Κυριακή 9 Απρίλη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΕΡΝΕΣΤ ΤΕΛΜΑΝ
Οι αντιφασιστικοί αγώνες των Γερμανών κομμουνιστών

67 χρόνια από τη σύλληψη του μεγάλου Γερμανού κομμουνιστή ηγέτη

Ο Ερνεστ Τέλμαν
Ο Ερνεστ Τέλμαν
Στις 3 Μάρτη του 1933, το χιτλερικό καθεστώς συνέλαβε τον ηγέτη του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, Ερνεστ Τέλμαν. Η σύλληψη έγινε δύο μέρες πριν την πραγματοποίηση των τελευταίων πολυκομματικών εκλογών για το Ράιχσταγ και ασφαλώς δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Επρόκειτο για ένα μελετημένο βήμα των ΝΑΖΙ, στην προσπάθειά τους να σταθεροποιήσουν και να ενισχύσουν τη δικτατορία τους, σμπαραλιάζοντας την αντίσταση της εργατικής τάξης, του λαού και, φυσικά, του συνόλου των αντιφασιστικών κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων της Γερμανίας. Οι εξελίξεις που διαδραματίστηκαν μετά τη σύλληψη του Γερμανού κομμουνιστή ηγέτη, αλλά κι ο προβοκατόρικος εμπρησμός του Ράιχσταγ που έγινε λίγες μέρες πριν, στις 27/2/1933, και αποδόθηκε στους κομμουνιστές, αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Οι ΝΑΖΙ ήξεραν πολύ καλά τι έκαναν. Είχαν πλήρη επίγνωση της κοινωνικοπολιτικής κατάστασης στη χώρας τους και γνώριζαν από ποια πλευρά το καθεστώς τους διέτρεχε τον ουσιαστικότερο κίνδυνο. Ακριβώς γι' αυτό το λόγο, ο Χίτλερ είχε ξεκαθαρίσει, σε μια από τις πρώτες συνεδριάσεις του υπουργικού του συμβουλίου, πως ο θρίαμβος του Ναζισμού περνούσε μέσα από τη συντριβή του Γερμανικού ΚΚ. Για να έχουμε, όμως, μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα όλων αυτών, έχει σημασία να δούμε εν συντομία πώς ο ναζισμός έγινε κυρίαρχη πολιτική δύναμη στη Γερμανία και πώς το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, με ηγέτη τον Τέλμαν, αγωνίστηκε να αποτρέψει, τόσο αυτήν την εξέλιξη, όσο και τα χειρότερα, που, δυστυχώς, έμελλε να τα γευτεί ολόκληρη η ανθρωπότητα.

Ο φασισμός στη Γερμανία

Ο φασισμός - σε οποιαδήποτε εκδοχή του κι αν τον εξετάσουμε - ήταν και είναι δημιούργημα του καπιταλιστικού συστήματος στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο. Γι' αυτό και η Κομμουνιστική Διεθνής, αναλύοντας το φαινόμενο με επιστημονικούς όρους, στα σπουδαιότερα ντοκουμέντα της - ιδιαίτερα σ' αυτά της δεκαετίας του '30 - υπογραμμίζει πως «ο φασισμός είναι η ανοιχτή τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών, των πιο σοβινιστικών και των πιο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου». Τρανταχτή απόδειξη αυτού του ορισμού για το χαρακτήρα του φασισμού είναι η γερμανική περίπτωση.

Η Δίκη της Λειψίας. Στο εδώλιο ο Γκεόργκι Δημητρόφ
Η Δίκη της Λειψίας. Στο εδώλιο ο Γκεόργκι Δημητρόφ
Στη Γερμανία, το μονοπωλιακό κεφάλαιο πρωταγωνίστησε, ώστε να έρθει ο Χίτλερ στην εξουσία. Αρχισε, μάλιστα, να τον ενισχύει από τη δεκαετία του 1920, ενώ πίσω από αυτήν την ενίσχυση βρίσκονταν, ουσιαστικά, τα αγγλοαμερικανικά πολυεθνικά μονοπώλια, τα οποία, ανορθώνοντας τη γερμανική αστική τάξη, έφεραν στην ημερήσια διάταξη και τις ιμπεριαλιστικές ορέξεις της τελευταίας, γεγονός που αποτέλεσε και την προϋπόθεση της ανόδου του γερμανικού φασισμού.

