Κυριακή 10 Ιούνη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Του Βαγγέλη ΜΗΝΙΩΤΗ

Ο Βαγγέλης Μηνιώτης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1927 και από νεαρή ηλικία άρχισε να γράφει στον τοπικό Τύπο. Συνεργάστηκε κατά καιρούς με διάφορα περιοδικά, κυρίως με κλαδικά έντυπα, όπως «Η φωνή της ΓΣΕΕ», όπου είχε τη στήλη του χρονογραφήματος και «Η φωνή των φαρμακοϋπαλλήλων», που υπηρέτησε ανιδιοτελώς δεκαετίες, καθότι φαρμακοϋπάλληλος.

Οταν έγινε συνταξιούχος πια, έκανε την παρουσία του στα Γράμματα με δέκα έως τώρα βιβλία, κάποια εκ των οποίων έχουν βραβευτεί.

Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της ΕΣΗΕΠ και άλλων πνευματικών Ενώσεων.

Το στεφάνι

Γρηγοριάδης Κώστας

Λες, θα 'ναι πανευτυχείς όσοι βρέθηκαν ολόγυρα σε τούτο το πανέμορφο ακρογιάλι! Δεν ήταν να πέτρωνε ο χρόνος, να μην κυλά η ζωή! Εκεί που σταματάει το κύμα, αρχίζει η βλάστηση. Πίσω από τις αγριοϊτιές, τις λεύκες και τα πλατάνια, στέκουν καμαρωτά τα καρποφόρα δέντρα, πορτοκαλιές και μανταρινιές και δείχνουν τα πράσινα μπαλάκια τους, που μέσα στο καταχείμωνο θα κιτρινίσουν και θα γιομίσουν γλυκόπιοτους χυμούς.

Λες, σ' αυτόν τον επίγειο παράδεισο δεν πρέπει να υπάρχει κανείς πικραμένος κι αν ισχυριστεί κάποιος κάτι τέτοιο, πρέπει να του 'χει ...σαλέψει!

Οι ψαρόβαρκες ίσα που σαλεύουν και οι άνθρωποι από παντού ήρθαν και ...παράτησαν τα κορμιά τους στη δροσερή άμμο, αποδιώχνοντας κάθε σκέψη που θα μπορούσε να ρίξει τη σκιά της πάνω σε τούτη την ανεπανάληπτη εικόνα της φύσης.

Δε θέλουν να σκέπτονται και να θυμούνται, μόνο να ρουφούν ηδονικά γουλιά γουλιά το μεθυστικό πιοτό αυτών των στιγμών, που τους προσφέρουν οι καλοκαιριάτικες διακοπές!

Η Ποτίτσα, όμως, σκέφτεται και δεν μπορεί να ξεχάσει τον Τέλη, τον αστεφάνωτο άντρα της που πριν αρκετά χρόνια άφησε τη στερνή του πνοή στον Κόρφο.

Ηταν φουσκοθαλασσιά και το κύμα σκαρφάλωνε στα δεντριά, ο αέρας λυσσομανούσε κι εκείνος περπατούσε κόντρα στον καιρό μες στη θάλασσα, ώσπου χάθηκε στ' άπατα. Ηθελε ν' αφήσει το κορμί του εκεί, για πάντα.

Φέρνει στο νου ξανά και ξανά όλα τα καθέκαστα και δεν μπορεί μια στιγμή να γαληνέψει. Την έφερε και τη σπίτωσε σε τούτη την αγροικία, όταν πια εκείνη δεν μπορούσε ν' αποκρύψει «τον καρπό της κοιλίας της», κι εδώ ξεγέννησε το νόθο παιδί τους. «Χωρίς στεφάνι! Ξέρεις τι πάει να πει;».

Τι να 'κανε τάχα, παιδί ήθελε κι ίσα ίσα που πρόφταινε να το κάνει! Οσους γνώρισε πριν από τον πατέρα του παιδιού, ήθελαν να παίξουν μαζί της, κανένας δεν ήταν σε θέση ν' αναλάβει υποχρεώσεις οικογενειακές. Απαρχής τα πράματα δεν πήγαν καλά στο θέμα της παντρειάς, η μια ατυχία πάνω στην άλλη, όλοι την επιθυμούσαν σαν γυναίκα, χωρίς να τη θέλουν για σύζυγο.

