Κυριακή 20 Νοέμβρη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Του Δημήτρη ΚΑΛΤΣΩΝΗ

Ο Δημήτρης Καλτσώνης γεννήθηκε το 1967 στον Πειραιά. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα. Το 1996 αναγορεύτηκε διδάκτορας της Νομικής Αθήνας στην Κοινωνιολογία του Δικαίου. Εχει δημοσιεύσει βιβλία και άρθρα νομικοπολιτικού περιεχομένου. Πρόσφατα εκλέχτηκε λέκτορας στο Γενικό Τμήμα Δικαίου του Παντείου Πανεπιστημίου.

Η ώρα του ύπνου

Η Μυρσίνη μπήκε στο χώρο της ρεσεψιόν. Ενας μάλλον ηλικιωμένος και κομψός κύριος την υποδέχτηκε πίσω από τον γκισέ με την ευγένεια και το διακριτικό βλέμμα των παραδοσιακών ξενοδόχων. Φρόντισε πολύ σύντομα να τελειώσει με τις τυπικές διατυπώσεις και να της υποδείξει πώς θα φτάσει στο δωμάτιο: αυτό με την καλύτερη θέα, όπως της διευκρίνισε.

Ακούμπησε την τσάντα της στην άκρη του κρεβατιού, επιθεώρησε στα γρήγορα το χώρο και άνοιξε την μπαλκονόπορτα. Το θέαμα ήταν σαγηνευτικό, τουλάχιστον για τα δεδομένα ενός ξενοδοχείου, που βρίσκεται λίγα μόνο χιλιόμετρα από το κέντρο της πόλης. Στα πόδια της, απλωνόταν ένα υπέροχο πυκνό πευκοδάσος, από εκείνα που γλίτωσαν τη μανία της οικοπεδοποίησης και που μυρίζουν παιδικά καλοκαίρια και φοιτητικές εκδρομές.

Παράγγειλε ένα πίσκο σάουερ, τη μικρή πολυτέλεια που πρόσφερε απλόχερα το ξενοδοχείο στους πελάτες του. Πήρε βαθιά ανάσα, κοιτάχτηκε μια ακόμη φορά στον καθρέφτη κι έμεινε να απολαμβάνει την ομορφιά του τοπίου.

Επρεπε να διευθετήσει τις τελευταίες λεπτομέρειες: Τηλέφωνο στη Μάρτα που θα πήγαινε να καθαρίσει το σπίτι και μετά μια σύντομη συνομιλία με τη Λίζα, την κόρη της. Η Λίζα είχε πάρει βέβαια πλέον το δρόμο της. Σύντομα θα έπαιρνε το πτυχίο της στην Αρχιτεκτονική, η δουλιά του πατέρα της πήγαινε θαυμάσια, οι σχέσεις της μαζί του υπήρξαν αρκετά καλά οριοθετημένες ήδη από την εφηβεία, άρα ένα λαμπρό μέλλον ξετυλιγόταν μπροστά της. Τι όμορφο να μεγαλώνεις μια κόρη και να σου μοιάζει, να είναι ονειροπόλα, αλλά και σταθερή, δυναμική, να δείχνει πως ξέρει τι θέλει.

Οταν έκλεισε το κινητό, η ταραχή λιγόστεψε. Τώρα μπορούσε να ηρεμήσει, να περιμένει ξεφυλλίζοντας κανένα περιοδικό, ίσως ακόμη να πήγαινε στον κήπο για να τελειώσει το ποτό της ή να παραγγείλει μια λεμονάδα.

Ο Βασίλης δε θ' αργήσει να 'ρθει. Ωρες ατέλειωτες, χρόνια ατέλειωτα, τον συντρόφευε με τη σκέψη της. Ομως, τα ειλικρινή του μάτια δεν αποκρίνονταν. Τις ώρες της αγρύπνιας τον πρόσεχε, του αφηγούνταν τα συμβάντα της ημέρας, του έλεγε τα παράπονά της.

