Κυριακή 8 Οχτώβρη 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και ο Ελληνισμός της Ρωσίας

Τούρκοι αιχμάλωτοι, μετά την αποφασιστική ήττα που υπέστησαν από τους Σέρβους στη μάχη του Κουμάνοβο
Τούρκοι αιχμάλωτοι, μετά την αποφασιστική ήττα που υπέστησαν από τους Σέρβους στη μάχη του Κουμάνοβο
Στο άρθρο αυτό θα προσπαθήσω να εξιστορήσω συνοπτικά την αμέριστη συμπαράσταση του Ελληνισμού της Ρωσίας στον αγώνα της απελευθέρωσης των αλύτρωτων ελληνικών εδαφών, που κατοικούνταν από Ελληνες και εξακολούθησαν να βρίσκονται κάτω από την τουρκική κυριαρχία. Ο Ελληνισμός της Ρωσίας σ' όλη την ιστορική διαδρομή της νεότερης ιστορίας της χώρας μας, όχι μόνο στάθηκε στην πρωτοπορία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του λαού μας, αλλά και υποβλήθηκε σε τεράστιες θυσίες.

Οι δύο Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913 αποτέλεσαν ένα από τα σημαντικότερα διεθνή γεγονότα του 20ού αιώνα, υπήρξαν οι προάγγελοι του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου 1914-1918.

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, γενικά οι πόλεμοι, παρουσιάστηκαν μαζί με την εμφάνιση της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Ετσι, τα ελατήρια, που προκάλεσαν τους Βαλκανικούς Πολέμους και γενικότερα τους πολέμους, πρέπει πάντα να τα αναζητήσουμε στην οικονομία και στις ανταγωνιστικές σχέσεις της παραγωγής.

Τη χρονική περίοδο που εξετάζουμε, στην Τουρκία συνέχιζε να κυριαρχεί ο φεουδαρχικός τρόπος παραγωγής, που εμπόδιζε την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων των βαλκανικών λαών. Ετσι, συγκρούστηκαν τα συμφέροντα της νέας αστικής τάξης των χωρών αυτών, με το στρατιωτικοφεουδαρχικό καθεστώς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η ανερχόμενη αστική τάξη των βαλκανικών κρατών, στη νέα περίοδο της ιστορίας, έθεσε αφ' ενός το θέμα της εκδίωξης της Τουρκίας από τις ευρωπαϊκές κατακτήσεις της και, αφ' ετέρου, την ολοκλήρωση της εθνικής οντότητάς τους και την κατάκτηση νέων αγορών. Ομως, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι άσκησαν αποφασιστική επίδραση στην απελευθέρωση των αλύτρωτων εδαφών των βαλκανικών λαών από τον αλλοεθνή ασιατικοτουρκικό φεουδαρχισμό και συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στη λύση του εθνικού προβλήματος. Επίσης, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι απεικονίζουν και την όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων στο βαλκανικό χώρο, με την κατάκτηση νέων αγορών και εν συνεχεία με το ξαναμοίρασμα του κόσμου.

Η ιδέα της ενοποίησης του αγώνα των βαλκανικών λαών

Επιστρατευμένοι παρελαύνουν μπροστά από το ναό του Ολυμπίου Διός
Επιστρατευμένοι παρελαύνουν μπροστά από το ναό του Ολυμπίου Διός
Η ιδέα της συγκρότησης της αντιτουρκικής συμμαχίας των τεσσάρων βαλκανικών κρατών (Σερβία, Ελλάδα, Βουλγαρία και Μαυροβούνιο) έχει τις ρίζες της στις αρχές του 18ου αιώνα. Ο επαναστάτης - πατριώτης, ο μεγάλος οραματιστής, ο εθνεγέρτης, ο πρώτος ιδεολόγος της απελευθέρωσης των βαλκανικών λαών, ο Ρήγας Βελεστινλής (1757-1798) ήταν εκείνος που με τις διακηρύξεις του, με την εταιρεία του, προπαγάνδιζε την ενοποίηση του αγώνα σε παμβαλκανικό επίπεδο ενάντια στον κοινό εχθρό. Ο Ρήγας διακήρυξε ότι όλοι οι άνθρωποι - χριστιανοί και Τούρκοι - είναι ισόνομοι και οι άνθρωποι δε διαφέρουν ως προς τη θρησκευτική τους πίστη, αλλά ως προς την οικονομική τους κατάσταση. Στο δε άρθρο επτά του Συντάγματος του Ρήγα, αναφέρεται ότι «Ολοι οι κάτοικοι του Βασιλείου τούτου, χωρίς εξαίρεση θρησκείας ή διαλέκτου, Ελληνες, Βλάχοι, Αρμένιοι, Τούρκοι και κάθε είδους γενιάς, όλοι είναι ίσοι...».

Ο Ρήγας προπαγάνδιζε την ισότητα και αδελφότητα μεταξύ των βαλκανικών λαών. Ενώ για τη συνεργασία των βαλκανικών λαών ιδιαιτέρως σημείωνε ότι, όταν ένας λαός αυτής της περιοχής βρίσκεται σε κίνδυνο, οι άλλοι λαοί πρέπει να έρθουν σε βοήθεια. Η μεγάλη και ανεκτίμητη προσφορά του Ρήγα έγκειται στη συστράτευση των προοδευτικών δυνάμεων των βαλκανικών λαών. Στην ενότητα του κοινού αγώνα κατά του κοινού εχθρού έβλεπε ο Ρήγας τη δύναμη της νίκης. Ο Ρήγας έβλεπε την απελευθέρωση των βαλκανικών λαών μέσα από την παμβαλκανική ενότητα, μέσα από επαναστατικές διαδικασίες. Στο «Θούριο» φαίνονται καθαρά οι επαναστατικοί σκοποί του: «Βούλγαροι κι Αρβανίτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί, Αράπηδες και άσπροι, με μια κοινή ορμή για την ελευθερία να ζώσουμε σπαθί». Σ' αυτό έγκειται ο δυναμισμός των ιδεών του Ρήγα. Ο Ρήγας θεωρείται ο πρόδρομος της επανάστασης του 1821. Βέβαια, κάτω από εκείνες τις αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες, δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί το παμβαλκανικό όραμα του κοινού αγώνα του Ρήγα Βελεστινλή.

Η τετραπλή συμμαχία των βαλκανικών κρατών

Τμήμα των ελληνικών προφυλακών απέναντι από τις τουρκικές θέσεις, την πρώτη μέρα στα στενά του Σαρανταπόρου
Τμήμα των ελληνικών προφυλακών απέναντι από τις τουρκικές θέσεις, την πρώτη μέρα στα στενά του Σαρανταπόρου
Το όραμα του Ρήγα της Διαβαλκανικής Συνεργασίας διατηρεί πάντα την επικαιρότητά του, και ιδιαίτερα στις μέρες μας, όπου γίνονται προσπάθειες διάσπασης των κρατών της Βαλκανικής Χερσονήσου.

