Κυριακή 16 Δεκέμβρη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Ο Νίκος Κυτόπουλος

Ο Νίκος Κυτόπουλος είναι γνωστός στα ελληνικά γράμματα για το αντιστασιακό του μυθιστόρημα, όπως η τριλογία: «Ο μεγάλος ανήφορος», «Η δοκιμασία» και «Ασβηστη ελπίδα», καθώς και για το αντιπολεμικό του μυθιστόρημα, όπως «Ο Μπελέτης» που δείχνει πώς ο πόλεμος και η γερμανοφασιστική κατοχή δημιούργησαν από έναν απλό θρησκευόμενο άνθρωπο του Εβρου ένα τέρας ανθρώπινο. Ασχολήθηκε, όμως, με επιτυχία και με την παιδική λογοτεχνία. Εγραψε για τα παιδιά το βραβευμένο μυθιστόρημα «Φίλιππος Ομηρος στη Θήβα» και τη συλλογή διηγημάτων «Στο χαμένο παράδεισο», που τιμήθηκε με το βραβείο «Μιχαέλας Αβέρωφ» από την ΕΕΛ.

Το όνειρο του Γιάντζου

Παπαγεωργίου Βασίλης

Πάλι αμολήθηκαν τα στοιχειά της φύσης. Βογκούν οι χαράδρες. Σουρομαδιούνται τα πεύκα. Το χιόνι τυφλώνει τα μάτια. Μαστιγώνει τα πρόσωπα. Κόβει την ανάσα. Τι άλλο να περιμένεις Φλεβάρη μήνα σε τούτα τα βουνά; Το πρωί νοτιάς, πυκνό ψιλόβροχο κι αντάρα, το μεσημέρι χιονιάς και τώρα χαλασμός.

Μουσκεμένη ως το κόκαλο η φάλαγγα, βρέθηκε να φιδοσέρνεται σ' ένα απόκρημνο βουνό, κρεμασμένη ανάμεσα ουρανού και γης, στην άκρη μιας άπατης χούνης, μέσα σε μια χιοναντάρα αδιαπέραστη.

Ο Γιάντζος νιώθει τα βήματά του όλο και πιο βαριά. Σε μισή ώρα έδεσε το χιόνι. Βουλιάζουν τα τσαρούχια στο μονοπάτι. Σουβλούν τα μηλίγγια. Πονούν σι αρμοί. Το ποτάμι έμεινε πολύ μακριά. Τον ακολουθούν, όμως, οι εφιαλτικές αναμνήσεις μαζί μ' ένα ψιλό βήχα και μικρό πυρετό. Προσπαθεί να ξεχάσει και δεν μπορεί. Εμεινε μέσα του κείνη η τελευταία κραυγή του Κηπουρού. Ζητούσε απάντηση. Πώς δεν μπόρεσε να βοηθήσει; Αλλος θάνατος κι αυτός!.. Δεν είναι να πηδάς στα χαρακώματα και να χτυπιέσαι με την ξιφολόγχη, όπως έγινε πολλές φορές με τους Ιταλούς. Και τώρα με τους μπουραντάδες.

Γι' αυτό τονε λένε τρελό και ντελιφυσέκι. Τα έχει όμως τετρακόσια. Ολα τα κάνει υπολογισμένα. Ξεχωρίζει, από τις ριπές και τους κρότους, όλα τα όπλα. Ξέρει σίγουρα, αν οι σφαίρες που σφυρίζουν γύρω του, είναι από μανλιχέρια, ή γκράδες. Από γερμανικά εντεκάσφαιρα, ή στάγερ. Από φλύαρες τουρτούρες ή βίκερς. Μπορεί ακόμα να σου πει πόσοι βρίσκονται στο εχθρικό χαράκωμα και ποιο το ηθικό τους. Φτάνει ν' ακούσει τα πυρά τους. Και κινάει στην επίθεση, σαν «καρτάλι»: Τάνυσμα φτερών, ακροζύγιασμα και βουτιά - σάλτο. Και πέφτει σαν αστραπή στις νεκρές στιγμές, όταν δηλαδή ο αντικρινός του αλλάζει ταινία ή δεσμίδα. Τότε πετάει σπίθες το μυαλό του. Στο ποτάμι, όμως, έχει χάσει τον εαυτό του. Κρίμα, κρίμα! «Πάει η άνθρουπους» από κάποια τυφλή δύναμη που τον έσπρωχνε τον κατήφορο: φοβερή, μυστική κι ακατάλυτη...

