Κυριακή 14 Φλεβάρη 2010
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Βιογραφικό του Γιώργου ΤΣΑΛΙΚΗ

Ο Γ. Τσαλίκης κατάγεται από τη Λέσβο. Γεννήθηκε στη Μήθυμνα το 1924, με γυμνασιακές σπουδές. Ο πατέρας του ήταν επαγγελματίας και η μητέρα του νοικοκυρά. Στη χιτλεροφασιστική κατοχή οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ. Αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης. Μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών από το 1980, έχει συγγράψει 11 βιβλία. Το σημερινό διήγημα είναι γραμμένο αποκλειστικά για τον «Ρ», αφιερωμένο στον παιδικό του φίλο Στρατή Κονιάρη.

Ο θάνατος του παλικαριού

Παπαγεωργίου Βασίλης

Μονάχα οι σκιές από το «πηγαινέλα» των δεσμοφυλάκων έκαναν κάποια κίνηση την αυγή του Μάη του 1947 μέσα στις Φυλακές Αβέρωφ. Μια απανεμιά αποπνικτική που προμηνούσε θανατικό ήτανε σκορπισμένη ολούθε.

Τα σεντόνια που αποβραδίς είχαν κρεμάσει στους τοίχους απ' τα στενά παράθυρα των από πάνω κελιών, σε διαμαρτυρία για κείνο που θα γινόταν τούτη την αυγή, έμοιαζαν σαν λευκοντυμένοι άγγελοι που έψελναν καταλυπημένοι τον εξάψαλμο στο χαμό του ομοϊδεάτη, εκείνων που είχαν κρεμάσει τούτα τα λευκά σεντόνια.

Κι ο θανατοποινίτης ακουμπισμένος στο σιδερόφραχτο παράθυρο, στο στενό κελί της απομόνωσης αναπολούσε την παιδική του ζωή, τα χρόνια που πέρασε στο νησί που γεννήθηκε και μεγάλωσε.

Στα χέρια του κρατούσε μια ανθοδέσμη μυροβόλα μαγιάτικα τριαντάφυλλα, που τα 'φερε στο χθεσινό και τελευταίο επισκεπτήριο η Μαίρη, η αρραβωνιαστικιά του. Γι' αυτή τώρα λυπόταν, όσο για τον εαυτό του δεν του καιγόταν καρφί. Περίμενε από λεπτό σε λεπτό εκείνους που θα τον περνούσαν από τη μια ζωή στην άλλη.

Ακουσε βήματα να πλησιάζουν, κλειδαριές να κάνουν σάλαγο και το στενόπορτο του κελιού του ν' ανοίγει. Ενας παπάς και στρατιώτες στεκόταν μπροστά στην πόρτα. Κάτι πήγε να ψελλίσει ο παπάς, μα ο μελλοθάνατος τον σταμάτησε.

Είμαι έτοιμος... Ακολούθησε τους νεοφερμένους. Μέσα στις σκιές των δέντρων που μοιάζαν σαν σε φιγούρες βρικολάκων σε θέατρο σκιών, φωτισμένες απ' το φως της μαγιάτικης αυγής που παίρναν μέρος σε μια παράσταση με μακάβριο τέλος, δύο καμιόνια έτρεχαν δαιμονισμένα, στο φιδίσιο δρόμο που οδηγούσε στον τόπο των θανατικών εκτελέσεων.

Ετρεχε το φως με το σκοτάδι, η ζωή με το θάνατο. Πρώτο έφτασε το καμιόνι μ' εκείνον που σε λίγο η πολιτεία θα του 'κοβε το νήμα της ζωής. Σε μερικά λεπτά έφτασε και τ' άλλο με τον βασιλικό επίτροπο, τον αξιωματικό του εκτελεστικού και μερικούς δημοσιογράφους, που 'χαν πάρει άδεια να παρακολουθήσουν την εκτέλεση.