Μετά τον Ρήγα έγιναν ανεπιτυχείς προσπάθειες, κοινοί αγώνες των βαλκανικών κρατών εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ομως, αυτό που ήταν ανέφικτο στην εποχή του μεγάλου οραματιστή, του Ρήγα, έγινε πραγματικότητα στις νέες συνθήκες, στη νέα ιστορική περίοδο. Ετσι, η αναγκαιότητα, η αντικειμενική κατάσταση οδήγησε στη Διαβαλκανική Συμμαχία των τεσσάρων βαλκανικών κρατών (Σερβία, Ελλάδα, Βουλγαρία και Μαυροβούνιο).

Στη συνειδητοποίηση της ανάγκης δημιουργίας της Βαλκανικής Συμμαχίας συντέλεσαν οι εξής παράγοντες: Πρώτον: Οι βαλκανικοί λαοί είχαν τη γεωγραφική τους εγγύτητα. Δεύτερον: Είχαν κοινές καταβολές, υπήρξε μεταξύ τους μια κοινή ταυτότητα, βρίσκονταν επί αιώνες κάτω από ξένο ζυγό, γεγονός που οδήγησε και στην ενοποίηση του αγώνα τους κατά του κοινού εχθρού. Αυτή η μακραίωνη κοινή ιστορική διαδρομή τους, ο τρόπος ζωής, ο πολιτισμός τους, δημιούργησε ομοιότητα μεταξύ τους και κοινούς δεσμούς. Αυτές οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις συνέβαλαν στη συνειδητοποίηση της ανάγκης του συνασπισμού των βαλκανικών λαών και στη συγκρότηση της Βαλκανικής Συμμαχίας.

Η τετραπλή συμμαχία των βαλκανικών κρατών, της Σερβίας, της Ελλάδας, της Βουλγαρίας και του Μαυροβουνίου, παρά τις μεταξύ τους εδαφικές διαφορές, στόχευε στην αντιμετώπιση του κοινού εχθρού και την εκδίωξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την Ευρωπαϊκή Ηπειρο. Ετσι σ' όλη την ιστορική διαδρομή των βαλκανικών λαών μέχρι σήμερα, μόνον το 1912 αποτέλεσε χρόνο κοινοπραξίας μεταξύ των λαών της Βαλκανικής Χερσονήσου. Η τετραπλή συμμαχία των βαλκανικών λαών αποτέλεσε ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός σχετικά με την καταστροφή των μεσαιωνικών υπολειμμάτων στην Ανατολική Ευρώπη. Επίσης, στο βαλκανικό χώρο κατά περιόδους έγιναν προσπάθειες δημιουργίας μιας παμβαλκανικής περιοχής ειρήνης και αμοιβαίας συνεργασίας των βαλκανικών λαών. Ομως, με την απροκάλυπτη, αδικαιολόγητη και βάρβαρη πολεμική επίθεση του NATO, των Αμερικάνων και της Ευρωπαϊκής Ενωσης εναντίον της Γιουγκοσλαβίας, αποτέλεσε την πιο φρικιαστική μεταπολεμική πράξη, η οποία απέδειξε τη διάσπαση των βαλκανικών κρατών στα τόσο κρίσιμα θέματα, όπως ο πόλεμος και η ειρήνη.

Οι αντιθέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων στη Βαλκανική Χερσόνησο

Οι νεαρές χώρες των Βαλκανίων, που η οικονομικοπολιτική εξάρτησή τους από τις Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης ήταν πολύμορφη, έγιναν στις αρχές του 20ού αιώνα πεδίο μηχανορραφιών και επεμβάσεων. Τα Βαλκάνια, που βρίσκονται στην εύφλεκτη αυτή περιοχή, στο γεωγραφικό, νευραλγικό σταυροδρόμι τριών ηπείρων, αποτέλεσαν επί αιώνες το θέατρο των διεθνών ανταγωνισμών και πολέμων. Ο χώρος των Βαλκανίων στο παρελθόν, μα και σήμερα, θεωρείται η «πυριτιδαποθήκη» της Ευρώπης, που πολλές φορές στάθηκε αφορμή πολεμικών συρράξεων. Από τα Βαλκάνια άρχισε ο πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος.

Στο βαλκανικό χώρο τα συμφέροντα της Ρωσίας, της Αγγλίας και της Γαλλίας ήρθαν σε σύγκρουση με τα αντίστοιχα της Γερμανίας, της Αυστρίας και της Ιταλίας. Στις αρχές του 1912 σημειώνεται προσέγγιση της Ρωσίας και της Αγγλίας στο ανατολικό πρόβλημα, που στόχευε στην εξασθένιση της Τουρκίας, εξαιτίας του ότι η Πύλη είχε περιέλθει στην επιρροή της Γερμανίας. Εδώ εφαρμόστηκε η αγγλική εξωτερική πολιτική, που αναφέρει ότι «Δεν υπάρχουν αιώνιοι σύμμαχοι, αλλά υπάρχουν αιώνια αγγλικά συμφέροντα».

Ετσι, στην ευρωπαϊκή ήπειρο, δημιουργήθηκαν δύο αντίπαλοι συνασπισμοί κρατών.

Βέβαια, και οι δύο συνασπισμοί επιδίωκαν την εξυπηρέτηση των οικονομικοπολιτικών συμφερόντων τους στη Βαλκανική Χερσόνησο. Παρ' όλα αυτά, μεταξύ των δύο συνασπισμών υπήρχαν ριζικές διαφορές. Π.χ., ενώ η συμμαχία των κεντρικών ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών της Γερμανίας και της Αυστρίας επιδίωκε τη διατήρηση του «στάτους κβο» 1 της Τουρκίας, η συμμαχία της Ρωσίας, της Αγγλίας και της Γαλλίας στόχευε την εκδίωξη της Τουρκίας από το βαλκανικό χώρο. Η πολιτική τους αυτή ξεκινούσε, όχι βέβαια από την αγάπη προς τους βαλκανικούς λαούς, αλλά από τα οικονομικοπολιτικά συμφέροντά τους, που απαιτούσαν τον περιορισμό και ακόμα και την εκδίωξη της Γερμανίας και της Αυστρίας από τα Βαλκάνια.