Αυτή όμως ήθελε ένα παιδί ο κόσμος να χαλάσει και τότε βρέθηκε ο Τέλης, ένας μεσόκοπος επαγγελματίας με γυναίκα και μεγάλα παιδιά, να προσφέρει τις υπηρεσίες του στη δημιουργία ενός καινούριου ανθρώπου, όσο κι αν αυτό τους έφερε αντιμέτωπους με τις ηθικές αξίες, την παράδοση και ...τους παπάδες!

Χαμός έγινε όταν μαθεύτηκε το μαντάτο, στο χωριό και τα ...πέριξ!

- Ιγού, τά 'μαθες, ο ξεμωραμένος ο Τέλης, ο χαμηλοθώρης, έκανε παιδί με την ξεμυαλίστρα την Ποτίτσα.

- Και πού 'ναι τους;

- Σα πέρα στο λιβάδι, στη θάλασσα...

- Δεν πάν' να πνιγούνε, είπαν κάποιοι αδιάφοροι, οι πιότεροι όμως στάθηκε αδύνατο να το χωνέψουν. Ο παπάς κι οι γριές την καταριόνταν και μόνο οι στενοί συγγενείς, η μάνα και τ' αδέλφια, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, θύμωσαν λιγότερο απ' τους ξένους!

Τη στιγμή που άλλοι αρσενικοί για «λόγους τιμής» της οικογένειας ξεκοιλιάζουν τις παραστρατημένες, ο αδελφός της, ο Νίκος, έτρεξε πρώτος να της συμπαρασταθεί στη γέννα, της είπε μάλιστα να μην την ενδιαφέρουν τα κουτσομπολιά του χωριού και να θυμάται την εκκλησιαστική ρήση: «Αφες αυτοίς ου γιγνώσκουσι τι ποιούσι». Παιδί μάλαμα, μα ζει στην ξενιτιά κι έρχεται καμιά φορά το καλοκαίρι φορτωμένος δώρα.

Αυτή τον Κόρφο δεν τον αποχωρίζεται με καμιά δύναμη. Αν εξαιρέσεις κάτι αγριοβοριάδες που τον γιομίζουν αγριάδα, όλον τον άλλο καιρό είναι να τον πίνεις στο ποτήρι. Είναι και λόγοι συναισθηματικοί, που την κρατούν απομονωμένη στο Περιγιάλι.

Εδώ πέρασε αξέχαστες στιγμές μ' εκείνον το γλυκό άνθρωπο, που έπαιξε την υπόληψή του κορόνα - γράμματα γι' αυτή την ξεμυαλισμένη, που δίχως στεφάνι ήθελε σώνει και καλά να κάνει παιδί, αψηφώντας τους πάντες και τα πάντα. Και όταν εκείνη κάποια στιγμή, συνειδητοποιώντας τα επακόλουθα της γέννας, έκανε τη σκέψη να το «ρίξει», της είπε μαλακά κι ανθρώπινα:

- Τι λες καλέ, το μωρό μας;

Δεν ξέρει ποια να πρωτοθυμηθεί από τις χάρες του. Ανοιχτόκαρδος κι ανοιχτοχέρης, φρόντιζε και τη δεύτερη οικογένεια, όπως και την πρώτη. Είναι όλα τους παιδιά μου και τα μεγάλα και το μικρούλι. Ομως, το εμπόριο μοιάζει με κύμα: Μια σε τινάζει ψηλά, μια σε ρίχνει στον πάτο. Ετσι την έπαθε ο καλός της Τέλης.

Πάντα είχε την απορία η Ποτίτσα, πώς ένας τέτοιος άνθρωπος που δεν ξέρει να λέει ψέματα, τόσο έντιμος κι απονήρευτος, κατορθώνει κι επιβιώνει σ' ένα χώρο που κυριαρχεί η ψευτιά.

Ο ερχομός του εξώγαμου στη ζωή, του τόνωσε κάπως το ηθικό, του δημιούργησε όμως καινούριες ευθύνες... Μα, η δουλιά κώλωσε σε μια περίοδο αυξημένων οικογενειακών βαρών.

Την τελευταία φορά που τον είδε στον «Κόρφο», ήταν απελπισμένος και αποφασισμένος να μείνει παντοτινά κοντά στη μάνα και το παιδί. Τα χαμηλωμένα μάτια του είχαν φωλιάσει σε σκοτεινούς κύκλους τρομαγμένα και τά 'βλεπαν όλα σκούρα. Τι κι αν βρισκόταν κοντά στην αγαπημένη και το στερνοπαίδι του στο φωτεινό και γραφικό ακρογιάλι; Στο νου κλωθογύριζαν μαύρες σκέψεις αυτοκαταστροφής. Από τα μελανά του χείλη οι λέξεις έβγαιναν χωρίς ειρμό, ακατάστατες και δυσνόητες.

