Κυριακή 19 Φλεβάρη 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Του Τριαντάφυλλου ΓΕΡΟΖΗΣΗ

Ο Τρ. Γεροζήσης γεννήθηκε το 1934 στη Λάρισα. Νεαρός ΕΠΟΝίτης, το 1949 κατατάχτηκε στο ΔΣΕ.

Τελείωσε τη Νυχτερινή Εμπορική Λάρισας το 1964. Εχει πτυχίο του Οικονομικού Τμήματος του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθήνας (ΑΣΟΕΕ), πτυχίο της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Δίπλωμα Προκεχωρημένων Σπουδών (DEA) του Πανεπιστημίου ΙΙ της Σορβόνης - Παρισιού, Διδακτορικό Δίπλωμα (Doctorat d' Etat) του ίδιου Πανεπιστημίου.

Είναι δικηγόρος Αθηνών και ανήκει στην Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής ως επιστημονικός συνεργάτης. Στην περίοδο 1993-1999 δίδαξε Συνταγματικό Δίκαιο στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων.

Εργα του χρονολογικά, «Ο τελευταίος», «Τέλος και Αρχή» (θεατρικό), «Αγκόλα, το κλειδί της Αφρικής», «Η Βουλή των Ελλήνων για το Κυπριακό», με τους Παντελή Αντ. και Κουτσουμπίνα Στ. «Κείμενα Συνταγματικής Ιστορίας», «Το Σώμα των Αξιωματικών 1881-1975» (Διδακτορική Διατριβή), «Δωδεκάνησα, 1947-1997», «Ανταρτόπουλο στο ΔΣΕ», «Το "ένδοξο" όπλο των TEA».

Εχει δημοσιεύσει άρθρα σε περιοδικά και εφημερίδες.

Το τακουνάκι της Αντάρτισσας

Παπαγεωργίου Βασίλης

Σαν όνειρο τον θυμάμαι τον «Γιάννη το Ρώσο», όπως τον ξέραμε. Περισσότερο θυμάμαι τη μικρή παραγκούλα που είχε, ζήτημα να ήταν δυο τετραγωνικά μέτρα όλο κι όλο και εκεί είχε το «μπαλωματίδικο», το «μαγαζί», όπως το έλεγε, εκεί στη συμβολή των οδών Χρυσοχόου - 25 Μαρτίου - Ικάρων, στην πραγματικότητα μια παραγκούλα ήταν με κάτι τσίγκια καρφωμένα σε σανίδες. Γύρω - γύρω δεν υπήρχε άλλο κτίσμα, μόνο κάτι χαλάσματα από τους βομβαρδισμούς και τους σεισμούς. Συχνά με έστελναν οι δικοί μου να πάω παπούτσια για μπάλωμα. Τότε τα παπούτσια, μιλάμε για την περίοδο 1941 - 1950 ήταν «μεγάλης διαρκείας» χάρη στους τσαγκάρηδες -μπαλωματήδες που η τέχνη τους ήταν απίστευτη. Παπούτσι που το έβλεπες και σ' έπιανε θλίψη με τις τρύπες, τα ξηλώματα, τα σκισίματα που είχε από όλες τις μεριές, αυτοί το έφτιαχναν καινούριο. Παλιά παπούτσια δεν πετιόνταν, χρησιμοποιούνταν για να διορθώσουν άλλα λιγότερο κατεστραμμένα. Εμείς, τα πιτσιρίκια, καταστρέφαμε πιο γρήγορα τα παπούτσια παίζοντας με πάνινη μπάλα, δηλαδή μια πάνινη σακούλα παραγεμισμένη με κουρέλια. Πού να βρεθεί τότε μπάλα πέτσινη. Μπάλες πλαστικές και τέτοιες δεν υπήρχαν τότε και οι πέτσινες που έπαιζαν οι μεγάλοι ήταν χειροποίητες, δυσεύρετες και πανάκριβες. Τα παπούτσια μας φθείρονταν γρήγορα με αποτέλεσμα πολλές φορές οι γονείς μας να μας τα παίρνουν, για να τα έχουμε για το σχολείο, οι περισσότεροι είχαμε μόνο ένα ζευγάρι, και τότε παίζαμε μπάλα ή άλλα παιγνίδια, «σέγκια», «μερμέρια» ή τρέχοντας με τα «γκύλια», ξυπόλυτοι.