Ο Πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος

Στις 5 Οκτωβρίου του 1912 αρχίζει ο Πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος, ο οποίος διήρκεσε μέχρι τις 30 Μαΐου του 1913. Ο Πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος διεξήχθη σ' ένα μέτωπο πολεμικών επιχειρήσεων τεραστίων διαστάσεων. Στον πόλεμο η αντιτουρκική συμμαχία των τεσσάρων κρατών της Βουλγαρίας, της Ελλάδας, της Σερβίας και του Μαυροβουνίου διέθεσε στις πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον της Τουρκίας 632.000 στρατού, έναντι 345.000 τούρκικου στρατού. Τη μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη διέθεσε η Βουλγαρία με τις 300 χιλιάδες στρατό. Η Ελλάδα στον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο αντιπαρέθεσε 150 χιλιάδες στρατό, εξοπλισμένο με 336 κανόνια γαλλικής προελεύσεως. Παράλληλα, η Ελλάδα διέθεσε τον πολεμικό στόλο σχεδόν όλης της συμμαχίας. Η χώρα μας κατά την περίοδο του πολέμου διεξήγαγε επιχειρήσεις εναντίον του τουρκικού στρατού σε δύο μέτωπα: Στη Μακεδονία(αρχίζοντας από τη Θεσσαλία) και την Ηπειρο. Στο κεντρικό μέτωπο στις 7 Οκτωβρίου, ο ελληνικός στρατός μετά από τετράωρη μάχη απελευθερώνει την Ελασσόνα. Σε συνέχεια προελαύνει και κατευθύνεται προς Τύρναβο, Σέρβια, Κοζάνη, Κατερίνη, Βέροια, τις οποίες απελευθερώνει και, τέλος, στις 26 Οκτωβρίου απελευθερώνει τη Θεσσαλονίκη. Ομως, στο μέτωπο της Ηπείρου, οι πολεμικές επιχειρήσεις συνεχίστηκαν ακόμα τρεις μήνες και μόνο στις 21 Φλεβάρη του 1913 ελευθερώθηκε το τελευταίο στήριγμα των Τούρκων στην Ηπειρο, τα Γιάννενα.

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι αποτέλεσαν τη συνέχεια των εθνικοαπελευθερωτικών επαναστάσεων και πολέμων των βαλκανικών λαών.

Οι Ελληνες κληρωτοί και εθελοντές της Ρωσίας στις τάξεις του ελληνικού στρατού

Οι ομογενείς της Ρωσίας εκδήλωσαν τη φιλοπατρία τους κατ' επανάληψη ποικιλότροπα ακόμα από την τρίτη μέρα της έναρξης του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου. Οι Ελληνες της Οδησσού, έδρα της Φιλικής Εταιρείας, η «Ακρόπολη» του Ελληνισμού της Αλλοδαπής, με πατριωτική έξαρση συγκεντρώθηκαν στην ελληνική Λέσχη της πόλης, που έφερνε την ονομασία «Ομόνοια», για να εξετάσουν το περίπλοκο θέμα του πολέμου και τι πρακτικά μέτρα έπρεπε να παρθούν για την αντιμετώπιση της απειλής. Επίσης, στην προαναφερόμενη συγκέντρωση, λεπτομερειακά εξετάστηκαν τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν, ώστε να είναι αποφασιστική και αποτελεσματική η συμβολή τους στην απελευθέρωση των αλύτρωτων ελληνικών εδαφών, τα οποία κατοικούνταν από Ελληνες. Ενα πρώτο οργανωτικό μέτρο για την πραγμάτωση του σκοπού τους, ήταν η συγκρότηση δεκαπενταμελούς Εθνικής Πατριωτικής Επιτροπής Οδησσού, η οποία εξέλεξε πρόεδρο της Επιτροπής τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Νοβοροσίσκ Σ. Παπαδημητρίου, ταμία τον Ελεύθερο Παυλίδη (αργότερα πρόεδρος της Ελληνικής Αγαθοεργού Κοινότητος Οδησσού) και γραμματέα τον επιχειρηματία και τραπεζίτη Τ. Ξύδα. Η Επιτροπή ήταν επιφορτισμένη με καθήκοντα - προβλήματα της αποστολής κληρωτών και εθελοντών στην Ελλάδα, τη συγκέντρωση οικονομικών πόρων για τον ελληνικό στρατό, την εξασφάλιση όλων των μεταφορικών εξόδων των κληρωτών και εθελοντών. Βάσει εγκυκλίου της ελληνικής κυβέρνησης, οι Ελληνες κληρωτοί που κατοικούσαν στην Αλλοδαπή μέσα στη χρονική περίοδο δύο μηνών ήταν υποχρεωμένοι να παρουσιαστούν στις κατά τόπους ελληνικές διπλωματικές υπηρεσίες του εξωτερικού ή εκεί που δεν υπήρχαν διπλωματικές αρχές έπρεπε να παρουσιαστούν στις ελληνικές κοινοτικές αρχές των παροικιών. Μάλιστα, ο μεγάλος αριθμός Ελλήνων κληρωτών από τις παραθαλάσσιες ρωσικές πόλεις της Μαύρης Θάλασσας, όπως η Συμβερούπολη, η Θεοδοσία, το Κερτς, το Μπατούμ κι άλλες, αμέσως μετά την ανακοίνωση της Γενικής Επιστράτευσης, αναχώρησε για την Ελλάδα. Στις 3 Οκτωβρίου του 1912 στάλθηκαν με πλοίο στην Ελλάδα από την Οδησσό 150 κληρωτοί. Ενώ την επόμενη μέρα μια άλλη ομάδα Ελλήνων εφέδρων, αποτελούμενη από 100 άτομα, στάλθηκαν στην Ελλάδα με το ρωσικό ατμόπλοιο «Κορολέβα Ολγα». Στις 6 Οκτωβρίου στην Οδησσό συγκεντρώθηκαν 350 άτομα, που βασικά προέρχονταν από τον Καύκασο και στις 8 Οκτωβρίου στάλθηκαν με ρωσικό πλοίο στον Πειραιά. Οπως αναφέρει σε υπηρεσιακό του έγγραφο ο Ελληνας γενικός πρόξενος στην Οδησσό, από τις αρχές του πολέμου μέχρι την 1η Νοεμβρίου, δηλαδή στη διάρκεια μόνον ενός μηνός, στάλθηκαν στην Ελλάδα 1.000 έφεδροι και εθελοντές 2. Επίσης, από τις αρχές του πολέμου μέχρι τις 25 Οκτωβρίου η Ελληνική Πατριωτική Επιτροπή Οδησσού έστειλε στην Ελλάδα 1.678 Ελληνες εθελοντές 3, μεταξύ των οποίων ήταν και ένας μεγάλος αριθμός εθελοντών γιατρών και νοσοκόμων. Μεταξύ αυτών που πήραν άμεσα μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις των Βαλκανικών Πολέμων, ήταν οι ομογενείς της Οδησσού Γεώργιος Γιακουμάκης, Κωνσταντίνος Καραμονέας, Ιωάννης Ψάλτης 4, Γεράσιμος Πιεράτος, ο κάτοικος του Κιέβου Γεώργιος Οικονόμου από την Κάλυμνο, ενώ ο Θωμάς Κερόγλου, ο Αντώνιος Φαφαλιός και ο Γεώργιος Βασιλειάδης, με κοινή τους αίτηση, απευθύνθηκαν στο Διοικητικό Συμβούλιο της Ελληνικής Κοινότητος Οδησσού, ζητώντας να τους συνδράμουν οικονομικώς, για να μεταβούν στην Ελλάδα και να καταταγούν στις τάξεις του ελληνικού στρατού 5.

