Κυριακή 14 Σεπτέμβρη 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Του Βαγγέλη ΜΗΝΙΩΤΗ

Ο Βαγγέλης Μηνιώτης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1927 και από νεαρή ηλικία άρχισε να γράφει στον τοπικό Τύπο. Συνεργάστηκε κατά καιρούς με διάφορα περιοδικά, κυρίως με κλαδικά έντυπα, όπως «Η φωνή της ΓΣΕΕ», όπου είχε τη στήλη του χρονογραφήματος και «Η φωνή των φαρμακοϋπαλλήλων», που υπηρέτησε ανιδιοτελώς δεκαετίες, καθότι φαρμακοϋπάλληλος.

Οταν έγινε συνταξιούχος πια, έκανε την παρουσία του στα Γράμματα με δέκα έως τώρα βιβλία, κάποια εκ των οποίων έχουν βραβευτεί.

Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της ΕΣΗΕΠ και άλλων πνευματικών Ενώσεων.

Το λάθος

Γρηγοριάδης Κώστας

Η Κυραλένη δεν μπορεί καθόλου τα κρύα νερά από τότε που έπαθε τ' αρθριτικά εξ αιτίας τους. Ηταν υποχρεωμένη βλέπεις να πλένει τα ρουχαλάκια του μωρού στο παγωμένο νερό της βρύσης της αυλής που ήταν και η μοναδική του προσφυγικού σπιτιού.

Τότε τα ομοιόμορφα ισόγεια σπίτια πάνω στο γήλοφο με τα κόκκινα γαλλικά κεραμίδια ήταν εκτεθειμένα στο βοριά και τα νερά συχνά πάγωναν. Τα τωρινά πλυντήρια και οι άλλες συσκευές που προσφέρουν πολύτιμες υπηρεσίες στη νοικοκυρά και απαλύνουν την κούραση δεν υπήρχαν ούτε στα πιο γλυκά της όνειρα. Να μην τα πολυλογούμε, τα παθήματα της κυρά Λένης με τα ρευματικά ξεκίνησαν από τη ...λίθινη εποχή που η πέτρα και τα πλίθια κυριαρχούσαν στις οικοδομές μαζί με τα κεραμίδια, για το λόγο αυτό η λάτρα της στο νεροχύτη γίνεται πάντοτε με ζεστό νερό από τη στιγμή που οι καιροί άλλαξαν και μπορούσε να προμηθευτεί εκτός από θερμοσίφωνα και θερμοσιφωνάκι για τα πιατικά. Ελα όμως που χαλούν και αυτά όπως το καθετί; Τα πάντα υπόκεινται στης φθοράς τη διαδικασία. Μήπως η ίδια δεν άλλαξε; Πού πήγε της νιότης η φρεσκάδα και η ευκινησία; Ολα τα πρόφταινε και η ευταξία ήταν το πρώτο μέλημα.

Χάλασε λοιπόν καταχείμωνα το θερμοσιφωνάκι κι έπρεπε το συντομότερο να επιδιορθωθεί. Ηρθε ο ειδικός και γνωμάτευσε ότι χρειάζεται συνεργείο διότι η βλάβη δεν μπορούσε να επισκευαστεί κατ' οίκον. Το πήρε κι έφυγε και τηλεφώνησε μετά δύο ημέρες να πει το οκέι!

Τρέξε γρήγορα γρήγορα σαν παιδί, είπε χαμογελαστά στον άντρα της η νοικοκυρά που ήταν το δεξί της χέρι: ο ηλικιωμένος σύζυγος ή το θερμοσιφωνάκι; Θ' αναρωτηθεί ο αναγνώστης. Κι εκείνος κι εκείνο τής είναι απαραίτητα όπως τα δύο χέρια! Ο σύντροφος για τη συντροφιά του και η συσκευή για τα ρευματικά.