Εκεί είχε το μπαλωματίδικο ο Γιάννης ο Ρώσος. Ετσι ήταν γνωστός τουλάχιστο σε μας τους πιτσιρικάδες. Ηταν Ρώσος «εμιγκρέ», από αυτούς που έφυγαν από την πατρίδα τους με την Επανάσταση του 1917.

Οταν κάποιος από την παρέα μας πήγαινε για τα παπούτσια στο Γιάννη το Ρώσο, πήγαινε όλη η παρέα, όλη η μαρίδα όπως μας έλεγε, γιατί μας μοίραζε κάτι μικρές γερμανικές καραμέλες, μεγάλη υπόθεση τότε οι καραμέλες για μας και μάλιστα γερμανικές.

Τώρα δεν ξέρω αν ήταν το 1943 ή το 1944 που έκαναν οι Γερμανοί «μπλόκο» στη γειτονιά μας και μάζευαν άντρες, θες για σκότωμα θες για αγγαρεία. Τους έπαιρναν, όποιον εύρισκαν μπροστά τους, χωρίς καμιά εξήγηση και κανένας δεν ήξερε αν θα γύριζε και πότε στο σπίτι του. Τότε άκουγες κλάματα μέσα στα σπίτια και εμείς οι μικροί νιώθαμε κρύο το φόβο στην καρδιά, μαζευόμασταν και εμείς μέσα στη σιγουριά των σπιτιών μας.

Οταν έγινε το «μπλόκο» στη γειτονιά μας ήταν η ώρα που ήμασταν στο σχολείο, και όταν σχολάσαμε και γυρίζαμε στη γειτονιά όλα ήταν μουγκά.

Στο μπλόκο αυτό έβγαλαν και το Γιάννη το Ρώσο από το «μαγαζί». Ο Γιάννης αντέδρασε, ποιος ξέρει γιατί, ίσως πίστεψε ότι θα τους πάνε στο Στρατόπεδο ή στο Μιζούρλο για σκότωμα. Σίγουρα ήταν «οργανωμένος», ίσως είχε κρυμμένα ανάμεσα στα εργαλεία του και στα ψευτοπετσιά που είχε, τίποτα προκηρύξεις, κάποιο πιστόλι ή κάτι άλλο που αν το εύρισκαν θα τον βασάνιζαν, θα τον σκότωναν.

Ετσι, στην αρχή αρνήθηκε να τους ακολουθήσει. Τον χτύπησαν στο πρόσωπο και τον πήραν τα αίματα. Τότε ρίχτηκε πάνω σε ένα Γερμανό και όπως έλεγαν του έκοψε το λαρύγγι με τα δόντια. Τον σκότωσαν αμέσως. Την παραγκούλα μάλλον την γκρέμισαν.

Πέρασαν μερικά χρόνια και ακριβώς απέναντι, δίπλα από το φούρνο του Ξεφτέρη, σε μια κόχη που έκαναν δυο ντουβάρια, ξεφύτρωσε μια άλλη παραγκούλα - μπαλωματίδικο ίσια - ίσια να χωράνε δυο άνθρωποι καθιστοί.

Εκεί σ' αυτό το μπαλωματίδικο, κάποτε ήρθε νέος τσαγκάρης, ο Γιώργος ο Κοκ.

Για χρόνια το μαγαζάκι του Γιώργου ήταν το «κέντρο» πληροφοριών και ανταλλαγής αυτών της περιοχής. Αργότερα πήγε σε άλλο σημείο της γειτονιάς. Είχε αδερφό και ξαδέρφια αντάρτες στο Δημοκρατικό Στρατό και ήταν από το χωριό του πατέρα μου.

