Κυριακή 24 Οχτώβρη 2010
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Βιογραφικό της Μαρίας Κούρκουλου - Μπάβα

Γεννήθηκα στην Αθήνα στη συνοικία Γκύζη, σε μια μεγάλη φτωχική οικογένεια εργατοτεχνιτών. Είχα την τύχη, στα μεταπολεμικά χρόνια, να τελειώσω δημοτικό και γυμνάσιο με ιδιαίτερα προοδευτικούς δασκάλους και καθηγητές. Από το σπίτι μου κι από κείνους δεν έμαθα μόνο γράμματα, αλλά πήρα και κατευθύνσεις κοινωνικές, πολιτικές και ιδεολογικές, που διαμόρφωσαν την όποια προσωπικότητά μου. Τα μετεμφυλιακά χρόνια, προσπάθησαν και προσπάθησα να μπω στο Πανεπιστήμιο, στη Φιλολογική Σχολή, αλλά «απέτυχα» προς μεγάλη έκπληξη και απογοήτευση όλων των καθηγητών μου, που με είχαν για φαβορί και προπαντός των δύο εξαιρετικών και σπουδαίων, για μένα, φιλολόγων (Σκοπετέας Σταύρος, Μαρία Οικονόμου), που μου έκαναν χώρια από το γυμνάσιο μαθήματα λογοτεχνίας, πιστεύοντας ότι ήμουν «λογοτεχνικό ταλέντο». Δεν ξαναεπιχείρησα να δώσω εξετάσεις για λόγους οικογενειακούς, οικονομικούς και πολιτικούς. Αρχισα να γράφω από το γυμνάσιο ακόμα, και το πρώτο αξιόλογο, που έγραψα τότε, ήταν ένα ποίημα για τον Αρη Βελουχιώτη. Κατόπιν και κατά καιρούς έγραψα διάφορα πράγματα, πάντοτε, σχεδόν, σε πεζό λόγο. Μερικά τα έκρυβα και μερικά άλλα, μετά από καιρό, τα έσκιζα. Αποφάσισα να γράψω το βιβλίο «Οι "άθλοι" της Αννας» μετά το θάνατο της αδελφής μου κι αφού είχαν συσσωρευτεί μέσα μου καταστάσεις και συναισθήματα, που με πίεζαν ασφυκτικά.

Εκτός από τα παραπάνω, δεν έχω τίποτα άλλο να παραθέσω ή να επιδείξω, που να παρουσιάζει ενδιαφέρον, παρά μόνο όσα λίγα έχω προσφέρει στην οικογένειά μου και στο Κόμμα μας, του οποίου είμαι μέλος.

Στην πλατεία Κύπρου της Κυψέλης

Παπαγεωργίου Βασίλης

Η άνοιξη έφτασε φέτος στην Αθήνα. Βιαστική. Κι έπιασε φουριόζα δουλειά. Αρχίζοντας απ' το χαμομήλι, τις κίτρινες μαργαρίτες, τις χλομές από το πρωινό αγιάζι αγουροξυπνημένες παπαρούνες. Και τα φρεσκοκλαδεμένα δέντρα που υψώνοντας τα γυμνά κλωνάρια τους μοιάζουν σα να διαμαρτύρονται και τα παρακινεί όλα να μπουμπουκιάσουν και ν' ανθίσουν γρήγορα για να συμπαρασταθούν στους ξεσηκωμένους διαδηλωτές. Εργάτες, απεργούς, άνεργους, απολυμένους και συνταξιούχους που γεμίζουν καθημερινά δρόμους και πλατείες.

Το φεγγάρι, περίεργο, δε βλέπει την ώρα κάθε βράδυ να βασιλέψει, ο ήλιος που ξεθωριάζει το δικό του οργαντινένιο φως για να ρίξει μια ματιά στη γη να δει και να καταλάβει κι αυτό τι ακριβώς συμβαίνει φέτος στην Αθήνα.

Σκέπτεται ν' αρχίσει τη βόλτα του, όπως παλιότερα, πάνω από τις πλατείες, τα παλιά του στέκια, που εδώ κι αρκετό καιρό έχει πάψει πια να τις κοιτάζει γιατί μαραζώνει έτσι που φαίνονται από ψηλά γεμάτες σκουπίδια, σπασμένες λάμπες, παλιά χαλασμένα κι άδεια παγκάκια, απότιστα θαμνολούλουδα και στραπατσαρισμένα παρτέρια.