Αρχισε όταν ακόμα εκείνος περιέφερε το αμπέχονό του στις φοιτητικές συνελεύσεις και στις καταλήψεις. Ολα αυτά ήταν σαν παιχνίδι, συνέβαιναν στο περιθώριο της πραγματικής ζωής, της ζωής που για εκείνη κύλησε ήσυχα, ουδέτερα, με αδέξιους έρωτες, τις σπουδές της, το γάμο, τη Λίζα. Γιατί η Μυρσίνη προτιμούσε πάντοτε την ασφάλεια της ευημερίας της.

Ο Βασίλης υπήρξε το παιδί της διπλανής πόρτας, μιας πόρτας κοντινής κι ωστόσο διαφορετικής, σαν τις μεταπολεμικές ακαταστάλαχτες αντιθέσεις. Ηταν ένα σπίτι χαρούμενο, που φημιζόταν για τις ευχάριστες συντροφιές, τους μεζέδες, τα τσίπουρα, που ποτέ δεν έλειψαν ακόμη και στις δύσκολες εποχές. Ο πατέρας του, ένας ευτραφής, καλόκαρδος έμπορος, ανήκε σε εκείνη τη γενιά που πίστεψε, έστω και παροδικά, σε μεγάλες αλλαγές, αλλά και που με σχετική ευκολία προσαρμόστηκε στη νέα κατάσταση, όταν η ζωή σάρωσε τα όνειρα ολόκληρης της γενιάς του.

Ο Βασίλης σπούδαζε, αμφισβητούσε και παράλληλα ανέβαινε, νικούσε. Κέρδιζε τη δική του ρεβάνς. Ενώ η Μυρσίνη περίμενε, δέσμια των προκαταλήψεων, των αποφάσεων των άλλων, εξαιρετικά άβουλη, αδύναμη να δώσει πνοή στην όποια μαγευτική προσδοκία. Κι όταν πέρασε τα σαράντα, δεν της έμενε παρά να προσπαθεί να αποτινάξει στους διαδρόμους του γυμναστηρίου και το τελευταίο περιττό κιλό, μαζί με τις δύσκολες σκέψεις, τις δύσκολες αποφάσεις, την ένταση της απραξίας.

Ωσπου οι αναμνήσεις έγιναν τόσες, που την κυρίευσαν σαν πλημμυρίδα, πρώτα τις ώρες του ύπνου, μετά και τις ώρες του ξύπνιου. Γιατί οι αναμνήσεις, όταν δεν τρέφουν την πραγματική ζωή, όταν σε βρίσκουν ανίσχυρο να αντιδράσεις, έχουν τη δύναμη να σε υπνωτίσουν, να σε κρατήσουν αιχμάλωτο. Μπορούν ακόμη να σε καθηλώσουν, όπως τους γέρους που κάθονται στα παγκάκια σιωπηλοί, με το βλέμμα ανέκφραστο και δεν ξέρεις αν θυμούνται, ή αν έτσι απλά προετοιμάζονται για το αναπόφευκτο.

Αυτή τη φορά, όμως, ο Βασίλης θα έρθει. Ορκοι αιώνιας πίστης, που δεν ειπώθηκαν ποτέ, μπορεί και να ακουστούν. Είναι ίσως η μεγάλη ώρα της τρυφερότητας, της στοργής που δεν περίσσεψε ποτέ σε κανέναν από τους δύο. Είναι η ώρα, που η συνομιλία γίνεται ψίθυρος και ο ψίθυρος ομολογία. Θα συναντηθούν, για λίγο έστω, οι μνήμες της νιότης, ο φόβος του θανάτου, ναι η μοναξιά του θανάτου, όσο και αν είναι ακόμη μακριά και τόσα άλλα που δε χρειάζεται να τα ξέρουν ούτε οι ίδιοι, ούτε κανείς άλλος.