Ισως ήταν το 1960, ένα πρωί, καθόμασταν και τα λέγαμε όταν εμφανίστηκε ο Παπ. με ένα ζευγάρι γυναικεία παπούτσια για να διορθώσει τα τακούνια ο Γιώργος.

Ο Παπ. ήταν αξιωματικός, λοχαγός, κάποιας ηλικίας, μάλλον ήταν του «στρατεύματος» και όχι κάποιας Σχολής, ήταν γείτονας, λέγαμε καλημέρα. Ελεγαν εκεί στη γειτονιά ότι ήταν λίγο «περίεργος». Δηλαδή, έλεγαν ότι συχνά τον άκουγαν να μιλάει μόνος του και ότι μια φορά τον είδαν να κλαίει μόνος του. Εγώ τον θυμάμαι, απλό, καλό άνθρωπο, ήταν λαϊκός τύπος. Του λέει λοιπόν ο Γιώργος:

- Αστα και αύριο το πρωί θα είναι έτοιμα, στείλε κάποιον να τα πάρει.

- Δεν κατάλαβες, θα περιμένω να τα φτιάσεις, τα περιμένει στο σπίτι η κυρά, έχω αυστηρές διαταγές.

- Ελα τώρα, εσύ δίνεις διαταγές, δεν παίρνεις.

- Είσαστε νέοι και δεν ξέρετε τι είναι γυναικείο πείσμα, γυναικείο γινάτι. Πιάσε λοιπόν τη φαλτσέτα και τα τσαγκρασούλια σου και όσο να τα φτιάσεις εγώ θα σας πω μια ιστορία μια που είσαστε και κουκουέδες.

- Τι λες τώρα κυρ λοχαγέ, εμείς δεν έχουμε σχέση, εμείς είμαστε ΕΔΑΐτες, νόμιμο κόμμα στη Βουλή, έχουμε κοντά ογδόντα βουλευτές. Μη λες τέτοια πράγματα και τα ακούσουν ο Τρύφωνας και ο Μήτσος της Ασφάλειας και αρχίσουν οι προσκλήσεις στην Ασφάλεια «δι' υπόθεσίν σας».

Ο Τρύφωνας και ο Μήτσος ήταν δυο γνωστοί ασφαλίτες «χρεωμένοι» με τη γειτονιά μας.

- Ρε σεις, άντε τώρα, αυτά όχι σε μένα, κι εγώ μαζί σας είμαι, μένω στο στρατό μπας και πάρω κάνα δυο βαθμούς παραπάνω, να βελτιώσω τη σύνταξη, αλλιώς σε λίγο συμπληρώνω το όριο ηλικίας, μετά «τσάμπα το μαλλί», θα πίνω το πρωί καφέ με τη γυναίκα μου.

Και συνέχισε:

Λοιπόν ακούστε τώρα. Ηταν το 1949, υπηρετούσα στη φρουρά της Κοζάνης. Ηταν άνοιξη και έγινε μια δίκη στο Στρατοδικείο Κοζάνης όπου δικάζονταν κάποιοι συμμορίτες και συμμορίτισσες....

- Ακου κυρ λοχαγέ, άμα θες να ακούσουμε την ιστορία σου θα λες αντάρτες και αντάρτισσες....