Θα περάσει πρώτα πρώτα από μια μικρή παλιά του φίλη σε μια μεριά μιας πολυθόρυβης, πυκνοκατοικημένης συνοικίας με πρωτόκτιστες πολυκατοικίες, στενά πεζοδρόμια, πολυσύχναστους και χαλασμένους δρόμους και μερικά ερειπωμένα παρατημένα αρχοντικά.

Αυτή η μικρή πλαταιίτσα του φαινόταν πάντα σαν κάτι ξεχωριστό, σαν ένα στολίδι που 'χε πέσει εκεί σαν από θαύμα.

Δε χρειάστηκε να κουραστεί και πολύ, έφτασε κιόλας. Ομως, για στάσου, μήπως δεν είν' εδώ; Μήπως έχασε τον προσανατολισμό του; Δεν μπορεί, όλα γύρω είναι τα ίδια. Σωστά έχει σταθεί. Αλλά πού είναι τα πανύψηλα δέντρα της, που με τις κορφές τους χαιρετούσαν κι ερωτοτροπούσαν κάθε βράδυ με τ' αστέρια. Πότε αφήνοντας να περάσει η λάμψη τους και πότε κρατώντας την όλη για χάρη τους.

Πού είναι, πού πήγαν τα δεκάδες πουλιά που φώλιαζαν στις φυλλωσιές τους και με το τραγούδι τους σκέπαζαν όλους τους κακόηχους θόρυβους και τη φασαρία των δρόμων; Που έρχονταν τα απογεύματα να τ' ακούσουν ακόμα και να τα ηχογραφήσουν και να τα βιντεοσκοπήσουν διάφοροι περίεργοι και φυσιολάτρες, όπως και πολλοί γείτονες και επισκέπτες περαστικοί.

Τι συμβαίνει άραγε; Τι έγινε κι όλα χάθηκαν.

Εσκυψε προσηλωμένο να δει, ν' ακούσει και να καταλάβει καλύτερα.

Κανένα δέντρο, κανένα πουλί, κανένα κελάηδημα. Ούτε μιλιά, ούτε λαλιά, που λένε. Μόνο στριγκλιαστικά φρεναρίσματα και κορναρίσματα μες στο πηγαινέλα του κόσμου, Ελλήνων και ξένων. Περισσότεροι ξένοι παρά Ελληνες σ' αυτή την περιοχή. Από κάθε γωνιά της Γης άνθρωποι, που τους έφεραν εκεί τα φτηνά νοικιαζόμενα, χαλασμένα, παλιά διαμερίσματα και υπόγεια.

Τα μαγαζιά, ανοιχτά ακόμα, σχεδόν άδεια κι έρημα από πελάτες, με τους μαγαζάτορες να στέκουν στις πόρτες άνεργοι κι αμήχανοι. Και στα πεζοδρόμια ένα απλωμένο κατάχαμα παζάρι. Διάφορα ψιλοεμπορεύματα τραβούν την προσοχή ή την αδιαφορία των περαστικών ανάλογα με την οικονομική κατάσταση ή ανάγκη του καθενός.

Και γύρω γύρω στην πλατεία κάποια ξεθωριασμένα, κουρελιασμένα, άχρηστα πια πανό σα σάβανα. Και στα μισοσπασμένα παγκάκια μόνοι τους στο μισοσκόταδο και την ερημιά της πλατείας κάποιοι νεαροί να φτύνουν κατάμουτρα τη ζωή, να προκαλούν αστόχαστα το χάρο, και ξερνοβολώντας να κάνουν δοκιμές θανάτου.

Γνωστό το σκηνικό, σκέφτηκε, φρικιαστικό, αποτρόπαιο.

Γύρισε το βλέμμα του αλλού: Μια παρέα από αγόρια και κορίτσια με τους κουβάδες τους κολλούσαν αφίσες και πετούσαν προκηρύξεις και φέιγ βολάν γεμίζοντας το δρόμο, σ' αυτή τη ξεπεσμένη συνοικία, σ' αυτή τη δισυπόστατη χώρα. Με μια υπόσταση προκλητικού πλούτου για λίγους και μια υπόσταση φτώχειας κι αθλιότητας για τους πολλούς.

Τα παιδιά εξακολουθούν να κολλούν αφίσες, ενώ λάμπουν από διάθεση για αγώνα.

Ωστε, λοιπόν, σκέφτεται, αναθαρρεύοντας, υπάρχει ακόμα ελπίδα, υπάρχει ακόμα μέλλον.

Οχι. Δεν τετέλεσται.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