-- Πηγαίνω, είπε ο κύριος Νίκος πρώην φαρμακοϋπάλληλος και ως εκ τούτου παντελώς ανίδεος και ανεπίδεκτος μαθήσεως σε ό,τι αφορά τα τεχνικά θέματα. Με τον ηλεκτρικό κατέβηκε στην Ομόνοια, όπου άνθρωποι και οχήματα συμπλέκονται σε μια μάζα που αργοσαλεύει μέσα σε αποπνιχτική ατμόσφαιρα και βουή. Η πρώτη εντύπωση ενός ...εξωγήινου από την εικόνα που παρουσιάζει το κέντρο της Αθήνας, είναι ότι αυτός ο τόπος θα πρέπει να είναι... η Κίνα με τόσο πληθυσμό, ανάμεσά του και αρκετοί Ασιάτες! Κι ας έχουμε υπογεννητικότητα! Αυτό το στρίμωγμα είναι που ενοχλεί τον σύζυγο και δεν αποφασίζει εύκολα την κάθοδό του στο κέντρο, αν δεν υπάρχει μεγάλη ανάγκη. Κολλημένος λοιπόν κι αυτός ανάμεσα στους άλλους οδοιπόρους είδε κι έπαθε να ξεφύγει από το ατελείωτο πλήθος και να ξεμοναχιαστεί κάπως βαδίζοντας προς τα Εξάρχεια όπου υπήρχε απόλυτη τάξη και ησυχία, κάτι, που δεν μπορούσε να εξηγήσει αν δεν έβλεπε μια ομάδα αστυνομικών να επιτηρούν την περιοχή. Το περίεργο είναι ότι αντί γι' αναρχικούς και παραστρατημένους νεαρούς, είδε να κάθονται στα τραπεζάκια και να πίνουν τον καφέ τους ήρεμα κάποιοι ηλικιωμένοι, ανάμεσά τους κι ένας φίλος από τα παλιά, μα τόσο διαφορετικά χρόνια.

Αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν, χάρηκαν πολύ και συμφώνησαν να τα ξαναπούν σε λίγο, αφού πρώτα ξεμπερδέψει με το θερμοσιφωνάκι στο μάστορα. Βρε, πώς άλλαξε ο Φάνης, τρόμαξα να τον αναγνωρίσω όπως κι εκείνος φυσικά θα σκέπτεται για μένα. Γεράσαμε. Εμείς κι αν θέλουμε... μάστορα, παραμιλούσε σχεδόν στο δρόμο.

Κοιτώντας τα νούμερα των παραμελημένων παλαιών κτιρίων ένα, ένα, βρέθηκε μπροστά στο ζητούμενο, αλλά πουθενά δε διέκρινε συνεργείο. Ούτε ο οδοκαθαριστής που σκούπιζε ακριβώς απ' έξω το είχε δει. Δεν είχε επιγραφή και βιτρίνα μα και η πόρτα ήταν δυσδιάκριτη. Επρεπε να κολλήσεις τη μούρη στη συρματοπλεγμένη θολή τζαμαρία για να το ανακαλύψεις στο υπόγειο. Βρόντησε και του άνοιξαν κάτι άνθρωποι βγαλμένοι λες από την κόλαση. Από τους μουντζουρωμένους και μαδημένους τοίχους έβγαινε η βρώμα βαριάς μούχλας και υγρασία και είναι απορίας άξιον πώς μέσα σ' αυτήν την υπόγα, συνυπάρχει και τ' αφεντικό που κρατάει το μπεζαχτά!

Ανάμεσα στις βίδες, τα κατσαβίδια και τ' άλλα σύνεργα της τέχνης ήταν και μια γυναίκα έγκυος. Αμέσως έρχεται στη σκέψη το ερώτημα: τι παιδί θα γεννήσει εισπνέοντας τόσο άζωτο; Μα μήπως και η εξωτερική ατμόσφαιρα περιέχει περισσότερο οξυγόνο;

Αλλοτε εδώ ήταν προπύργιο της αστικής κοινωνίας, όμως έχασε την αίγλη του παρελθόντος.

Οι καλοστεκούμενοι οικονομικά κατοικούσαν στις παρυφές της πόλης οι παρακατιανοί, στου Ψυρρή, στο Μεταξουργείο... στα Σεπόλια.

Τις σκέψεις του φαρμακοτρίφτη διέκοψε τ' αφεντικό λέγοντας κοφτά:

-- Ετοιμο 25 ευρώ, σε δραχμές θα ήταν 8.500!

-- Αμέσως, έκανε εκείνος κι έβαλε το χέρι στην τσέπη να πληρώσει και να φύγει το γρηγορότερο μέσα από το μουχλιασμένο υπόγειο και ν' ανασάνει μα το πορτοφόλι έλειπε από τη θέση του! Πανικοβλήθηκε, όχι τόσο για την αξία των ευρώ που δεν είναι ασήμαντη για ένα συνταξιούχο, αλλά που θα πρέπει να ξαναρθεί για να το παραλάβει. Και την Αθήνα έτσι που έγινε δεν τη θέλει πια. Τ' αφεντικό που πρόσεξε την ταραχή και την αμηχανία του, τον ρώτησε τι συμβαίνει κι εκείνος απάντησε με σιγουριά ότι οι ξενόφερτοι ποντικοί του «Ηλεκτρικού» του ξάφρισαν για δεύτερη φορά το πορτοφόλι! Ο άλλος έκανε μια γκριμάτσα σα να έλεγε: - Και τι φταίω εγώ;

Με τη σαστιμάρα του ξέχασε προς στιγμή τον «κρυψώνα» του κουστουμιού, που βάζει κάτι μέσα για μια ώρα ανάγκης π.χ. αν ξαναπέσει θύμα πορτοφολάδων! Ομως, το ποσό που υπήρχε δεν επαρκούσε για την εξόφληση του λογαριασμού. Ωστόσο τ' αφεντικό συμμεριζόμενο τη θέση του, αρκέστηκε σ' αυτό, λέγοντας: όταν σε ξαναφέρει ο δρόμος προς τα εδώ, φέρνεις και τα υπόλοιπα... Ανθρωποι είμαστε, αδελφέ...