- Εντάξει ρε παιδιά έχετε δίκιο, η δύναμη της συνήθειας... Λοιπόν έτυχε την ημέρα αυτής της δίκης να είμαι υπηρεσία στη φρουρά του Στρατοδικείου. Τώρα πόσοι και πόσες ήταν κατηγορούμενοι δεν ξέρω, ούτε πόσοι και πόσες καταδικάστηκαν σε θάνατο. Ανάμεσά τους ήταν και μια κοπέλα πολύ ωραία, άλλο πράμα, ήταν δεν ήταν είκοσι χρονών. Ψηλή, ξανθιά, με κάτι ωριαίες μπούκλες και τα στρατιωτικά που φορούσε της πήγαιναν τόσο, που όλοι μέσα στην αίθουσα αυτήν κοιτούσαμε. Σας το λέω εγώ, τότε το Στρατοδικείο Κοζάνης ήταν «σφαγείο». Οι δίκες γίνονταν γρήγορα - γρήγορα και οι θανατικές καταδίκες εκτελούνταν μέσα σε λίγες μέρες. Εντυπωσιασμένοι από την ομορφιά της, εκτός από τα σόγια της, έπεσαν πάνω της οι δικηγόροι, ο Πρόεδρος, ο Βασιλικός Επίτροπος, πες βρε κορίτσι μου μια κουβέντα, κάνε μια δήλωση, πες πως μετάνιωσες, κάτι τέλος πάντων. Αυτή τίποτα. Αγύριστο κεφάλι.

«Μη χάνετε τα λόγια σας. Αν έχετε πρόβλημα με τη συνείδησή σας, μην ψάχνετε δικαιολογία σε μένα. Εσείς κρατάτε τη ζωή μου στα χέρια σας, όχι εγώ. Εγώ θέλω να ζήσω, αλλά να ζήσω όρθια κι αν είναι να πεθάνω, πάλι να πεθάνω όρθια».

- Εγώ παιδιά ακούγοντας όλα αυτά την «ερωτεύτηκα». Πρώτη φορά μου 'τυχε κάτι τέτοιο και μάλιστα από τόσο νέα και τόσο όμορφη κοπέλα και μιλούσε τόσο όμορφα. Πέρασαν μερικές μέρες και μου 'ρχεται μια διαταγή του Φρουράρχου Κοζάνης ότι την τάδε του μηνός θα είμαι υπηρεσία, να εξασφαλίσω με μια διμοιρία το χώρο εκτέλεσης θανατικής ποινής.

Μια ώρα πριν το ξημέρωμα ήμασταν εκεί. Νύχτα ακόμα και είχαμε κάτι λάμπες πετρελαίου και τα φώτα των αυτοκινήτων. Ηρθε το τζέιμς με το εκτελεστικό απόσπασμα - δώδεκα στρατιώτες και ο επικεφαλής τους - ένα τζιπ με τον Βασιλικό Επίτροπο και τον Γραμματέα του Στρατοδικείου, ένα άλλο τζιπ με ένα στρατιωτικό γιατρό, έναν παπά και ένα δυο άλλα αυτοκίνητα με κάποιους άλλους στρατιωτικούς ίσως και κάποιους χωροφύλακες και πολίτες.

Σε ένα αυτοκίνητο τριών τετάρτων είχαν τους μελλοθανάτους, τρεις άντρες και μια γυναίκα. Τη στιγμή που κατέβαιναν οι μελλοθάνατοι από το αυτοκίνητο, ήταν ακόμα μισοσκόταδο, η γυναίκα στραβοπάτησε και έπεσε κάτω. Κάποιος από τους συντρόφους της τη βοήθησε να σηκωθεί.

Οπως είπα ήταν ακόμα μισοσκόταδο, ήμουν και σε κάποια απόσταση και δεν τους έβλεπα καλά. Μόλις όμως άρχισε να αραιώνει το σκοτάδι και να αχνοφέγγει, τότε την είδα καθαρά και από κοντά. Η γυναίκα ήταν η όμορφη αντάρτισσα που είχα δει πριν μερικές μέρες στο Στρατοδικείο και μου φάνηκε πιο όμορφη από την πρώτη φορά.

Φορούσε ένα απλό φουστανάκι και ένα πουλόβερ και κρατούσε στο ένα χέρι το ένα παπούτσι γιατί όπως είχε πέσει είχε σπάσει το τακούνι.

Τους διάβασε ο Γραμματέας του Στρατοδικείου την απόφαση, ενώ η φρουρά «παρουσίαζε όπλα» και πριν τους πάνε εκεί, στα έξι μέτρα ο Βασιλικός Επίτροπος τους ρώτησε έναν - έναν να πουν την τελευταία επιθυμία.