Με κομμένες ανάσες κοίταζαν τον θανατοποινίτη που αδιάφορος έσερνε το κορμί του να το στήσει στον τοίχο, ρουφώντας άπληστα το άρωμα των μυροβόλων τριαντάφυλλων που κρατούσε.

Ο βασιλικός επίτροπος διάβασε την απόφαση του Δικαστηρίου. Οι άνδρες του αποσπάσματος παρατάσσονται. Τα προκαταρκτικά βρίσκονται πια προς το τέλος τους. Δώδεκα στρατιώτες αραδιάστηκαν με τα θανατικά τους παραπόδα. Ο βασιλικός επίτροπος, αντιπρόσωπος της στρατιωτικής δικαιοσύνης, μαζί με τους δημοσιογράφους και τον παπά παίρνουν θέση δίπλα στο απόσπασμα.

Ο αποσπασματάρχης κινιόταν γρήγορα δίνοντας τις πρέπουσες διαταγές. Μα, καθώς γύρισε κι είδε τον μελλοθάνατο στα μάτια, έμεινε άφωνος. Το πρόσωπό του πήρε το χρώμα του λεμονιού κι ευθύς ολόκληρος έγινε θειαφένιος.

Επιασε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια. Ηταν αληθινό αυτό που 'βλεπε ή παραλόγιασε, αναρωτιόταν.

Ο μελλοθάνατος ήταν ο Στρατής ο παιδικός του φίλος, που μαζί γυρνούσαν, στ' ακρόγιαλα, στους κάμπους, στα βουνά και σκαρφάλωναν στα πιο ψηλά δέντρα, για να βρούνε φωλιές πουλιών.

Σαν έκαναν πετροπόλεμο, πάντα στο ίδιο στρατόπεδο βρίσκονταν. Και σαν τραβούσαν οι τράτες κρικέλι στην άμμο, στο ίδιο σκοινί έπιαναν, περιμένοντας με λαχτάρα να τους δώσει ψάρια ο καπετάνιος, κι έτρεχαν χαρούμενοι να τα πάνε στους γονείς τους. Οταν πέτυχαν στο Γυμνάσιο μαζί νοίκιασαν δωμάτιο στη Μυτιλήνη και μοιράζονταν τα γλυκά και τα φαγητά που τους έστελναν απ' το χωριό με το λεωφορείο. Μαζί ήταν στην έκτη γυμνασίου, μαζί κάνανε καντάδα στη Μαίρη και στη Λενιώ, μαθήτριες της τετάρτης, στο Κιόσκι.

Ξέσπασε ο πόλεμος! Ο πατέρας του Μάκη που ήταν ταχυδρομικός μετατέθηκε στη Λάρισα κι η μαύρη κατοχή των Γερμανών τους χώρισε. Ο Στρατής πολέμησε τους Γερμανούς στο νησί, έφυγε στη Μέση Ανατολή, πολέμησε στο Ελ Αλαμέιν, στις μάχες της Αφρικής, με τα στρατεύματα του Ρόμελ. Φώναξε μαζί μ' άλλους Ελληνες πως θέλουν να πολεμήσουν πια για την απελευθέρωση της Ελλάδας και ξαφνικά βρέθηκε με πολλούς άλλους στα σύρματα. Εμεινε κει μέσα πολύ καιρό κι έμαθε να οραματίζεται έναν καινούριο κόσμο πιο όμορφο, πιο δίκαιο, πιο καλό. Για τούτο τώρα βρισκόταν στο τελευταίο σκαλοπάτι προς το θάνατο. Μ' ό,τι κι αν του 'τάζαν, μ' ό,τι κι αν του 'κάναν, δεν έστρεξε ν' αποκηρύξει αυτόν τον κόσμο.

Μοίρα βαριά κι άραχλη τους ξανάσμιξε μέσα σ' αυτή τη διαφορά των ιδεών, τη μαγιάτικη τούτη αυγή. Ετυχε να βρεθούν μετά από εφτά χρόνια τόσο κοντά και πολύ μακριά... ο ένας απ' τον άλλον. Η λογική της πολιτείας κλείστηκε μέσα σε μια διάφανη κολόνα πάγου κι έστελνε το αίσθημα περίπατο.