- Πάρ' το αυτό, είπε δακρυσμένος προτείνοντας ένα δεματάκι στην Ποτίτσα, και φύλαξέ το καλά. Είναι το συμβόλαιο αυτουνού του σπιτιού, τ' αγόρασα και είναι ολόδικό σας.

Η γυναίκα τά 'χασε!

- Και γιατί δε λες ολόδικό μας, αποκρίθηκε συγχυσμένη από την εικόνα που παρουσίαζε ο άντρας της. Πού να φανταστεί τα επακόλουθα; Αντί για απάντηση στο ερώτημά της, τον άκουσε να ψιθυρίζει με εντελώς αλλαγμένη, τρεμάμενη φωνή, ότι ο τόπος αυτός θα πάρει μεγάλη αξία.

- Μαζί θα τα χαιρόμαστε, δικέ μου, είπε εκείνη και άρχισε να τρίβεται πάνω του φιλώντας τον απανωτά, όπως συνήθιζε, για να τον ερεθίσει ερωτικά και να τον κάνει να ξεχάσει τις όποιες αναποδιές, ο άντρας όμως παράδοξα δεν ανταποκρινόταν στο κάλεσμα, παρέμενε παγερά απαθής, πράγμα που ανησύχησε τη συντρόφισσά του. Μαύρα φίδια την τύλιξαν. Ο Τέλης της, που άλλοτε έπαιρνε φωτιά με το πρώτο άγγιγμα, να θυμίζει σβηστό κερί; Εβαλε τις φωνές:

- Για πες μου τι σημαίνουν όλ' αυτά; Κάτι φοβερό μου κρύβεις! Τι είν' αυτό; Δεν είναι προτιμότερο να το μάθω για να 'χεις και τη δική μου συνδρομή;

Τι να της πει; για τα διαμαρτυρημένα γραμμάτια, τις ακάλυπτες επιταγές, τα χρέη, τις απειλές να τον φυλακίσουν, τους τοκογλύφους, που βλέπει και στο λιγοστό ύπνο του ή για τις εισπράξεις που πέφτουν συνεχώς, ενώ τα έξοδα αυξάνουν;

Η γυναίκα έχασε το χρώμα της και τη λαλιά της και ο πολυαγαπημένος καρπός του παράνομου έρωτά τους, το πιτσιρίκι, μάταια με τη λιγνή φωνούλα του, άθελά του, προσπαθούσε ν' αλλάξει το άσχημο κλίμα. Το παιδί που έγινε η αιτία αυτής της ιστορίας.

Ο Τέλης, όμως, ο πρώην ευυπόληπτος και αγαπημένος σε όλους πατέρας του, δεν άκουγε τίποτ' άλλο εξόν από τη φωνή της απελπισίας, που έβγαινε από μέσα του και του έλεγε:

- Κοίταξε μην αλλάξεις γνώμη, θα 'ναι χειρότερα. Προχώρα σ' αυτό που αποφάσισες, είναι η πιο φρόνιμη λύση.

Πριν λοιπόν το μετανιώσει και καταξεφτιλιστεί στη στενή κοινωνία, ως χρεοφειλέτης και καταχραστής που πρέπει να πληρώσει, τράβηξε προς τη θάλασσα που έγλειφε το κατώφλι του σπιτιού, μπήκε μέσα με τα ρούχα του και άφησε ανυπεράσπιστος τα μελανά κύματα να τον καβαλούν. Πήγε κόντρα στο κύμα, όπως είχε κάνει και με τον κοινωνικό περίγυρο, όταν έστησε δεύτερο σπιτικό με τη γλυκιά Ποτίτσα.

Στο σημείο που χάθηκαν τα ίχνη του, κοντά στη σημαδούρα που μοιάζει στεφάνι, συχνά πυκνά πλανιέται η ματιά της χήρας χωρίς στεφάνι και προσδιορίζει τα επιτρεπτά όρια κολύμβησης. Οι λουσμένοι, που κατακλύζουν το περιγιάλι, απολαμβάνουν τη δροσιά της θαλάσσιας απλωσιάς και δε γνωρίζουν ότι αυτή η τόσο καλοσυνάτη υγρή γόησσα κάποτε κατάπιε κάποιον, που ...πήγε κόντρα στο κύμα.


Βαγγέλης ΜΗΝΙΩΤΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