Ημασταν όλοι βουβοί από τη σκηνή και από το θέαμα της ωραίας κοπέλας με τις ξανθιές μπούκλες που σε λίγα λεπτά θα ήταν νεκρή. Εγώ μέχρι τότε δεν είχα παραστεί άλλη φορά σε εκτέλεση, αυτή ήταν η πρώτη και η τελευταία, δεν ήξερα τη διαδικασία και βλέποντας τα τέσσερα φέρετρα που ήταν εκεί δίπλα, που τα έβλεπαν αυτοί που σε λίγο θα τους έβαζαν μέσα νεκρούς, με έπιασε ένα σύγκρυο και μια μαύρη απελπισία.

Οταν τη ρώτησε ο Επίτροπος αν είχε καμιά τελευταία επιθυμία, τον κοίταξε λίγο ειρωνικά και του είπε:

«Θα μου την κάνεις μωρέ την πεθυμιά μου;»

- Ναι, αν γίνεται και αν το επιτρέπει ο νόμος.

- Να φέρεις ένα τσαγκάρη να μου φτιάσει το τακούνι. Δεν είναι κρίμα να πάω έτσι, με ένα παπούτσι μόνο;

Μείναμε όλοι έτσι, άφωνοι, κόκαλο. Γρήγορα -γρήγορα έφυγε ένα τζιπ με έναν Εσατζή και σε λίγο, δεν ξέρω, σε δέκα λεπτά, σε ένα τέταρτο, παραπάνω, γύρισε με έναν πολίτη τσαγκάρη, τρομαγμένο, μισοκοιμισμένο που σίγουρα αναρωτιόταν αν ήταν ξύπνιος ή ονειρευόταν.

Τους έστησαν, ο ένας έκλαιγε, δέχτηκε να του δέσουν τα μάτια, ο άλλος ήταν σαν χαμένος, ο τρίτος όμως και η κοπέλα ήταν ψύχραιμοι. Φιλήθηκαν, γύρισαν προς το Βέρμιο που άρχιζε να διαγράφεται καθαρά απέναντι στον ορίζοντα και φώναξαν συντονισμένα: «Γεια σας αδέλφια, μην μας ξεχνάτε, ζήτω το....»

Δεν πρόλαβαν να τελειώσουν το «ζήτω» και έπεσαν κεραυνοβολημένοι. Εβαλα μέσο και σε λίγο έφυγα από την Κοζάνη, αλλά από τότε, αυτές τις εικόνες τις έχω κάθε μέρα, κάθε ώρα στο μυαλό μου, στον ύπνο και στο ξύπνιο μου και νομίζω ότι από τότε στο μυαλό δε στέκω και τόσο καλά. Αυτή την κοπέλα την «ερωτεύτηκα», όχι «ερωτικά», την ερωτεύτηκα όπως αγαπάς ένα σύμβολο, ένα άγαλμα, τη σημαία.

Μη νομίζετε ότι δεν ξέρω τα κουτσομπολιά της γειτονιάς ότι παραμιλώ μόνος μου ... αλλά Θεέ... τι κάναμε...

Ολη την ώρα που μιλούσε εμείς είχαμε μείνει σιωπηλοί. Ο άνθρωπος όσο μιλούσε φαινόταν ότι υπέφερε.

- Αντε Γιώργο, τι έγινε, τα 'φτιασες τα τακούνια;

- Κοίταξε, με αυτά που μας είπες δεν μπόρεσα να δουλέψω όπως ήθελα, βλέπεις τρέμουν τα χέρια μου, θέλω κάνα εικοσάλεπτο ακόμα, πήγαινε και πες στην κυρά θα τα φέρω εγώ το πολύ σε μισή ώρα, φύγε τώρα για να μπορέσω να δουλέψω....


Τ. Γεροζήσης



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