Τον Απρίλη του 1927, ο Χίτλερ συναντήθηκε με τετρακόσιους επιχειρηματίες στη βίλα του Κρουπ στην Εσση. Με την πράξη τους αυτή, οι εν λόγω καπιταλιστές δήλωναν την υποστήριξη τους στο ναζιστικό κόμμα και άρχισαν να το χρηματοδοτούν. Τον Οκτώβρη του 1931, συγκροτήθηκε το «μέτωπο του Χάρτσμπουργκ», που ήταν ένας συνασπισμός των φασιστών με τα μονοπώλια, τους στρατηγούς και τους Γιούνκερς και στα μέσα Δεκέμβρη του ίδιου έτους η αριστοκρατία της Ανατολικής Πρωσίας ζήτησε από τον πρόεδρο της χώρας, στρατάρχη Χίντενμπουργκ, να διορίσει καγκελάριο τον Χίτλερ. Παρόμοια πρόταση θα κάνουν το Νοέμβρη του 1932 17 μεγάλοι Γερμανοί βιομήχανοι και τραπεζίτες με αποτέλεσμα, λίγο αργότερα, στις 4 Γενάρη του 1933 να ληφθεί, η τελική απόφαση για παράδοση της εξουσίας στους ΝΑΖΙ, σε σύσκεψη που έγινε στο σπίτι του τραπεζίτη Σρέντερ στην Κολωνία. Στη σύσκεψη αυτή, φιγουράρουν τα ονόματα των μονοπωλητών Σρέντερ, Φέγκλερ, Κίρντορφ, Τίσεν και των πολιτικών εκπροσώπων του κεφαλαίου Πάπεν και Χούγκενμπεργ. Η υλοποίηση της προαναφερόμενης απόφασης θα γίνει λίγες μέρες μετά, στις 30/1/1933, όταν ο Πρόεδρος της χώρας, Χίντενμπουργκ, θα χρίζει τον Χίτλερ καγκελάριο, με αντικαγκελάριο τον Πάπεν.

Η πάλη του Γερμανικού ΚΚ ενάντια στο φασισμό

Η πολιτική εκείνη δύναμη που εναντιώθηκε με σταθερότητα και συνέπεια στην άνοδο του φασισμού στη Γερμανία ήταν το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Ο αντιφασιστικός αγώνας ήταν, πρώτα απ' όλα, ένας αγώνας ταξικός και οι Γερμανοί κομμουνιστές το ήξεραν καλά αυτό. Είχαν, άλλωστε, όλες τις ευκαιρίες για να το διαπιστώσουν. Ο αγώνας αυτός οξύνθηκε ιδιαίτερα στις αρχές της 10ετίας του '30 και η οξύτητα αυτή πήρε πρωτοφανείς διαστάσεις το 1932. Από τη μια μεριά, οι κομμουνιστές παρουσίαζαν συνεχώς ανοδική πορεία και, από την άλλη, ο φασισμός γινόταν όλο και πιο απειλητικός.

