Κυριακή 15 Απρίλη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Ενα τραγούδι ζητάει βοήθεια

Γρηγοριάδης Κώστας

- «Δεν είμαι καλά», είπε στο τηλέφωνο με φωνή που μόλις ακουγόταν και η γυναίκα από την άλλη μεριά ρωτούσε με αγωνία.

- «Πού είσαι; Πες μου πού είσαι!»

- «Στην Κάνιγγος...», απάντησε κι έριξε το κινητό στην τσέπη του σακακιού του. Σα βαριά άρρωστος περπάτησε ως το σταθμό της Ομόνοιας και μπήκε στην ηλεκτράμαξα που είχε κατεύθυνση τον Πειραιά.

- «Τι μπέρδεμα...», μονολόγησε κοιτάζοντας ερευνητικά τα πρόσωπα που ήταν στο βαγόνι.

- «Σα να μην άλλαξε τίποτε... ο χρόνος σα χαρτορίχτρα ανακατεύει πάντα τα ίδια χαρτιά...».

Σ' όλη τη διαδρομή προσπάθησε να απαλλαγεί από τις δυσάρεστες σκέψεις κι όταν κατέβηκε στο τέρμα βρέθηκε στο κέντρο μιας ομάδας νεαρών που τον παράσερναν προς την προβλήτα του λιμανιού. Φωνές, συνθήματα από παντού. Τα πλοία δεμένα και οι καταπέλτες τους φραγμένοι από ανθρώπινα κορμιά. Απέναντί τους, σε απόσταση αναπνοής κρανοφόροι της λιμενοφυλακής. Εκανε μια προσπάθεια με τα χέρια και κατάφερε να ξεφύγει από τον κλοιό των νεαρών. Ταραγμένος άναψε τσιγάρο και προχώρησε στην αντίθετη κατεύθυνση.

«Σα να μην άλλαξε τίποτε... Ο χρόνος ανακατεύει πάντα τα ίδια χαρτιά...», μονολόγησε και προχωρώντας ως την ακτή Μιαούλη μπήκε σ' ένα από τα καφενεία των ναυτικών. Εβαλε το φλιτζάνι με το σκέτο καφέ μπρος στα μάτια του και του εμφανίστηκε πάλι η εικόνα της πλατείας Κάνιγγος. Ξανά οι σημαίες, τα πολύχρωμα καπέλα με τους φακούς, τα σκαμμένα πρόσωπα... Ολόιδια όπως τότε... Οι ίδιοι άνθρωποι αμετάβλητοι, όπως πριν πολλά χρόνια στα Μαντεμοχώρια της Χαλκιδικής... Τα μάτια του θόλωσαν, η καρδιά του χτυπούσε τρελά. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως οι ίδιοι άνθρωποι του παρελθόντος διαδήλωναν ξανά στους δρόμους της Αθήνας.

«Δεν είναι δυνατόν...», είπε ψιθυριστά κι άρχισε να τους παρατηρεί προσεκτικά. «Δεν είναι δυνατόν...», επανέλαβε και για να βεβαιωθεί τους άγγιζε, πλησίαζε το πρόσωπό του στο δικό τους. Ηθελε να νιώσει το χνότο τους, να βεβαιωθεί πως δεν ήταν πλάσματα της φαντασίας του. Δαγκώνοντας τη γλώσσα του προχωρούσε ως που έφτασε σ' ένα μαυροκόκκινο πανό. Κάτωχρος και με τα μάτια διεσταλμένα έμεινε να κοιτάζει αυτόν που φώναζε στην ντουντούκα. Ηταν ο Κώστας ο Σκούπας, ο θηριώδης Σκούπας, ο καθοδηγητής της μεγάλης απεργίας... Ξετρελαμένος από το παράλογο σκηνικό, στήθηκε μπροστά του και τον έπιασε από τους ώμους.

- «Κώστα πες μου, εξήγησέ μου τι συμβαίνει;» είπε και τον κοίταζε στα μάτια παρακλητικά.

Ο νεαρός άντρας σταμάτησε και τον κοίταξε με απορία.

- «Κώστα είμαι ο δημοσιογράφος που φιλοξένησες στο σπίτι σου, τότε...».

Στο πρόσωπο του νεαρού ζωγραφίστηκε μια προσπάθεια να θυμηθεί και ακολούθησε ένα πλατύ χαμόγελο.

- «Με μπέρδεψες με τον πατέρα μου, εγώ είμαι ο Νάκος».

- «Ολόιδιος ο πατέρας σου Νάκο», μονολόγησε και πρόσθεσε.

- «Ο Κώστας;»

- «Πνευμονοκονίαση...», απάντησε ο Νάκος χαμηλόφωνα και χωρίς να τον χαιρετήσει πήρε θέση μπροστά από το πανό, καθώς η πορεία ξεκινούσε.

