Κυριακή 13 Γενάρη 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Της Σούλας ΒΑΖΟΥΡΑ

Γεννήθηκε σε ένα μικρό απομονωμένο χωριό της Νοτιοδυτικής Μακεδονίας. Στους πρόποδες της Πίνδου, στη Γεωργίτσα. Τώρα πια δεν υπάρχει, αλλά εκεί έζησε τα παιδικά της χρόνια. Οι γονείς της ήταν αγρότες και το 1960 μετανάστευσαν στην Αθήνα. Αργότερα, στα εφηβικά της χρόνια ξεκίνησε μουσικές σπουδές, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα κλωστοϋφαντουργίας σ' ένα πρόγραμμα του υπουργείου Εργασίας. Επειτα γράφτηκε στο Εθνικό Ωδείο, κάνοντας φωνητική, κιθάρα και σολφέζ και ξεκίνησε από νεαρή ηλικία να ασχολείται επαγγελματικά με το τραγούδι. Τότε γνώρισε τον Αριστείδη Μόσχο. Μαθήτευσε κοντά του και συνεργάστηκε μαζί του μέχρι το τέλος της ζωής του.

Ενα αγόρι που το έλεγαν Θέμη...

Β. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Τούτος ο μήνας που μόλις είχε έρθει ήταν αλλιώτικος. Κάτι έκρυβε. Κάτι ήθελε να μου πει. Κάτι περίμενα. Καλοκαίρι 4 του Ιούλη. Μεσημέρι Τετάρτης. Ζέστη. Καθόμουνα στην αυλή και έπινα πορτοκαλάδα. Μια παράξενη και ανεξήγητη σιωπή με τύλιξε. Αυτή η σιωπή απλώθηκε θαρρείς σ' όλη τη γη. Ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνο. Ο εκκωφαντικός θόρυβος τσάκισε τη σιωπή σε εκατομμύρια κομμάτια, σα να γκρεμίζεται το σύμπαν. Απλωσα το χέρι μου, ενώ η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που τρόμαξα. Εφερα το ακουστικό στο αυτί μου και άκουσα μια φωνή αλλοιωμένη από τον πόνο να μου λέει: «Μας βρήκε το κακό. Ο Θέμης πέθανε!!» Χίλιες οχιές φαρμάκωσαν την ψυχή μου.

Θέμη, όταν γεννήθηκες ήσουνα ένα υγιέστατο αγοράκι. Είχες ξανθά μαλλιά και μάτια χρωματιστά. Η μητέρα σου σε λάτρευε. Μεγάλωνες σαν όλα τα παιδιά. Ησουνα πολύ έξυπνος και έλεγες διάφορες ιστορίες. Ηθελες να γίνεις μηχανικός. Η ζωή σου όλη σαν ταινία περνά μπροστά από τα μάτια μου. Σε θυμάμαι σ' ένα πικ-νικ που συνηθίζαμε τότε να πηγαίνουμε. Ημαστε αρκετά άτομα. Ενα μεγάλο δέντρο μας έριχνε τη σκιά του. Εμείς οι γυναίκες στρώσαμε τα τραπεζομάντιλα με τα φαγητά πάνω. Τέλος του Μάη. Ο τόπος ήταν γεμάτος με άγρια χόρτα που σχεδόν είχαν κιτρινίσει. Η ομορφιά του δάσους απλωνόταν ως πέρα. Το ίδιο και το άρωμα των πεύκων. Εσύ απομακρύνθηκες λιγάκι για να κόψεις λουλούδια. Εγώ σου φώναξα και σε πλησίασα. Γύρισες και με κοίταξες. Κρατούσες ένα ματσάκι με αγριολούλουδα. Απλωσες το χεράκι σου να μου τα δώσεις. Το χαμόγελό σου φώτισε το τοπίο. Τα μάτια σου είχαν πάρει το χρώμα των λουλουδιών. Μενεξεδί προς το κίτρινο. Με τη μικρή σου παρουσία των έξι χρόνων γέμιζες το ξέφωτο. Εξακολουθούσες να με κοιτάς. Μια παράξενη ανατριχίλα πέρασε από το κορμί μου και με αναστάτωσε. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα να μου στέλνεις ένα μήνυμα που όμως δεν μπορούσα να το αποκωδικοποιήσω. Μεγάλωσες και έγινες παλικαράκι στα 12 - 13. Ωραία κορμοστασιά και ελαφίσιο βάδισμα. Σε καμάρωνα και σκεπτόμουνα πως σε λίγα χρόνια θα ξεπεράσεις σε ομορφιά και τον Τζέιμς Ντιν.

