Κυριακή 23 Νοέμβρη 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Της Λιλής ΜΑΥΡΟΚΕΦΑΛΟΥ

Η Λιλή Μαυροκεφάλου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Στα δεκαοκτώ της μετακόμισε οικογενειακώς στην Αθήνα και σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και Ιστορία στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Εργάστηκε ως καθηγήτρια στη Μέση Εκπαίδευση και στον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού, στο Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων.

Στο χώρο της λογοτεχνίας εμφανίστηκε το 1977 με το ιστορικό μυθιστόρημα «Αγης».

Το 1981 εκδίδεται ο «Κλεομένης», συνέχεια του προηγούμενου, βραβευμένου από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1986 το «Αλλο».

Ακολουθούν «Μέρες Καυτού Καλοκαιριού», 1990, «Δύο στον Καθρέφτη», το ιστορικό μυθιστόρημα «Βίος και Πολιτεία του Γερακάρη Λιμπεράκη», 1993, «Το πιο όμορφο ταξίδι», 1997, παιδικό μυθιστόρημα βραβευμένο από τη «Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά», «Της Φωτιάς και της Ερημιάς», 1997.

Ολα τα ανωτέρω βιβλία βρίσκονται σε κυκλοφορία και τα περισσότερα έχουν εισαχθεί στα σχολεία και στα πανεπιστήμια.