Ηπιε μονορούφι τον πικρό καφέ και άδειασε τα κέρματα της τσέπης του στο μάρμαρο του τραπεζιού, επαναλαμβάνοντας «πνευμονοκονίαση, πνευμονοκονίαση».

Από την Ακτή Μιαούλη περπατώντας βρέθηκε να ανεβαίνει μια ανηφόρα της Πηγάδας. Λαχάνιασε. Από τη μεριά του λιμανιού ακούγονταν πυροβολισμοί. Σε ένα πετάρισμα του ματιού του είδε ξανά στο βουνό της Χαλκιδικής την παρδαλή μαντίλα της γύφτισσας. Από πίσω του ακολουθούσαν κι άλλοι με κομμένη την ανάσα, σαν τη δική του. Οι καμπάνες χτυπούσαν δαιμονισμένα. Λίγο πριν φτάσει στην κορυφή τού έπεσαν τα γυαλιά. Σήκωσε το βλέμμα. Δεν έβλεπε καλά. Τα συνεργεία έβγαζαν κορμιά και τα απέθεταν στο πλάτωμα. Γριές και νιες με τα μαντίλια προσπαθούσαν να καθαρίσουν τα λασπωμένα πρόσωπα των μεταλλωρύχων. Σουρούπωνε και τα κορμιά πάνω στα φορεία ξεκίνησαν τη μακάβρια επιστροφή στο χωριό. Η πομπή απομακρύνθηκε και απόμεινε μόνος στη νεκρική σιγή. Πάνω του τα κοράκια πλανάριζαν σα μετακινούμενο μαύρο σύννεφο.

Ο θόρυβος από το κινητό τηλέφωνο επέμενε. Το έβγαλε από την τσέπη και κάθισε σε ένα πεζούλι. Ο Πειραιάς καθρέφτης στα μάτια του. Η γυναίκα του στο τηλέφωνο επαναλάμβανε:

- «Πού είσαι, πού;»

- «Δεν ξέρω...», απάντησε. Το λιμάνι του Πειραιά είχε παραδοθεί στην κάπνα. Εκλεισε τα μάτια σα για να προφυλαχτεί και τότε πρόβαλε τυπωμένο στην εφημερίδα το πρώτο του διήγημα.

«... Σταμάτησε να χιονίζει κι ο ουρανός ξαστέρωσε. Ο Βαρδάρης βάλθηκε να ξηλώσει την τενεκεδένια σκεπή της καλύβας. Οι δυο άντρες κοιτάχτηκαν. "Ο αδερφός είναι με τους άλλους" είπε ο ένας. "Το 'μαθε η μάνα μου;" ρώτησε ο άλλος και χωρίς να περιμένει απάντηση βγήκε βιαστικά από την καλύβα».

Σήκωσε το γιακά του σακακιού του κι άναψε τσιγάρο. Στην τελευταία επίσκεψη ο γιατρός επέμενε «... Να αποφεύγεις την κούραση, τις συγκινήσεις και το κάπνισμα...». Τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά μ' ένα πικρό χαμόγελο. «Ποιος τύλιξε μέσα μου ετούτο το κουβάρι;», πρόλαβε να πει όταν μπροστά του πρόβαλε η προκλητική μορφή του «Απεργοσπάστη», του ήρωα εκείνου του διηγήματος.

«Δεν ήταν αλήθεια τα όσα έγραψες για μένα», είπε με οργή κι αυτός για να προφυλαχτεί πέταξε το τσιγάρο και έκρυψε με τα χέρια το πρόσωπό του. Ο ήρωάς του, ο απεργοσπάστης με φωνή απειλητική συνέχισε:

- «Ησουν μπροστά όταν ανέβηκα στο γερανό και σήκωσα την κουτάλα τότε που φώναξε η μάνα μου "Πάτα με γιε μου κάλιο, παρά να γίνεις απεργοσπάστης..." Ησουν μπροστά και μ' έβλεπες. Δεν κατέβηκα από το γερανό, δεν αγκάλιασα τη μάνα μου, δεν ενώθηκα με τους απεργούς... Εγραψες ψέματα, η απεργία τσακίστηκε και γω έγινα εργοδηγός».

«Δε σε κακομεταχειρίστηκα», του απάντησε και αφού έμεινε για λίγο σιωπηλός πρόσθεσε:

- «Τι θες από μένα;»

- «Να αποκαταστήσεις την αλήθεια, τουλάχιστον σε ό,τι με αφορά.»

Ο Δημοσιογράφος κατέβασε τα χέρια από το πρόσωπο και για ώρα κοιτούσε στα μάτια τον άνθρωπο που ο ίδιος είχε δημιουργήσει.

- «Για μένα αυτή είναι η αλήθεια... Με αυτή έζησα», είπε και με τα χέρια έκανε μια προσπάθεια να τον ηρεμήσει. Ο ήρωάς του, ο «Απεργοσπάστης» ήταν έξω φρενών. Εβγαλε από την τσέπη του το διήγημα διαμαρτυρόμενος.