Η κατάταξη των Ελλήνων κληρωτών της Ρωσίας συνεχίστηκε και μετά τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων.

Τα μεταφορικά μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για την αποστολή των ομογενών της Ρωσίας στην Ελλάδα

Το βασικό μέσο μεταφοράς των Ελλήνων εφέδρων και εθελοντών ήταν διά μέσω θαλάσσης, με ρωσικά πλοία, που εκτελούσαν δρομολόγια Οδησσός - Κωνσταντινούπολη - Αλεξάνδρεια - Πειραιάς. Επίσης, χρησιμοποιήθηκαν στη μεταφορά και πλοία ελληνικής πλοιοκτησίας. Η μεταφορά των Ελλήνων εφέδρων και εθελοντών διά μέσω των Στενών διήρκεσε μέχρι τις 11 Οκτωβρίου του 1912. Αργότερα, η διέλευση των Στενών εγκυμονούσε κινδύνους. Μετά την απαγόρευση της διέλευσης, μεμονωμένοι ομογενείς κληρωτοί ως ταξιδιώτες μπορούσαν να φύγουν από την Οδησσό με τα ρωσικά ατμόπλοια. Για τη μεταφορά χρησιμοποιήθηκαν τα ρωσικά ατμόπλοια: «Τσερνομόρ», «Αφον», «Κορολέβα Ολγα», «Αυτοκράτορας Νικόλας II» και άλλα. Επίσης, τα ρωσικά ατμόπλοια μετέφεραν Ελληνες κληρωτούς και εθελοντές στην Ελλάδα από την Κωνσταντινούπολη και την Αλεξάνδρεια. Μετά τη δημιουργηθείσα κατάσταση της διέλευσης των Στενών, οι Ελληνες κληρωτοί στέλνονταν στην Ελλάδα σιδηροδρομικώς μέσω Ρωσίας - Βουδαπέστης - Ελλάδας. Τέλος, αρκετοί Ελληνες κληρωτοί της Ρωσίας στάλθηκαν στην Ελλάδα μέσω Οδησσού - Βάρνας με πλοία. Ομως, ο δρόμος αυτός χρησιμοποιήθηκε μέχρι το τέλος του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου.

Οικονομική συμβολή των Ελλήνων της Ρωσίας στους Βαλκανικούς Πολέμους

Η οικονομική συμβολή των 800 χιλιάδων ομογενών της Ρωσίας 6 στους Βαλκανικούς Πολέμους έλαβε τεράστιες διαστάσεις. Στις πολυάριθμες ελληνικές παροικίες, τα διοικητικά όργανα πήραν διάφορα οργανωτικά και πρακτικά μέτρα για την αποτελεσματική και καρποφόρα οικονομική ενίσχυση του αγώνα του λαού μας. Οι ομογενείς της Ρωσίας όχι μόνο συμμετείχαν δραστήρια στα πολεμικά γεγονότα, αλλά επωμίστηκαν και την τεράστια οικονομική υποστήριξη του αγώνα για την ενσωμάτωση των ελληνικών εδαφών.

Στα τέλη Νοεμβρίου του 1912, οι ομογενείς της πόλης της Φιλικής Εταιρείας, που ανέρχονταν στις 15 χιλιάδες άτομα 7 πρόσφεραν στον αγώνα του ελληνικού λαού 90.000 χρυσά φράγκα, το μεγαλύτερο χρηματικό ποσό απ' όλους τους ομογενείς της Αλλοδαπής.

Ο απαράμιλλος πατριωτισμός των Ελλήνων της Ρωσίας εκφράστηκε ιδιαίτερα προς τους τραυματίες του πολέμου. Στο πρώτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου του 1912, οι ομογενείς της Οδησσού συγκέντρωσαν το ποσό των 20.000 ρουβλίων για την αγορά ιατροφαρμακευτικού υλικού για την Ελλάδα. Ενώ από την ίδια πόλη στάλθηκαν στον Ερυθρό Σταυρό 5.500 ρούβλια. Το ελληνικό προξενείο της πόλης Ταγκαρόγκ συγκέντρωσε για τον ελληνικό στρατό 20.000 ρούβλια, τα οποία διατέθηκαν για την αγορά ειδών επισιτισμού και υγειονομικού υλικού για τον ελληνικό στρατό. Ενώ οι ομογενείς της Μόσχας πρόσφεραν 12.526 χρυσά φράγκα, τα οποία διατέθηκαν για τα ορφανά του πολέμου. Στον έρανο αυτόν πήραν μέρος 75 ομογενείς της Μόσχας, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν ο Ιωάννης Χατζηκώστας, ο Αντώνης Κουντούρης, η η Εταιρεία Χριστοφόρωφ, ο Ιωάννης Πάγκαλος, ο Γρηγόρης και Αλέξανδρος Ρωσσόλημος, ο Νικόλαος Μαρινάκης κι άλλοι. Η ελληνική παροικία του Κιέβου πρόσφερε 1.275 φράγκα. Η ελληνική Πατριωτική Επιτροπή Οδησσού διενήργησε στις 8 Οκτωβρίου έρανο μεταξύ 17 ομογενών της πόλης και μόνο σε μια μέρα συγκέντρωσε το χρηματικό ποσό των 17.000 ρουβλίων. Η ίδια Επιτροπή επίσης έστειλε στην Αθήνα για τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό το χρηματικό ποσό των 100 χιλιάδων φράγκων, που είχε συγκεντρωθεί από τους ομογενείς της Οδησσού 8, προκειμένου να διατεθεί για τους Ελληνες στρατιώτες τραυματίες. Από την έναρξη του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου μέχρι και το Μάη του 1913, στάλθηκαν από τους Ελληνες της Ρωσίας στα ελληνικά νοσοκομεία άλλες 25.376 δραχμές. Επίσης στην Ελλάδα από την ομογένεια της Ρωσίας στάλθηκε ποικίλο υλικό για τις ανάγκες του ελληνικού στρατού, όπως εσώρουχα, κλινοσκεπάσματα, υποκάμισα και άλλο υγειονομικό υλικό, ενώ το εργοστάσιο μακαρονοποιίας του ομογενή Πανδάκη έστειλε στη μαχόμενη Ελλάδα 60 κάσες μακαρόνια 9.