Τα μαλλιά σου πάντα ξανθά και πράσινα μάτια. Ξαφνικά άρχιζες ν' αλλάζεις. Απομακρυνόσουνα απ' όλους μας. Δε σ' ενδιέφερε το διάβασμα. Μιλούσες για μια επανάσταση και τέτοια ακαταλαβίστικα. Τα ρούχα σου περίεργα. Παραμάνες. Κονκάρδες. Θαύμαζες τον Κομπέιν. Περνούσε ο καιρός κι εσύ εκεί στα δικά σου. Εγώ, αγόρι μου, σου έλεγα να 'ρθεις μαζί μας να παλέψουμε για δικαιώματα και ιδανικά. Εσύ μου έλεγες: «Ω, ρε θεία. Καλά τα λες, αλλά εγώ είμαι πανκ». Μέρα με τη μέρα τα πράγματα χειροτέρευαν. Η μάνα σου αγωνιούσε με το αλλόκοτο ντύσιμό σου. Σε συμβούλευε με αγωνία και στοργή, μα εσύ δεν άκουγες τίποτα. Μιλούσες για ουσίες που σε ταξιδεύουν σε κόσμους μαγικούς. Δε γνώριζες, αγόρι μου, τι παγίδα σου είχαν στήσει οι έμποροι του θανάτου. Ολοι αυτοί που διψούν για χρήμα άπλωναν ανενόχλητοι τα δίχτυα τους στα σχολεία και σε παιδότοπους.

Εσείς τα παιδιά που δεν είχατε ανεπτυγμένα την άμυνα αντίστασης αγοράζατε αυτά τα χάπια. Ετσι, τα διεστραμμένα αυτά άτομα σας δασκάλευαν καλά και σας αφαιρούσαν κάθε αξιοπρέπεια. Με μεγάλη ευκολία ζητιάνευες στους δρόμους. Στα τρένα. Παντού. Τώρα η οικογένειά σου ζούσε ένα δράμα έχοντας μέσα στο σπίτι έναν χρήστη. Εσύ κάτω από την επήρεια των ναρκωτικών δημιουργούσες πολλά προβλήματα χωρίς να καταλαβαίνεις την τραγικότητα του πράγματος. Η μικρή σου αδερφούλα τρομαγμένη παρακολουθούσε όλη αυτή την κατάσταση. Η μάνα σου, που μέχρι χτες ήταν σαν την ελαφίνα, απότομα τσάκισε και έχασε το γέλιο της. Μα δεν το έβαζε κάτω. Προσπάθησε τόσο πολύ για σένα. Μα πιο εύκολο ήταν να γκρεμίσει ένα βουνό με τα χέρια της, παρά να σε φέρει στον κανονικό ρυθμό της ζωής.

Θέμη, πρέπει να το πω. Παρ' όλη τη θολούρα του μυαλού σου ποτέ δεν έβρισες τη μάνα σου. Οταν ήσουνα νορμάλ της έλεγες πως θέλεις να ξεφύγεις απ' αυτόν τον εφιάλτη. «Κουράστηκα ρε μάνα!!» Μα μόνο στα λόγια έμενες. Συχνά της έφερνες δυο λουλουδάκια από το δρόμο. Είχες ευγενικά αισθήματα. Τώρα πια ήσουνα εξαρτημένος. Αυτό το ήξεραν καλά οι δολοφόνοι σου. Μα δεν τους ένοιαζε που το συκώτι σου καταστρεφόταν μέρα με τη μέρα. Στα 19 έμοιαζες με γέρο. Το ωραίο σου βάδισμα χάθηκε. Περπατούσες γυρτός με αστάθεια. Τα πράγματα ήταν τραγικά. Μια κόλαση που όλο χειροτέρευε.

