Οταν αφέθηκε ελεύθερος δούλεψε στο περιοδικό «ΑΝΤΑΙΟΣ» και στα σατιρικά φύλλα «Λαχανίδα» και «Λαουτζίκος». Το 1950, μετέχοντας στην παράνομη δουλειά του Κόμματος, πιάστηκε και στην πρώτη δίκη Μπελογιάννη καταδικάστηκε σε θάνατο. Εμεινε συνολικά δεκατέσσερα χρόνια στις φυλακές, όπου μελέτησε το ζήτημα της γλώσσας. Καρπός αυτής τη μελέτης είναι το δίτομο έργο του «Γλώσσα, λόγος, γραφή - Το τρίπτυχο της ανθρώπινης δόξας». Ενα έργο εκλαϊκευτικό για την ανάπτυξη της γλώσσας, όπου η υλιστική διαλεκτική βρίσκει την πρακτική της εφαρμογή.
Το λογοτεχνικό του ταλέντο και η σατιρική του φλέβα δημιούργησαν ένα πλούσιο λογοτεχνικό έργο, εμπνευσμένο από την Αντίσταση και τις μυθιστορίες της ιδιαίτερης πατρίδας του. Αφησε πάνω από είκοσι έργα, τα περισσότερα δημοσιευμένα.
Εργα του: «Γλώσσα - Λόγος - Γραφή», «Μεσολόγγι», «Ρε πού έπεσα», «Οι τρεις εξουσίες», «Ακαδημία Μεσσήνης ...και περιχώρων», «Στα κοντοβούνια της δόξας», «Στο βηματισμό της Ηλέκτρας».
-- Αν είχαμε άλλους κάνα-δυο σαν το Σταυράκο, έλεγε χαμογελώντας ο Λυμπέρης, μικροί και μεγάλοι θα βγαίναμε όχι στον αγώνα αλλά εις το θέατρο. Εχοντας εις αυτό δίκαιο επειδή από τον καιρό που φανερώθηκε το ΕΑΜ εις τον κόσμο, δεν εχρειάστηκε να προστρέξουνε πουθενά αλλού αυτοί οι λεβέντες, για τ' ανέκδοτα και τ' αστεία τους. Που χάρη στην ετοιμολογία τους τα παρουσιάζανε όπως να τα 'χουνε προετοιμασμένα με σκηνοθέτη και πρόβες.
Μπαίνοντας, λοιπόν, ένα απόγιομα στο μαγαζί του ξαδέρφου μου, ο ερίφης ο «Σταύρακας» εβρήκεν εκεί καθισμένους εις το τραπέζι του τους άλλους τρεις φίλους του. Το Νικόλα το Σιούπη με τον Περικλή τον Κακακλή το βαφτισιμιό του πατέρα μου κι από δίπλα τους ο Δουλάμης, σώγαμπρος κι αυτός στο πόδι του μακαρίτη του Βαμπακά που είχε χαθεί πρόωρα. Αχώριστοι, μεταξύ τους, όπως θα το θυμόμαστε αυτό από προηγούμενες «εμφανίσεις» τους.
Σοβαρά σοβαρά, λοιπόν, ο Σταυράκος κατά πρώτο εφόρεσε τα γυαλιά του τα ψεύτικα όπως το έβλεπε που το κάνανε αυτό οι εισηγητές εις τις συγκεντρώσεις μας. Οπου την ίδια στιγμή επήρε θέση εις τα δεξιά του και ο Σπύρος του Δρακοδήμου, βγάζοντας κι αυτός μπροστά του χαρτί και μολύβι.
Παρασταίνοντας τη λεγόμενη «καθοδήγηση», κάποιους απ' αυτούς που εφέρνανε τη «γραμμή» στα χωριά μας. Κι εκρατάγανε σημειώσεις για να βάνουνε στο τέλος σε όλα, μονάχα αυτοί, τη σφραγίδα των λόγων τους.