Η Ελληνική Πατριωτική Επιτροπή Οδησσού εξασφάλισε όλα τα μεταφορικά έξοδα των κληρωτών και εθελοντών, των νοσοκομειακών τμημάτων.

Από διπλωματικά έγγραφα του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στην Οδησσό, προκύπτει ότι στάλθηκε μόνον από τους ομογενείς της Ρωσίας μέσω του Προξενείου το τεράστιο χρηματικό ποσό των 535.730,16 δραχμών.

Αυτή η περιληπτική περιγραφή των γεγονότων αποτελεί μια αναφορά στο τεράστιο έργο βοηθείας των ομογενών της Ρωσίας προς τον αγωνιζόμενο ελληνικό λαό.

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι αποτέλεσαν ένα μεγάλο βήμα για την επίλυση του εθνικού προβλήματος. Σταθεροποιήθηκε η θέση των βαλκανικών λαών. Ο Λένιν υπογράμμισε ότι οι πόλεμοι αυτοί σημαίνουν την εξασφάλιση της κοινωνικής ανάπτυξης των βαλκανικών χωρών, που εμπόδιζε ο απολυταρχισμός και τα δουλοπαροικιακά υπολείμματα. Η τετραπλή συμμαχία των βαλκανικών λαών αποτέλεσε ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός σχετικά με την καταστροφή των μεσαιωνικών υπολειμμάτων στην Ανατολική Ευρώπη 10. Ετσι, το εθνικό ζήτημα στα Βαλκάνια έκανε τεράστια βήματα για την επίτευξη της λύσης του. Εγκαινιάζεται μια νέα περίοδος στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια ιστορία. Σ' αυτό έγκειται και ο προοδευτικός χαρακτήρας των Βαλκανικών Πολέμων.

Παραπομπές:

1. Εφημερίδα «Οντέσκι Κουρίερ», 25 Οκτωβρίου 1912

2. Αρχείο υπουργείου Εξωτερικών Ελλάδας, Φάκελος 8, Υποφάκελος 2, Τμήμα 3.

3. Εφημερίδα «Γιούζναγια Μισλ», 25 Οκτωβρίου 1912.

4. Κρατικό Αρχείο Περιοχής Οδησσού: Απόθεμα 765, Καταγραφή 1, Φάκελος 25, Φύλλα 38, 61-70.

5. ΚΑΠΟ, Απόθεμα 765, Καταγραφή 1, Φάκελος 24, Φύλλα 49, 54, 71.

6 Εφημερίδα «Γιούζναγια Μισλ», 11 Οκτωβρίου 1912.

7. Μ. Δενδρία. Αι ελληνικαί παροικίαι ανά τον κόσμο, Εν Αθήναις 1919, σελίδα 20.

8. Εφημερίδα «Γιούζναγια Μισλ», 25 Οκτωβρίου 1912.

9. Εφημερίδα «Οντέσκι Λιστόκ», 1912, Νο 267.

10. Εφημερίδα «Πράβντα», 3 Νοεμβρίου 1912.


Κώστας ΑΥΓΗΤΙΔΗΣ
Καθηγητής Ιστορίας - ΕρευνητήςΜέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών

Ατέλειωτες μπορούν να είναι οι σελίδες για τις γυναίκες που έγραψαν τη δική τους ιστορία μέσα στις γραμμές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ). Γυναίκες που δικαιωματικά τους ανήκει μια περίοπτη θέση στο Πάνθεον των ηρωίδων του λαϊκο-δημοκρατικού αγώνα και της σύγχρονης Νεοελληνικής Ιστορίας. Η δράση του ΔΣΕ αποτελεί την κορυφαία στιγμή της ταξικής πάλης στην Ελλάδα κατά τον 20ό αιώνα, όπου αντιπαρατέθηκε η ένοπλη μαζική λαϊκή πάλη με την ένοπλη και θεσμική κρατική βία, ενώ ο ΔΣΕ έβαλε το δικό του βάρος υπέρ του αγώνα των λαών, σε μια περίοδο που ο ιμπεριαλισμός είχε ξεκινήσει το λεγόμενο ψυχρό πόλεμο. Είναι φυσικό σε μια τέτοια σύγκρουση, που οι λαϊκοί αγωνιστές ξεπέρασαν τους εαυτούς τους, να αναδειχτούν πολλές ηρωικές μορφές. Ανάμεσά τους οι γυναίκες μαχήτριες του ΔΣΕ. Δημοσιεύουμε σήμερα κάποια πολύ ενδεικτικά περιστατικά και συγκεκριμένες περιπτώσεις αγωνιστριών από τη Δυτική Μακεδονία.

Αντάρτισσες στη Δυτική Μακεδονία

Στη μάχη έτρεχαν τραγουδώντας, στην ανάπαυλα πλένονταν, χτενίζονταν, έδεναν τα μαλλιά τους με κόκκινη κορδέλα κι άρχιζαν το χορό. «Αντε γιούρια-γιούρια, άντε κι ο πόλεμος θέλει τραγούδια...».

Οι νεαρές αντάρτισσες στο Δημοκρατικό Στρατό, στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας, ήταν από τις πιο μαχητικές. Παρουσιάζουμε σήμερα ενδεικτικά κάποιες ηρωικές μορφές που ίσως στο μέλλον θα εμπνεύσουν τη νέα γενιά να τις απαθανατίσει μέσα από την τέχνη.

Ο «Ελληνικός Βορράς», γνωστή ακροδεξιά εφημερίδα της Θεσσαλονίκης στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, έβριζε σχεδόν σε κάθε φύλλο του, ακόμα και με το κύριο άρθρο του, με χυδαίες βρισιές την Κατίνα Βουνοτρυπίδου, για τη δράση και τη μαχητικότητά της στην Εθνική Αντίσταση και στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας μέχρι το θάνατό της.

Σκοτώθηκε το 1948 στην περιοχή Γρεβενών σε μάχη με τον κυβερνητικό στρατό, μας γράφει ο Ευστάθιος Γιαννακιτσίδης.

Σταχυολογούμε κάποια αποσπάσματα από το χειρόγραφο βιβλίο του Παναγιώτη Γραμματικόπουλου που δημοσιεύτηκαν στον «Εορδαϊκό Παλμό» (21-7-2004).