Το ΚΚ Γερμανίας στο «Πρόγραμμα για την κοινωνική και πολιτική απελευθέρωση του γερμανικού λαού», που ψηφίστηκε το καλοκαίρι του 1930, τόνιζε πως ο φασισμός σαν κόμμα της άκρας αντίδρασης αποτελεί σοβαρό κίνδυνο και ότι οι σκοποί του εκφράζουν τις επιδιώξεις των άκρως αντιδραστικών και επιθετικών ιμπεριαλιστικών κύκλων. Επίσης, στις αρχές του 1932, η ΚΕ του κόμματος σημείωνε πως ο φασισμός που είχε αισθητά δυναμώσει μπορούσε να συντρίψει τους εργάτες, αν αυτοί δεν ένωναν γρήγορα τις δυνάμεις τους. Για το λόγο αυτό, η ΚΕ καθόρισε, ως μοναδικό μέσο συγκράτησης του φασισμού και κύριο κρίκο της πολιτικής του κόμματος, την πολιτική του ενιαίου μετώπου των εργατών (Ινστιτούτο Μαρξισμού - Λενινισμού της ΚΕ του ΚΚΣΕ: «Κομμουνιστική Διεθνής - σύντομη ιστορική μελέτη», εκδόσεις «Ελεύθερη Ελλάδα», 1973, σελ. 338 - 339).

Το καλοκαίρι του '32, το ΚΚ Γερμανίας διεξήγαγε μαζική εκστρατεία αντιφασιστικής δράσης και με πρωτοβουλία του δημιουργήθηκαν σε μια σειρά περιοχές και πόλεις της χώρας ομάδες αυτοάμυνας κατά της φασιστικής τρομοκρατίας. Επίσης, το τελευταίο εξάμηνο πριν την άνοδο των φασιστών στην εξουσία, το Γερμανικό ΚΚ έκανε 10, περίπου, προτάσεις στην ηγεσία των σοσιαλδημοκρατών για προετοιμασία γενικής απεργίας κατά του φασισμού. Σ' όλες αυτές τις προτάσεις, η ηγεσία της σοσιαλδημοκρατίας απάντησε αρνητικά, χρησιμοποιώντας διάφορα προσχήματα. Αλλωστε, την περίοδο εκείνη οι σοσιαλδημοκράτες παρουσίαζαν το φασισμό σαν το κίνημα και τη δικτατορία της μικροαστικής τάξης, κρύβοντας έτσι τους δεσμούς του με το μεγάλο μονοπωλιακό κεφάλαιο. Αλλά ακόμη κι όταν οι Ναζί πήραν την εξουσία, οι σοσιαλδημοκράτες αρνούνταν τη γενική απεργία κατά του φασισμού, με το πρόσχημα ότι ο Χίτλερ πήρε νόμιμα στα χέρια του τη διακυβέρνηση της χώρας. Συμβούλευαν, μάλιστα, ότι «το προλεταριάτο δεν πρέπει να σπαταλήσει πρόωρα το μπαρούτι της γενικής απεργίας» (Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», Εκδόσεις «Μέλισσα», τόμος Θ1 - Θ2, σελ. 275). Οι σοσιαλδημοκράτες φρόντιζαν να κάνουν οικονομία στο μπαρούτι του προλεταριάτου, αδιαφορώντας εγκληματικά για το γεγονός ότι οι φασίστες ξόδευαν τεράστιες ποσότητες από το δικό τους μπαρούτι για την εξόντωση των εργατών, του λαού, κάθε αντιφασιστικής δύναμης. Ισως και να νόμιζαν πως στο τέλος θα τη γλιτώσουν, αφού το ναζιστικό καθεστώς έδειχνε ιδιαίτερη προτίμηση, στην αρχή, στους κομμουνιστές. Ετσι, φτάσαμε στη σύλληψη Τέλμαν.