Πώς το θυμήθηκε τώρα; Να, νιώθει σ' όλο του το είναι πάλι κείνη τη δύναμη να τον σπρώχνει προς τα πίσω, τον κατήφορο. Τώρα πια σαν ανεμοστοιβή, που ουρλιάζει γύρω του, έτοιμη να τον αρπάξει και να τον σηκώσει πάνω από την άπατη άβυσσο. Τέτοιο μπουρίνι δε ματαείδε στη ζωή του έξω από μια φορά. Φλεβάρης ήταν και τότε - πάνε δεκαπέντε χρόνια. Φύλαγε πρόβατα. Τα είχε κλείσει στο μαντρί και κίνησε μαζί με το ξαδελφάκι του για το σπίτι. Στο δρόμο, τριακόσια μέτρα από το χωριό, τον έχασε. Ναι, δίπλα του ήταν, τον ένιωθε φορές φορές ν' ακουμπάει στον ώμο του. Κι όμως τον έχασε. Καθώς προχωρούσε σκυφτός, με το κεφάλι τυλιγμένο σε μια μαντίλα, γυρίζει κάποια στιγμή και δεν τον βλέπει κοντά του. Φωνάζει, σκούζει, ψάχνει, πουθενά! Πήγε στο χωριό, χτύπησε πόρτες, πήραν φανάρια και γύρισαν πίσω, ψάξαν, ο Γιωργάκης πουθενά! Λες κι άνοιξε η γης και τον κατάπιε. «Πάει η άνθρουπους!»

Κι όπως το θυμήθηκε, ανακράτησε το βήμα κουρασμένα. Ενιωθε σύγκρυο. Ετρεμε το γόνατό του. Λες να ήρθε η σειρά του; Ετούτο δω ήταν φοβερότερο από κείνο το κακό. Τ' αερικά ετούτα σπρώχναν πολύ πιο μανιασμένα. Και μέσα του ξυπνούσε η φωνή του Κηπουρού σαν δική του, πνιγμένη, ανήμπορη να βγει: «Βοήθεια!..».

Κάποιος τον έπιασε από πίσω και τον τράνταξε. Αλλη αντίρροπή δύναμη αυτή. Αλλαξε το ρυθμό μέσα του. Γύρισε. Δυο μάτια του γέλασαν φιλικά, πάνω από τα κρουσταλλιασμένα γενομούστακα.

- Πώς πάει;

Ηταν ο Φάνης, ο σύντροφος Πολιτικός Επίτροπος. Οχι, ο δάσκαλος, η αγάπη κι η εμπιστοσύνη του Γιάντζου. Το πρότυπο της ζωής του στο χωριό, στο βουνό και τώρα. Αυτός τα μπορούσε όλα. Τα 'ξερε όλα. Στα μάτια του είδε τη σιγουριά. Δεν ήταν λοιπόν η κατάσταση τόσο φοβερή. Κάτι ανασυντάχτηκε μέσα του. Γέλασε κι αυτός:

- Πώς να πάει, δεν τα βλέπεις;

- Τα βλέπω, αλλά κουράγιο...

- Κουράγιο, κουράγιο, μα φοβερός τούτος ο ανήφορος, δάσκαλι.

- Ε, Γιάντζο, ο ανήφορος έχει και κατήφορο. Τι λες κι εσύ;

- Ναι, έχει, μα φουβάμι μην έχει κατήφουρου κατά τη χαράδρα, δάσκαλι.

Ο δάσκαλος τον έπιασε από τους ώμους και τον έσφιξε μ' εγκαρδιότητα.

- Εσύ τα λες αυτά, μωρέ Γιάντζο; Εσύ, το ξεφτέρι του βουνού; Γρήγορα θα φτάσουμε στο Γράμμο και θα τα ξεχάσουμε όλα.

- Για να φτάκουμι, θα φτάκουμι. Μα δεν ξέρου πόσοι θα φτάκουμι. θα γίνουμι πολλοί Κηπουροί, δάσκαλε μου.

Ο άλλος πάλι τον έσφιξε τρυφερά στην αγκαλιά του. Επειτα τον πήρε από το μπράτσο και σύραν τα βήματά τους κουβεντιάζοντας.

- Απορώ με σένα, Γιάντζο. Σε βρήκα σε κακιά ώρα. Τι έχεις; Τι συμβαίνει;

- Δεν ξέρου. Κόβουντι τα γόνατά μ', δάσκαλι, κι κρυγιός ιδρώτας. Δεν είν' τίποτις...