Κατίνα Βουνοτρυπίδου

... Η Κατίνα γεννήθηκε το 1927 στην Πτολεμαΐδα από Ελληνες γονείς του Πόντου, οι οποίοι μετοίκησαν το 1922 στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στα Καϊλάρια δηλαδή στη σημερινή Πτολεμαΐδα. Ο πατέρας της, ο Μήτος, ήταν ένα από τα πρώτα μέλη του ΚΚΕ στην Πτολεμαΐδα. Ο Μήτος είχε τέσσερα παιδιά, δυο κορίτσια και δυο αγόρια.


Αγωνιστές όλα τα αδέλφια, αλλά, όπως σημειώνει ο βιογράφος της:

...«Η Κατίνα δε διέφερε στον χαρακτήρα και στην έκφραση μόνον από τ' αδέλφια της αλλά απ' όλους τους νέους και τις νέες εκείνης της εποχής. Η Κατίνα είχε δική της προσωπικότητα, δική της φινέτσα, η Κατίνα είχε δυνατή ψυχή, σιδερένια καρδιά, ακατάβλητη αποφασιστικότητα και ατσαλένια θέληση.

Κάποια νύχτα του 1948 που εισέβαλαν οι αντάρτες του ΔΣΕ στην Πτολεμαΐδα, η Κατίνα δεν επεδίωξε να επισκεφθεί τη μάνα της, τον μικρό αδερφό της, τις φίλες της, κάποιους συγγενείς, είπε μέσα της "νυν υπέρ πάντων ο αγών". Σκαρφάλωσε σ' αυτό το κάστρο και ανέβηκε στο δώμα του, αφού έδωσε τα στοιχεία της ταυτότητάς της κάλεσε τους φαντάρους να ενωθούν με τους αντάρτες, "είμαστε, είπε, όλοι παιδιά του λαού, δεν είμαστε ούτε Αγγλοι, ούτε Αμερικάνοι, είμαστε όλοι παιδιά της Ελλάδας, στις μεταξύ μας συγκρούσεις χάνεται ο ανθός της αυριανής Ελλάδας, τελικά θα βγούνε κερδισμένοι οι Αγγλοαμερικάνοι που με τις υποτακτικές κυβερνήσεις και με τα άλλοτε τσιράκια των Γερμανών θα υποδουλώσουν για πάντα τον λαό μας".

Η φωνή της ήταν γνώριμη στους ομοϊδεάτες της, αλλά και στην τοπική αντίδραση. Σαν απάντηση της πρόσκλησης ακούστηκε ένα χυδαίο και ακατονόμαστο υβρεολόγιο από τους φανατισμένους δοσίλογους που ανάγκασαν τη μικρή καπετάνισσα να ανταπαντήσει με μια ριπή πολυβόλου που κρατούσε όρθια πάνω στο δώμα. Με τα κοφτά της βόλια σταμάτησε την αλήτικη συμπεριφορά. Τη νεότερη Σουλιώτισσα τη ζήλεψε ο χάρος και βγήκε παγανιά, της έστησε καρτέρι κάπου στις σκοτεινές ρεματιές των Γρεβενών, ο χάρος της έκοψε το νήμα της ζωής, της άρπαξε τη ζωή, δεν μπόρεσε να κυριεύσει την καρδιά της, αυτήν την είχε τάμα στον λαό και στην Ελλάδα και τη χάρισε...».

Η μελλοθάνατη νύφη


Ενα κείμενο της Λουκίας Πιστικίδου - Δρόσου, που αναφέρεται στη δασκάλα Κούλα Μητρούλη, μας μιλά για μια ακόμα άγνωστη στους πολλούς ηρωίδα, τίτλος: «Το τακούνι της μελλοθάνατης».

«Απρίλης 1941. Εισβολή των Γερμανών στη Δυτική Μακεδονία. Ο στρατός μας αντιστέκεται. Γίνεται σκληρή μάχη στην Κλεισούρα. Υπάρχουν νεκροί και τραυματίες. Ανάμεσα στους νεκρούς μας και ο υποδιοικητής του 27ου Συντάγματος Πεζικού, Κοντός. Τέσσερις νεκροί στρατιώτες μας είναι θαμμένοι στο Δημοτικό Πάρκο της Πτολεμαΐδας. Αντίκρυ τους, έξι τάφοι Γερμανών από τους νεκρούς της ίδιας μάχης. Η δασκάλα Κούλα Μητρούλη από το Μπλάτσι, υπηρετεί στην Πτολεμαΐδα.

Μάρτης 1942. Πρώιμη άνοιξη στη Μακεδονία. Τα λουλούδια θρασομανούν ολάνθιστα. Η Κούλα προβληματίζεται για το γιορτασμό της Εθνικής μας γιορτής. Αποφασίζει να πλέξει με ανοιξιάτικα λουλούδια ένα ωραίο στεφάνι και να το καταθέσει στους τάφους των τεσσάρων στρατιωτών μας. Με την έγκριση και του επιθεωρητή της οδηγεί τους μαθητές της στο πάρκο. Τους παρατάσσει δεξιά και αριστερά από τους τάφους και με συγκινητική προσφώνηση καταθέτει το στεφάνι. Εκπληκτοι και με κρυφή περηφάνια παρακολουθούν την τελετή οι λίγοι κάτοικοι που βρέθηκαν εκεί κοντά.

Αλλά δεν είδαν μόνον αυτοί την κατάθεση του στεφανιού. Απέναντι στο Δημαρχείο έχει την έδρα του το Γερμανικό Φρουραρχείο. Από τον εξώστη του ο "Ελληνας" καλοπληρωμένος καταδότης βλέπει τα πάντα. Χωρίς να χάσει λεπτό, ενημερώνει με κάθε λεπτομέρεια τον Γερμανό φρούραρχο Φριτς.

Αμέσως ξεκινά η διαδικασία δίωξης. Συλλαμβάνεται, οδηγείται στον Γερμανό φρούραρχο στον οποίο ομολογεί με θάρρος και περηφάνια την πράξη της. Ο Ελληνας διερμηνέας θέλει να ελαφρύνει τη θέση της. Μεταφράζοντας την ομολογία της προσθέτει ότι πρόκειται για τρελή. Ο λοχίας φρούραρχος όμως από την αγέρωχη στάση και το ύφος της κατάλαβε ότι δεν πρόκειται για τρελή. Τη μαστιγώνει ανελέητα και της ξεσχίζει τα φορέματά της. Διατάζει να γίνουν ανακρίσεις από τον επιθεωρητή της και να παραπεμφθεί σε δίκη στα ελληνικά δικαστήρια.