-- Θα προσπαθήσω, αποκρίθηκε, κι αφού τον ευχαρίστησε, γύρισε στην πολυσυζητημένη πλατεία Εξαρχείων να συναντήσει τον Φάνη που πράγματι τον περίμενε να πιουν κάτι και να τα πουν ύστερα από τόσα χρόνια που έχουν ν' ανταμώσουν. Στο μεταξύ, τα καθίσματα είχαν «πιαστεί» από νέους με ακραίες συμπεριφορές και εκφράσεις, αγόρια και κορίτσια. Η οχλαγωγία που επικρατούσε δεν επέτρεπε την παραμονή του στο νεολαιίστικο αυτό χώρο. Ετσι, μετά την αφήγηση του παθήματος του κυρ-Νίκου σχετικά με το χαμένο πορτοφόλι αποφάσισαν να χωρίσουν και να ξανανταμώσουν άλλη φορά.

-- Ομως κοίταξε να μην ξαναφορέσεις τα ίδια ρούχα και δεν έχεις να πληρώσεις τους καφέδες, είπε γελαστά ο παλιόφιλος, προτείνοντάς του το χέρι για χειραψία.

-- Φτου! Να πάρει η οργή, έκαν' εκείνος, μόλις αντιλήφθηκε ότι βγήκε στο δρόμο με το παράταιρο παλιοπαντέλονο του σπιτιού. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν το 'χε καταλάβει. Δεν τον πρόσεξε και η γυναίκα του που όλα τα προσέχει, γέρασε κι αυτή. Γεράσαμε Φάνη... Ούτε η Παναγιά η Φανερωμένη δε μας σώνει πια!

-- Σου... φαίνεται, όμως, η αφηρημάδα σου αν μου επιτρέπεται να πω, δε σε ζημίωσε, αντίθετα σου έφερε κέρδος, αν το πορτοφόλι σου βρίσκεται στο καλό σου παντελόνι, ξεχώρισαν ανάμεσα σε τρανταχτά γέλια οι λέξεις του συνομιλητή!

Κοίταξε να δεις χαζομάρα! Ε, δε μου 'μεινε πια μυαλό, μονολογούσε στο τρένο κατά την επιστροφή μην μπορώντας ακόμα να το χωνέψει πως έπαθε τέτοια γκάφα, τέτοιο ρεζιλίκι.

-- Ετσι που πάει το πράγμα δεν αποκλείεται αργότερα να βγω στο δρόμο με το σώβρακο! Του ξέφυγε φωναχτά η φράση και πάνω από τα γέλια και τα χαμογέλα της μεταφερόμενης σαρδεληδόν ανθρώπινης μάζας ξεχώρισε η φωνή: την ψώνισε ο φουκαράς!

Κι εδώ ρεζίλι έγινα, σκέφτηκε και μετά κόπου κράτησε το στόμα του κλειστό ως το τέλος της διαδρομής. Κατά περίεργη μάλιστα σύμπτωση, επειδή οι γέροι θυμούνται τα παλιά, στο νου του ήρθε ο Γιάννης από την εποχή της αντίστασης κατά των Γερμανών που, όταν του έδινε κάποιο σημείωμα να το μεταφέρει σε κάποιο συναγωνιστή του έλεγε, σα βρεθείς σε κίνδυνο, φάτο και το στόμα ραμμένο.

Μόλις τον αντίκρισε η κυρά, πρώτα το θερμοσιφωνάκι και μετά εκείνον, έμπηξε τη φωνή: -- Καλέ τι χάλια είναι αυτά; έτσι κατέβηκες στην Αθήνα; Σα δεν ντράπηκες... αφηρημένε. Αντί απαντήσεως ο παθών κατευθύνθηκε στην κρεμάστρα και βεβαιώθηκε ότι το πορτοφόλι του βρισκόταν ανέπαφο στο καλό του ρούχο. Υστερα κάθισαν αντικριστά και αλληλοκοιτάζονταν τρυφερά με υγρά μάτια.

-- Βρε πώς καταντήσαμε, είπε η γυναίκα, κι εκείνος απόσωσε: και μη χειρότερα...


Του
Βαγγέλη ΜΗΝΙΩΤΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