Οπου τότε πια, αραιώσανε και οι άλλοι σε ημικύκλιο τις καρέκλες τους καταλαβαίνοντας ότι άρχιζε η παράσταση. Ενώ ο Δουλάμης που εκείνη την εποχή επερίμενε να τον καλέσουν αντάρτη για να γλίτωνε κι από το μεροδούλι, αποτραβήχτηκε σε μιαν άκρη ως τάχα αμέτοχος για να μην εμουντζουρωνότανε η διαγωγή του.
Ο Δρακο-Σπύρος ξερόβηξε πρώτα πρώτα για να δώκει μεγαλύτερο κύρος στο ρόλο του και μετά, αφού ανακάτεψε πολλές φορές τα χαρτιά του, τους «υπενθύμισε» και το θέμα, που ήτανε «η κατάργηση των τάξεων που χωρίζουνε τους ανθρώπους». Οπως το ακούγανε αυτό από τους «ειδήμονες» στις διαλέξεις που τους εκάνανε.
-- Ωστε να επέλθει επιτέλους σ' αυτό τον παλιόκοσμο, εκατάληξε, η δικαιοσύνη και η αγάπη που χρειάζεται.
-- Και μάλιστα μοναχά μ' ένα νόμο, τον εσυμπλήρωσε αμέσως ο Σταύρος. Μοναχά μ' ένα νόμο και χωρίς να λυθεί ούτε μύτη, επανάλαβε εισπράττοντας τα «μπράβο» τους και τα «ζήτω» τους. Οπου πια με την άδεια και του «καθοδηγητή» του, εμπήκε και στην ουσία του πράγματος.
-- Κατά πρώτο, τους είπε, θα βάλουμε μερικούς γραμματισμένους, τεμπέληδες να κάμουνε κι αυτοί μιας δεκάρας δουλειά, καταγράφοντας τους νοικοκυραίους, τον καθένα τους σε όποια από τις τρεις τάξεις ανήκει.
-- Αλλά θα πρέπει να μας εξηγήσεις και το πώς θα γίνει αυτό, τον ερώτησε ο Καπακλής με το σοβαρό του, ενώ ο Σιούπης τους επαρακάλεσε να μη διακόπτουν το ρήτορα που εβρέθηκε και σ' αυτό έτοιμος ν' απαντήσει.
-- Οσοι, χωρίς να δουλεύουνε οι ίδιοι, αλλά πλερώνοντας άλλους για τις δουλειές τους, έχουνε όσα χρειάζονται για να περνάνε καλά, να κάνουνε ταξίδια και να σπουδάζουνε εδώ ή στο εξωτερικό τα παιδιά τους, αυτοί, το καταλαβαίνουμε όλοι μας, ότι ανήκουνε στην πρώτη τάξη, στους πλούσιους, τους εξήγησε.
Ετσι, με ανάλογα κριτήρια, θα καταγράφανε οι γραμματιζούμενοι οι τεμπέληδες, στη δεύτερη τάξη όλους όσοι δίχως να νοικιάζουνε εργάτες ή να δουλεύουνε οι ίδιοι σε άλλους, διαθέτουνε, έστω και με το μέτρο, τα αγαθά που χρειάζονται οι φαμίλιες τους.
-- Ενώ αυτοί που, παρότι δουλεύουνε πιο πολύ σε ξένα ή σε δικά τους, εντούτοις υποφέρουνε και δυστυχούνε συνέχεια, θα τους ταξινομούνε στην τρίτη τάξη εκατάληξε, και φάνηκε πως όλοι επικροτήσανε το συλλογισμό του.
Μονάχα που κάποιος βιαστικός τον επαρακάλεσε να μπει εις το σύνθημα «επειδή, όπως του φώναξε, το παρασύνθημα το ακούσαμε και μας άρεσε»...
-- Για το νόμο που σκέφτηκες να μας πεις πώς θα γίνει, τον επαρότρυνε και ο ξάδερφός μου ο Σιούπης, την ίδια ώρα που του εβάλανε μπροστά του κι ένα ρακί κέρασμα από το «κατάστημα» για να μην έκλεινε ο λαιμός του.