Μόνο αν δήλωνε ότι κατέθεσε στεφάνι και στους τάφους των Γερμανών στρατιωτών, μπορούσε να ελαφρύνει τη θέση της, της προτείνει ο επιθεωρητής της. Το αρνείται. Παραπέμπεται στο κατοχικό δικαστήριο της Κοζάνης (πρόεδρος Δουμπόγιας). Προς τιμήν του το δικαστήριο την απαλλάσσει με το αιτιολογικό της "πλήρους συγχύσεως".

Ομως, αν γλίτωσε από τα πολιτικά κατοχικά δικαστήρια, δεν έγινε αργότερα το ίδιο και με το ελληνικό στρατοδικείο, όπου παραπέμφθηκε ως στέλεχος του ΚΚΕ. Καταδικάστηκε σε θάνατο γιατί δεν αρνήθηκε την ιδεολογία της».

«Τα στοιχεία που παραθέτω, γράφει η Λουκία Πιστικίδου-Δρόσου, είναι από ανέκδοτη εργασία με τίτλο "Η Πίνδος ομιλεί" του αξέχαστου δημοσιογράφου και αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης Σταύρου Θεοδοσιάδη, εκδότη της εφημερίδας της Κοζάνης "Βόρειος Ελλάς".

O Παπαδημήτρης Βασιλειάδης, που συνόδεψε την αγωνίστρια ως ιερέας στον τόπο της εκτέλεσης, περιγράφει στον Θεοδοσιάδη:

» Το αυτοκίνητο σταματάει μόλις φτάσαμε στον τόπο της εκτελέσεως. Κατεβήκαμε και περιμέναμε τη Βλατσιώτισσα αλλά ακούμε εν τω μεταξύ ένα σαματά, έναν καυγά. Διακρίναμε τη φωνή της και τις διαμαρτυρίες της κατά των στρατιωτών. Τι είχε συμβεί; Οπως έκανε να κατεβεί από το αυτοκίνητο πιάστηκε το τακούνι της από την πόρτα και βγήκε. Ετσι βρέθηκε κάτω χωρίς το ένα τακούνι στο σκαρπίνι. Ζητούσε από τους στρατιώτες επιμόνως ν' ανεβούν στο αυτοκίνητο να της βρουν το τακούνι.

- "Μα σε γάμο πάμε βρε κοπέλα μου", λέει ένας στρατιώτης.

- "Μάλιστα, σε γάμο πάω εγώ, παντρεύομαι το χάρο... θέλω το τακούνι μου. Τι με κοιτάτε έτσι; Μπρος, να βρείτε το τακούνι μου. Δε θέλω να με δει ο χάρος να κουτσαίνω, δεν είμαι κουτσή".

» Πλησίασα σιγά-σιγά, συνέχισε ο εφημέριος. Ηταν πράγματι μια ωραία κοπέλα, έξυπνη, υπερήφανη. Τώρα ξημέρωνε και την έβλεπα καλά. Τη νύχτα που πήγα να τη μεταλάβω δεν την είχα προσέξει.

Χαμογέλασε όταν οι στρατιώτες της είπαν ότι βρήκαν το τακούνι και τους έδωσε το καινούριο σκαρπίνι της να της το καρφώσουν. Οταν ξαναφόρεσε το σκαρπινάκι της με το τακούνι τώρα, πήρε μια στάση υπερήφανη ατενίζοντας όλους μα με τη σειρά και τελευταία έριξε το βλέμμα της προς τον Ολυμπο όπου είχε αρχίσει το λυκαυγές να ρίχνει ένα αμυδρό φως. Προχωρεί τώρα προς τον τόπο του μαρτυρίου, ομιλεί και εξηγεί την επιμονή της για το τακούνι.

"Θα σταθώ απέναντί σας ορθή, περήφανη, γελαστή", λέγει.

Και πράγματι, στάθηκε ως το τέλος περήφανη, ορθή με το χαμόγελο στα χείλη, ντυμένη με τα καλύτερα φορέματά της. Εμοιαζε πράγματι μια νύφη μελλοθάνατη. Της ζητούμε αν θέλει τίποτε να πει. "Τίποτε" λέει, αλλά σε λίγο προσθέτει: "Αν περιμέναμε λιγάκι ακόμη να με ιδεί ο ήλιος".

Αυτή ήταν η τελευταία θέλησή της. Της κάνουν τη χάρη. Βγαίνει ο ήλιος. Τον ατενίζει εν σιγή. Τον αποχαιρετά. Κάτι μουρμουρίζει, αλλά δεν ακούγεται. Μετά δυσφορίας δέχεται να της δέσουν τα μάτια.

» Και ιδού ακούγεται η ομοβροντία και σωριάζεται κάτω η νύφη... Εχασε τη ζωή, αλλά το χαμόγελο μένει ζωγραφισμένο στο πρόσωπο».

Δυο αδελφές, την ίδια ώρα...

Η Αθανασία και η Λυδία Καλαϊτζίδου από μικρές έμαθαν ν' αγαπούν το λαό και τους λαϊκούς αγώνες. Η μητέρα τους που καταγόταν από τη Γεωργία, τις νανούριζε με τα ρούσικα επαναστατικά τραγούδια, τις διαπαιδαγωγούσε με τις ηρωικές παραδόσεις του λαού μας κι όταν πια μεγάλωσαν κι είδαν πως τα παραμύθια της μάνας για την αδικία και τις ηρωικές εποποιίες ξετυλίγονταν ζωντανά στη ζωή, όταν είδαν ότι μαύρη σκλαβιά βαραίνει τη χώρα μας, ρίχτηκαν και οι δυο ολόψυχα στον αγώνα της λευτεριάς.

Η Αθανασία Καλαϊτζίδου γεννήθηκε στις 26 του Ιούλη 1926 στο χωριό Κάτω Κλεινές Φλώρινας. Από μικρή ακόμα ξεχωρίζει για την εξυπνάδα της και τη δίψα να μαθαίνει. Ακόμα και από τη Β΄ τάξη του δημοτικού σχολείου, φάνηκε ότι είχε κλίση στη λογοτεχνία, γιατί αρχίζει να γράφει ποιηματάκια και μικρά διηγήματα.

Τόσο στο δημοτικό σχολείο όσο και στο Γυμνάσιο που αργότερα πήγε η Αθανασία, ήταν πάντοτε η καλύτερη μαθήτρια. Η δίψα που είχε για μάθηση, η λαϊκή της προέλευση και η επαναστατική διαπαιδαγώγηση που έπαιρνε από το σπίτι, την οδηγούν στις γραμμές της ΟΚΝΕ από τη Β΄ τάξη του Γυμνασίου. Με την καθοδήγηση της ΟΚΝΕ που της άνοιξε πλατιούς ορίζοντες, η Αθανασία αναπτύσσει μεγάλη δραστηριότητα μέσα στο Γυμνάσιο. Γι' αυτή της τη δράση και για τις προοδευτικές της αντιλήψεις, αποβάλλεται για οκτώ μέρες από το Γυμνάσιο και πέφτει στη δυσμένεια των καθηγητών.