Ναι, ο Βασίλης θα έρθει. Βγαίνει από τα γραφεία της εταιρίας, όχι ακόμη, κοιτά από το παράθυρο του ενάτου κάτω στο δρόμο, η κίνηση των αυτοκινήτων έχει ασυνήθιστα αραιώσει, τέτοιες ώρες άλλοτε είναι πήχτρα, ευτυχώς δε θα καθυστερήσω, το κινητό, μήπως θα πρέπει να το κλείσω, είμαι σε μίτινγκ, μην με ενοχλήσει κανείς. Μα, τώρα, η κίνηση στο δρόμο σταμάτησε εντελώς, τι παράξενο. Ωσπου εμφανίζονται τα πρώτα μπουλούκια και σε λίγο γίνονται ολοένα και περισσότεροι, δείχνουν ψύχραιμοι, καθόλου οργισμένοι. Φτου! Πάλι διαδήλωση, οι δρόμοι παντού μπλοκαρισμένοι, σήμερα που αυτός βιάζεται, σήμερα που εκείνη δεν πρέπει να περιμένει ούτε ένα λεπτό παραπάνω από τα τόσα χρόνια. Μα, τι τους ήρθε, κάθε λίγο και λιγάκι διαδηλώσεις, κλείνουν οι δρόμοι, παραλύουν τα πάντα.

Ο κόσμος πύκνωσε στο δρόμο, σίγουρα θα αργήσω, Μυρσίνη, είμαι μπλοκαρισμένος, θα περπατήσω και μετά θα πάρω ταξί, όχι μην έρθεις να με πάρεις, έρχομαι αγάπη μου, το ξέρω, κι εγώ. Και βγαίνει σαν σίφουνας από το γραφείο, τα στελέχη δε δίνουν λογαριασμό σε κανένα ή ίσως σε κανέναν, ασανσέρ, ισόγειο και να στο δρόμο, πόσο έντονα ακούγονται οι φωνές και πολλή αστυνομία, κρανοφόροι έχουν κλείσει την κεντρική οδό, διαπραγματεύσεις που είναι ίσως σε εξέλιξη, πίσω από τους τελευταίους διαδηλωτές μεγαλώνει το πλήθος, οι τελευταίοι πιέζουν τους πρώτους. Αντε να ξεγλιστρήσεις μέσα από τόσο κόσμο, πραγματικό πανηγύρι, σαν τότε, θυμίζει λίγο εκείνα τα χρόνια, χαμογελά και κοντοστέκεται ο Βασίλης, να πάρει ανάσα, να αφουγκραστεί, να καταλάβει. Το πλήθος όμως κινείται, γίνεται ανυπόμονο, τον παρασύρει στην αγκάλη του.

Στο μεταξύ, η Μυρσίνη περιμένει. Περιμένει τον ύπνο που δε θα 'ρθει ποτέ, το Βασίλη που δε θα 'ρθει ποτέ, το Βασίλη που είναι ξαπλωμένος στο πεζοδρόμιο, με τον κάλυκα ενός φλεγόμενου δακρυγόνου κολλημένο στο μέτωπο, με βαριά ανάσα, αιμόφυρτος, με τη συνείδηση μισοβυθισμένη σ' ένα όνειρο, που φαινομενικά είχε πάψει προ πολλού να τον απασχολεί. Αναρωτιέται αν έκανε λάθος, αναρωτιέται πόσο θα περιμένει ακόμη η Μυρσίνη, η Μυρσίνη που άργησε τόσο, η Μυρσίνη που βρίσκεται στο σπίτι και περιμένει, περιμένει τη Λίζα, περιμένει να βρει το κουράγιο, περιμένει να βρει τη ζωή, με μόνη συντροφιά το ηρεμιστικό, τη στυφή γεύση, την παραζάλη του αναγκαστικού ύπνου, την κόπωση της αθέλητης αϋπνίας. Περιμένει να τη βρει ο ύπνος. Γιατί για κείνη, είναι πάντα η βασανιστική, η απελπισμένη, η τυραννική, ώρα του ύπνου.


Του
Δημήτρη ΚΑΛΤΣΩΝΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