Θέμη, πόσο ήθελα να σε φέρω στον ίσιο δρόμο. Σ' έψαχνα τα απογεύματα. Μάταια όμως. Το παιχνίδι είχε χαθεί. Εσύ και οι φίλοι σου με τα κουρέλια και τα χλωμά πρόσωπα, σαν ξωτικά περιφερόμαστε από δω και από κει στο πουθενά. Πόσο σε αγαπούσα και σε νοιαζόμουνα... Πικρή η είδηση του θανάτου σου!! Δεν πρόλαβες να πας στα 28. Σε βρήκανε στα Εξάρχεια σ' ένα στενό. Μόνος σου πέθανες με παρέα την ηρωίνη που σου είχε γίνει τρόπος ζωής. Κι εγώ, πόσο να κλάψω. Εσύ δε γυρίζεις πίσω. Επρεπε να γίνει η αναγνώριση για να σε παραλάβουμε. Μαρτύριο φριχτό για όλους μας. Και τι να πει η δόλια, η μάνα σου. Χαράματα. Ο καφές φαρμακερός, όση ζάχαρη κι αν έριξα. Βουβοί και αμίλητοι μέσα στο αυτοκίνητο μα μια βελόνα ανελέητα κεντούσε τις καρδιές μας.

Ο πατέρας σου κατακίτρινος οδηγούσε. Η μάνα σου δίπλα κατάπινε τα δάκρυά της. Βουβή και έρημη και τούτη η πόλη παρ' όλη την απεραντοσύνη της. Ο ήλιος μόλις χάραζε κι εμείς φτάσαμε στο νεκροτομείο.

Ολα κλειστά. Καρτερικά περιμέναμε. «Περάστε», μας είπε κάποιος υπάλληλος. Η μητέρα σου όρμησε μέσα με αλλοφροσύνη. Σαν άγριο θηρίο που μόλις δέχτηκε κατάστηθα το βέλος, ούρλιαξε με όση δύναμη είχε όταν σε αντίκρισε. Η φωνή της ξέσχισε το πρωινό και απλώθηκε πέρα μακριά ως τα πέρατα της γης. Μα όσο κι αν φώναξε από τον πόνο που έχασε το γιο της οι λακέδες και δολοφόνοι σου δε νοιάστηκαν καθόλου. Απλά γύρισαν από το άλλο πλευρό και συνέχισαν τον ύπνο τους στα μεταξωτά σεντόνια. Μια παράσταση τραγωδίας που εξελισσόταν μπροστά μου χωρίς να μπορώ να κάνω κάτι για να την αποτρέψω. Εσύ, κεντρικός ήρωας ήσουνα ξαπλωμένος πάνω στο τραπέζι και «κοιμόσουν» γαλήνια. Σε είχαν σκεπασμένο με ένα σεντόνι που κάποτε ήταν άσπρο. Κουρέλι σκέτο. Εκείνη τη στιγμή η πολιτεία μου έδωσε την πιο άθλια εικόνα της και την ασέβεια προς το νεκρό πια σώμα σου. Ολα εκεί μέσα ήταν άθλια. Το τσιμεντένιο πάτωμα θύμιζε σκουπιδότοπο. Κι όμως παλικάρι μου. Ολοι αυτοί με τις υψηλές θέσεις που φτιάχνουν νόμους δε δίνουν δεκάρα για τις τόσο τραγικές στιγμές ώστε ο θάλαμος υποδοχής των νεκρών να είναι τουλάχιστον καθαρός. Αφού τόσα χρήματα τους εξοικονομούσες αγοράζοντας την ηρωίνη τους όταν ζούσες. Τώρα πια εσύ δεν τους ενδιαφέρεις. Αυτοί ψυχρά επενδύουν στο επόμενο θύμα. Κι έτσι συνεχίζεται το αλισβερίσι. Ενα σάπιο σύστημα που στηρίζεται από πολιτικούς, δικηγόρους, δικαστικούς, αστυνομικούς και το κακό συναπάντημα.