Σύλληψη Τέλμαν: Η αρχή του τέλους

Το ναζιστικό καθεστώς, όπως αναφέραμε στην αρχή, δεν προχώρησε τυχαία στη σύλληψη του Ερνεστ Τέλμαν. Χτυπώντας τον Τέλμαν, ήθελε να στερήσει τη γερμανική εργατική τάξη από έναν άξιο κομμουνιστή ηγέτη και να απαλλαγεί το ίδιο από έναν επικίνδυνο εχθρό. Για να κατανοήσουμε καλύτερα αυτή την τελευταία διαπίστωση, αξίζει να σταθούμε σε όσα γράφει ο Εριχ Χόνεκερ στα απομνημονεύματά του, σκιαγραφώντας τη συμβολή του Τέλμαν στον αντιφασιστικό αγώνα του γερμανικού λαού. Ο Τέλμαν - σημειώνει ο Χόνεκερ - «καυτηρίαζε το φασισμό σαν θανάσιμο εχθρό του εργατικού κινήματος και της Σοβιετικής Ενωσης και προειδοποιούσε για τους κινδύνους που προέρχονταν απ' αυτόν - ως εκείνο το περίφημο σύνθημά του στον εκλογικό αγώνα στις αρχές του 1932 για τον Πρόεδρο του Ράιχ ότι: "Οποιος εκλέγει Χίντενμπουργκ, εκλέγει Χίτλερ, όποιος εκλέγει Χίτλερ, εκλέγει τον πόλεμο!". Η ιστορία επιβεβαίωσε την ορθότητα αυτής της προειδοποιητικής διαπίστωσης σε τραγικές διαστάσεις». (Εριχ Χόνεκερ: «Από τη ζωή μου», εκδόσεις «Ειρήνη», σελ. 71).

Πριν συλλάβει τον Τέλμαν, το χιτλερικό καθεστώς χρέωσε στους κομμουνιστές τον εμπρησμό του Ράιχσταγ, που πραγματοποίησαν τα όργανά του στις 27/2/1933. Την επομένη, με το πρόσχημα του εμπρησμού, καταργήθηκαν τα άρθρα του Συντάγματος της Βαϊμάρης, που αναφέρονταν στην ελευθερία του ατόμου, του λόγου, του Τύπου, των συγκεντρώσεων και της ίδρυσης συνδικαλιστικών οργανώσεων. Ο Τέλμαν συλλήφθηκε στις 3/3/1933, δύο μέρες, όπως προαναφέραμε, πριν τις εκλογές. Μετά τις εκλογές, οι Ναζί προχώρησαν στην ακύρωση της εκλογής των 81 κομμουνιστών βουλευτών και στις 14 Μάρτη έθεσαν εκτός νόμου το Γερμανικό ΚΚ. Αλλά δε σταμάτησαν εκεί. Μέσα σε έξι εβδομάδες από τις άνοδό τους στην εξουσία, έκλεισαν στις φυλακές 18 χιλιάδες, περίπου, κομμουνιστές. Στις 2/5/1933 διέλυσαν τα συνδικάτα, δήμευσαν τις περιουσίες τους και έστειλαν τους ηγέτες τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και στις 22 Ιούνη απαγορεύτηκε και το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Η οικονομία που ζητούσαν οι σοσιαλδημοκράτες στο μπαρούτι του προλεταριάτου δε βγήκε σε καλό ούτε στους ίδιους. Ο γερμανικός φασισμός, αφού κυριάρχησε μέσα στη Γερμανία, ήταν πια ελεύθερος να θέσει σε εφαρμογή τα ιμπεριαλιστικά σχέδια της γερμανικής αστικής τάξης, πράγμα που επιχείρησε, με τα γνωστά σε όλη την ανθρωπότητα αποτελέσματα. Κι όταν πια έπνεε τα λοίσθια, ξαναθυμήθηκε τον Ερνεστ Τέλμαν, τον οποίο και δολοφόνησε άνανδρα στο κρεματόριο του Μπούχενβαλντ στις 18 Αυγούστου 1944, ενώ στη συνέχεια έκαψε τη σορό του, για να μην υπάρχει τίποτα από αυτόν. Η εργατική τάξη της Γερμανίας, στη μεταπολεμική περίοδο που ερχόταν, έπρεπε να στερηθεί τον μεγάλο ηγέτη της κι αν ήταν δυνατό να μην υπάρχει τίποτα που να τον θυμίζει.


Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