- Μήπως έχεις πυρετό; Να σου δώσω καμιά ασπιρίνη.

Ο Γιάντζος πικρογέλασε.

- Πείνα έχου, δάσκαλι. Τι θα μι κάν' ιμένα η ασπιρίνη; Ο Φάνης ψάχτηκε. Είχε ένα ξεροκόμματο απ' τη μερίδα που πήρανε όλοι για ξερή τροφή για τη μέρα εκείνη. Το έβγαλε:

- Φάε, Γιάντζο, και πάρε από πάνω και τούτη την ασπιρίνη.

Ο Γιάντζος αρνήθηκε ευγενικά.

- Ιγώ αστειεύτηκα, δάσκαλι. Ο Γιάντζος εύκολα δεν παραδίνιτι.

- Οχι, σε βλέπω λιγάκι απογοητευμένο.

- Οχι δα κι απογητεμένου! Ιμένα, δάσκαλι, δε μι πιάνουν οι γητειές κι τα μάγια, θα φτάκου στου Γράμμου, ακόμα κι να σκάσει τούτος ου παλιόκαιρους κι ούλοι οι φασίστες.

- Ετσι σε θέλω. Μα πιάσε και τούτα δω.

- Οχι, δάσκαλε μου.

Ο Φάνης τα 'χωσε στη χούφτα του κι ανηφόρισε. Η κατάσταση ήταν πολύ σοβαρή. Αυτό το 'βλεπε, βέβαια, μα η κουβέντα με το Γιάντζο την έκανε ακόμα πιο ζοφερή.

Στάση εδώ. Επρεπε να ξεκουραστούνε. Ατέλειωτη η αλυσίδα της ταξιαρχίας, έβγαινε από το διάσελο και κατηφόριζε. Από κάθε μονάδα σύνδεσμοι παραλάβαιναν τους δικούς τους για να τους παν σε ορισμένο μέρος. Και τα μάτια όλων τέσσερα να μην ξαπλώσει κι αποκοιμηθεί κανείς. Κίνδυνος - θάνατος!

Ο Γιάντζος είχε τυλίξει με μια μάλλινη μαντίλα το κεφάλι, έτσι που φαίνονταν μόνο τα μάτια του. Με τον τρόπο αυτό γλίτωσε από το άγριο μαστίγωμα του παγωμένου χιονιού κι απομονώθηκε από τον έξω κόσμο. Παραπατούσε, γλιστρούσε, βούλιαζε στο χιόνι, μα έκανε κουράγιο. Πάντα ήταν πρώτος στη φάλαγγα. Και τώρα; Ντρεπότανε για το χάλι του. Τι ήταν; Ενα ποτάμι πέρασε. Τόσοι και τόσοι το πέρασαν και δεν έπαθαν τίποτα. Ακόμα και χαρτογιακάδες. Και το «κζάνι» εκείνο, ο Τζίτζικας! Ενώ αυτός; Ο Γιάντζος, το παιδί του βουνού, που άργασαν το τομάρι του οι πάχνες και τ' αγιάζια να βήχει και να ξεφυσάει σαν την κοκόνα του Μουρτζούκου!.. Να τρέμουν τα πόδια του, να καίνε τα μάτια του κι ώρες - ώρες να βλέπει μπροστά του φωτιές και τζάκια και ζεστά κρεβάτια!.. Επρεπε να κάνει κουράγιο. Το διάσελο ήταν κοντά. Εκεί θα την αράζανε μερικές ώρες. θα ησύχαζε, θα ξεμούδιαζε. Ολα θα περνούσαν.

Κάποτε έφτασε κι αυτός. Κατηφόρισε κι αυτός. Αλλαξε μονομιάς ο ντουνιάς. Κόπηκε το φυσομανητό. Το χιόνι έπεφτε τώρα από τα βάθη μιας πυκνής αντάρας. Γύρω του μαλακό, άσπρο σεντόνι. Ολα καλούσανε μαυλιστικά για ξαπόσταμα. Πέρασε, όπως ήταν κουκουλωμένος με τη μαντίλα, απαρατήρητος και τράβηξε πίσω από ένα φουντωτό πουρνάρι. Εβαλε το γυλιό για μαξιλάρι και ξάπλωσε αναστενάζοντας από εσώψυχη αγαλλίαση. Εκλεισε τα μάτια και μονομιάς βυθίστηκε σ' ένα λήθαργο.