Γαμπρό σε ντύσαμε με κάτασπρα λουλούδια. Ηρθαν και οι φίλοι σου και έκλαψαν μαζί μας. Τώρα έπρεπε να σε αποχαιρετήσουμε. Είναι η χειρότερη ώρα. Το ξύλινο σπιτάκι σου στο έδαφος. Ο ήλιος για τελευταία φορά σου έριξε στο πρόσωπο όλο το χρυσάφι του. Εσύ ακούνητος εξακολουθούσες να είσαι όμορφος. Μα δε μας χαμογέλασες. Μετά το ΤΕΛΟΣ. Εφυγε όλος ο κόσμος. Εφυγε και ο ήλιος. Οι φίλοι σου έμειναν εκεί. Εγώ κοντοστάθηκα και τους κοίταξα. Ο πόνος ήταν ζωγραφισμένος στα πρόσωπά τους. Τακτοποιούσαν με τα χέρια τους το χώμα που μόλις σε σκέπασε.

Πέρα, στον ορίζοντα εκεί στην άκρη τ' ουρανού μια τεράστια ανθοδέσμη από κόκκινα και πορτοκαλί κλωνάρια χωρίς λουλούδια έδινε μια παράξενη διάσταση στο τοπίο. Μια θλίψη απλώθηκε πάνω στη γη. Η νύχτα ερχόταν. Οι φίλοι σου έμοιαζαν με περίεργα πλάσματα καθώς τα αδύνατα κορμιά τους έδιναν την αίσθηση ανθρώπων απ' άλλο πλανήτη. Μα εγώ έβλεπα το χάρο να κάθεται παράμερα και να τους καρτεράει αφού είναι χρήστες.

Αχ! Να μπορούσα να τους γλιτώσω!! Σκέφτηκα. Με βαριά βήματα πήρα τον κατηφορικό δρόμο. Θέμη. Από τότε πέρασαν μήνες κι εγώ δε σε ξεχνώ. Ο καφές μου κάθε μέρα είναι και πιο φαρμακερός. Να το ξέρεις. Πάντα θα έχω ένα τραγούδι για σένα. Γιατί και το τραγούδι είναι πόνος.

Γεια σου, αγόρι μου. Οσο γι' αυτούς που κέρασαν τα νιάτα σου στον Αδη κερδίζοντας χρήματα από σένα, έχω μια βαριά κατάρα. Και ξέρω καλά πως κάποτε θα τους πιάσει.

ΥΓ: Φίλε αναγνώστη. Ισως ν' απορείς για τα σκληρά μου λόγια προς τους Αρχοντες του κράτους. Λυπάμαι, μα αυτοί φέρουν τεράστια ευθύνη για τα ναρκωτικά. Εδώ και πολλά χρόνια έχουν πεθάνει χιλιάδες νέοι και πολλαπλασιάζεται επικίνδυνα ο αριθμός των μελλοθανάτων χρηστών. Αρα είναι συνυπεύθυνοι αυτοί που έχουν θέση εξουσίας γι' αυτό το τεράστιο έγκλημα και ηθικοί αυτουργοί, εφόσον υποθάλπουν τους μεγαλεμπόρους των ναρκωτικών και τους βγάζουν από την πίσω πόρτα της φυλακής. Με το αζημίωτο. Γεμίζουν τα συρτάρια τους με χρήματα και δεν τους νοιάζει που πατάνε πάνω στα πτώματα αυτών των παιδιών που είναι διάσπαρτα σ' όλη την Ελλάδα.

Αρα, ο ανιψιός μου ο Θέμης δεν πέθανε. Το δολοφόνησαν.

Κι εγώ σε ποιο δικαστήριο του κόσμου θα τους δικάσω;


Σούλα ΒΑΖΟΥΡΑ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