Σ' αυτόν έλαχε σήμερα, να οδηγήσει το φίλο του μπρος στο εκτελεστικό απόσπασμα. Αυτό το απόσπασμα που είχε την καταραμένη τύχη να διευθύνει ο ίδιος και που μ' ένα του παράγγελμα, θα σκότωνε το φίλο του, τα πιο όμορφα χρόνια της ζωής του.

Υφάντρα ζωή που υφαίνεις με νήματα βαμμένα σ' ανθρώπινους πόνους τις πιο παράξενες συμπτώσεις. Γιατί όμως να θυμάται τα περασμένα; Τα αισθήματα δεν έχουν καμιά θέση από τότε που ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος. Οχι! Το παρελθόν δεν υπάρχει πια. Μόνο το μέλλον, το αύριο, το μακρύ μέλλον.

Ο μελλοθάνατος κοίταξε μ' ένα πικρό χαμόγελο τον παιδικό του φίλο. Ο βασιλικός επίτροπος πλησίασε και τον ρώτησε την τελευταία του επιθυμία, καθώς τ' ορίζει ο Νόμος.

Κι ο Στρατής πέταξε τα τριαντάφυλλα στον αξιωματικό λέγοντας: Χθες τα 'φερε η Μαίρη, είναι απ' τον κήπο της Λενιώς, απ' το Κιόσκι, που την σκότωσαν οι Γερμανοί.

Η μακάβρια αυγή με τ' αόρατα πινέλα της ζωγράφιζε τον Υμηττό μ' ασημένιες και κόκκινες ανταύγειες. Τ' αγέρι απαλό απλωνόταν στα πρόσωπα και τόνιζε τ' αργά χτυπήματα των καρδιών που ο ρυθμός τους, όμοια με το ρυθμό της σκηνής εκείνης - όσο πήγαινε κι εξασθένιζε.

Ο βασιλικός επίτροπος έκανε νόημα στον αξιωματικό. Μέσα στην πρωινή σιωπή ακούστηκε αδύναμη κι απόμακρη η φωνή του αποσπασματάρχη.

Επί σκοπόν...

Δώδεκα κάννες σημάδευαν τον μελλοθάνατο.

Ακολούθησε μια μεγάλη παύση, χωρίς ωστόσο να δώσει το δεύτερο παράγγελμα. Μέσα απ' τα τρίσβαθα της ψυχής του γεννιόνταν χίλια συναισθήματα. Πάλευε το αίσθημα με το καθήκον. Ο φίλος του στεκόταν κατάντικρύ του κι ανάμεσά τους ένα γρανιτένιο βουνό. Το καθήκον. Το καθήκον αυτό, που τον εμπόδιζε να πέσει στην αγκαλιά του πιο αγαπημένου φίλου του. Ο βασιλικός επίτροπος τον κεραυνοβόλησε με τα αυστηρά υπηρεσιακά μάτια του.

Ενα πυρ... πρόφερε σαν υπνωτισμένος. Τα θανατικά ξέρασαν καυτό μολύβι και σώριασαν το παλικάρι στο χώμα.

Οι δημοσιογράφοι κρατούσαν σημειώσεις για όλα.

Ο αποσπασματάρχης πήρε γρήγορα τους στρατιώτες κι έφυγε με το ένα καμιόνι για τον στρατώνα. Κανείς δεν τον ξανάδε, τον αναζήτησαν παντού, μα άδικος κόπος. Υστερα από μέρες, ένας δασοφύλακας σε μια δασωμένη πλαγιά βρήκε έναν έφεδρο αξιωματικό σκοτωμένο. Με σκορπισμένα μυαλά.

Κοντά στο δεξί του χέρι πεσμένο ένα περίστροφο που του έλειπε μια σφαίρα, ενώ στ' αριστερό του χέρι κρατούσε σφιχτά μια μαραμένη ανθοδέσμη με μαγιάτικα τριαντάφυλλα.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