: «Η Αμερικανική Επέμβαση στην Ελλάδα 1943- 1949», εκδόσεις «Βάνιας», Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 85 και 88.
11. Λ. Γουίτνερ, στο ίδιο, σελ. 319.
12. «Ρ» 18/6/1947.
13. «Ρ» 20/6/1947.
14. «Ρ» 22/6/1947.
15. Σπ. Θεοδωρόπουλου: «Από το Δόγμα Τρούμαν στο Δόγμα Χούντα», εκδόσεις «ΠΑΠΑΖΗΣΗ», 1976, σελ. 67.
16. Λ. Γουίτνερ: «Η Αμερικανική επέμβαση στην Ελλάδα 1943- 1949», εκδόσεις «Βάνιας», σελ. 140.
17. Σπ. Θεοδωρόπουλου, στο ίδιο, σελ. 68 και JOHN Ο. IATRIDES, στο ίδιο σελ. 40.
18. JOHN Ο. IATRIDES στο ίδιο, σελ. 42-43.
19. Γ. Ρουμπάτη: «Δούρειος Ιππος: Η αμερικανική διείσδυση στην Ελλάδα 1947-1967», εκδόσεις «Οδυσσέας», σελ. 65.
20. Δ. Ζαφειρόπουλου: «Ο Αντισυμμοριακός αγών 1945-1949», Αθήναι 1956, σελ. 87.
21. Λ. Σταυριανός: «Η Ελλάδα σε επαναστατική Περίοδο - Σαράντα χρόνια αγώνες», εκδόσεις «Κάλβος», σελ. 259.