- «Αυτό θα μπορούσες να το κάνεις αν οι ήρωές σου ήταν φανταστικοί. Δεν έχεις το δικαίωμα να χαράζεις την πορεία των άλλων, να καθορίζεις πραγματικές ζωές...». Μπρος στα έκπληκτα μάτια του έσκισε το διήγημα σε μικρά κομματάκια και τα πέταξε στα μούτρα του.

Τον επανέφερε στην πραγματικότητα μια ηλικιωμένη κυρία που περνούσε το δρόμο. Αφού κοντοστάθηκε για λίγο, έβγαλε από την τσάντα της μερικά κέρματα και του τα 'βαλε στην παλάμη.

- «Ευχαριστώ», μουρμούρισε και σηκώθηκε τρεκλίζοντας. Το λιμάνι του Πειραιά είχε παραδοθεί στα καπνογόνα, τα πλοία σφύριζαν ακατάπαυστα και μια ψιχάλα λεπτή, δυσκολοδιάκριτη έπεφτε σαν πάχνη. Ο δημοσιογράφος κατηφόρισε, κοντοστάθηκε στο Πασαλιμάνι και από παλιό, γνώριμό του δρόμο ανηφόρισε για τον Προφήτη Ηλία.

«Ολα σαν μόλις χτες...», είπε με έκπληξη. Το σούρουπο τον βρήκε να περπατά στον Κηφισό με τα χέρια παγωμένα και την καρδιά του σαν παιδί πυύ κάτι ψάχνει αναστατωμένο. Αναψαν τα φώτα της λεωφόρου και το ψιλόβροχο με τον παγωμένο αέρα τον εμπόδιζαν. Δεν μπορούσε να προχωρήσει. Αναμέρισε τις πικροδάφνες που ήταν στη νησίδα του δρόμου και ανέβηκε. Βρήκε δυο παλιά λάστιχα αυτοκινήτου και τα έβαλε κόντρα στον άνεμο. Κάθισε χάμω και με το χνότο του προσπαθούσε να ζεστάνει τα χέρια του, όταν ένιωσε πως κουνήθηκαν οι πικροδάφνες και μια γνώριμη φωνή τον χαιρέτησε.

- «Μαρία εσύ;», ρώτησε με τρεμάμενη φωνή. Από τις πικροδάφνες ξεπρόβαλε δειλά ένα νεαρό κορίτσι ντυμένο στα κόκκινα.

- «Εχω το ποίημά σου, το φύλαξα».

- «Μαρία εσύ είσαι;», ξαναρώτησε με θολωμένα τα μάτια.

- «Ναι, είμαι η Μαρία του υφαντουργείου», είπε κι έβγαλε από την τσέπη το κομμένο χέρι της.

- «Ηθελα να πεθάνω, το μόνο που ήθελα τότε. Και μου 'φεραν το ποίημά σου "Η Μαρία του υφαντουργείου"».

Ο δημοσιογράφος πνιγμένος στο κλάμα κατάφερε να πει:

- «Μπορεί να ζήσει κανείς από ένα ποίημα;»

Η Μαρία πριν χαθεί πίσω από τις πικροδάφνες ψιθύρισε:

- «Εγώ έζησα και σε ευχαριστώ».

Τα χαράματα τον βρήκαν οι εργάτες καθαριότητας κάτω από έναν ηλεκτρικό στύλο πίσω από την πλατεία Εσταυρωμένου να κρατά στο παγωμένο χέρι του ένα κομμάτι τυπωμένου χαρτιού.

«... όταν έφτασα στα ναυπηγεία όλα είχαν τελειώσει. Οι γλάροι είχαν φύγει από τους κρότους και τους καπνούς των δακρυγόνων. Ο αέρας έπαιρνε τις προκηρύξεις κι ένα σκυλί με κομμένη την ουρά τις κυνηγούσε γαυγίζοντας».


Του
Θωμά ΜΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ του ΘΩΜΑ ΜΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

Ο Θωμάς Μανόπουλος γεννήθηκε στην Πρέβεζα. Ταξίδεψε με ποντοπόρα πλοία και το 1973 - 1974 βρέθηκε στη δίνη των γεγονότων της Νομικής και του Πολυτεχνείου. Με τη μεταπολίτευση σαν δημοσιογράφος του «Ριζοσπάστη» κάλυψε με ρεπορτάζ τις μεγάλες απεργίες. Τότε έγραψε και τα πρώτα του διηγήματα που δημοσιεύτηκαν στον «Ρ». Εκτοτε εκδόθηκαν τρία μυθιστορήματα, μια συλλογή με διηγήματα και δύο βιβλία για παιδιά. Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ «Η Πάολα του Ρίο», «Το Καραμοσάλι». Εκδόσεις Κοχλίας «Στο χορό των ανθρωποκυνηγών», «Τελευταία βουτιά του Ανθυπασπιστή» Εκδόσεις ΚΨΜ. Είναι μέλος της ΕΕΛ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