-- Το απλούστερο πράγμα, τους απάντησε ο Σταυράκος. Το μόνο ότι, ερχόμενο το ΕΑΜ, θα παρακαλέσουμε το Λυμπέρη να μας κάμει αυτό το νόμο που λέγαμε. Ενα νόμο, τους ετόνισε, δυναμώνοντας τη φωνή του, που να ορίζει ότι παντρεύοντας τα παιδιά τους ή τα κορίτσια τους αυτή η λεγόμενη πρώτη τάξη, θα διαλέγει γαμπρούς ή νυφάδες μοναχά από τους φτωχούς, που θα φέρνονται καταγραμμένοι σ' αυτή την τρίτη τάξη που λέγαμε.
Οπου, ισομοιραζόμενα σιγά σιγά, ο μεγάλος πλούτος με την πολλή φτώχεια, τους εξήγησε, θα 'ρθει σ' ένα παρονομαστή ο κοσμάκης για να βρούνε ν' ακουμπήσουνε κάπου και η δικαιοσύνη με την αγάπη.
Σ αυτό εκατάληξε, ώσπου κόβοντας η οχλοβοή και τα παλαμάκια, παρουσιάστηκε κι ένας δύσπιστος. Κι όχι να πεις κάποιος τρίτος παρά ο ίδιος ο Σιούπης, ο φίλος του.
-- Ρε συ κάθαρμα, του εναντιώθηκε ως τάχα πολύ με το άγριο, ώστε το λες σοβαρά να μας σώσεις ανοίγοντας γραφείο συνοικεσίων.
-- Πάλι καλά δε λες, που δεν το εσκέφτηκε ο κερατάς να μας ανοίξει μπουρντέλα, τον εσυμπλήρωσε ένας άλλος. Την ώρα που εσηκώθηκε όρθιος και ο Βαγγέλης ο Αναστασόπουλος, ασφαλώς για να βρει μεγαλύτερη απήχηση ο λόγος του.
-- Μωρέ σεις, είπε αυτός, μας χρειάζεται πραγματικά ένας νόμος και επί ποινή του θανάτου, αλλά που να βάνει τους τεμπέληδες να δουλεύουνε κι όχι, βέβαια, για τα προξενιά που εσκέφτηκε ο Σταυράκος.
Στο μεταξύ, ακολούθησε μεγάλη αναταραχή και τάχα πως στενοχωριότανε πολύ γι' αυτό ο Σπύρος ο Δρακόπουλος που δεν αφήνανε το ρήτορα να πει περισσότερα για το σχέδιό του. Αλλά δίχως ν' ακούει κανείς τις συστάσεις του και κατά πρώτο λόγο ο Αντώνης ο Μαστρογιάννης που δεν αποκλείεται να τα έπαιρνε όλα αυτά εις τα σοβαρά. Τουλάχιστο με τον τρόπο του έκανε την «παρέμβασή» του.
-- Και πώς μπορείς ρε συ κοντοπίθαρε, είπε εις το Σταυράκο, να εξαναγκάσεις μια κοπέλα της πρώτης τάξεως, μορφωμένη και πλούσια ν' αποδεχτεί με το ζόρι για άντρα της το Γρηγόρη τον Καρβέλα ας πούμε, ή το Χαραλάμπη τον Καίσαρη; Πώς μπορεί να γίνει αυτό, δε μας το κάνεις μια στάλα λιανά να το καταλάβουμε;
Ο Σταυράκος επιχείρησε να του απαντήσει αλλά και πάλι τον κόψανε. Και πάλι κι αυτή τη φορά ο Κοσμάς ο Νικόλας, ένας φίλος του. Που μάλιστα το επαρατράβηξε το σκοινί μ' όσα είπε.
-- Τα λέει ο άτιμος, είπε για το Σταύρο, το φίλο του, επειδή έτυχε να 'χει καλά σταυρώματα και το ξέρει ότι έχει τράβηξη στις γυναίκες, γι' αυτό τα λέει, εφώναξε θυμωμένος.
-- Χαρά στα σταυρώματα και το μπόι του, τον ειρωνεύτηκε κάποιος άλλος αλλά ο Σταυράκος δεν επτοήθηκε από τα λόγια που άκουγε ή από το μπόι που διάθετε.