Κάρολος ο αξιοπρεπής

Παπαγεωργίου Βασίλης

Αχ, είναι ωραία εδώ, πάρα πολύ ωραία, σου λέω. Γιατί είναι ζεστά. Πολύ ζεστά. Μ' αρέσει πολύ η ζέστη, το ξέρεις. Με φτιάχνει. Μη μου πεις όμως για κρύο. Κι όχι μόνο τώρα. Ανέκαθεν. Μικρή κολλούσα στο καλοριφέρ. Γάτα. Και να τα πουλόβερ επανωτά, κρεμμύδι, κι όμως να κρυώνω, να μαζεύομαι. Μια κακομοίρα. Το καλοκαίρι όμως, βασίλισσα. Τώρα βέβαια αντέχω το κρύο. Τόσος καιρός πέρασε, χειμώνες και χειμώνες, ε, σκληραγωγήθηκα. Αλλιώς θα την έβγαζα; Πάντως αυτός ο ήλιος είναι σούπερ. Λούζει ολόκληρη την κορμάρα μου. Μωρέ, ας είναι το τζάμι κατασκονισμένο, αυτός περνά και με βρίσκει. Οχι ακριβώς με βρίσκει. Μετακινούμαι κι εγώ λιγάκι μην τον χάσω, μη χάσω ούτε πόντο ήλιο. Κι ο Κάρολος από κοντά, ακολουθεί κάθε μου κίνηση. Οχι για τον ήλιο, μάλλον όχι μόνο για τον ήλιο. Για μένα. Για να μην ξεκολλήσει απ' το πλευρό μου. Για να με ζεσταίνει. Υπέροχη η ζεστασιά του. Με χαλαρώνει, με κάνει να θέλω να κοιμηθώ... Ωραίο όνομα το Κάρολος, μη μου πεις, ε; Εγώ του το 'δωσα και του πηγαίνει γάντι. Πώς τον λέγανε πριν δε με νοιάζει. Μ' ένα καινούριο όνομα αρχίζεις καινούρια ζωή. Κι εμείς οι δυο θ' αρχίσουμε καινούρια ζωή. Καλά. Καλά. Το ξέρω, δε χρειάζεται να μου το πετάς κατάμουτρα. Το 'χεις ξανακούσει το παραμύθι, το βαρέθηκες. Εντάξει. Μπορεί όμως τώρα να γίνει. Εσύ δε μου έλεγες να μην το βάζω κάτω; Μου τα γυρνάς τώρα; Επειδή, λες, πέρασαν τόσα χρόνια. E, βούλωστο επιτέλους. Δεν είμαι εγώ λογίστρια να μετρώ. Κι εσύ ποια είσαι στο κάτω κάτω της γραφής; Από πού παίρνεις το δικαίωμα να με κρίνεις, να μου το παίζεις αφεντικό; Τι είσαι; Δεν είσαι τίποτε. Κι όμως. Με αναγκάζεις να απολογούμαι. Με ελέγχεις, που να σε πάρει, και σε μισώ ώρες ώρες. Ακου, λοιπόν, και χώνεψέ το. Ο Κάρολος με λατρεύει. Μου είναι τελείως αφοσιωμένος. Αυτό μετράει. Με κάνει να νιώθω χάι. Να φανταστείς με το που με είδε, με πήρε από πίσω ο γλυκούλης μου. Στο βενζινάδικο μάλλον ήταν. Εγώ ούτε που του έδωσα σημασία. Ημουν, ξέρεις τώρα πώς... Με δυσκολία έσερνα τα βήματά μου, ήθελα κάπου να ξαπλώσω, μα ήταν κόσμος γύρω. Σερνόμουνα. Αυτός εκεί. Πλάι μου πια. Σαν να είχε πάρει την πρωτοβουλία, σαν να με οδηγούσε. Γιατί με διάλεξε; Μυστήριο. Πάντως κολακεύτηκα. Γιατί δεν είναι κανένας ασκημομούρης, κανένας παρακατιανός. Κούκλος είναι. Με μάτια χρυσοκάστανα. Εν τάξει, είναι πολύ αδύνατος, αλλά αυτό φτιάχνεται. Κι έχει μια έμφυτη αξιοπρέπεια. Αν τον έδιωχνα, θα 'φευγε αμέσως. Δεν είναι από εκείνους τους γλοιώδεις που κολλάνε. Τζέντλεμαν. Αμ... και το άλλο; Σε κοιτά κατευθείαν στα μάτια και πιάνει στο φτερό τη διάθεσή σου. Τη σκέψη σου. Τέτοια εξυπνάδα! Μόνο εξυπνάδα; Υπάρχει μια καλύτερη λέξη. Πού είναι όμως πανάθεμά την; Πού κρύφτηκε η πουτάνα και την έχασα; Ολο χάνω λέξεις. Σαν να 'χει γεμίσει τρύπες το μυαλό μου και ξεφεύγουν. Αυτήν όμως την τσάκωσα. Ενορατικός. Ενορατικός είναι ο Κάρολος. Κι ευαίσθητος. Μπορούμε οι δυο μας να κάνουμε πολλά. Δεν το πιστεύεις, ε; Εντάξει. Δε σου ρίχνω κι άδικο. Εχεις βαρεθεί τα ίδια και τα ίδια. Μ' έχεις για τελειωμένη, αλλά κι εγώ σ' έχω γραμμένη. Δεν ξόφλησα. Οχι. Μια σπίθα καίει μέσα μου, πολύ βαθιά. Πώς να τη δεις; Αλλά υπάρχει. Καίει. Με καίει. Οταν ο Κάρολος με κοιτά με τόση αφοσίωση, τότε καίω ολόκληρη. Λιώνω. Εσύ βρε πολύξερη, πες μου, ένα ενορατικό πλάσμα σαν τον Κάρολο θα μου έδειχνε τόση εμπιστοσύνη, αν δεν άξιζα; Τι έχω να του προσφέρω εγώ; Πλούτη; Καλή ζωή; Τίποτε απ' αυτά. Και θα μπορούσε να τα κυνηγήσει με τέτοια ομορφιά που έχει. Κατάλαβε όμως πως αξίζω να μου αφοσιωθεί. Αυτός είναι ο λόγος που με διάλεξε. Εντάξει, δε λέω, μόλις που στέκομαι στα πόδια μου, μόλις που ανασαίνω. Εντάξει. Ομως και στέκομαι κι ανασαίνω. Αυτό έχει σημασία. Από δω και πέρα θα πάρω την επάνω βόλτα. Στοίχημα πως θα τα καταφέρω τώρα που έχω ξεμπερδέψει με το πιο μεγάλο μου βάσανο; Τα δόντια μου. Σαπάκια όλα, με τάραζαν στον πόνο, τα πέταξα, σώθηκα. Κάποιος, να 'ναι καλά, μου το σφύριξε: Οι φοιτητές της οδοντιατρικής σχολής ζητάνε εθελοντές να τους βγάλουν