Με την ίδρυση της ΕΠΟΝ γίνεται μέλος της και αργότερα με την ακούραστη δράση της εξελίσσεται σε στέλεχος του Περιφερειακού Συμβουλίου της ΕΠΟΝ Φλώρινας. Ακούραστη ΕΠΟΝίτισσα, δραστήρια και πρωτόβουλη, δεν έχανε ποτέ την ψυχραιμία της και στις πιο δύσκολες στιγμές.

Μέσα στο 1943 τρεις φορές κυκλώθηκε από τους χιτλερικούς καταχτητές μα πάντα κατόρθωνε να τους ξεγελά με διάφορα τεχνάσματα. Σ' αυτά τα χρόνια της σκληρής χιτλεροφασιστικής δοκιμασίας, που καμία χαρά δεν απόμεινε γύρω, η Αθανασία αισθάνεται να την πλημμυρίζουν χίλια όμορφα αισθήματα για τη ζωή. Τα αισθήματά της αυτά αρχίζει να τα κάνει επαναστατικά τραγούδια.

Μέσα στη μεταβαρκιζιανή αιματηρή περίοδο, η Αθανασία δε λυγίζει, δε σταματάει ούτε για μια στιγμή τον αγώνα.

Τον Μάη του 1945 με προδοσία πιάνεται και βασανίζεται άγρια. Αναίσθητη από το ξύλο οι βασανιστές της την εγκατέλειψαν στο δρόμο του Αμυνταίου νομίζοντας πως δε θα ζήσει πια. Μα η Αθανασία αντλώντας δύναμη από τη φλόγα της ψυχής της, καταφέρνει να φτάσει ως το Ξινό Νερό και να γιατρέψει τις πληγές της. Και να 'την πάλι ανάμεσα στη νεολαία της Φλώρινας. Ξαναπιάνεται όμως από την ασφάλεια σε μια παράνομη συγκέντρωση, με προδοσία. Περνά από δικαστήριο και δικάζεται έξι μήνες φυλακή. Οργανώνει μαθήματα και την ψυχαγωγία των φυλακισμένων.

Αποφυλακίστηκε στις αρχές του Οκτώβρη 1945 και συνέχισε το γυμνάσιο καθοδηγώντας τη μαθητική νεολαία. Το 1946, λίγες μέρες αφού τελείωσε το σχολείο, βγήκε αντάρτισσα στο βουνό με κλονισμένη υγεία από τα βασανιστήρια και τις κακουχίες.

Στις σκληρές μάχες του 1948 στο Γράμμο, η λεβέντισσα ΕΠΟΝίτισσα σκοτώθηκε. Κυκλωμένη με την ομάδα της στο ταμπούρι, πολέμησε μ' όλες της τις δυνάμεις τον εχθρό μέχρι και την τελευταία της πνοή.

Την ίδια στιγμή σκοτωνόταν στο Γράμμο και η αδελφή της Λυδία. Οι δυο αδελφές που δε γνώρισαν στη ζωή τους παρά μοναχά την πάλη για μια λεύτερη και ευτυχισμένη Ελλάδα, σφράγισαν με το αίμα τους αυτό που πίστευαν - εκείνους τους ευγενικούς όμορφους κόσμους που τις νανούριζε η μανούλα στα μικρά τους χρόνια.

Η Λυδία ήταν δυο χρόνια μικρότερη από την Αθανασία. Και η Λυδία ήταν το ίδιο καλή μαθήτρια όπως και η Αθανασία και της άρεσε πολύ η ποίηση. Με ιδιαίτερη αγάπη διάβαζε τα ποιήματα του εθνικού μας ποιητή Κωστή Παλαμά. Το 1943 όντας στην Α΄ τάξη του Γυμνασίου, παίρνει μέρος στον αγώνα μέσα από το Γυμνάσιο σαν αετόπουλο.

Το 1944 η Λυδία οργανώνεται στην ΕΠΟΝ, γίνεται το δεξί χέρι της αδελφής της. Μαζί με άλλους ΕΠΟΝίτες και ΕΠΟΝίτισσες του χωριού της ενισχύει τον ΕΛΑΣ με τρόφιμα, ρούχα, πολεμοφόδια και φαρμακευτικό υλικό, το οποίο έβγαζε μόνη της από τη Φλώρινα. Μετά τη Βάρκιζα συνεχίζει τη δράση της σαν γραμματέας της ΕΠΟΝ του χωριού της.

Στις 15 του Ιούλη 1947 πιάνεται μαζί με τη μάνα της και τη μικρότερη αδελφή της, βασανίζεται και κλείνεται για μια βδομάδα στη φυλακή.

Με την απελευθέρωσή της βγαίνει στο βουνό και συνεχίζει τη δράση της σαν μαχήτρια του ΔΣΕ. Για την εξαιρετική της μαχητικότητα στέλνεται στη Σχολή Αξιωματικών του Γενικού Αρχηγείου. Κι εδώ όπως προηγούμενα στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο, η Λυδία είναι από τους πρώτους μαθητές.

Ανάμεσα σε τόσους μπαρουτοκαπνισμένους μαχητές, η Λυδία καταφέρνει και έρχεται τρίτη σε σειρά επιτυχίας και στέλνεται πολιτικός επίτροπος διμοιρίας. Σεμνή, θαρραλέα, πρόσχαρη και πρόθυμη, η λεπτόσωμη Λυδία επιβάλλεται αμέσως στους μαχητές της που την αγαπούσαν και τη σέβονταν.

Πολεμάει παλικαρίσια στις μάχες του Μετσόβου, της Μπουργκάνας και του Γράμμου, εκτελεί με επιτυχία κάθε της αποστολή.

Στις 13 του Ιούλη στο Ταμπούρι τραυματίζεται στο πόδι. Οι μαχητές της επιμένουν να τη στείλουν πίσω. Μα η Λυδία δε δέχεται. Τραυματίας καθώς είναι, πηγαίνει να επιδέσει μια μαχήτρια της διμοιρίας της. Εκεί επάνω σκοτώθηκε η Λυδία από βλήμα όλμου, πιστή μέχρι την τελευταία της στιγμή στην εκτέλεση του καθήκοντος.


Επιμέλεια:
Αλίκη ΞΕΝΟΥ - ΒΕΝΑΡΔΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