-- Και όμως, τους απάντησε, τον κόσμο πιο πολύ οι κοντοί τόνε κυβερνούνε. Αφήνω, συνέχισε, το Μήτσο το Μακρυνιώτη τον εδικόνε μας που είναι μια χαψιά άνθρωπος, αλλά και ο Ναπολέοντας ήτανε - δεν ήτανε κι αυτός εις το μπόι μου.
Οπου πια, εβρήκε κι ο Σπύρος την ευκαιρία να κλείσει τη συνεδρίαση σύμφωνα με το ρόλο που έπαιζε. Δήθεν, μελετώντας μία μία τις σημειώσεις του.
-- Συναγωνιστές, τους είπε, ακούσαμε τις γνώμες σας ολουνώνε, όμως θα συφωνήσω σ' αυτό που εκατάληξε και ο λεβέντης ο Σταύρος. Επειδή, όπως το βλέπουμε αυτό κι από τις φωτογραφίες τους και ο Μαρξ και ο Λένιν ανήκανε και οι δυο στους κοντόσωμους...
Φυσικά, ο Σταυράκος με την παρέα του δε σταματούσανε μοναχά στο ΕΑΜ που χάρη στο Λυμπέρη μπορούσανε και το κάνανε αυτό άφοβα. Περισσότερο ακόμα εχλευάζανε τους παλιούς πολιτικούς που ετάζανε γιοφύρια χωρίς ποτάμια.
Οπως και τους φτωχούς και τους πεινασμένους που αρνιούντανε τη σωτηρία τους από το ΕΑΜ και το καταριόντανε και το βρίζανε. Είτε από σκέτο πείσμα είτε επηρεασμένοι από αυτούς που το εφέρνανε ως την καταστροφή της Ελλάδας. Οπως καληώρα ο Σαμπαζιώτης, οι Μαργέληδες και οι φίλοι τους. Που πολλοί τέτοιοι δεν ελείπανε κι από τα χωριά μας.
Επαρουσιάζανε, λοιπόν, μέσα στο μαγαζί, ή κι απέξω εις το ντουράκι, ένα ρακένδυτο, ξελιγωμένο από την πείνα κι ετοιμοθάνατο που του εδίνανε ρούχα ή παπούτσια και τρόφιμα για να γλίτωνε, αλλ' αυτός τους τα πετούσε στα μούτρα, βλέποντας τάχα ότι εφέρνανε όλα τη σφραγίδα του ΕΑΜ ή του Κάπα Κάπα.
Οπου οι άλλοι τον παρακαλούσανε ή τον παροτρύνανε ν' αποδεχτεί κι αυτός το ΕΑΜ για να μοιραζότανε έτσι ο πλούτος σε όλους και να σωνότανε και ο ίδιος, όμως αυτός παράμενε ανένδοτος και αμετάπειστος.
Κι όπως επαράσταινε τον ετοιμόρροπο για να πέσει, στο τέλος τα εκατάφερνε να σηκωθεί όρθιος. Και σα να ήτανε ο Αθανάσιος Διάκος στην Αλαμάνα τους απαντούσε δυναμώνοντας τη φωνή του.
Μη μου το λέτε άπιστοι τα ρούχα μου ν' αλλάξω
ή ν' αδικήσω πλούσιο για να μην τα τινάξω
είμ' ένας εθνικόφρονας που ξέρω τι θα κάνω
αφού φτωχός γεννήθηκα, φτωχός και θα πεθάνω.
Αυτό τους απάγγελνε και μετά έπεφτε τάχα πεθαμένος στα χέρια τους, ενώ οι άλλοι όλοι μαζί χειροκροτούσαν τη δόξα του, όπως τον εσκεπάζανε ως τάχα νεκρό μ' ένα σακάκι ή κάποιο άλλο ρούχο από αυτά που του «χάριζε» το ΕΑΜ και αυτός τους τα πετούσε στα μούτρα.
-- Εσένα θέλουμε, να μας ζήσεις λεβέντη μου, του φωνάζανε ή ότι «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει» και άλλα πολλά τέτοια.
(Από το βιβλίο του «Οι καρδιές χτυπάνε αριστερά»)