δόντια, να μάθουν τη δουλειά τα παιδιά, αύριο μεθαύριο ανοίγουν δικό τους μαγαζί. Ημουν τρελαμένη από τον πόνο, πρησμένη σαν μπαλόνι και πήγα. Πήγα και γλίτωσα. Μερικά δόντια, λέει, κρατούσαν ακόμη, μπορούσαν να μου τα βουλώσουνε. Ούτε ν' ακούσω! Πετάξτε όλα τα κωλόδοντα, τους είπα. Ολα! Κι ούτε μασέλα θέλω ούτε βιδωτά. Το 'ξερες εσύ ότι σου βιδώνουνε δόντια; Με βίδες. Κανονικές... Κι έτσι, που λες, έγινα φαφούτα. Εντάξει, είμαι νέα για φαφούτα. Πόσο χρονών ακριβώς, δεν είμαι σίγουρη. Θα κοντεύω τα τριάντα, αν δεν τα 'χω περάσει λίγο. Πάντως δεν πονώ. Μόνο που δεν μπορώ να μασήσω. Αλλά και πότε τρώω; Στη χάση και στη φέξη. Οπότε, μικρό το πρόβλημα... Αλλά βέβαια τώρα υπάρχει κι ο Κάρολος... Μάλλον αυτός θα μ' έφερε εδώ πέρα, εγώ δεν ήξερα πού πήγαινα. Μοιάζει με εγκαταλειμμένη αποθήκη ελαστικών. Παντού λάστιχα. Μυρίζει λαστιχίλα. Τι μ' αυτό; Είναι καλά, πολύ καλά εδώ. Ο ήλιος, βλέπεις. Και ψυχή πουθενά. Τι; Μπορεί να είναι καμιά γιορτή ή Κυριακή, γι' αυτό. Ο,τι και να 'ναι, εδώ μέσα δεν έχει πατήσει άνθρωπος για καιρό. Οπότε εγώ κι ο Κάρολος μπορούμε να στήσουμε μια χαρά νοικοκυριό. Με τι λεφτά; Χωρίς λεφτά. Δεν έχεις πάρει είδηση τι ωραία πράγματα πετιούνται στο δρόμο. Μωρέ, φτιάχνεις παλατάκι. Και σκέψου τι ήλιος θα μπαίνει έτσι και καθαρίσω το τζάμι! Κουρτίνες, όχι, δε θέλω. Θέλω ήλιο. Ο ήλιος με δυναμώνει. Εντάξει, χρειάζεται και το φαΐ. Κανένα πρόβλημα. Στους κάδους, έξω από τα σούπερ μάρκετ, πετάνε ένα σωρό τρόφιμα, ψιλοληγμένα, αλλά τρώγονται. Εγώ διαλέγω γιαούρτια, επειδή δε θέλουν μάσημα. Προτιμώ αυτά με τα φρούτα που είναι και βιταμινούχα. Για τον Κάρολο θα μαζεύω κονσέρβες. Είναι αδυνατούλης και θα τον παχύνω. Μαζί θα παχαίνουμε. Θρεφτάρια θα γίνουμε. Λες μετά να τρέχουμε σε διαιτολόγους και πλαστικούς χειρούργους για λιποαναρρόφηση και τα σχετικά; Πού τα ξέρω εγώ αυτά; Ε, ρίχνω και καμιά ματιά στα περιοδικά στα περίπτερα. Λοιπόν, για τον ήλιο σου 'λεγα. Αχ, πώς μου ζεσταίνει τα κοκαλάκια! Και να δεις, βρε συ, τι μου θυμίζει... Τον ήλιο στο δωμάτιό μου, στο σπίτι μας στην Καλαμαριά! Το παράθυρό μου έβλεπε στην ανατολή κι ήλιος απλωνόταν στο κρεβάτι μου. Ας έλεγε η μάνα μου να κλείνω τα παντζούρια μη με ξυπνάει πρωί πρωί. Να τον κλείσω έξω; Με τίποτε. Αγαπώ το φως... Αλλά ζω στο σκοτάδι. Να το! Το πέταξες πάλι το καρφί σου, φαρμακόγλωσσα. Σε μισώ. Σε μισώ, επειδή έχεις δίκιο... Εννοώ για το σκοτάδι... Μάλλον στα δεκάξι πρωτομπήκε μέσα μου. Ηταν τότε εκείνος ο πόλεμος... Καμένα χωριά, λαμπαδιασμένα σπίτια, άνθρωποι κυνηγημένοι, ακρωτηριασμένοι. Κι εκείνο το παιδί δίχως χέρια και πόδια, δίχως γονείς κι αδέλφια, ένα κούτσουρο, να με κοιτάζει οργισμένο κι ανήμπορο από την οθόνη της τηλεόρασης, να με κοιτάζει σαν να 'μουν εγώ η φταίχτρα! Εκλαιγα. Η μάνα μου έλεγε συμβαίνουν αυτά στον κόσμο, να χαίρομαι που δε συμβαίνουν στον τόπο μας. Στον τόπο μας όμως συνέβαιναν άλλα. Δεν ήμουν πια παιδί, καταλάβαινα. Καταλάβαινα τη σαπίλα, την αδικία, την υποκρισία. Με αηδίαζαν, με αρρώσταιναν, πολύ περισσότερο επειδή στους άλλους φαίνονταν φυσικά. Ενιωθα μοναξιά. Ηθελα κάτι να κάνω, μα ήμουν μόνη. Μ' έπνιγε η αγωνία. Τότε το άρχισα... Ηταν βέβαια κι η παρέα κι εκείνο τ' αγόρι. Αμέσως ένιωσα όμορφα, ήταν σαν να 'χα μπει σε μια πολύχρωμη σαπουνόφουσκα και πετούσα. Ξέρω τι θα μου πεις. Είχα ευκαιρίες να κόψω και δεν έκανα τίποτε, είμαι μια θρασύδειλη, που δε θέλει ν' αγωνιστεί, μια υποκρίτρια που εφευρίσκει δικαιολογίες. Αντε, βούλωστο! Δεν έχω όρεξη για την γκρίνια σου. Αλλωστε είσαι ανύπαρκτη. Μια φωνή μέσα στο μυαλό μου, τίποτε άλλο. Υποτίθεται πως είσαι η συνείδησή μου, που να μην έσωνες. Πάντως, να το ξέρεις, κι εξαιτίας σου πίνω. Πώς αλλιώς να σ' αντέξω; Να σε ξεριζώσω δεν μπορώ, σε κοιμίζω λοιπόν. Ε, Κάρολε, πού πας; Ελα κοντά μου, Κάρολε, παράτα την αυτήν! Οσο κι αν χοροπηδάς, δεν μπορείς να τη φτάσεις εκεί ψηλά. Μην χάνεις την αξιοπρέπεια σου, βρε Κάρολε, για μια παλιόγατα. Και το γάβγισμα δε σου πάει καθόλου...



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