...Κάποια στιγμή βρέθηκε στο Γράμμο. Ναι, στο Γράμμο! Συντριβάνισε η χαρά μέσα του. Ολοι αράδα, σταμάτησαν στη φάλαγγα για ν' αγναντέψουν με το στόμα ανοιχτό τον κόσμο, που απλωνότανε χαμηλά στα ριζά του, ως εκεί που σμίγει ο ουρανός με τη γη.

Τα πουρνάρια πήραν σιγά σιγά να σαλεύουν και να αναδίνουν ζωή. Χτυπούσανε γύρω του αόρατα κουδούνια, κυπριά, τροκάνια, καμπάνες. Τι έγινε; Α, ναι!.. Χτυπούσαν οι καμπάνες της επιστροφής. Γύριζε νικητής από το Γράμμο με τα συντρόφια στο χωριό. Γέμισε κοπάδια ο τόπος. Θρασομανούσαν τα σπαρτά. Βαγιοκλαδίζαν οι μυγδαλιές, θάλασσα κυματιστή τα στάχια. Θέριζαν οι μηχανές, αλώνιζαν οι πατόζες. Βαρούσαν τα νταούλια και τα κλαρίνα στο μεσοχώρι. Και κει που χόρευαν οι πανηγυριώτες, σταμάτησαν. Γύρισαν τα κεφάλια προς το μέρος του. Απλώθηκαν χέρια πολλά. Τον πήραν και τον σήκωσαν ψηλά με το γυλιό και το ντουφέκι: «Μπράβο, Γιάντζο!.. Γεια σου, Γιάντζο!..

Εβγαλες τον ανήφορο παλικαρίσια! Εφτασες στο Γράμμο! Νίκησες. Νικήσαμε! Ελα να πιούμε, Γιάντζο!..». Και τον ράντιζαν με άνθη μυγδαλιάς. Παράξενο, όμως, ήταν δροσερά μέσα στην αυγουστιάτικη κάψα. Τα ένιωθε στο πρόσωπο του ευχάριστα, καθώς χαιρετούσε, χούφτιαζε και πασαλειβόταν με τα λουλούδια της μυγδαλιάς, που την τίναζε κάποιος πάνω από το κεφάλι του για να μην τον καίει ο ήλιος.

Επειτα βρέθηκε στην κεφαλή ενός στρωμένου τραπεζιού. Πλάι η Χρύσα, η γυναίκα του με τα πέντε κουτσούβελα. Ολα λάμπαν σαν τον ήλιο. Δάσος τα ποτήρια υψώθηκαν ένα γύρο, γεμάτα μπρούσκο κρασί.

- Αντε, Γιάνζτο, να μας ζήσεις. Αυτό ανασταίνει και νεκρούς.

- Εις υγείαν!..

- Εις υγείαν, είπε ο Γιάντζος, σήκωσε το ποτήρι και χαμογέλασε με καμάρι. Γεια σας, αδέλφια! Τέλειωσι ου πόλεμους. Μπίτισι η επανάσταση. Ειρήνη. Αμήν!..

Με σηκωμένο το χέρι τον βρήκαν, αφού έψαξαν αρκετή ώρα οι σύντροφοι του.

Πρώτη η Τασία τον θυμήθηκε σαν σηκώθηκαν να ξεκινήσουν.

- Κορίτσια, δε βλέπω τον Γιάντζο. Μήπως έμεινε πίσω;

Ανησύχησε κι ο Φάνης, θυμήθηκε αμέσως την κουβέντα που είχε κάνει μαζί του.

Φώναξαν, ψάξαν, τελικά τον βρήκαν. Πρώτος τον είδε ο Λάμπης πίσω από το πουρνάρι.

- Αντε, Γιάντζο, φεύγουμε!..

Φώναξε, ξαναφώναξε, δεν πήρε απάντηση. Ο Γιάντζος έμενε ασάλευτος, αδιάφορος, ξαπλωμένος στο χιόνι με το κεφάλι στο γυλιό, τα μάτια ανοιχτά, το χέρι σηκωμένο κι ένα χαμόγελο παγωμένο στο πρόσωπο. Σαν τα παιδιά στην κούνια, που ονειρεύονται. Τον κούνησε. Επιασε το χέρι του, ήταν παγωμένο.

Κατέβασε ο Λάμπης τη σκούφια του, συχνόκλεισε τα μάτια και στάθηκε προσοχή...


Του
Νίκου ΚΥΤΟΠΟΥΛΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